ΣΕΛΙΔΕΣ

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ - ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και επίπεδος, σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Αι Βασίλη, το σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους.
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραύνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Ας δούμε τώρα και μερικές περιγραφές προσφύγων από τις παλιές πατρίδες.


ΠΟΝΤΟΣ
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :
Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.

Κίος Βιθυνίας   (στην Προποντίδα)
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!».
Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο.

Καστανιές Ανατολικής Θράκης
Τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά», το νόμισμα, και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει πελεκούδι από την πόρτα ή κλαρί, για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια... Στους λυπημένους που έστελναν πίτα, εκείνοι δεν την έκοβαν με το μαχαίρι αλλά ο καθένας έκοβε με το χέρι ένα κομμάτι.
Την παραμονή το βράδυ έβαζαν στο τραπέζι εννιά ειδών φαγητά και πολλών ειδών οπωρικά, στη μέση τη βασιλόπιτα, τρία ψωμιά κι ένα κεράκι αναμμένο στο ένα ψωμί... Αφού έτρωγαν έκοβαν την πίτα. Σ' όποιον έπεφτε ο παράς, έλεγαν πως εκείνος «βασίλεψε». Τον «βασιλεμένο» παρά τον έριχναν μέσα σε ποτήρι με κρασί, έπιναν από λίγο και εύχονταν : «Και του χρόνου καλύτερα!». Τον παρά τον άφηναν στα εικονίσματα και τον επόμενο χρόνο τον έβαζαν στην άλλη πίτα.
Έθιμα των Καππαδόκων
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων. Καταγράψαμε τα ήθη και τα έθιμα και τα συνθέσαμε κατά ενότητες παρακολουθώντας τα παράλληλα με το χρόνο που τελούνταν.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φαει όταν ήταν λεχώνα.
Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες και χωριστά. οι γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπα..
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο. Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .
Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αι-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αι-Βασίλη «σουγιού». Γέμισε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αι-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις. Ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ότι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους, και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο καθένας έτυχε στην πίτα του ό, τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά.

Κάλαντα από το Μιστί
Αρχήν αρχήν τα κάλαντα Κι αρχή καλά χρόνια

Τα πουλιά λαλούν
Τσι τα χερώνεια κράζνει} δις
Αϊ Βασίλημ καλό ζευγάρη λάμεις
Καλόνι αφέντημ καλό τσι ευλογημένο }δις
Έχεις τσι ντου αλέτηρ σου
Στο χρυσό βουτηγμένο
Και το γυνίτσι σου ασημοκαμωμένο
Έχεις και τα βουδίτσια σου
Της Παναγιάς πουλίτσια
καλάντι αφέντημ καλά τσι ευλογημένα (δίς)
άκουντα νουνάκαμ άκουντα
αν τσισει τσιάν τσιμάσει
γύψει ντου φενέρ μας
φώτησε την γενειά μας
φώτησε την γενειά μας να σε φωτής θεός. 
άπό 

 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Τό χριστουγεννιάτικο δέντρο


Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν σύμβολο;
Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες γενικά δοξασίες και παραδόσεις, αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνο (μιας θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις χριστιανικές, για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης του Χριστού και ταυτόχρονα σαν η πρώτη μέρα του χρόνου.
Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Κι η ίδια αυτή μέρα ήταν κι η Πρωτοχρονιά.
Το δέντρο, σαν χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα.
Εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο ΄Αγιος Βονιφάτιος, που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο, σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων. Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές.
Κι αρχικά, για να συμβολίσει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού, άρχισε να γεμίζει το δέντρο-σύμβολο με διάφορα χρήσιμα είδη, κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, συμβολίζοντας έτσι πρακτικά την προσφορά των Θείων Δώρων, για να εξελιχτεί προοδευτικά σ' ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος της μέρας αυτής, που αργότερα πήρε και τη θέση της "Δωροθήκης"- του χώρου δηλαδή που σ'αυτόν τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο. Για την Αγγλία ο Τσαρλς Ντίκενς, ο συγγραφέας εκείνης της εποχής, φρόντισε να ξαναπάρουν τα Χριστούγεννα την παλιά χαρούμενη γιορταστική μορφή τους, όσο κανένας άλλος. Κι αν σήμερα σ'ολόκληρο τον κόσμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο θυμίζει αυτή τη μέρα, αυτό σίγουρα οφείλεται στον Ντίκενς, που σε διάφορα έργα του και πιο πολύ ακόμα στις
χριστουγεννιάτικες ιστορίες του, και το πασίγνωστο Κρίστμας Κάρολ, το προβάλλει σαν βασικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Στην πατρίδα μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν για πρώτη φορά στην Αθήνα οι Βαυαροί.
(το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Ελληνοαερικανικού Εκπαιδευτικού ιδρύματος) Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ουσία των Χριστουγέννων.
Το έθιμο αυτό έχει ξενική προέλευση και όπως λέγεται το εισήγαγαν οι Βαυαροί.
Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του 'Οθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β' παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος ένα χοντρό ξύλο δηλαδή από αχλαδιά ή αγριοκερασιά.
Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων.
Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η προέλευσή του δεν είναι γερμανική.
Ο καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης υποστηρίζει ότι το έθιμο του δέντρου έχει ανατολίτικη προέλευση.
Την άποψη του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο 'Α στα βόρεια της Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ' όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο. Ομως σε μερικά μέρη όπως στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο αλλά από κλαδί ελιάς το οποίο το στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια, καρύδια και διάφορα παιχνίδια. Πολλές φορές αντί για κλαδί ελιάς στολίζουν ξύλινα καραβάκια.

Στην πόλη της Χίου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Σύμφωνα με αυτό, όποιες ενορίες επιθυμούν, κατασκευάζουν (βάσει μακέτας) πλοία, -πολεμικά ή εμπορικά- σε σμύκρινση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και ως προς την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομαδες, το πλήρωμα, του κάθε πλοίου τραγουδούν κάλαντα. Για να έρθουμε τώρα στις μέρες μας στο δίκτυο υπάρχουν διευθύνσεις για χριστουγεννιάτικα δέντρα.Εξάλλου το πλέον απαραίτητο αξεσουάρ των Χριστουγέννων είναι το ωραίο ελατάκι, αληθινό ή ψεύτικο, που φροντίζουμε να το στολίζουμε.
άπό

Χριστουγεννιάτικο έθιμο “Τό Πάντρεμα της φωτιάς”

Επειδή η Ελλάδα ήταν κυρίως γεωργική χώρα, οι δραστηριότητες (σπορά, καλλιέργεια), αλλά και οι αγωνίες (αβέβαιος καιρός και συγκομιδή) του έλληνα γεωργού ήταν έντονες στα θρησκευτικά του έθιμα. Η φωτιά στο τζάκι μέσα στο καταχείμωνο μεγάλωνε το όνειρο της σοδειάς και πολλές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων είχαν γεωργικό χαρακτήρα.
Το “Πάντρεμα της φωτιάς” είναι μια παραλλαγή του Χριστόξυλου και η διαφορά τους έγκειται στο πλήθος των ξύλων που χρησιμοποιούσαν για τη φωτιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "πάντρευαν" τη φωτιά. Έπαιρναν, δηλαδή, ένα ξύλο που συμβόλιζε το νοικοκύρη (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε αρσενικό όνομα, π.χ. πλάτανος ή κέδρος) και ένα δεύτερο που συμβόλιζε τη νοικοκυρά (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε θηλυκό όνομα, π.χ. αγριοκερασιά) και τα “σταύρωναν” στο τζάκι. Όπου χρησιμοποιούσαν και τρίτο ξύλο (κυρίως στην Κέρκυρα), που μπορεί να συμβόλιζε π.χ. τον κουμπάρο, φρόντιζαν να επιλέξουν ένα διαφορετικό είδος ξύλου από τα δυο πρώτα. Συνήθως επέλεγαν ξύλα από αγκαθωτά δέντρα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων οι γυναίκες του σπιτιού καθάριζαν επιμελώς το τζάκι και την καμινάδα και το βράδυ τοποθετούσαν τα ξύλα “σταυρωμένα” και άναβαν τη φωτιά. Σε πολλά μέρη έριχναν στη φωτιά φυτά που όταν έπαιρναν φωτιά έκαναν θόρυβο, ενώ “σταύρωναν” τη φωτιά τρεις φορές ρίχνοντας πάνω της κόκκινο κρασί και λάδι. Σημαντικό ήταν, επίσης, ποιος θα ερχόταν πρώτος σε επαφή με την ιερή αυτή φωτιά. Πολλοί επέλεγαν ένα παιδί της οικογένειας που θεωρούσαν τυχερό και του έδιναν ένα μακρύ ραβδί για να την ανακατεύει. Την ώρα που την ανακάτευε, έλεγε και μια ευχή που αντιπροσώπευε την ελπίδα των αγροτών: “Πουλιά, κατσίκια, αρνιά, γρόσια”...
Στη Φθιώτιδα, το “Πάντρεμα της φωτιάς” γινόταν με δυο ξύλα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο νοικοκύρης του σπιτιού φρόντιζε να είναι ακριβώς ίδια και να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα δύο ξύλα συμβόλιζαν την αλλαγή της ημέρας, αλλά και την αλλαγή του χρόνου. Σε κάποιες άλλες περιοχές της Φθιώτιδας αυτό είχε αντικατασταθεί με το "σπούρνι". Ένα μικρό παιδί καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, έριχνε αλάτι πάνω στη φωτιά και έκανε διάφορες ευχές για την οικογένεια, για την υγεία, για τα σπαρτά, αλλά και τα ζώα. Αμέσως μετά, το μικρό παιδί έπαιρνε το πρώτο και καλύτερο κομμάτι "μπακλαβά", που είχε φτιάξει η νοικοκυρά.
Σε πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου, οι χωρικοί έφερναν μέσα στο σπίτι το υνί και το αλέτρι και τα ακουμπούσαν πλάι στη φωτιά των Χριστουγέννων. Στη συνέχεια, έβαζαν πάνω στο υνί κάρβουνα και λιβάνι και, κρατώντας το στα χέρια, θυμιάτιζαν το σπίτι και τους στάβλους.
Στη Θεσσαλία, επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου, ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά από αγριοκερασιά. Τα μικρά αυτά κλαδιά των δέντρων αντιπροσώπευαν τις επιθυμίες τους για την πραγματοποίηση μιας όμορφης ζωής. Φρόντιζαν μάλιστα τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καιγόταν πρώτο, καθώς αυτό ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι αντίστοιχα, γιατί θα έδειχνε ποιο θα παντρευόταν πρώτο.
Στα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας, τα ξημερώματα των Χριστουγέννων συνήθιζαν να "αρραβωνιάζουν τη φωτιά". Τα νέα κορίτσια τοποθετούσαν στο τζάκι ένα πολύ μεγάλο ξύλο και εκείνη την ώρα, σύμφωνα με την παράδοση, ό,τι ζητούσαν μπορούσε να γίνει. Βεβαίως, αυτό που θα ζητούσαν έπρεπε να αφορά νέους και όχι παντρεμένους.
Τέλος, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα οι χωρικοί έβαζαν 12 αδράχτια στο τζάκι, για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Οί Καλικάντζαροι τού Δωδεκαήμερου

Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.
                            


Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.


Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! 

Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στη Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στη παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
 

 Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
 Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) τη παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.
                                              
 Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.
                                           

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
  1. Πράξεις χριστιανικής λατρείας: α) Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων.
  2. Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
  3. Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί ("τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά" Τριφυλία).
Τη παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
 Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες.
άπό 


Τα Καρκατζούλια ή Σκαρκατζούλια ή Καλικάτζαροι

Αντιγόνη Κουτσινού, ΣΤ2
Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες,καλακάντζουρα,λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά και εξαποδώ.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια ανεβαίνουν στη γη τα δαιμόνια Καλικάντζαροι, που «όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια τους τους στύλους που στηρίζουν τη γη».
Οι δαίμονες-Καλλικάντζαροι ταυτίζονται με τις δαιμονικές Κήρες των αρχαίων. Είναι «μαύροι, άσχημοι, με κόκκινα μάτια και τριχωτό σώμα».
Στην Κύπρο ονομάζονται Πλανήταροι. «Εκεί τους κάνουν ξεροτήγανα για να τους καλοπιάσουν».
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.     
Κατά διάφορες ελληνικές παραδόσεις οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταμορφωμένοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου) ή αυτοκτόνησαν.
Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι.  Κουτσοί, στραβοί, με ένα μάτι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, ξεπλατισμένοι .Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, και δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι' αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Οι καλικάντζαροι από ότι λέγεται είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο τους το σώμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι έρχονται έξω και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό και οι γυναίκες ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες.
Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν. Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν. 
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι' αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη.
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σε αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ 'αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι κατουρλήδες, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Φεύγετε να φεύγωμε  
έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε.


