ΣΕΛΙΔΕΣ

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



Αιώνες τώρα η Αγία μας Εκκλησία έχει συμπεριλάβει στη λατρεία της και σ’ ότι επιτελείται κάθε πρόσφορο μέσο που συντελεί είτε στην πρόσληψη του μηνύματός της από τους πιστούς ή της μετάδοσης μηνυμάτων προς αυτούς. Ένα απ’ αυτά τα μέσα είναι οι καμπάνες, που έλκουν την καταγωγή και την ονομασία τους από την περιοχή της Καμπανίας, της Ιταλίας, αφού εκεί βρίσκονταν τα κατάλληλα μέταλλα για την παρασκευή καμπανών.
Οι καμπάνες εμφανίσθηκαν στη Δύση τον 6ο αιώνα και αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και στην Ανατολή. Σήμερα δεν νοείται Ορθόδοξος Ναός χωρίς καμπάνες αφού θεωρούνται απαραίτητο και αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας. Και πως όχι, αφού σ’ όλες τις περιπτώσεις και περιστάσεις της Χριστιανικής μας ζωής και λατρείας χρησιμοποιούνται για να επισημάνουν την έναρξη κάποιας Ιεράς Ακολουθίας είτε πρόκειται για τακτικές ιερές ακολουθίες όπως του Εσπερινού, του Όρθρου, της Θείας Λειτουργίας της Ιεράς Αγρυπνίας, κ.λ.π., είτε για έκτακτα γεγονότα όπως η αναγγελία της εκδημίας ενός αδελφού ή κάποια φυσική καταστροφή, ή την έναρξη του κατηχητικού, ή την άφιξη του Επισκόπου στο Ναό κ.λ.π.
Οι καμπάνες χτυπούν πάντοτε στον ίδιο ρυθμό; Με τον ίδιο σκοπό; Όχι.
Το Ορθόδοξο ήθος διαπερνά και επηρεάζει ακόμη και τον τρόπο κρούσεως των καμπανών ανάλογα με την περίπτωση.
Έτσι κατά την παραμονή και την κυρία ημέρα μιας μεγάλης Δεσποτικής ή Θεομητορικής Εορτής οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, όπως χαρμόσυνα χτυπούν όταν εορτάζει ο Άγιος της Ενορίας, του Ναού, όταν ψάλλεται η Δοξολογία προς τον Θεό, όταν επισκέπτεται για να χοροστατήσει και να ιερουργήσει ο Επίσκοπος, ο ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού, όταν εορτάζονται οι Εθνικές Εορτές ούτως ώστε και δι’ αυτού του τρόπου, της κρούσεως των καμπανών, να τονιστεί το γεγονός και να ευφρανθούν οι πιστοί στο άκουσμα των κωδονοκρουσιών.
 
Αντίθετα όταν συμβαίνουν πένθιμα γεγονότα όπως κατά την Μεγάλη Παρασκευή, της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας, ή κατά την εκδημία εις Κύριον ενός αδελφού ή ενός κληρικού τότε ο ήχος των καμπανών προσαρμόζεται στον πένθιμο χαρακτήρα του γεγονότος και καλεί σε συμμετοχή και συμπαράσταση τους πιστούς.
Υπάρχουν θα λέγαμε και κάποιοι σταθεροί «κώδικες» κωδονοκρουσιών με κάποιες ίσως μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή και από ενορία σε ενορία.
Επί παραδείγματι, στην Ενορία μας, της Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυιάς που καθημερινά πρωί και βράδυ τελούνται οι προβλεπόμενες από το Τυπικό της Εκκλησίας μας Ιερές ακολουθίες του Όρθρου και του Εσπερινού πράττουμε ως εξής:
Όταν τελείται ο Εσπερινός και την άλλη μέρα δεν πρόκειται να τελεσθεί Θεία Λειτουργία χτυπούμε το λεγόμενο «μονοκάμπανο» δηλαδή χτυπά μόνο η μία από τις τρεις ευρισκόμενες στο καμπαναριό καμπάνες. Ομοίως συμβαίνει και τα πρωινά που τελείται ο Όρθρος άνευ Θ. Λειτουργίας. Όταν όμως τελείται ο Εσπερινός και την άλλη μέρα ξημερώνει μια γιορτή και θα τελεσθεί Θ. Λειτουργία τότε χτυπούμε το λεγόμενο «διπλοκάμπανο» δηλαδή χτυπούν τουλάχιστο οι δύο από τις τρεις καμπάνες του ναού, σε πιο έντονο και χαρούμενο ρυθμό, για να «ειδοποιήσουν» με έμφαση τους πιστούς ότι αύριο ο ναός θα «λειτουργήσει».
Ομοίως συμβαίνει και όταν τελείται η ακολουθία του Όρθρου που μετά απ’ αυτήν θα τελεσθεί η Θ. Λειτουργία. Τότε μάλιστα έχουμε τρεις κωδονοκρουσίες. Μία στην αρχή του Όρθρου, μία περίπου στον μέσον του Όρθρου αμέσως μετά την ανάγνωση του Συναξαρίου και προ των καταβασιών, και η «τρίτη» λεγόμενη «καμπάνα» κατά τη Δοξολογία.
Ασφαλώς η Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί τις καμπάνες απλώς και μόνο να γνωστοποιήσει στους πιστούς μια ακολουθία, μια τελετή, ένα γεγονός. Αυτό θα μπορούσε να το πράξει ιδίως στην εποχή μας και μ’ άλλα μέσα.
Η Εκκλησία συνεχίζει να χτυπά και θα χτυπά τις καμπάνες γιατί η κρούση τους συμβολίζει και είναι το στόμα του Θεού, της Εκκλησίας, που μιλά στα τέκνα της και τα καλεί να προσέλθουν στο Ναό, στον οίκο του Πατρός τους να προσευχηθούν, να ξεκουραστούν πνευματικά, να γιατρευτούν, να δυναμώσουν, να ενθαρρυνθούν, να παρηγορηθούν, να ευχαριστηθούν, να κλάψουν, να χαρούν, να κατακτήσουν την ελπίδα, να κερδίσουν τη Σωτηρία τους.
Είναι αλήθεια ότι στις ημέρες μας οι καμπάνες χτυπούν ηλεκτρονικά, κάτι που δεν είναι πάντα κακό, και ανάμεσα στα προγράμματα κωδονοκρουσιών υπάρχει ένα πρόγραμμα που ονομάζεται «Αδάμ».
 
Τι σημαίνει άραγε αυτό; Σημαίνει κάτι το συγκλονιστικό. Ενθυμούμαστε ότι μετά την παρακοή τους οι Πρωτόπλαστοι κρύφτηκαν από το Θεό Γεν.κεφ3 στιχ.8-9, αλλά ο Κύριος ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Αδάμ που ει;» δηλαδή «Αδάμ, που είσαι;» Έτσι λοιπόν κάθε φορά που χτυπούν οι καμπάνες ο Θεός φωνάζει στον καθένα μας. «Αδάμ που είσαι;»
Μας καλεί κοντά του, μας καλεί να τον πλησιάσουμε, να τον επισκεφθούμε, είναι μια ευλογημένη αφορμή μ’ ότι κι αν καταπιανόμαστε εκείνη την ώρα να σκεφθούμε το Θεό, την πορεία μας, τα έργα μας, τις σκέψεις μας σε σχέση με το Θεό και το Άγιο Θέλημά του. Και αν δεν μπορούμε να πάμε στον Ναό, ας σηκωθούμε από τη θέση μας, αν καθόμαστε, να κάνουμε τον σταυρό μας, να προσευχηθούμε να ξεκολλήσουμε από τα υλικά τα φθαρτά και τα μάταια και να προσανατολιστούμε στον «ήλιο της δικαιοσύνης» στον Φωτοδότη Χριστό.
 
Αγαπητοί αναγνώστες, οι Καμπάνες δεν «ενοχλούν» όπως κάποιοι προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ο ήχος τους είναι σεμνός και μεγαλοπρεπής, γλυκός και τονωτικός, ήρεμος και κατανυκτικός, αφυπνιστικός και προσευχητικός.
Αντίθετα στο σύγχρονο τρόπο ζωής που ζούμε πολύ περισσότερο «θόρυβο» και πολύ πιο ενοχλητική αποδεικνύεται η έλλειψη αγάπης, ανθρωπιάς, ειλικρίνειας, συμπάθειας, προσφοράς, κατανόησης, δικαιοσύνης, αξιοκρατίας, οράματος, εμπιστοσύνης και τόσων άλλων αξιών και αρετών. Από την άλλη είναι βέβαιο ότι οι Καμπάνες «ενοχλούν», Ναι «ενοχλούν» το Διάβολο γιατί αφυπνίζουν τους ανθρώπους, τους φέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης, είναι δυνατόν να τονώσουν και την πιο μικρή σπίθα πίστεως προς το Θεό και να μετατρέψουν σε «καρδίαν καιομένην» για το Χριστό, και ο «εχθρός» και όσοι τον ακολουθούν δεν το θέλουν αυτό.
του π. Χαραλάμπους Παπαδοπούλου, Θεολόγου

Πηγή

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

  Η ανάγκη των ανθρώπων για την καθημερινή και απαραίτητη χρήση του νερού, τον εξανάγκασε αυτόν να κατοικήσει και ν’ αναπτύξει κοινωνίες κοντά σε πηγές με άφθονο νερό ώστε να καλύπτει τις άμεσες ανάγκες του. Συν τον χρόνο όμως οι κοινωνίες διευρύνθηκαν και η ανάγκη για την κάλυψη της καθημερινότητάς για νερό,  τον υποχρέωσε να ανακαλύψει διαφόρους τρόπους εξεύρεσης, αποθήκευσης ή και μεταφοράς νερού στον τόπο διαβίωσής του.
 Ο διαδομένος τρόπος εξεύρεσης νερού σε σημεία που δεν υπήρχαν πηγές, επινοήθηκαν κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα πηγάδια. Στην Αρχαία Ελλάδα το πηγάδι λεγόταν Φρέαρ και η λέξη πηγάδι είναι συνώνυμο της πηγής.  Πηγάδια λέγονται βασικά οι αυτοτροφοδοτούμενες αποθήκες νερού. Δηλαδή σε κάποιο προσιτό μέρος, που ενδείκνυται ανάλογα με διάφορα σημάδια ότι κάτω από το έδαφος και σε λίγα μέτρα βάθος βρίσκεται νερό, ή υπάρχει κάποιος υπόγειος δίαυλος νερού  (υπόγειο ποτάμι), τότε έσκαβαν προσπαθώντας να εντοπίσουν το νερό. Όταν έσκαβαν σε αρκετό βάθος, προστάτευαν με διαφόρους τρόπους τα τοιχώματα και αυτά τα ονόμασαν τα πηγάδια.
   Η κατασκευή του πηγαδιού ξεκίνησε από διάφορα σημεία του εδάφους όπου υπήρχε λίγο στάσιμο ύδατος ή ένδειξη[1], ότι κάτω από αυτό υπήρχε νερό. Όταν υπήρχε η ένδειξη και κυρίως κάποια μικρή λακκούβα με νερό, ο άνθρωπος για περισσότερο απόθεμα ξεκίνησε να ανοίγει την τρύπα περιμετρικά και προς το βάθος, όσο πιο περισσότερες ανάγκες ανέκυπταν τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη κατασκεύαζε την τρύπα. Όπου υπήρχαν λίγα αποθέματα νερού και κατά τους θερινούς μήνες λιγόστευε ο άνθρωπος συνέχιζε να σκάβει στο εσωτερικό της τρύπας μέχρι να ξαναβρεί το νερό που λόγω της ξηρασίας είχε κατέλθει η στάθμη.
   Συν το χρόνο αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που ανέκυπτε με τα τοιχώματα της τρύπας, δηλαδή συνεχείς κατολισθήσεις των τοιχωμάτων όπου τα χώματα από τα τοιχώματα μπάζωναν την κοίτη, θόλωναν το νερό κατασκεύασε τοιχώματα με λίθους.
Τοιουτοτρόπως ξεκίνησε η κατασκευή των πηγαδιών.  Το σκάψιμο και το χτίσιμο ενός πηγαδιού για την απόκτηση του απαραίτητου πόσιμου νερού, δεν είναι μια απλή κοινή τεχνολογία. Για αυτή την εργασία υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες, οι λεγόμενοι πηγαδάδες.
   Κάθε πηγαδάς όταν τον καλούσαν για ν’ ανοίξει ένα πηγάδι, έπρεπε κατ’ αρχήν να ελέγξει το έδαφος εάν έχει νερό, ή υδροφόρο κοίτασμα, όπως αναφέρουν σήμερα οι γεωλόγοι. Συνήθως οι πηγαδάδες είχαν τις απαιτούμενες για εκείνη την εποχή γνώσεις[2] και όταν αντιλαμβάνονταν ότι είναι σίγουροι για την ανεύρεση του νερού τότε ξεκινούσαν τις εργασίες για το σκάψιμο του πηγαδιού.
    Εάν ο πηγαδάς δεν εύρισκε νερό, οι κόποι του πήγαιναν πάντοτε χαμένοι, ο ιδιοκτήτης, μάλλον ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει. Όλες οι δαπάνες βάρυναν τον πηγαδά όταν αυτός με δική του ευθύνη αναλάμβανε να εντοπίσει το νερό. Αρκετές φορές μερικοί εργοδότες αναλάμβαναν την πρωτοβουλία από μόνοι τους και με δική τους ένδειξη, οι πηγαδάδες τρυπούσαν το υποδεικνυόμενο μέρος. Τότε έβρισκε, δεν έβρισκε νερό, ο πηγαδάς πληρωνόταν για όλες τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει.

Σκάψιμο πηγαδιού
   Για να ξεκινήσει ένας πηγαδάς για ν’ ανοίξει και να κατασκευάσει ένα πηγάδι, συνήθως υπέγραφαν ένα συμφωνητικό, αναγράφοντας τους εκάστοτε όρους που υπογράφονταν μεταξύ του εργοδότη και του τεχνίτη πηγαδά.
    Τα πηγάδια ήταν δουλειά κατά κανόνα του καλοκαιριού αρχή γενομένης μετά το τέλος του θεριστή μέχρι και του Αγίου Δημητρίου δηλαδή τέλη του Οκτώβριου. Ο λόγος, έπρεπε ήδη να κατέβουν τα νερά από τις χειμερινές βροχές να ξεραθούν τα λαγκάδια και να βρουν την ανάλογη στάθμη που θα είχε νερό κατά την ξηρασία του καλοκαιριού, αυτά τα λέγανε «σίγουρα νερά». Επίσης έπρεπε ο τόπος να μην είναι λασπερός, για να  είναι σταθερά και να μην πέφτουν τα τοιχώματα κατά την διάνοιξη και εμποδίζουν τις εργασίες, η και καταστούν επικίνδυνα για την ασφάλεια των εκσκαφέων του πηγαδιού.
   Τα εργαλεία του πηγαδά κατά την διάνοιξη και εξόρυξη των χωμάτων ήσαν λίγα. Για την εκσκαφή χρησιμοποιούσαν τον κασμά, το φτυάρι, το πατητό, την αξίνα, την βαριά, την σφήνα, το ματσακούπι, την παραμίνα, τον κοχλιό, τον λοστό, την χουλιάρα, πριόνι ή τσεκούρι, η τσεκουροκασμά ή κλαδευτήρι για το κόψιμο τυχόν ρίζες από διάφορα κοντινά δένδρα. Για την εξόρυξη των χωμάτων χρησιμοποιούσαν βασικά το ζεμπίλι, τον κουβά, σχοινί, παλάγκο (μηχανικό ή αυτοσχέδιο), καρούλι, ανέμη, ασκί, και ζώα. 
  Αρκετά προβλήματα συνήθως αντιμετώπιζαν κατά την εκσκαφή. Το πρώτο και ευκολότερο ήταν όπως προαναφέραμε οι ρίζες των δένδρων, δεύτερο ήταν οι βράχοι δηλαδή μεγάλες πέτρες που συναντούσαν στο εσωτερικό, όταν ήταν μικρές τις έβγαζαν ολόκληρες ή τις τεμάχιζαν με διαφόρους τρόπους όταν όμως ο βράχος ήταν τεράστιος, έπρεπε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια σε αυτό το μέρος ή έπρεπε να τον σπάσουν. Συνήθως χρησιμοποιούσαν το ματσακούπι την παραμίνα τον λοστό την βαριά και τις σφήνες, εάν ήταν αδύνατη η προσπάθεια τεμαχισμού του βράχου με αυτόν τον τρόπο, ο πηγαδάς χρησιμοποιούσε την μέθοδο του φουρνέλου. Επειδή όμως πολλές φορές το φουρνέλο έκανε ζημιά στην ροή του στρώματος νερού ανάλογα με το υπέδαφος, ο πηγαδάς έκρινε αν ήταν σωστό να χρησιμοποιήσουν φουρνέλο. Αν και αυτό αποκλείονταν τότε τα παρατούσαν και χτυπούσαν σε παραπλήσιο μέρος. Η ύπαρξη του μη εμφανούς βράχου, επιβάρυνε τον ιδιοκτήτη και όχι τον πηγαδά.
   Άλλο ένα πρόβλημα ήταν τα νερά. Όταν από τα τοιχώματα ή από τον πάτο ανάβλυζαν νερά, ήταν η χαρά τους διότι βρήκαν νερό και οι κόποι και τα έξοδα δεν πήγαιναν χαμένα, όμως ανάκυπτε το πρόβλημα πως θα συνεχίσουν να σκάβουν με το νερό. Τότε αντλούσαν το νερό με κουβάδες και ο σκαφέας συνέχιζε κάτω από αντίξοες συνθήκες να σκάβει.
            Ακόμη στα βαθιά πηγάδια υπήρχε η αδυναμία να βλέπουν κατά την εργασία, διότι υπήρχε σκοτάδι και ήταν αδύνατον να εργασθούν, προπαντός κατά το κτίσιμο του πηγαδιού. Δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν λάμπες, διότι η φωτιά στο βάθος προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα και αρκετές φορές που χρησιμοποιήθηκε ανεξέλεγκτα, προκάλεσε τον αργό και γλυκό θάνατο, στους εργαζόμενους στο βάθος των πηγαδιών. Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποίησαν μεγάλους καθρέπτες, ρίχνοντας στο εσωτερικό του πηγαδιού το φως του ήλιου με την μέθοδο της αντανάκλασης. Επίσης κατά την εκσκαφή απαγορεύονταν αυστηρώς το κάπνισμα, σ’ όσους εργάζονταν μέσα στο πηγάδι.
   Όταν μεγάλωνε το βάθος και άρχιζε ο αέρας να χάνει το οξυγόνο και να μην ανανεώνεται, βρήκαν την μέθοδο με το χωνί που κατέβαζε τον αέρα. Ήταν ένα μεγάλο χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου ή σεντονιού. Αυτό το σήκωναν στον αέρα σαν το πανί των ιστιοφόρων, με ελαφρά κλίση προς το στόμιο του πηγαδιού. Επάνω σε αυτό το πανί, είχαν προσαρμόσει ένα κωνοειδή σωλήνα- αγωγό από σεντόνι, ο οποίος κατέληγε στον πυθμένα του πηγαδιού και τοιουτοτρόπως διοχέτευε καθαρό αέρα.
   Τα χώματα κατά την εξόρυξη μεταφέρονταν λίγα μέτρα πέρα από το πηγάδι. Ο πηγαδάς κάθε τόσο τα εξέταζε θέλοντας να γνωρίσει το υπέδαφος και να εντοπίσει το νερό. Συνήθως οι καλοί πηγαδάδες κρατούσαν σημειώσεις για το υπέδαφος για μελλοντικές εργασίες, ή επισκευές.
Κτίσιμο πηγαδιού
    Όταν βρίσκανε το απαιτούμενο στρώμα με το νερό, η νοικοκυρά του σπιτιού, έφερνε βασιλικό και αγιασμό και τα έριχναν μέσα στο νερό προτού πιεί κανείς. Ο βασιλικός ρίχνονταν για να μην μυρίζει το νερό και ο αγιασμός για να είναι αγιασμένο το νερό και να μην στερέψει ποτέ το πηγάδι.
   Μετά την εξόρυξη των χωμάτων άρχιζε το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού. τα εργαλεία των κτιστών ήσαν, το μπικούνι, ο ματρακάς ή βαριά, το σφυρί, η χτενιά, το βελόνι, η γωνιά, το μυστρί, το φτυάρι, η αξίνα, το στεφάνι (ένα σιδερένιο στεφάνι ίσον με το εσωτερικό του χτισμένου πηγαδιού για να χτίζεται ομοιόμορφα)  και το ζύγι. Συνήθως η εσωτερική περιφέρεια του πηγαδιού γινόταν πολύ μεγάλη για να είναι πιο εύκολο το κτίσιμο και να φτιάξουν φίλτρα νερού.[3]
   Το κτίσιμο του πηγαδιού ήθελε μια ειδική τεχνική και είχε δυο σκοπούς και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Από την μια έπρεπε να επιτρέπει την είσοδο του νερού και από την άλλη να φράσει τα τοιχώματα που παρασύρονταν στον πυθμένα και συγχρόνως να είναι καλαίσθητο. Έτσι το κτίσιμο γινόταν από ειδικούς μαστόρους που για αυτή την εξειδικευμένη εργασία πληρώνονταν αδρά. Στην αρχή έκτιζε μεγάλες πέτρες και στην συνέχεια άλλες πιο μικρές και σε κυκλικό σχήμα για αντιστήριξη. Το κτίσιμο συνεχίζονταν ως την επιφάνεια του εδάφους.
  

 Μετά κτίζονταν τα Φιλιατρά, ένα προστατευτικό τοίχωμα συνήθως ογδόντα εκατοστά μ’ ένα μέτρο. Αυτό το τοίχωμα φτιάχνονταν και λειτουργούσε σαν προστατευτικό για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα. Το κτίσιμο του φιλιατρού ήταν καλαίσθητο και εξωτερικά και στο επάνω μέρος τοποθετούσαν μεγάλες ημικυκλικές πέτρες. Επάνω στην τελευταία πέτρα, οι πηγαδάδες χάραζαν συνήθως το όνομά τους και την ημερομηνία κατασκευής του πηγαδιού. Επίσης περιφερειακά από το φιλιατρό, έκτιζαν ένα πεζούλι (διάζωμα ύψους είκοσι έως τριάντα εκατοστών και πλάτος ένα μέτρο από την εξωτερική περιφέρεια του φιλιατρού). Αυτό κτιζόταν με σκοπό ν’ αποφεύγονται οι λάσπες και τα νερά κατά την μετάγγιση του νερού και ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Από την στάθμη του νερού και επάνω εσωτερικά τα τοιχώματα καλύπτονταν με κουρασάνι[4], για να μην αναπτύσσονται ζωικοί και φυτικοί μικροοργανισμοί.
   Επάνω στα πηγάδια τοποθετούσαν μια κάλυψη, συνήθως από σανίδες και αργότερα από μεταλλικά φύλλα, για την προστασία του νερού από σκόνες, φύλλα δένδρων και για προστασία των ανθρώπων και κυρίως για τα παιδιά.
   Ακόμη δίπλα από το φιλιατρό τοποθετούσαν μια μεγάλη πέτρα μορφοποιημένη σε σχήμα λεκάνης. Μέσα σε αυτή έριχναν νερό για να πίνουν τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια. Σε αρκετές περιπτώσεις τοποθετούσαν ένα μεγάλο κορίτο (μακρόστενη λεκάνη νερού, κατασκευασμένη από κορμό δένδρου, διαμορφωμένη άλλοτε να τρώγουν και άλλοτε να πίνουν ταυτόχρονα νερό αρκετά ζώα).
   Σε μερικά πηγάδια έφτιαχναν μικρούς κορίτους τοποθετημένους στο φιλιατρό και είχαν έξοδο του νερού μια τρύπα. Εκεί μέσα έριχναν το νερό από τον κουβά της άντλησης και κάτω από το κορίτο τοποθετούσαν την βίκα το βαρέλι, ή το ασκί και αυτό λειτουργούσε σαν βρύση με χωνί. Μέχρι να αδειάσει ο κορίτος είχαν τον χρόνο να ξαναρίξουν τον κουβά στο πηγάδι και ν’ αντλήσουν κι άλλο νερό χωρίς να καθυστερούν, αλλά και να χάνουν νερό κατά την μετάγγιση.
Άντληση
   Για να αντλήσουν το νερό από το πηγάδι συνήθως χρησιμοποιούσαν κουβάδες ή σούγλους, ξύλινους και τελευταία μεταλλικούς. Όμως πιο παλιά χρησιμοποιούσαν και κουβάδες ασκιά.[5]
   Η άντληση γινόταν με την βοήθεια σχοινιού, έδεναν το αγγείο και το έριχναν μέσα στο πηγάδι και με το ίδιο το σχοινί το ανέβαζαν στην επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιούσαν και καρούλια, παλάγκα, βίντσια, μάγγανα, ή ανέμες για να γίνεται πιο ευκολότερη η ανέλκυση του κουβά. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ιδίως στα δημόσια πηγάδια, ο καθένας που αντλούσε νερό είχε και το δικό του σχοινί, και δεν χρησιμοποιούσαν καρούλια ή ανέμες.
    Μετά το πέρας του χτισίματος, σειρά είχε ο σιδηρουργός, ή μαγγανάς που κατασκεύαζε  το μαγγάνι, ή την ανέμη. Αυτά ήταν ένας κύλινδρος περίπου 8 ιντσών και μήκους ανάλογα με την διάμετρο του πηγαδιού. Στα δύο άκρα του κυλίνδρου ήταν στερεωμένη η μανιβέλα, για βοηθάει τον χειριστή ν’ ανεβάσει το φορτίο πιο εύκολα.
  Δυο τρεις φορές τον χρόνο μέσα στο πηγάδι έριχναν ακατάσβεστο ασβέστη για να επιτυγχάνεται η σωστή απολύμανση. Τοιουτοτρόπως σκότωναν τις κοψαντερίθρες και τις μπακούλες. Συνήθως έριχναν πάρα πολύ ασβέστη και ο πυθμένας του πηγαδιού άσπριζε και το νερό φαινόταν γάργαρο και καθαρό, ενώ από τον ήλιο λαμπίριζε όλο το πηγάδι. Επίσης κάθε δυο χρόνια περίπου γινόταν εργασίες συντήρησης και καθαρισμός του πηγαδιού. Συνήθως αφαιρούσαν διάφορα αντικείμενα που έπεφταν εντός του πηγαδιού, επιτηρούσαν και συντηρούσαν το χτισμένο μέρος μήπως είχε μετακινηθεί κάποιος λίθος, ακόμη το σχοινί το άλλαζαν σε τακτά διαστήματα ανάλογα με την φθορά που είχε. Όταν έπεφτε κάποιο αντικείμενο συνήθως κουβάδες, χρησιμοποιούσαν  τον γάντζο ή το τσιχλί ή και τσιγκέλι, για την εξαγωγή από το νερό.
 Συνήθως κοντά στα πηγάδια φύτευαν και ένα υδρόφιλο δένδρο για ίσκιο. Τα δένδρα αυτά αναπτύσσονταν γρήγορα, λόγω της ύπαρξης του αρκετού νερού.

Χωριά που έλαβαν τα ονόματά τους από το πηγάδι:
Αργυρό Πηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Κομπηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Πηγαδάκια (Αρκαδίας, Ζακύνθου, Λέσβου), Πηγαδησάνοι Λευκάδος, Πηγάδια (Αιτωλακαναρνίας, Αργολίδος, Αχαΐας, Δράμας, Ευβοίας, Ιωαννίνων, Μεσσηνίας, Ξάνθης),  Πηγάδιον (Αρκαδίας, Ηλείας, Μαγνησίας), Πηγαδίτσα Γρεβενών, Πηγαδούλα Θεσπρωτίας, Πέντε Πηγάδια Πρέβεζα, Πηγαϊδάκια Ηρακλείου.

