Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:
Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
Στα νεοελληνικά χρόνια, θα βρούμε πολλά αινίγματα, διατυπωμένα με λιτότητα, φραστικό ρυθμό, συντομία και έξυπνη αλληγορία. Τα θέματα και τα σύμβολα των αινιγμάτων, παίρνονται από τον αισθητικό αλλά και το νοητό κόσμο. Γενικά το αίνιγμα αντιπροσωπεύει τη γύρω ζωή, αφού αναζητεί τα θέματα και τα σύμβολά του από την υπάρχουσα εμπειρία (ιστορία, παραδόσεις, κοσμοθεωρία, θρησκεία, υλικό βίο, επαγγέλματα, κατοικία, τροφή, ζώα, φυτά). Λειτουργεί δε παιδαγωγικά καθώς ασκεί τη διανόηση μικρών και μεγάλων. Ας δούμε λοιπόν λίγα αινίγματα:
Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει
(καπνός)
κλειδώνω μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μέσα
(ήλιος)
τα δυο καλά στεκούμενα, τα δύο συμπερπατούμενα,
τα δυο που δεν ταιριάζουνε, τα δυο που δε λαγιάζουνε
(ήλιος και φεγγάρι)
Τρεις τη βαστούνε και γεννά, μαύρα τα κάνει τα παιδιά και πίσω της τα’ αφήνει
(πέννα)
Από την γην επλάστηκα ως ο Αδάμ, στην κάμινον εψήθηκα ως οι τρεις Παίδες, τα χείλη μου πολλούς εδρόσισαν, αλλά στο θάνατό μου κανείς δε βρέθηκε να θάψει τα οστά μου
(στάμνα)
Φίδι είδα μεσ’ στο λάδι κι είχε ήλιο στο κεφάλι
(λύχνος)
Γύμνια στέκ’ η κοπελιά μέσα στην ξεροβρουλλιά
(η μυζήθρα στο τυροβόλι)
Μικρή μικρή νοικοκυρά, μεγάλη πίττα φτιάχνει
(μέλισσα)
Παράληψη θα ήταν να μη συμπεριλάβουμε εδώ τα σοφά κληροδοτήματα των αιώνων, τις παροιμίες, τα γνωμικά και τις διάφορες εκφράσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, κουβαλώντας τη σοφία του λαού. Και επειδή δεν θα χωρούσαν ούτε σε τόμους βιβλίων αυτά που βρήκαμε, θα δώσουμε εδώ λίγες, τις πιο χαρακτηριστικά και όχι απαραίτητα τόσο γνωστές. Άλλωστε τις πολύ γνωστές τις ξέρετε ήδη!
Δεν το χω που δεν πεθαίνω, μόνο που ζω κι όλο μαθαίνω
Η φτώχια χαμηλώνει τα’ αυτιά
Της αδικιάς το γέννημα, σε ποντισμένο μύλο
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια
Το πρόβατο που θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη τη μαγκούρα
Τι σου λείπει κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι
Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει
Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θα χει και τους τζιτζίκους
Πέντε μέτρα κι ένα κόβε
Όλα τα χει η Μαριωρή, μόνο ο φερετζές της λείπει
Δίνει στο σκύλο άχυρα και στο μουλάρι κρέας
Σαν της τρελής τα μαλλιά
Σαν τη μύγα μες στο γάλα
Χαράς ευαγγέλια
Από πέτρα σε λιθάρι
Ο ποντικός δεν χώραγε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα
Έτρεχε ένας μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
Την έπαθε σαν την αλεπού με τα σταφύλια
Η αλήθεια είναι λάδι και πλέει
Βλέπεις στραβέ; Βλέπει ο θεός
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι να ναι χάρη
Βόηθαμε να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε το βουνό
Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι
Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
Ο θεός δίνει το ντέρτι, ο Θεός και το ντερμάνι (αντοχή)
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί
Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το
Δικοί μου όσους κλείνει η πόρτα μου
Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μην πεις, να μη σου πούνε
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Ερωτήσαν την καμήλα, ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος; Ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Και αποκρίθηκε: Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;
