ΣΕΛΙΔΕΣ

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΠΛΥΣΙΜΟ ΡΟΥΧΩΝ ΣΤΗΝ ΝΕΡΟΤΡΙΒΗ

           
Πολύ κουραστική δουλειά, κυρίως τότε, που δεν υπήρχαν οι σημερινές ανέσεις (πλυντήριο). Κατά αρχάς υπήρχε πρόβλημα με το νερό. Τρεχούμενο νερό στα σπίτια του χωριού δεν υπήρχε. Το κάθε χωριό υδρευόταν από δημόσιες βρύσες, με νερά πηγών ή από πηγάδια. Κι αν αναλογιστούμε ότι τότε κάθε οικογένεια είχε πολλά μέλη, τότε καταλαβαίνουνε την ποσότητα των ρούχων που μαζεύονταν για μπουγάδα. Έπρεπε λοιπόν να πλύνει την ποσότητα αυτή των ρούχων, όπου μπορούσε πιο εύκολα, δηλ στις δημόσιες βρύσες, όπου σε μερικές απ’ αυτές, υπήρχε κατάλληλα διαρρυθμισμένος εξωτερικός χώρος, οι στέρνες [και μεγάλες κορύτες (γούρνες), για να ποτίζουν τα ζώα], ή στα ποτάμια, αν υπήρχαν κοντά στο χωριό.
         

Δίπλα στη στέρνα, η νοικοκυρά άναβε φωτιά, για να ζεστάνει μια ποσότητα νερού, αρκετή για να ολοκληρώσει την πλύση. Το νερό το ζέσταινε στο καζάνι (χαρανί). Αφού τελείωνε την μπουγάδα (με πλάκες σαπουνιού, άσπρες ή πράσινες) και το ξέπλυμα, τα ελαφριά ρούχα τα κρέμαγε, για να στεγνώσουν, σε κλαδιά δέντρων ή τα άπλωνε σε πέτρες, ενώ τα βαριά (όπως βελέντζες, φλοκάτες, κάπες κ.ά.), τα χτύπαγε με τον κόπανο, ένα χοντρό ξύλο πλατύ απ’ τη μια άκρη του, για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά ήταν ασήκωτα, και μετά τα κρεμούσε κι αυτά σε δέντρα ή τα άπλωνε σε πέτρες για να στεγνώσουν.
         

Το πλύσιμο των ρούχων, ανάλογα βέβαια και την ποσότητα, γινόταν σε αραιά διαστήματα, ακριβώς λόγω της δυσκολίας του, και πολλές φορές έπαιρνε κι ολόκληρο το πρωινό για να τελειώσει. Μάλιστα για να μην χάνει χρόνο, προσπαθούσε παράλληλα, να κάνει και καμιά άλλη δουλειά ίσως. Όπως παραδείγματος χάρη, έπαιρνε μαζί της και τα γιδοπρόβατα και τα βοσκούσε σε παράπλευρο κοντινό χώρο, ώστε να τα επιβλέπει.
         

Για απορρυπαντικό υπήρχε μόνο το σαπούνι, που το έφτιαχναν μόνες τους οι νοικοκυρές. Οι πολλαπλές ανάγκες της οικιακής οικονομίας οδήγησαν τις νοικοκυρές σε ευρηματικές λύσεις. Ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν να παράγουν μόνες τους τα είδη εκείνα που τους ήταν πολύ αναγκαία, για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πέρα από εκείνες της διατροφής. Και το σαπούνι ήταν ένα από τα απολύτως απαραίτητα προϊόντα.
         
Στα αστικά κέντρα το σαπούνι το κατασκεύαζαν οι βιοτεχνίες, αλλά στα χωριά εκτός του ότι δεν υπήρχαν βιοτεχνίες, δεν είχαν και την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσουν. Εκεί οι νοικοκυρές είχανε τον τρόπο να κάνουν μόνες τους το σαπούνι και μάλιστα να είναι πολύ καλύτερης ποιότητας, από εκείνο του εμπορίου.
          Πρώτη ύλη η μούργα από το λάδι. Όλα τα κατακάθια που έμεναν στον πάτο του ντεπόζιτου ή της στάμνας μαζί με υπολείμματα του λαδιού δεν τα πετάγανε, αλλά τα φυλάγανε.
          Ρίχνανε στο χαρανί (= μεγάλη κατσαρόλα) ό,τι χρειαζότανε για να γίνει το σαπούνι. Η μεγάλη πείρα τους, τους βοηθούσε να υπολογίζουν με ακρίβεια τις αναλογίες από τα υλικά που θα χρησιμοποιούσαν. Εκτός από τα κατακάθια του λαδιού (ή λίπος ζώων, κυρίως από το χοιρινό, αλλά αυτό δεν καθάριζε καλά τα ρούχα και δεν το προτιμούσαν), ρίχνανε καυστική σόδα - την ποτάσα (σαπουνόπετρα)- και χοντρό αλάτι, αρωματικά (λεμόνι ή μυρτιά) και χρώματα. 

Την ποτάσα την προμηθεύονταν από το μπακάλη, που την πούλαγε μέσα σε σιδερένιο δοχείο. Ακόμη πιο παλιά, που δεν υπήρχε η ποτάσα, στο ψήσιμο του σαπουνιού χρησιμοποιούσαν τη δρυμή. Η δρυμή ήταν απόσταγμα της στάχτης. Κατά την διάρκεια του βρασμού το ποτίζανε με νερό. 

Με τη σιγανή φωτιά και το συνεχές ανακάτεμα, πετυχαίνανε την τέλεια πρόσμειξη όλων αυτών των υλικών, που τελικά γινόταν μια ενιαία μάζα, η οποία έπηζε. Στη μέση του καζανιού, σταύρωναν 2 ξύλα, για το καλό.
          Όταν διαπίστωναν ότι έπηξε καλά, το κατεβάζανε από τη φωτιά. Το αφήνανε να κρυώσει σε σκιερό μέρος και μετά το κόβανε με πριόνι σε μεγάλες πλάκες που θα ζύγιζε η καθεμιά περίπου μια οκά (= Μονάδα βάρους στερεών και υγρών προϊόντων, που υποδιαιρείται σε 400 δράμια και ισοδυναμεί με 1282 γραμμάρια. Στην Ελλάδα ίσχυε μέχρι τις 31-3-1959, οπότε αντικαταστάθηκε από το κιλό).
         

Επίσης χρησιμοποιούσαν και την αλισίβα, για το μαλάκωμα των ρούχων.
          Είχαν  χαλκωματένια καζάνια, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Τα γέμιζαν νερό από το πηγάδι. Επάνω στο  καζάνι, στις άκρες του, έβαζαν δυο σιδερένιες βέργες. Πάνω σε αυτές τοποθετούσαν έναν κουβά τσίγκινο, στο κάτω μέρος του οποίου είχαν ανοίξει τρύπες και είχαν στρώσει σε αυτό ένα πανί, το «σταχτοπάνι» και από πάνω έβαζαν στάχτη. Μετά άναβαν τη φωτιά κάτω από το καζάνι και μόλις ζεσταινόταν το νερό  έπαιρναν λίγο με μια κολοκύθα ή ένα κατσαρολάκι και το έριχναν πάνω στη στάχτη του κουβά. Το νερό  που έτρεχε στο καζάνι (μέσα από τη στάχτη, από τις τρύπες του κουβά) ήταν η  αλισίβα, που γινόταν πιο  δυνατή (σκληρή) όσο πιο πολλές φορές έριχναν νερό στη στάχτη.
          Το νερό στο καζάνι με την αλισίβα μαλάκωνε τα ρούχα και τα έκανε πιο καθαρά και αστραφτερά.

         

Αφού η νοικοκυρά είχε τελειώσει τη διαδικασία του πλυσίματος και του απλώματος, έπρεπε τώρα να τα μεταφέρει στο σπίτι. Σ’ αυτό το τελευταίο, επίσης δύσκολο κομμάτι, τη βοηθούσαν τα παιδιά της, και βέβαια τον κύριο ρόλο στη μεταφορά των ρούχων είχαν τα άλογα, τα μουλάρια ή τα γαϊδουράκια.
          Η νεροτριβή ή ντριστέλα ήταν η πιο απλή από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις, ήταν υπαίθρια ή στεγασμένη και δεν χρειαζόταν χειριστής για την ρύθμισή της διότι δεν διέθετε κανένα μηχανισμό.
          Συνήθως ήταν στεγασμένη σε κτίσμα νερόμυλου και χρησίμευε για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών κατά το στάδιο της κατασκευής τους π.χ. τα προικιά. Έπρεπε να περάσουν από την νεροτριβή, βελέντζες, μπατανίες, σαΐσματα, υφάσματα του σπιτιού και της φορεσιάς. Αυτό γινόταν για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα και οι κόμποι.
        

  Η νεροτριβή ήταν ένα ξύλινος κάδος μορφής κώνου, με το μεγαλύτερο τμήμα του χωμένο μέσα στο έδαφος ώστε η εσωτερική πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων. O κάδος συναρμολογείτο από σφηνωμένες μεταξύ τους σανίδες και το ύψος του κώνου ξεπερνούσε τα 2 μέτρα.
          Απ' έξω δενόταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Το βαγένι ήταν όρθιο ώστε το νερό να εκτοξεύεται κατακόρυφα, δημιουργώντας καθοδική και ανοδική κίνηση, ανεβοκατεβάζοντας τα ρούχα χωρίς δίνη. Επειδή μοιάζει με βαρέλι, κατασκευάζεται συνήθως από βαγενά (βαρελά) και όχι από μαραγκό.
        

  Στην Πελοπόννησο λειτούργησαν δύο τύποι νεροτριβής:
          οι
γυριστές, με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του βαγενιού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και οι βουτηχτές, στις οποίες το βαγένι ήταν πιο όρθιο και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
         


 Στην περιοχή της Δημητσάνας λειτουργούσαν έως τα μέσα του 20ού αιώνα 20 περίπου νεροτριβές. Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής του κάθε υφαντού στον κάδο αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη ή ντριστελιάρη Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ, αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι' αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής .
          


Οι νεροτριβές είναι τα μόνα από τα υδροκίνητα προβιομηχανικά εργαστήρια που εξακολουθούν, εκσυγχρονισμένα πια, να λειτουργούν ιδίως στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως για πλύσιμο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γλώσσα και Λαογραφία της Εύβοιας - ΣΕΤΤΑΣ Δ.
                              ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ


ΠΗΓΗ 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Το Καλοκαίρι στη Λαική μας Παράδοση

Το Καλοκαίρι, είναι λέξη ελληνική που έχει τις ρίζες της βαθιά απλωμένες στην Ελληνική παράδοση. Σημαίνει την εποχή που ο καιρός είναι «καλός» που πάει να πει ζεστός και όχι βροχερός. Ίσως είναι παγκόσμια μοναδικότητα, που ο λαός μας έχει κρατήσει τον απλό χαρακτηρισμό του καλού καιρού (Καλοκαίρι) στη θέση μιας εποχής του χρόνου (του Θέρους) και μάλιστα με την επιθυμητή του προέκταση σε έξι ή σε οκτώ μήνες. «Από Μαρτιού Καλοκαιριού κι απ' Αύγουστο Χειμώνα». Αποκαλύπτεται έτσι σαν η αιώνια λαχτάρα των ανθρώπων της Ελληνικής υπαίθρου η «καλοκαιριά», γιατί την περίμεναν σαν απολύτρωση από το κρύο, την πενιχρή στέγαση και τον περιορισμό τους γύρω από το τζάκι.

 

Πέρα από αυτά όμως, το Καλοκαίρι, είναι η εποχή της απολαβής από τη σπορά. «Να θερίσουν ότι έσπειραν». Της ικανοποίησης του μόχθου και της αγωνίας μιας χρονιάς. Η ευλογημένη ώρα που χαρακτηρίζεται από την ένταση και τη σκληρή δουλειά του θερισμού στα χωράφια κάτω από το λιοπύρι και τη ζέστη, που συνεχίζεται με ίδιες συνθήκες στ' αλώνια με τ' αλώνισμα και αποζημιώνεται με τη μοναδική χαρά της συγκέντρωσης στ' αμπάρια του σπιτιού, του χρυσοκίτρινου σιταριού και των άλλων δημητριακών, η ύπαρξη των οποίων καθορίζει τη συνέχεια και τη ζωή στον τόπο μας από αρχαιοτάτων χρόνων!
 

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός που ο λαός της υπαίθρου ονοματίζει τους δύο πρώτους μήνες του Καλοκαιριού, με ονόματα παρμένα από τη διαδικασία συγκομιδής και επεξεργασίας των δημητριακών. Θεριστής ο Ιούνιος, από το θερισμό τους, και Αλωνάρης ο Ιούλιος από το αλώνισμα.

Αλλά στους δύο προηγούμενους μήνες του Καλοκαιριού, παρά τις επείγουσες και σκληρές δουλειές του θερισμού και του αλωνίσματος, υπάρχουν και κάποιες μεγάλες γιορτές - μικρές ανάσες ξεκούρασης- που γιορτάζονται ανάλογα. Μιλάμε φυσικά για τ' Αι Γιαννιού του Κλήδονα ή λαμπαδάρη ή ριγανά, που παίρνει το όνομα αντίστοιχα από το έθιμο του κλήδονα, από τις φωτιές ή το μάζεμα της ρίγανης, στις 24 Ιουνίου. 