Ονόματα περιοχών και πηγαδιών:
Μαγγανοπήγαδο, Πηγαδούλι, Πηγάδα, Ξεροπήγαδο, Πηγαδόνερο, Γυφτοπήγαδο, Νερότρουπα, Νερόλακκος, Κοντοπήγαδο, Πηγαδόχειλα, Στενοπήγαδο, Τουρκοπήγαδο, Διαβολοπήγαδο, Σταυροπήγαδο, Πηγάδα Μελιγαλά Μεσσηνίας, Πηγάδι του Κερατά, Φονοπήγαδο, Πηγάδι Τόγια Αμαλιάδα, Πηγάδι Ορφανής, Αγά Πηγάδι,
Ιστορικά στοιχεία που εμπλέκονται πηγάδια:
Κατά τα χρόνια των πολέμων και των κοινωνικών αναταραχών τα πηγάδια και φυσικών καταστροφών τα πηγάδια βοήθησαν τον άνθρωπο και αυτά με τον τρόπο τους.
            - Μέσα σε αρκετά κάστρα κατά τις πολιορκίες ήσαν οι ζωοδότες για τους έγκλειστους.
            - Στο Σούλι τα πηγάδια επάνω στο ξεροβούνι, ξεδίψασαν τους Σουλιώτες και έδωσαν ζωή στην περιοχή.
            - Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά την εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, στην πεδιάδα της Αργοναυπλίας διέταξε να πετάξουν μέσα στα πηγάδια διάφορα χαλκώματα να δηλητηριασθούν τα νερά τοιουτοτρόπως να μην βρίσκει νερό ο στρατός του Δράμαλη.
            - Ανάστατοι έγιναν οι κάτοικοι του Χωριού Μακρύσια κοντά στον Αλφειό Ποταμό, με την εύρεση εκεί αρχαίου θησαυρού. Στις 2/9/1915, ο παπάς του ναϊδρίου Άγιος Ιωάννης στο χωριό αυτό, θέλοντας ν’ ανοίξει πηγάδι και φθάνοντας σε βάθος οκτώ μέτρων συνάντησε χώμα με το χρώμα του χρυσού. Εξακολουθώντας όμως να σκάπτει ανακάλυψε ολόκληρα τεμάχια χρυσού αρκετού βάρους.
            - Κατά τον τελευταίο Εμφύλιο πόλεμο, με το σοβαρότατο επεισόδιο στην Πηγάδα Μελιγαλά στην Μεσσηνία. 
            - Σε πυρκαγιά στην Ανάληψη Αμαλιάδας τον Αύγουστο του 1985, όταν καιγόταν το χωριό πέταξαν το ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα μέσα στο πηγάδι για να τα γλιτώσουν.
            - Επίσης μέσα σε πηγάδια έχουν ρίξει χρήματα, τιμαλφή και διάφορα αντικείμενα για να τα προφυλάξουν από ληστρικές επιδρομές.
Σελίδα 321
Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις όσον αφορά τα πηγάδια:
- Άτυχος πάει να πνιγεί, στερεύουν τα πηγάδια.
- Βαθύ πηγάδι, δροσερό νερό.
- Γυρεύει αναμμένα κάρβουνα στο πηγάδι.
- Γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι.
- Ένας ζουρλός ρίχνει την πέτρα στο πηγάδι, χίλιοι γνωστικοί δεν μπορούν να την βγάλουν.
- Ενός παιδιού η μάνα έπεσε στο πηγάδι, η αυγή θα μας δείξει τίνος παιδιού θα λείψει.
- Κάθε βρυσούλα και δροσιά, κάθε πηγάδι και φίδι.
- Καλόμαθε ο κουβάς, στο πηγάδι άρχοντας κι αγάς.
- Με πιρούνια πηγάδι δεν ανοίγεις.
- Μην ρίξεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε.
- Ο σούγλος χαλάει, μα το πηγάδι μένει.
- Όπου φτύσουν πολλοί, γίνεται πηγάδι.
- Όσο πιο βαθύ είναι το πηγάδι, τόσο πιο δροσερό νερό έχει.
- Ο τρελός έριξε πέτρα στο πηγάδι κι έπεσαν χίλιοι γνωστικοί να την βγάλουν.
- Σαν θέλεις μάγκανα, πήγαινε τελευταίος στο πηγάδι.
- Τα χάδια στα πηγάδια και τα φιλιά στα σκοτάδια.
- Του σώγαμπρου η γνώμη, πέφτει στο πηγάδι.

Το μαγγάνι και η ανέμη κατά την περιστροφή τα σίδερα επειδή τότε δεν υπήρχαν τα ρουλεμάν, γρύλλιζαν, πολλές φορές έριχναν νερό για να σωπάσουν, μα όταν στέγνωνε το νερό παλι το ίδιο. Από αυτό το γρύλισμα βγήκε και η παροιμοιώδης φράση: «Δεν θέλω μάγγανα», εννοεί δεν θέλω να μαλώσω και ν’ ακουστώ.

Ιδιωτικό συμφωνητικό συνεταιρικού πηγαδιού.
Σήμερα την 15 Αλωνάρη 1916 ο Γιωργάκις Καραπιπέρις και Νικολός Ζήσις, συμφωνήσαμε να βαρέσουμε ένα πηγάδι στην Παλιόστρουγκα στα χωράφια μας. Το πηγάδι θα το βαρέσουμε απάνου στο σύνορο και θα πιάνει μισό από το χωράφι του Γιωργάκι Καραπιπέρι και μισό από το χωράφι του Νικολού Ζήσι. Το πηγάδι θα το πληρώσουμε μισακά και θα το έχουμε πάλι μισιακό. Όποια ζημιά πάθει πάλε θα πληρώνετε μισιακά.
Υπογραφές
Γιωργάκις Καραπιπέρις
Νικολός Ζήσις
Τραγούδια που αναφέρονται στα πηγάδια.

(ΚΑΤΟΥ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ)
Κάτ’ στο Βάλτο, στο πηγάδι,
κλέφτες ρίχνουν το λιθάρι.
Το πετάν οι Αρβανίτες
και περνάν τους Μοραΐτες…

(ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ)
Μες στην Πέ-, γεια σου Γιαννιά, μες στην Πέτρα στο πηγάδι,
μες στην Πέτρα στο πηγάδι, κλέφτες ρίχναν το λιθάρι…

ΜΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝΕ)
Μια παπαδιά καθότανε απάνω στο πηγάδι
και τον σταυρό της έκανε να μην ερθεί το βράδυ…

Η ΚΑΛΙΤΣΟΠΟΥΛΑ
Στον Αγιώργη, στου Καλίτσα,
είχα ο μαύρος αγκαλίτσα
και ο δόλιος κάθε βράδυ,
την περίμενα στο πηγάδι,
να μου δώσει αυτή νεράκι,
να της δώσω εγώ φιλάκι.
Κάθε μέρα, κάθε βράδυ
και οι δυο μας στο πηγάδι,…