Βράζει με το ζουμί του
Κακή γυναίκα και καπνός σε διώχνουν απ΄ το σπίτι
Του Θεού ένα κερί και του διαβόλου δέκα
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά το
Ότι κάμεις, λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει
Καινούρια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται
Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει
(καπνός)
κλειδώνω μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μέσα
(ήλιος)
τα δυο καλά στεκούμενα, τα δύο συμπερπατούμενα,
τα δυο που δεν ταιριάζουνε, τα δυο που δε λαγιάζουνε
(ήλιος και φεγγάρι)
Τρεις τη βαστούνε και γεννά, μαύρα τα κάνει τα παιδιά και πίσω της τα’ αφήνει
(πέννα)
Από την γην επλάστηκα ως ο Αδάμ, στην κάμινον εψήθηκα ως οι τρεις Παίδες, τα χείλη μου πολλούς εδρόσισαν, αλλά στο θάνατό μου κανείς δε βρέθηκε να θάψει τα οστά μου
(στάμνα)
Φίδι είδα μεσ’ στο λάδι κι είχε ήλιο στο κεφάλι
(λύχνος)
Γύμνια στέκ’ η κοπελιά μέσα στην ξεροβρουλλιά
(η μυζήθρα στο τυροβόλι)
Μικρή μικρή νοικοκυρά, μεγάλη πίττα φτιάχνει
(μέλισσα)
Παράληψη θα ήταν να μη συμπεριλάβουμε εδώ τα σοφά κληροδοτήματα των αιώνων, τις παροιμίες, τα γνωμικά και τις διάφορες εκφράσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, κουβαλώντας τη σοφία του λαού. Και επειδή δεν θα χωρούσαν ούτε σε τόμους βιβλίων αυτά που βρήκαμε, θα δώσουμε εδώ λίγες, τις πιο χαρακτηριστικά και όχι απαραίτητα τόσο γνωστές. Άλλωστε τις πολύ γνωστές τις ξέρετε ήδη!
Δεν το χω που δεν πεθαίνω, μόνο που ζω κι όλο μαθαίνω
Η φτώχια χαμηλώνει τα’ αυτιά
Της αδικιάς το γέννημα, σε ποντισμένο μύλο
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια
Το πρόβατο που θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη τη μαγκούρα
Τι σου λείπει κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι
Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει
Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θα χει και τους τζιτζίκους
Πέντε μέτρα κι ένα κόβε
Όλα τα χει η Μαριωρή, μόνο ο φερετζές της λείπει
Δίνει στο σκύλο άχυρα και στο μουλάρι κρέας
Σαν της τρελής τα μαλλιά
Σαν τη μύγα μες στο γάλα
Χαράς ευαγγέλια
Από πέτρα σε λιθάρι
Ο ποντικός δεν χώραγε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα
Έτρεχε ένας μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
Την έπαθε σαν την αλεπού με τα σταφύλια
Η αλήθεια είναι λάδι και πλέει
Βλέπεις στραβέ; Βλέπει ο θεός
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι να ναι χάρη
Βόηθαμε να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε το βουνό
Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι
Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
Ο θεός δίνει το ντέρτι, ο Θεός και το ντερμάνι (αντοχή)
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί
Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το
Δικοί μου όσους κλείνει η πόρτα μου
Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μην πεις, να μη σου πούνε
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Ερωτήσαν την καμήλα, ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος; Ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Και αποκρίθηκε: Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;
Βράζει με το ζουμί του
Κακή γυναίκα και καπνός σε διώχνουν απ΄ το σπίτι
Του Θεού ένα κερί και του διαβόλου δέκα
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά το
Ότι κάμεις, λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει
Καινούρια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται