ΣΕΛΙΔΕΣ

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Για να φτιάξουμε αμυγδαλοβούτυρο, κάτι σαν ταχίνι δηλαδή από αμύγδαλα.



Για να φτιάξουμε αμυγδαλοβούτυρο, κάτι σαν ταχίνι δηλαδή από αμύγδαλα, χρειαζόμαστε 2 πράγματα:
αμύγδαλα φρέσκα [ωμά και μυρωδάτα]
& έναν καλό επεξεργαστή τροφίμων.
Η διαδικασία είναι πανεύκολη και δεν χρειαζόμαστε άλλα υλικά. Για να φτιάξουμε ένα μικρό βαζάκι θα χρειαστούμε 200 γραμμάρια αμύγδαλα.
1. Βάζουμε τα αμύγδαλα στο μπλέντερ
2. Χτυπάμε για 1 λεπτό. Τα αμύγδαλα θα γίνουν χοντρά τρίμματα
3. Χτυπάμε για 1 ακόμη λεπτό. Τα αμύγδαλα θα  γίνουν ψιλά ψιλά τρίμματα.
4. Χτυπάμε για 2 ακόμη λεπτά. Τα τρίμματα αρχίζουν σιγά σιγά να βγάζουν το λάδι τους και να κολλάνε μεταξύ τους.

5. Χτυπάμε για 2 ακόμη λεπτά. Τα τρίμματα αρχίζουν να κολλάνε στα τοιχώματα του μπλέντερ. Ανοίγουμε λοιπόν το καπάκι και τα ξεκολλάμε με μια λαστιχένια σπάτουλα.
6. Χτυπάμε για 1 ακόμα λεπτό, ανοίγουμε το καπάκι, ξεκολλάμε τα αμύγδαλα από τα τοιχώματα και ξαναχτυπάμε. Επαναλαμβάνουμε 3-4 φορές.
7. Τώρα τα αμύγδαλα έχουν βγάλει αρκετό λάδι και δεν είναι πια τρίμματα, αλλά έχουν σχηματίσει μια παχιά πάστα.
8. Χτυπάμε άλλα 2 λεπτά. Η πάστα στην αρχή είναι συμπαγής, σαν ζύμη. Με το χτύπημα όμως θα διαλυθεί, θα βγάλει κι άλλο λάδι και έτσι ξαφνικά θα σχηματιστεί το αμυγλαδοβούτυρο!

Αν θέλουμε σταματάμε, ή χτυπάμε για 1 λεπτό ακόμη για πιο υδαρή δομή.
Καλή επιτυχία! Είναι καταπληκτικό!
πηγή

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα...



Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἃς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεὶ• ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ' ὅλα του τὰ νιάτα.
( Κ. Παλαμᾶς)

Στὸν ἀξιότιμο κύριο Κων Κάρκο, Καθηγητή, τιμῆς καὶ εὐχαριστίας πρόσφορο

Σιωπηλὸ μέσα στὸ χαντάκι τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀπουσίας προσώπων ἀπομένει σήμερα τὸ σπίτι μας. Ὁ πανίερος αὐτός, μετὰ τὴν ἐκκλησιά, χῶρος στὸ ἐρημωμένο σήμερα παλιό μας χωριό, ἀναμένει τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ τοῦ ἀνοίξει τὴ θύρα καὶ φέρει, ἔστω γιὰ λίγο τὴν ἀνθρώπινη παρουσία μέσα σὲ κείνη τὴν παγωμένη σιωπὴ καὶ ἐρημιά. Γιατὶ τὸ πατρικὸ τὸ σπίτι εἶναι ἀναμφίβολα τὸ ἱερὸ ταμιευτήριο ἀπὸ μνῆμες, πρόσωπα καὶ μυρωδιές. Ποὺ τὶς ξαναζεῖ ὁ ἐπισκέπτης καὶ συνάμα τὶς χωνεύει μέσα του μὲ δάκρυα ἀναπόφευκτης συγκίνησης.



Διαβάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τοῦ μεγάλου μας Κ. Παλαμᾶ νομίζεις ὅτι γιὰ σένα γράφτηκαν. Ἐπειδὴ μέσα τους διακρατοῦν τὴν χαρμολύπη τῆς ἀνάμνησης καὶ τὴν ἐπιστροφή. Ἐπώδυνη ἴσως ἐπιστροφή, ὅμως τόσο ἀναγκαία. Γιατὶ ἀπό κεῖ ποὺ ἄρχισες τὴ ζωή σου, ἐκεῖ καταλήγεις, ἔστω καὶ νοερὰ σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ ρεμβασμοῦ καὶ ἀναπόλησης. Κι ἀναπαύεσαι τότε, καθὼς νομίζεις ὅτι θὰ ξαναδεῖς τὴν ἀναμμένη παραστιά, τὴ μάνα νὰ συδαυλίζει τὴ φωτιά, τὴ γιαγιὰ μὲ τὸ πλέξιμό της καὶ τὸν παπποῦ νὰ κοιτάζει τὶς φλόγες ποὺ κλάδωναν τὰ ξύλα. Γιατὶ ὁ πατέρας ἔλειπε...



Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ὀσφραίνεσαι τὴ εὐωδιὰ τῶν κυδωνιῶν καὶ τῶν μήλων ποὺ κρέμονταν ἀπ’ τὴν παρταριά, τὸ φασκόμηλο ποὺ ἀχνίζει, τὸ ρετσίνι τοῦ πεύκου ἤ τοῦ σχοίνου ποὺ ἁπλώνεται ὠς λιβανωτὸ στὴ μισοσκότεινη τὴν κάμαρα.

Τώρα ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι κρυσταλλωμένες εἰκόνες μέσα σου φροντίζεις νὰ τὶς συντηρεῖς, ὅπως τὰ ἅγια, παλιὰ εἰκονίσματα, γιὰ νὰ σὲ φυλᾶνε ἀπὸ «παντὸς κακοῦ». Κι εἶσαι σίγουρος ὅτι σὲ φυλᾶνε.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
πηγή

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Ύψωση τού Τιμίου καί Ζωοποιού Σταυρού καί ο βασιλικός.

Ο βασιλικός και ο Τίμιος Σταυρός. Λαϊκός θρύλος.
Όλοι γνωρίζουμε πως τον Χριστό μας τον σταύρωσαν. Τον κάρφωσαν δηλαδή πάνω σ' ένα ξύλινο σταυρό, κι εκεί ξεψύχησε.

Τον ξύλινο σταυρό οι Χριστιανοί τον έθαψαν βαθιά στο χώμα για να μην τον βρουν οι ειδωλολάτρες και τον μολύνουν. Έτσι ο Τίμιος Σταυρός έμεινε χρόνια πολλά θαμμένος μέσα στη γη.

Όταν έπειτα από καιρό επικράτησε ο Χριστιανισμός, η Αγία Ελένη αποφάσισε να βρει και να ξεθάψει τον Τίμιο Σταυρό και να τον στήσει μέσα στην εκκλησία στα Ιεροσόλυμα για να τον προσκυνούν οι Χριστιανοί. Πήγε λοιπόν η ίδια στα Ιεροσόλυμα και ζήτησε να μάθει σε ποιο μέρος ήταν θαμμένος ο Σταυρός.

Όμως κανένας Χριστιανός δεν ήξερε να της πει. Εκείνοι που πριν από πολλά χρόνια τον είχαν θάψει βαθιά στο χώμα, είχαν πια πεθάνει. Έβαλε λοιπόν η Αγία Ελένη χιλιάδες εργάτες κι άρχισαν να σκάβουν όλα τα χωράφια εκεί γύρω. Είχε ακλόνητη πίστη πως κάπου θα τον έβρισκε. Πολλούς μήνες δούλευαν οι εργάτες χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια μέρα, καθώς η Αγία Ελένη βάδιζε μέσα σ' ένα χωράφι, πάτησε ένα χορτάρι και αμέσως μια γλυκιά μυρωδιά γέμισε τον αέρα.

"Τι ωραία μυρωδιά είναι αυτή", είπε από μέσα της η Αγία Ελένη.

"Από που να χύνεται αυτή η γλυκιά μοσχοβολιά;".

Καθώς κοίταξε γύρω της έσκυψε κι έκοψε ένα κλαδάκι απ' το φυτό που πάτησε, το μύρισε και τότε κατάλαβε πως το χορτάρι εκείνο ήταν που σκορπούσε την γλυκιά ευωδιά.

Μεμιάς ο νους της φωτίστηκε, φώναξε έναν εργάτη και του είπε να σκάψει σ' εκείνο το μέρος.

Σε λίγο, τι θαύμα! Ο εργάτης βρήκε εκεί τον Τίμιο Σταυρό όπου επάνω ξεψύχησε ο Χριστός μας.

Από εκείνη τη στιγμή, το μυρωδάτο αυτό φυτό λέγεται βασιλικός, γιατί φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο Σταυρός, όπου είχε σταυρωθεί ο βασιλιάς του κόσμου. Γι' αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου.
πηγή

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Παπλωματάς: Παπλωματάς: Tα σύνεργα της δουλειάς του ήταν: το τοξάρι με την κόρδα(χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο βοδιού, το κοπάλι (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), μια μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό, πελεκημένο και λείο, από ξύλο κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Οι καλοί τεχνίτες ήταν Ανατολίτες και περιζήτητοι. Για να γίνει κάποιος τεχνίτης καλός έπρεπε να μαθητεύσει τουλάχιστον δύο χρόνια στο αφεντικό του.
Υφασματοπώλης: Oι μικροί έμποροι που φόρτωνανα στα γαϊδουράκια τους τις διάφορες πραματείες τους, και διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους στις γειτονιές.
Παντοφλάς: Τσαγκάρηδες που ασχολήθηκαν μόνο με παντόφλες, οργάνωσαν εργαστήρια, αλλά έβγαιναν και στη γύρα για το λιανικό κέρδος. Μερικές από τις παντόφλες ήταν ολοκέντητες.
Μπαλωματής
Μπαλωματής:Τις πρωινές ώρες αλλά και τις απογευματινές έκανε την εμφάνισή του στις λαϊκές συνοικίες ο πλανόδιος μπαλωματής. Είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια τσάντα με τα απαραίτητα εργαλεία:σφυριά, σουβλιά, καρφιά, ξυλοπρόκες, κόλλα, κομμάτια από λάστιχο (που προερχόταν από παλιές ρόδες αυτοκινήτων) και την απαραίτητη ποδιά για να μην λερώνονται. Η τιμή ήταν ανάλογα με τη εργασία 1-2-3 δρχ. το κομμάτι και στα 1918 το σόλιασμα των παπουτσιών κόστιζε 10 δρχ.
Ομπρελάς: Το επάγγελμα του ομπρελά ήταν ευκαιριακό και εποχιακό. Γυρνούσε στις γειτονιές κουβαλώντας μαζί του παλιές ομπρέλες μισοχαλασμένες, χρήσιμες για ανταλλακτικά. Το ύφασμα που χρειαζόταν για την ομπρέλα το διέθετε η νοικοκυρά.
Καρεκλάς: Hταν ο τεχνίτης που γνώριζε να πλέκει με επιδεξιότητα το χόρτο (σάζι) στο ξύλινο πλαίσιο μιας καρέκλας.Ολη η Θεσσαλονίκη ήταν πεδίο δραστηριότητας τους.
Κοσκινάς: Φρόντιζε να φτιάχνει ο ίδιος τα κόσκινα μια και δεν χρειαζόταν πολλά υλικά και εργαλεία για να γίνει. Μια ψιλή σίτα ή μία τρυπημένη λαμαρίνα ή ακόμη και ένα δέρμα με τρύπες -ανάλογα για τη δουλειά που το χρειαζόταν η νοικοκυρά- και ένα λεπτό, στρογγυλό ξύλο, το "κασνάκι", γύρω-γύρω, ήταν τα υλικά που χρειαζόταν για να γίνει ένα κόσκινο.
Καλαθάς: Με τις συχνές μετακινήσεις του από τους βάλτους στην πόλη, βοήθησαν πολύ στην απελευθέρωσή της, μεταφέροντας μηνύματα, τρόφιμα, πολλές φορές και πολεμοφόδια στους αντάρτες του βάλτου και αργότερα στην κατοχή στα διάφορα άλλα αντάρτικα λημέρια.
Σκουπάς: Παλιά φορτωνόταν ο σκουπάς όσες σκούπες μπορούσε και γύριζε όλη την ημέρα μέχρι να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Τις σκούπες τις ετοίμαζε ο ίδιος από μέρες στο σπίτι του με τη βοήθεια της οικογένειάς του, γιατί χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για να γίνει μια σκούπα ή άλλες φορές τις αγόραζε από τους εμπόρους
Καλαθάς
Σταμνάς: Ο σταμνάς προμηθευόταν από νωρίς όλα τα πήλινα είδη, τα απαραίτητα για το νοικοκυριό, όπως στάμνες, πήλινες κατσαρόλες, κιούπια και γλάστρες από τα γύρω καμίνια. Τα φόρτωνε σε κοφίνια που κουβαλούσε το γαϊδουράκι του και γύριζε στις γειτονιές για να ξεπουλήσει.
Κρασάς: Το επάγγελμα του κρασά ήταν εποχιακό. Κατά τον Οκτώβριο με τα πρώτα κρύα ήταν έτοιμο το κρασί.Η ποσότητα του κρασιού υπολογίζονταν σε μεταλλικά κύπελα της οκάς ή μισοκάρικα κι ο κρασάς είχε πάντα μαζί του και το δράμι.
Λαδάς: Αυτός που πουλούσε το λάδι το έπαιρνε από τους εμπόρους, που το έφερναν από τη νότια Ελλάδα μέσα σε κιούπια ή βαρέλια.Ο μικροπωλητής έπαιρνε το λάδι, που ήταν αγνό λάδι ελιάς, το έβαζε σε ξύλινα βαρέλια και τα φόρτωνε σε κάρο.
Νερουλάς: Στην παλιά Θεσσαλονίκη που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε ο ΟΥΘ.
Γαλατάς: Οι πλανόδιοι γαλατάδες κατέβαιναν από τα γύρω χωριά στην πόλη τις πρωινές ώρες ή ακόμη και τις απογευματινέ ανάλογα με την ώρα που έκαναν το άρμεγμα. Οι περισσότεροι φορούσαν τοπικές ενδυμασίες. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι πουλώντας το φρέσκο, ολόπαχο γάλα που το μετρούσαν 1/4 με ½ οκά ή μία οκά, τα λεγόμενα δράμια.
Γιαουρτσής: Έβγαινε στην γύρα μετά το ηλιοβασίλεμα και ο λόγος ήταν η προστασία των πελατών του από τις μύγες και το ξύνισμα του γιαουρτιού, μα ακόμη γιατί η γιαούρτη είναι μοναδική για βραδινή τροφή.
Παγωτατζής: Είχε ένα μεγάλο κάδο ξύλινο και στο κέντρο του τοποθετούσε έναν άλλο μεταλλικό κάδο, στον οποίο έριχνε τα υλικά που χρειαζόταν για να γίνει το παγωτό. Είχε ένα ωραίο καρότσι ολόλευκο γεμάτο πλουμίδια και φωτογραφίες πάνω στο οποίο τοποθετούσε τα σκεύη για να σερβίρει το παγωτό καθαρά και καλογυαλισμένα.
Σαλεπιτζής
Μπουγατσατζής: Η προετοιμασία της μπουγάτσας γινόταν στο σπίτι του μπουγατσατζή από το απόγευμα της προηγούμενης μέρας. Κατά τις 7 - 8 η ώρα έβγαινε στην πλατεία, συνήθως είχε στέκι στον Βαρδάρη και την πωλούσε στους περαστικούς που πήγαιναν εκείνη την ώρα στη δουλειά τους. Η τιμή της ήταν μία δραχμή το κομμάτι ή 3 δραχμές η οκά.
Χαλβατζής: Οι πλανόδιοι χαλβατζήδες με την ολοστρόγγυλη τάβλα απάνω στο κεφάλι τους, σεργιανούσαν στους δρόμους της πόλης και διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Οι καλύτεροι τεχνίτες του χαλβά ήταν οι Αρβανίτες.
Μαντζουνάς: Ο μαντζουνάς για να ετοιμάσει το νοστιμότατο μαντζούνι που μοσχοβολούσε ξυπνούσε από τη νύχτα. Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ήταν λίγη ζάχαρη, νερό, διάφορα χρώματα, αρώματα, μπαχαρικά και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο.
Λουκουματζής: Πολύ συχνά σε δρόμους περαστικούς σε στάσεις λεωφορείων ή στους σταθμούς των τρένων, συναντούσε κανείς τον πλανόδιο πωλητη λουκουμιών. Εμφανιζόταν κατά τις 10 το πρωί αλλά και το απόγευμα.
Κουλουρτζής: Οι μικροπωλητές με τους ταβάδες στο κεφάλι ή με καλάθια, ξεχύνονταν στους δρόμους από τα ξημερώματα και μέχρι τις 10 - 11 το πρωί ξεπουλούσαν. Οι καλύτεροι τεχνίτες κουλουριών ήταν οι Ηπειρώτες.
Καστανάς: Οι καστανάδες ήταν ντόπιοι και τα κάστανα τα κατέβαζαν με τα ζώα από διάφορες περιοχές το Χορτιάτη, την Καστανιά, το Πήλιο και το Βόλο.
Σαλεπιτζής: Με την κάτασπρη ποδιά του και το σκούφο, τυλιγμένος στα ζεστά, με τη φουφού αναμμένη, ένα μικρό σκαμνί, το αστραφτερό χάλκινο γκιούμι, τα κουπάκια και το δίσκο διαλαλούσε στους παγωμένους δρόμους το αχνιστό και μυρωμένο σαλέπι. Οι περισσότεροι σαλεπιτζήδες ήταν μικρασιάτες.
Λεμονατζής: Στην παλιά Θεσσαλονίκη ο λεμονατζής έκανε την εμφάνισή του από τις 10 το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Ετοίμαζε στο σπίτι του από νωρίς την λεμονάδα, την οποία τοτποθετούσε στο κέντρο ενός χάλκινου, γυαλιστερού τεπόζιτου και γύρω-γύρω έβαζε πάγο. Συνήθως οι λεμονατζήδες ήταν αρβανίτες.
Μανάβης
Μανάβης: Περνούσε από τις γειτονιές με το γαϊδουράκι του και το κάρο του γεμάτο λαχανικά. Μα για να είναι γεμάτο ήταν οπωσδήποτε καλοκαίρι. Το χειμώνα δεν υπήρχαν θερμοκήπια.
Αυγουλάς: Ο αυγουλάς έπρεπε τη νύχτα να ξεκινήσει από τα γύρω χωριά της Θεσσαλονίκης, φορτώνοντας από βραδύς ακόμα την πραμάτεια του στο κάρο ή και στον ώμο του πολλές φορές και που αποτελούνταν από αυγά, από κότες και κοκόρια, ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Κρεοπώλης: Κάθε πλανόδιος κρεοπώλης τριγυρνούσε τις γειτονιές το πρωί με το άλογο του, που ήταν φορτωμένο με δύο ξύλινες τάβλες πάνω στις οποίες ήταν κρεμασμένα από καρφιά, κομμάτια κρέας. Το επάγγελμα του πλανόδιου κρεοπώλη το εξασκούσαν Έλληνες και Τούρκοι.
Πατσατζής: Από πολύ πρωί ο πατσατζής πήγαινε στα σφαγεία για να αγοράσει τα προϊόντά του.
Ψαράς: Οι ψαράδες ήταν άνθρωποι πνευματώδεις και ετοιμόλογοι. Και τότε και τώρα οι περισσότεροι κατάγονται από τη Σμύρνη.
Αβδελάς: Το επάγγελμα του αβδελά ξεκινάει τον περασμένο αιώνα και η ακμή του φτάνει μέχρι το 1953.Αβδελάδες ήταν κυρίως οι γύφτοι. Το στέκι αγοράς των αβδελών ήταν η Στοά Χορτιάτη και δίπλα η οδός Μενελάου. Ο αβδελάς έβαζε μέσα σε μικρά βαζάκια μία ή δύο βδέλες ή όσες του ζητούσε ο αγοραστής και τις πουλούσε 1 δραχμή την καθεμιά
Γανωτής
Γανωτής: Το επάγγελμα του γανωτή ήταν πολύ παλιό. Στην πλάτη του κουβαλούσε πάντα ένα τσουβάλι για να συγκεντρώσει τα μπακιρικά που ήθελαν γάνωμα. Μέχρι το μεσημέρι μάζευε όλα τα σκεύη και τα μετέφερε στο εργαστήρι του, το χαλκωματάδικο, που ήταν συνήθως στο σπίτι του. Η τιμή γανώματος για κάθε σκεύος ήταν το 1920 περίπου 10 δραχμές.: Το επάγγελμα του γανωτή ήταν πολύ παλιό. Στην πλάτη του κουβαλούσε πάντα ένα τσουβάλι για να συγκεντρώσει τα μπακιρικά που ήθελαν γάνωμα. Μέχρι το μεσημέρι μάζευε όλα τα σκεύη και τα μετέφερε στο εργαστήρι του, το χαλκωματάδικο, που ήταν συνήθως στο σπίτι του. Η τιμή γανώματος για κάθε σκεύος ήταν το 1920 περίπου 10 δραχμές.
Ακονιστής
Ακονιστής: Ο γυρολόγος ακονιστής γυρόφερνε στις γειτονιές φορτωμένος με το ακόνι, ένα χειροκίνητο εργαλείο με ξύλινη βάση που στήριζε πάνω την πέτρα φτιαγμένη κυκλικά, από νερόπετρα, μυλόπετρα.
Καρβουνιάρης: Ο καρβουνιάρης πήγαινε πρωί πρωί στα καμίνια και φόρτωνε το γαϊδουράκι του με όσα τσουβάλια κάρβουνα άντεχε. Υστερα γύριζε τις γειτονιές όλη την μέρα και πουλούσε τα κάρβουνα στις νοικοκυρές που τα χρειαζονταν για να μεγειρέψουν το φαγητό.
Ξυλάς: Τα ξύλα τα μετλεφεραν χωρικοί από τα βουνά στις πολεις. Από δω άρχιζε η δουλειά του ξυλοκόπου που πολλές φορές ήταν δύο και τρεις μαζί. Εκοβαν τα ξύλα σε μικρά κομματάκια με το τσεκούρι και το πριόνι τοποθετώντας κάθετα ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ το ξύλο οριζόντια.
Καλντερμιτζής.: Δεν πρόκειται για μεμονωμένους τεχνίτες αλλά για μικρά, έκτακτα, ειδικευμένα συνεργεία του Δήμου που δούλευαν με ημερομίσθιο. Συνήθως δούλευαν κοντά στις ράγες του τραμ και επισκεύαζαν τα φθαρμένα σημεία με κυβόλιθους, σκληρές πέτρες λαξευμένες συνήθως από γρανίτη, κατάλληλες για την οδόστρωση.
Τουλουπατζής: Οι τουλουπατζήδες ήταν μια ομάδα ανθρώπων, ιδιωτών, που είχαν το στέκι τους μέσα στα Λαδάδικα. Πυροσβέστες ήταν κυρίως Εβραίοι. Το επάγγελμα αυτό υπήρχε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1920.
Λούστρος
Φαναρτζής: Το επάγγελμα του φαναρτζή λειτούργησε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1935 που αντικατάστησε ο ηλεκτρισμός. Οι φαναρτζήδες ήταν δημοτικοί υπάλληλοι και ήταν επιφορτισμένοι κατά περιοχές με το άναμμα και σβήσιμο των φαναριών που υπήρχαν στους δρόμους.
Σκουπιδιάρης: Οι σκουπιδιάρηδες ήταν δημοτικοί υπάλληλοι και περνούσαν από τις γειτονιές ότι ώρα τους βόλευε. Ηταν συνήθως Τούρκοι ή γύφτοι.
Καϊφενές: Ο καφετζής άνοιγε το μαγαζί του πολύ πρωί. Έβαζε την ποδιά του για να περιποιηθεί την πελατεία του.
Μπαρμπέρης: Οι μπαρμπέρηδες ήταν δύο λογιών: Oι μαγαζάτορες μπαρμπέρηδες, δηλαδή εκείνοι που στεγαζόταν μέσα σε μαγαζιά και οι υπαίθριοι μπαρμπέρηδες που είχα τα στέκι τους έξω από τα χάνια.
Λούστρος: Ο λούστρος τριγυρνούσε στους κεντρικούς δρόμους της πόλης φορτωμένος με το γραφικό, ξύλινο κασελάκι. Είχε σχεδόν μόνιμη πελατεία, μόνο άντρες. Η αμοιβή του για το ζευγάρι των παπουτσιών ήταν μία δραχμή.
Εφημεριδοπώλης : Στη Θεσσαλονίκη το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη το εξασκούσαν κυρίως παιδιά 13-17 χρονών. Η ποικιλία των εφημερίδων ήταν μεγάλη. Κυκλοφορούσαν και ντόπιες και ξένες εφημερίδες.
Φωτογράφος: Ο φωτογράφος άρχιζε τη δουλειά του κάθε μέρα κατά τις 10 το πρωί. Το στέκι του ήταν στην πλατεία Αριστοτέλους ή στον Λευκό Πύργο.
ΠΗΓΉ