Μπορούμε να πούμε ότι η γιορτή αυτή έχει καθαρά ειδωλολατρικές καταβολές που έρχονται από τα βάθη των χιλιετιών «.αφού μαζί με τον Αι Γιάννη λατρεύεται με παλιά υποσυνείδητη εθιμολογία, ο ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες φωτιές, για τον κρίσιμο χρόνο, ασκούνται με τελετουργική δεξιοτεχνία η μαντεία κι η μαντική, εκβιάζεται σχεδόν η καλή τύχη, επιδιώκεται η υγεία και το σωματικό κάλλος, με τη συγκομιδή θεραπευτικών και αρωματικών ανθόφυτων.» Δ. Λουκάτος ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ. Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.

 

Από τις μεγάλες γιορτές του καλοκαιριού ξεχωρίζει φυσικά και αυτή του Αι Λιά, του αγίου των βουνών στις 20 Ιουλίου, που γιορτάζεται ξεχωριστά από το λαό μας. Η παράδοση για την προτίμηση του Αι Λιά να κατοικεί στα βουνά είναι δανεισμένη από τα αφηγήματα του Ομήρου: «Βαρέθηκε, λέει ο Αι Λιάς τη θαλασσινή ζωή (που έκανε πρωτύτερα με τον Αι Νικόλα) πήρε ένα κουπί στα χέρια του κι έφυγε μόνος του για τα βουνά. Προχωρούσε, όσο οι άνθρωποι γνώριζαν τι κρατούσε, και σταμάτησε μόνο, όταν τον ρωτούσαν ή δεν ήξεραν τι είναι το κουπί και η θάλασσα». Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, αρ. 207. (Οδύσσεια 120 - 136)

Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού στις σύγχρονες ονομασίες τους κρατούν τα λατινικά τους ονόματα. Ήτοι: Ιούνιος ή Ιούνης, λατ. Iuno που σημαίνει Ήρα. Η θεά στην οποία ήταν αφιερωμένος ο μήνας. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Ελαφηβολιώνας. Ιούλιος ή Ιούλης, λατ. Iulius (Caesar) ο γνωστός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Εκατομβαιώνας και Αύγουστος λατιν. Augustus από τον τίτλο του γνωστού ρωμαίου αυτοκράτορα Γάιου Οκταβιανού. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Βοηδρομιώνας. Ο μήνας αυτός στη σύγχρονη Ελληνική παράδοση απαντάται και σαν «Δριμάρης» από τις δρίμες (ξωτικά) που κατά τη λαϊκή δοξασία τις έξι πρώτες μέρες του γυρίζουν στα λαγκάδια και στα ποτάμια και επηρεάζουν τα νερά. Τις ίδιες ημέρες οι άνθρωποι της υπαίθρου «μηνολογιάζουν», διαβάζουν τα «ημερομήνια», δηλαδή ερμηνεύοντας ανάλογα διάφορα σημάδια στον ουρανό, στη συμπεριφορά των ζώων, στην κατεύθυνση και τη θερμοκρασία του ανέμου, προβλέπουν τον καιρό για όλους τους μήνες του χρόνου, πράγμα πολύ χρήσιμο γι αυτούς, αφού η ζωή τους κυριολεκτικά εξαρτάται από το. «τι καιρό θα κάνει».
 

Ο Αύγουστος είναι κατά κάποιον τρόπο ο μήνας της ξεκούρασης και του γλεντιού, αφού σ' αυτόν «πέφτουν» και οι μεγάλες γιορτές της Παναγίας στις δεκαπέντε και στις εικοσιτρείς, που για το λαό μας είναι η Λαμπρή του Καλοκαιριού και τις τιμά με ιδιαίτερη λαμπρότητα και τις πανηγυρίζει ανάλογα. Εξ αιτίας αυτής της ανάπαυλας μέχρι ν' αρχίσει, με το έμπα του Φθινοπώρου, η σκληρή δουλειά με τη συγκομιδή των οψιμιών (καλαμπόκια, αραποσίτια, φασόλια, ρεβίθια κλπ), τον τρύγο και αργότερα το λιομάζωμα, ο λαός δικαίως λέει για τον Αύγουστο: «Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δύο φορές το χρόνο»!

Ι.Α

πηγή