ΤΑ ΜΑΓΙΑ
Ανάθεμα ποια έριχνε τα μάγια στο πηγάδι
και μάγεψε τον άντρα μου, θέλει να με χωρίσει…
Λαογραφικές ιστορίες:
   Μια φορά σε χωριό της Πηνείας, μια γυναίκα είχε παντρευτεί ένα άνδρα κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της. Και ένας νεότερος άνδρας του χωριού της,  την είχε βάλει στο μάτι, μιας και έβλεπε ότι ο άνδρας της ήταν αδύνατον να την εξυπηρετεί σεξουαλικά.
   Λοιπόν ένα δειλινό στο πηγάδι του χωριού ήσαν μερικές γυναίκες και έβγαζαν νερό, μεταξύ αυτών ήταν και η λεγάμενη του κυρίου. Μόλις γέμισαν τα βαρέλια και τα βίκια τους οι γυναίκες έφυγαν και τελευταία έμεινε αυτή. Πάει τότε και αυτός κοντά, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του και γύριζε γύρω από το πηγάδι σκεφτικός και μονολογούσε λέγοντας: «Απόψε θα γίνει μεγάλο κακό, απόψε λέγω θα γίνει μεγάλο φινικό….ώρε κακό που θα γίνει απόψε στο χωριό μας!» Το έλεγε και το ξανάλεγε και καθώς περιφερόταν σκυφτός γύρω από το πηγάδι, προξένησε την εντύπωση της λεγάμενης. Τότε αυτή μη γνωρίζοντας την σκέψη του λέει: «Σαν τι κακό θα γίνει απόψε τι συμβαίνει, ρε άνθρωπε;».
   Αυτός συνέχιζε να μονολογεί το ίδιο κάνοντας πάντοτε τις ίδιες κινήσεις. Αυτή τον ξαναρωτάει και πάλι. Κι εκείνος της λέει: Να! Απόψε εγώ εδώ που είμαστε θα σε φιλήσω , γιατί μ’ αρέσεις πολύ. Εσύ θα πας στον άνδρα σου, να του το πεις και αυτός θα μου κάνει την παρατήρηση και έτσι θα πιαστούμε στα χέρια και θα σκοτωθούμε. Κατάλαβες;
Τότε αυτή χαμογελάει και του λέει: Ε! Κι αν με φιλήσεις, είναι ανάγκη εγώ να του το μαρτυρήσω και να γίνει τόσο μεγάλο κακό; Άστο να το πάρει καλύτερα ο αγέρας και να μην το μάθει κανείς όχι για τίποτα άλλο, αλλά να γλιτώσουμε το φονικό και για το καλό του χωριού.
Καθώς είχε πέσει το σκοτάδι πήγε κοντά της και  φίλησε την λεγάμενη και την ματαφίλησε και έτσι τα φτιάξανε οι δυό τους, μέχρι που κάποια μέρα κλεφτήκανε και γίνανε αμολόητοι από το χωριό..  
Αφήγηση: Νικόλαος Σπυρόπουλος, κάτοικος οικισμού Καλαθά κοινότητας Αγίου Ηλία Πηνείας, Αμαλιάδα 4 / 10 / 1994.
  Στα πηγάδια, πολλές φορές αναπτύχθηκαν έρωτες, έγιναν προξενιά, μάλωσαν άνθρωποι, έγιναν φονικά, έγιναν συμφωνίες, κουμπαριές, γνωριμίες επίσης πραγματοποιήθηκαν και πολλά γλέντια. Επειδή καμιά φορά γινόταν κανένα ατύχημα ή αυτοκτονία έλεγαν, ότι το τάδε πηγάδι είναι στοιχειωμένο. Πολλά εγκαταλελειμμένα πηγάδια όμως έγιναν η αιτία να χαθούν άνθρωποι που δεν βρέθηκαν ποτέ. Έτσι βγήκε η φράση: «Άνοιξε η γης και τον κατάπιε». Η πολιτεία αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους, υποχρεώνει τους κατόχους πηγαδιών να μεριμνούν και να σκεπάζουν τα υπαίθρια πηγάδια και τις δεξαμενές του νερού και σε πολλές περιπτώσεις να τοποθετούν  την ανάλογη προειδοποιητική σήμανση.
  Τα πηγάδια σήμερα μετά την πλήρη εγκατάλειψη, πέρασαν στην λησμονιά του χρόνου, της βιομηχανοποίησης και της εξέλιξης. Αρχικά αντικαταστάθηκαν με τις κοινοτικές ή δημοτικές βρύσες, όπου κι αυτές με την σειρά τους εγκαταλείφθηκαν, διότι η επήλθε η ύδρευση της οικίας μας, η οποίαν ναι μεν έκανε πιο άνετη την διαβίωση και συνέβαλε στην υγιεινή του ανθρώπου, όμως κατέστρεψε τον υδροφόρο ζωοδότη ορίζοντα, διότι η ύδρευση χρειάστηκε να συλλειτουργήσει μαζί με την αποχέτευση.
 Οι αποχετεύσεις δέχθηκαν και δέχονται τεράστιες ποσότητες από χημικά απόβλητα, των απορρυπαντικών και διαφόρων άλλων επικίνδυνων ουσιών τα λεγόμενα βοθρολύματα. Το νερό των πηγαδιών πλέον κατέστη ακατάλληλο και τα περισσότερα από αυτά, οι ιδιοκτήτες των, τα μετέτρεψαν σε θανατηφόρες παγίδες του περιβάλλοντος, τους περιώνυμους βόθρους. Αν και η φύση με αυτό τον τρόπο δέχθηκε απανωτά κτυπήματα, η πολιτεία ποτέ δεν μερίμνησε για τον υδροφόρο ορίζοντα, τώρα τελευταία έχουν αρχίσει δειλά- δειλά να δείχνουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον. Το δροσερό νερό των πηγαδιών πέρασε στην ιστορία και αντικαταστήθηκε με ρυπαρό νερό από τα χημικά λιπάσματα, τα γεωργικά φάρμακα και τα επικίνδυνα απορρυπαντικά.
  Σήμερα όσοι έτυχε να έχουν καταφέρει να κρατήσουν πηγάδια τους, τα χρησιμοποιούν μόνο για διακόσμηση στον κήπο ή στην αυλή τους. Σε καταστήματα πώλησης οικοδομικών υλικών πωλούνται απομιμήσεις από φιλιατρά πηγαδιών με την ανέμη, όπου κι αυτά έχουν σκοπό να διακοσμούν τις αυλές των νεόπλουτων Ελλήνων.

Υποσημειώσεις: [1] Ένδειξη νερού αναφέρεται σε μικρές γούβες ή γούρνες νερού, ή σ’ αυτό το σημείο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες η βλάστηση παρέμενε χλωρή. Επίσης ένδειξη ύπαρξης νερού υπάρχει όταν στο μέρος που υποπτευόμαστε ότι υπάρχει νερό, φυτρώνουν και ευδοκιμούν διάφορα υδρόφιλα φυτά όπως πλάτανος, ιτιά, λεύκα, βούρλο, νεράγκαθο, πολυτρίχι, σγαράτζα, πατόφυλλα, καλάμια, κ.λπ.
[2] Οι παλιοί πηγαδάδες χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους για ν’ εντοπίσουν το άβαθο κοίτασμα του νερού. Αν είχαν υπόνοιες ότι υπήρχε υπόγειο ποτάμι, κάρφωναν στο έδαφος ένα μυτερό σίδερο και το χτυπούσαν να εισχωρήσει όσο βαθειά μπορούσαν. Επάνω στο σίδερο είχαν με μια ειδική κατασκευή τοποθετούσαν ένα πολύ μεγάλο κογχύλι. Όταν το βράδυ έπεφτε ο αέρας και υπήρχε ηρεμία, ο πηγαδάς πήγαινε στο κογχύλι σ’ αυτό το σημείο και έβαζε το αυτί του στο στόμιο του κογχυλιού. Αν υπήρχε κάποιο υπόγειο ποτάμι, περίπου μέχρι τα δέκα έως δεκαπέντε μέτρα, ακούγονταν καθαρά ο θόρυβος του νερού.
[3] Εξωτερικά από το κτίσιμο της πέτρας και ενδιάμεσα στην πέτρα και στο χωμάτινο τοίχωμα του πηγαδιού έριχναν αρκετές πέτρες συνήθως  ζιόμπολα (πέτρες πολύ μικρού μεγέθους ) μέχρι και αμμοχάλικο. Περνώντας το νερό δια μέσω αυτών για να φθάσει από το έδαφος στη λεκάνη, φιλτράρονταν και τοιουτοτρόπως το νερό ήταν καθαρό.
[4] Το κουρασάνι ήταν κονίασμα από τριμμένο κεραμίδι, ψιλή άλλο, ασβέστη, ασπράδι αυγού και ρετσίνι.
[5] Οι κουβάδες ασκιά, ήσαν ασκιά με ανοικτό το στόμιο και μέσα τοποθετούσαν κλαδιά τοποθετημένα τοιουτοτρόπως κατά την ρίψη και την άντληση να μην κλείσουν τα τοιχώματα του ασκιού, δηλαδή να το κρατούν ανοικτό και σταθερό.