Η λαϊκή μας παράδοση θέλει οι καλικάντζαροι να "μαγαρίζουν" το φαγητό με τις ακαθαρσίες τους αλλά και να προσπαθούν να πριονίσουν τα θεμέλια της Γης κατά την διάρκεια του δωδεκαήμερου.
Από την στιγμή που κρύβονται πάλι στα έγκατα της Γης στις 6 Ιανουαρίου τα θεμέλια γίνονται όπως και πριν κι έτσι η προσπάθεια τους είναι από πριν καταδικασμένη.
Σε άλλα μέρη πίστευαν ότι όταν βγαίνουν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ουρλιάζουν απαίσια και προσπαθούν να μολύνουν με τα περιττώματά τους τα τρόφιμα, να σκορπίσουν το αλεύρι, να χύσουν νερό στο πάτωμα, να σταματήσουν το νερό της βρύσης.
Σε άλλα ελληνικά χωριά πίστευαν πως οι καλικάντζαροι είναι σκελετωμένοι, αδύνατοι, φορούν βρώμικα ρούχα, είναι κουτσοί, τσεβδοί, μονόφθαλμοι, με ουρές, ότι είναι πολύ ευκίνητοι και ικανοί να σκαρφαλώνουν στους τοίχους, αλλά πολύ φοβητσιάρηδες και με μια βιτσιά γίνονται άφαντοι.
Αλλού φαντάζονταν ότι οι καλικάντζαροι παρουσιάζονται και σαν άνθρωποι, σαν ζώα και σαν περίεργα πουλιά, ότι εμφανίζονται κατά τις σκοτεινές νύχτες στους ανθρώπους σαν παράξενα φαντάσματα. Πίστευαν ότι τα κακά πνεύματα τις νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν ελεύθερα και πανταχού παρόντα και γι' αυτό κανείς δεν έπρεπε να βραδιαστεί μακριά από το χωριό ή στο δάσος.
Στον Πόντο όποιος ήθελε να αποφύγει την επίσκεψη των καλικαντζάρων έπρεπε:
1. Να μη σβήσει την λάμπα, και αν ήταν ανάγκη να βγει από το σπίτι, έπρεπε να κρατάει φανάρι αναμμένο η δαυλό.
2. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων άναβαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ» ένα χοντρό κούτσουρο και πριν καεί το αντικαθιστούσαν με άλλο, έτσι ώστε η φωτιά να διατηρείτε άσβεστη σε όλη την διάρκεια του Δωδεκαήμερου.
3. Να ραντήσει το σπίτι με αγιασμό.
4. Δεν γινόταν γάμος και μόνο βάπτισμα σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.
5. Όλα τα θεωρούσαν εν δυνάμει μολυσμένα και σκέπαζαν καλά το υγρά και τα τρόφιμα.
6. Το σημείο του σταυρού και η απαγγελία προσευχής (ιδιαίτερα του «Πάτερ ημών») απομάκρυνε τους καλικαντζάρους.
7. Στα σταυροδρόμια χάραζαν στο έδαφος το σημείο του σταυρού.
www.paidika.gr

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Η ιστορία της Γέννησης Τού Χριστού

Η ιστορία της γέννησης

Τον καιρό που στον κόσμο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, ο αυτοκράτορας Αύγουστος έβγαλε διαταγή να γραφτούν όλοι οι υπήκοοί του σε καταλόγους. Ήθελε να δει πόσο πληθυσμό είχε το απέραντο κράτος του.
Ένα μεγάλο πηγαινέλα αναστάτωσε όλη την Παλαιστίνη, γιατί η απογραφή έπρεπε να γίνει στον τόπο καταγωγής του καθενός.
Η Μαρία και ο Ιωσήφ κατάγονταν από τη γενιά του Δαβίδ.
Έπρεπε λοιπόν να πάνε στη Βηθλεέμ.
Φτάνοντας εκεί, χτύπησαν όλες τις πόρτες. Μα ούτε σε σπίτι ούτε σε πανδοχείο βρήκαν δωμάτιο. Επειδή η Παναγία ήταν ετοιμόγεννη, ένας πανδοχέας τη λυπήθηκε και τους επέτρεψε να μείνουν στο στάβλο με τα ζώα.
 Εκεί, στο στάβλο γεννήθηκε ο Χριστός. Η μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον κοίμισε πάνω στα άχυρα, μέσα στο παχνί. Ολόγυρα τα ζώα τού κρατούσαν συντροφιά και τον ζέσταιναν με την ανάσα τους.
Ήταν χειμωνιάτικη και κρύα νύχτα.
Έξω στον κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να κοιμηθούν, μην έρθει ο λύκος και τους τα φάει. Έξαφνα, φως μεγάλο έλαμψε κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους.
Οι ποιμένες τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε:
«Μη φοβάστε, γιατί σας φέρνω μια καλή είδηση που σ' όλο τον κόσμο θα δώσει χαρά. Σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας, που είναι ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει θα είναι τούτο: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί».
Κι εκεί που μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε: 

 «Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που σημαίνει:
«Δόξα στο Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία. και στους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο Θεός γι' αυτούς».
Χάθηκαν οι άγγελοι και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το στάβλο, όπως τους είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας, είδαν το βρέφος που κοιμόταν στο παχνί και τη μητέρα του που καθόταν πλάι του. Με συγκίνηση γονάτισαν μπρος στο παχνί και προσκύνησαν.
Τον καιρό που γεννήθηκε ο Χριστός ζούσαν στην Ανατολή τρεις άνθρωποι πολύ σοφοί. Γι' αυτό τους έλεγαν Μάγους. Αυτοί, που από χρόνια μελετούσαν τα ουράνια σώματα, ξαφνικά παρατήρησαν ένα πρωτόφαντο αστέρι. Έβγαλαν λοιπόν το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Το αστέρι αυτό τους οδήγησε στην Ιερουσαλήμ.
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που περίμεναν τον ελευθερωτή βασιλιά, αναστατώθηκαν, όταν είδαν τους Μάγους. Μα πιο πολύ απ' όλους αναστατώθηκε ο Βασιλιάς Ηρώδης, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος του πάρει το θρόνο.
Φώναξε λοιπόν τους συμβούλους του και ζήτησε να μάθει πού λένε οι Γραφές ότι θα γεννηθεί αυτός ο βασιλιάς. Εκείνοι του διάβασαν το ιερό βιβλίο με τις προφητείες που έλεγε ότι θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
 Αμέσως ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους στο παλάτι και τους ρώτησε πότε ακριβώς είδαν το αστέρι. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε με το καλό. Ψάξτε να βρείτε το παιδί κι ελάτε να με ειδοποιήσετε, για να πάω κι εγώ να το προσκυνήσω».
Οι Μάγοι έφυγαν, ακολουθώντας το αστέρι, που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί. Μπήκαν μέσα, γονάτισαν και το προσκύνησαν. Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα (αρώματα).
Μετά την προσκύνηση, άγγελος Κυρίου τους πρόσταξε να μην πάνε πίσω στον Ηρώδη, αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο, γιατί ο Ηρώδης είχε κακό σκοπό για το παιδί.
Οι τρεις Μάγοι έφυγαν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους, γιατί δεν ήθελαν να τους δει και να τους ρωτήσει ο βασιλιάς Ηρώδης, που γύρευε το κακό του παιδιού.
Μόλις όμως έφυγαν οι Μάγοι, ο άγγελος παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ και του είπε:
- Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την Αίγυπτο. Θα μείνετε εκεί ώσπου να σου πω, γιατί ο Ηρώδης θα ψάξει να βρει το παιδί για να το σκοτώσει.
Υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, ο Ιωσήφ πήρε τη μητέρα και το παιδί και φύγανε νύχτα για την Αίγυπτο. Έτσι βγήκε αληθινός ο λόγος που είχε πει ο προφήτης Ωσηέ, πολλά χρόνια προτού γεννηθεί ο Χριστός:
«Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου».
Αργότερα, όταν ο Ηρώδης είχε πια πεθάνει, παρουσιάστηκε ξανά ο άγγελος στον Ιωσήφ και του παράγγειλε να πάρει τον Ιησού και τη Μαρία και να γυρίσουν πίσω στην Παλαιστίνη. Γύρισαν πραγματικά, και πήγαν να μείνουν στη μικρή πόλη που την έλεγαν Ναζαρέτ, πατρίδα της Παναγίας. Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς. Γι' αυτό αργότερα τον είπαν Ναζωραίο.