Πηγή: www.antroni.gr


Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Τα οφέλη για τον οργανισμό από την κατανάλωση καρπουζιού

Μόλις «μυρίσει» καλοκαίρι, μυρίζει και καρπούζι. Το φρούτο- σήμα κατατεθέν του καλοκαιριού, εκτός από δροσιστικό είναι και ευεργετικό για τον οργανισμό.
  Κάνει καλό, μεταξύ άλλων, στην καρδιά, τα κόκαλα, τα νεφρά, το νευρικό σύστημα και τα μάτια, σύμφωνα με το onmed, ενώ μειώνει και το λίπος του σώματος.
Ιδού τα οφέλη για τον ανθρώπινο οργανισμό από την κατανάλωση καρπουζιού:

1. Βοηθάει στα καρδιαγγειακά και την υγεία των οστών
Το λυκοπένιο στο καρπούζι είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή μειώνει το οξειδωτικό στρες, το οποίο συνήθως μειώνει τη δραστηριότητα των οστεοβλαστών και των οστεοκλαστών (οι δύο μεγάλες οικογένειες οστικών κυττάρων που εμπλέκονται στην οστεοπόρωση). Αυτό σημαίνει ανθεκτικότερα οστά για εκείνους που καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε λυκοπένιο. Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων του καρπουζιού έχει, επίσης, συσχετιστεί με βελτίωση της καρδιαγγειακής λειτουργίας, επειδή βελτιώνει τη ροή του αίματος μέσω της αγγειοδιαστολής (χαλάρωση της πίεσης του αίματος). Τέλος, το καρπούζι είναι πλούσιο σε κάλιο που επίσης βοηθά στη διατήρηση του ασβεστίου στο σώμα σας, με αποτέλεσμα να έχουμε ανθεκτικότερα οστά και αρθρώσεις.
 
2. Μειώνει το λίπος του σώματος
Η κιτρουλίνη στο καρπούζι έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη συσσώρευση του λίπους στα λιποκύτταρά μας. Πρόκειται για ένα αμινοξύ που μετατρέπεται σε αργινίνη με τη βοήθεια των νεφρών. Η κιτρουλίνη έχει την ικανότητα να (μέσω μιας σειράς βημάτων) μείωση τη δημιουργία λίπους από τα λιποκύτταρα.
3. Έχει αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες


Το καρπούζι είναι πλούσιο σε φαινολικές ενώσεις όπως τα φλαβονοειδή και τα καροτενοειδή. Το καροτενοειδές λυκοπένιο στο καρπούζι είναι ιδιαίτερα επωφελές για τη μείωση της φλεγμονής και την εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών. Βεβαιωθείτε ότι έχετε επιλέξει ώριμα καρπούζια, επειδή περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές τις ευεργετικές φαινολικές ενώσεις.
4. Βοηθάει στο διουρητικό και νεφρικό σύστημα
Το καρπούζι είναι ένα φυσικό διουρητικό που βοηθά στην αύξηση της ροής των ούρων, αλλά δεν "αφυδατώνει" τα νεφρά (σε αντίθεση με το αλκοόλ και την καφεΐνη).
5. Στηρίζει τους μυς και το νευρικό σύστημα
Πλούσιο σε κάλιο, το καρπούζι είναι ένας μεγάλος φυσικός ηλεκτρολύτης και έτσι βοηθάει στη ρύθμιση της δράσης των νεύρων και των μυών στο σώμα μας. Το κάλιο καθορίζει το βαθμό και τη συχνότητα με την οποία οι μύες μας συσπώνται και ελέγχει τη διέγερση των νεύρων στο σώμα μας.
6. Βελτιώνει την υγεία των ματιών
Το καρπούζι είναι μια θαυμάσια πηγή βήτα-καροτίνης (είναι η ουσία που του δίνει την έντονη κόκκινη απόχρωση), η οποία μετατρέπεται στο σώμα μας σε βιταμίνη Α. Βοηθά την παραγωγή πολύτιμων ουσιών στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού και προστατεύει την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, που έρχεται με την ηλικία.
πηγή

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ



Την Κυριακή της Πεντηκοστής γιορτάζουμε την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του Χριστού (με μορφή φωτιάς, σαν φλόγες πάνω στα κεφάλια τους), πενήντα μέρες μετά την ανάστασή Του και δέκα μέρες μετά την ανάληψή Του, δηλ. την αναχώρησή Του για τον ουρανό. Τότε οι απόστολοι – οι μαθητές του Χριστού – κατανόησαν για πρώτη φορά εντελώς την αποστολή του Χριστού και έπαψαν να φοβούνται, ώστε αντί να κρύβονται βγήκαν στους δρόμους και διακήρυξαν την ανάσταση του δασκάλου τους.

Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Οι Πράξεις των Αποστόλων περιγράφουν με παραστατικό τρόπο το γεγονός της Πεντηκοστής (Πράξ. 2,1-13). Δέκα μέρες ύστερα από την Ανάληψη του Χριστού, οι έντεκα μαθητές Του (ο Ιούδας είχε αυτοκτονήσει) γύρισαν στα Ιεροσόλυμα και συγκεντρώθηκαν στο ίδιο σπίτι. Ήταν ο Πέτρος και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος ή Λεββαίος, και ο Σίμων ο Κανανίτης ή Ζηλωτής.
Όλοι μαζί, σαν μια ψυχή, παρέμεναν στο υπερώο, στον πάνω όροφο του σπιτιού όπου και άλλοτε μαζεύονταν. Εκεί μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου και εκατόν είκοσι περίπου άλλους πιστούς, προσεύχονταν με θέρμη. Περίμεναν με λαχτάρα να έρθει σ’ αυτούς “ό Παράκλητος”, το Άγιο Πνεύμα.
Στο διάστημα αυτό συμπλήρωσαν με θαυμαστό τρόπο την κενή θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Ανάμεσα απ’ αυτούς πού είχαν παρακολουθήσει από την αρχή τον Κύριο και ήταν μάρτυρες της Αναστάσεως, καθώς όριζε σχετική προφητεία, διάλεξαν το Ματθία και τον Ιούστο. Μετά από θερμή προσευχή στον Κύριο να παρουσιάσει τον καλύτερο για τη θέση του νέου Αποστόλου, διάλεξαν με κλήρο το Ματθία. Αυτός πήρε τη θέση του δωδέκατου Αποστόλου και ζητούσε το φωτισμό του Θεού, για να φανεί άξιος στο αποστολικό αξίωμα.
Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής οι Απόστολοι μαζί με άλλους πιστούς βρίσκονταν στο υπερώο όπου και προσεύχονταν. Ήταν η ώρα ενάτη πρωινή, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια παράδοξη βοή σαν δυνατός αέρας  που γέμισε το σπίτι, και κάτι σαν γλώσσες φωτιάς στάθηκαν πάνω από το κεφάλι κάθε μαθητή. Ήταν το Άγιο Πνεύμα!
“Όταν έφθασε ή μέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι οι πιστοί μαζί στο ίδιο μέρος. Καί ξαφνικά ήρθε από τον ουρανό βοή, πού έμοιαζε σαν να φυσά δυνατός άνεμος, καί γέμισε το σπίτι πού κάθονταν. Καί παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς να διαμοιράζονται σ’ αυτούς καί να κάθεται από μια στον καθένα καί όλοι γέμισαν από Πνεύμα “Άγιο” (Πράξ. 2,1-4).
Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος τους καθάρισε από τις αμαρτίες, τους φώτισε το νου και τους θέρμανε το θείο ζήλο, ώστε να γίνουν αργότερα οι αναμορφωτές της οικουμένης.
ΠΗΓΉ 



Ο όρος Άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιείται από θρησκείες που βασίζονται στην Αγία Γραφή για να περιγράψει είτε τη θεία δύναμη που βρίσκεται σε ενέργεια είτε το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στο χριστιανικό κόσμο, το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό.
Κατά την Ορθόδοξη εκκλησία «εκπορεύεται» από τον Πατέρα, ενώ κατά την Καθολική εκκλησία και από τον Υιό. Η διαφορά αυτή είναι γνωστή ως filioque (λατ. «και εκ του Υιού»).Η εορτή του Αγίου Πνεύματος είναι κινητή. Είναι πάντοτε Δευτέρα, 7 εβδομάδες μετά το Πάσχα.πηγή



Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Λέξεις που Χάνονται

Τα χρόνια και οι αιώνες περνάνε και στο διάβα τους, σαν ορμητικά ποτάμια παρασύρουν οτιδήποτε εμείς οι άνθρωποι αφήνουμε να παρασυρθεί…  Τρόπους, συνήθειες, ήθη & έθιμα, αλλά ακόμα και τον τρόπο που μιλάμε …
Όταν σαν παιδιά ακούγαμε την έκφραση :«…Το βούλιαξε το βλοημένο» ξέραμε πως έξω βρέχει επί ώρες ασταμάτητα κι αν βγαίναμε έξω θα  γινόμασταν «αρτσίδι» (μούσκεμα). Η μανάδες μας  μας τοίμαζαν στα «αγκιά» (κατσαρολικά), μια «πλοχεριά τριφτάδες» για να «τηλωθούμε» (χορτάσουμε).
Αν – όπως συνήθως- κάναμε και καμιά ζημιά εισπράτταμε την απείρου κάλλους ευχή «- Μπά που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη, ταμπλοβαρεμένο» και μείς τι άλλο να κάνουμε «λουμώναμε» (κρυβόμασταν).
  Ήταν η «ντοπιολαλιά μας», ο τρόπος που καταλαβαίναμε τα νοήματα. Πέρασαν τα χρόνια, αφήσαμε τις λέξεις … και μας άφησαν.  Λέξεις μωσαϊκό με προέλευση άλλες Αρχαιοελληνικές ή Δωρικές, Ενετικές, Σλαβικές, Τούρκικες ή Αρβανίτικες. Έλαχε στους χρόνους μας, αυτή μας η τοπική διάλεκτος να χάνεται οριστικά μαζί με την βαριά ιδιότυπη ορεινή  προφορά μας. Είναι όμως μέρος της ιστορίας μας, της κουλτούρας μας.  Ας την σώσουμε σαν ανάμνηση τουλάχιστον, υπακούοντας στην προτροπή του ποιητή:
«Τούτο μόνο να ξέρεις
ότι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
και θα διαρκέσει
«… χρόνους τακτούς,  όσους η γνώση ορίζει…»
Ξεκίνησα πριν αρκετά χρόνια να συγκεντρώνω κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις και στην πορεία ανακάλυψα κάποια  πολύτιμα βιβλία, το «Λεξικό της Ντοπιολαλιάς» του Κώστα Πανόπουλου και «Αναζητώντας τις ρίζες μας» του Ιωάννη Ασημακόπουλου , καθώς και το αριστούργημα του συμπατριώτη μας Στυμφάλιου (από τη Ντούσια) Βαγγέλη Βαρδουνιώτη «Πικρά – γλυκά μου χρόνια» τα οποία στάθηκαν θησαυροί γνώσεων για το θέμα.
Εκεί βρήκα λέξεις που κι εγώ –αλλά και οι περισσότεροι φαντάζομαι- είχα ξεχάσει οριστικά. Ήχησαν στ’ αυτιά μου με παράπονο και στάθηκαν μια από τις αιτίες δημιουργίας αυτής της ιστοσελίδας. Καταθέτω σήμερα αυτό το υλικό που συγκεντρώθηκε με την ελπίδα  κάποιους να ενδιαφέρει…
(όποια διόρθωση ή συμπλήρωση με χαρά δεκτή)
ΠΗΓΗ


Στους παρακάτω συνδέσμους θα βρείτε τις λέξεις ταξινομημένες. Κάντε κλίκ στον αντίστοιχο γράμμα.
Αα
Άγανα(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες που έχουν τα στάχια.
Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγιάζι (το) = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα
Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές εκμεταλλευτής
Αγλέορας  = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό  ,
 (μετ.) –«έφαγε τον αγλέορα» = έφαγε πολύ
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο
Αγκωνάρι (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος
Αγκωνή (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμί»
Αγνάντιο = απέναντι
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος
Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό σταφύλι
Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός
Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω
Αγύριγος = αγύριστος – «να πας στον αγύριγο» (διάβολο)
Αδειάζω  (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… - Δεν αδειάζω…)
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό (το) = Το φάντασμα, η νεράιδα
Αζάτικος = απείθαρχος - ανυπότακτος - απείθαρχο παιδί
Ακόνι (το) = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων
Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης
Ακουμπέτι = τέλος πάντων, επί τέλους, παρά ταύτα.
Αλάλιασα = τρέλανα
Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή
Αλάργα = μακριά
Αλαφιασμένος (ο) = τρομαγμένος
Αλαφροΐσκιωτος (ο) = αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα
Άλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη)
Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού
Αλέτρι (το) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης.
Αλισίβα (η) = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο
Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι (το) = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία,
Αλουνού = άλλου
Αλύχτημα (το) = το γοερό γαύγισμα
Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος
Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού ή αλουπού (η) = η αλεπού, είδος τοπικού σταφυλιού (αλπούδες)
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα
Αμή, αμί = ναι
Αμπάριζα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω
Αμποριά (η) = Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι ή την στρούγκα 
Αμόλα = φεύγα
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο
Άμπακας = υπερβολικό φαγοπότι ( - έφαγε τον άμπακα)
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες
Αμποδάω = εμποδίζω ,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω
Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία, η αταξία
Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω
Ανάρια (τα) =αραιά
Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο»
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή
Αναχρικά (τα) = τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κουζινικά), φυλαγμένα για ώρα ανάγκης
Ανημπόρια = η αρρώστια
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια
Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), αντιά = βγαίνει από την λέξη εντείνω = τραβώ, απλώνω και τανύω = τανώ (τεντώνω)
Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα
Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα
Αντίκρυ = απέναντι
Αντιριέμαι = Δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι
Αξάι (το) = αλεστικό δικαίωμα
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα,
Απάγκιο (το) = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον  « - Τον απάντησα στο δρόμο…»
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Αποκλαδούρα = άκλαδο, ακλάδευτο, εγκαταλελειμμένο αμπέλι
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε (ή αμόλυσε)
Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά (έχει ως ρίζα την λέξη «απολογούμαι»)
Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο παιδί
Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε
Αποσπερού (επίρ.) = απόβραδο
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος»
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό»
Αργιεύω = αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…»
Άρεντος = αράντιστος
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού
Αρλούμπα (η) = κουταμάρα, ανοησία
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π.
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή  (αντίστοιχα - κατσικάδα για τα γίδια)
Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρουλιέμαι = ωρύομαι  «το σκυλί αρουλιέται»
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το αρμενικό αρτζιβούριον = νηστεία τις απόκριες
Αρτσίδι = βρεγμένος μέχρι το κόκαλο.
Ασκί (το) = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο 
Ασουλούπωτος, (η, ο) = ατημέλητος
Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο
Αστροφεγγιά (η) = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.  
Άταρος = ο αδύναμος «άταρο αυγό» (χωρίς τσόφλι)
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο (το) =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή
Άφραγγος (ο) = χωρίς χρήματα
Αφώτιγο = πολύ πρωί πριν χαράξει
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος
Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα
Άχερο (το) = το άχυρο
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχουγιάζω = μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω
Αχούρι (το) = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι (το) = το γινάτι


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