ΣΕΛΙΔΕΣ

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

"Δόξα σοι ο Θεός, πού δέν μέ ξέρει κανένας!"


"Μιά φορά είχα ένα μικρό σπιτάκι σέ μιά ερημική μεριά κοντά στή θάλασσα. Βουναλάκια μικρά τό τριγυρίζανε, βουναλάκια ήμερα καί χαρούμενα, στολισμένα μέ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, πού μοσχοβολούσανε. Κατά τόν βορηά ήτανε μιά ρεματιά μέ λίγα πλατάνια καί μέ λυγαριές, καί στό βάθος της καταστάλιζε τό καλοκαίρι λιγοστό καθαρό αεράκι. Τήν άνοιξη τό χώμα στολιζότανε μέ αγριολούλουδα χρωματιστά, πού μέ κάνανε νά χαίρουμαι καί νά δοξάζω τόν Θεό. Τί αγνότητα πού είχε η ψυχή μου!

Είχα διαλέξει αυτό τό μέρος νά μήν έχη κανέναν δρόμο, γιά νά μήν έρχεται άνθρωπος κατά κεί. Ήμουνα καταμόναχος, ήσυχος, ξεκουρασμένος. Αποτραβιόμουνα εκεί πέρα κ' έβγαζα από πάνω μου τίς έγνοιες καί τίς σκοτούρες, σάν τό φίδι πού βγάζει τό πετσί του. Ξανάβρισκα τή λευτεριά μου.

Πολλές φορές έκανα μήνες νά κατεβώ στήν πολιτεία. Τόν μοναχό άνθρωπο πού έβλεπα, ήτανε ένας τσομπάνης, ένας μισοκαλόγερος, πού, όποτε πήγαινε στό χωριό, μούφερνε ό,τι είχα ανάγκη. Στήν όψη ήτανε ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, πετσί καί κόκκαλο, μέ άγρια μαλλιά καί γένεια κατάμαυρα, θεοφοβούμενος. Τόν λέγανε Χρήστο, κ' ήτανε Σαρακατσαναίος.

 

Εκεί κοντά βρισκότανε ένα ρημοκκλήσι πολύ μικρό, ολότελα ξεχασμένο, κι ο Χρήστος πήγαινε ταχτικά κι άναβε τά καντήλια....Τό μέρος ήτανε δασωμένο, τά δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα από τή θάλασσα. Από τό παραθύρι μου άκουγα μέρα-νύχτα τό βουητό πού κάνανε τά κύματα, τήν ανάσα τής θάλασσας, πού τή συνήθισα σά νανούρισμα, από τά μικρά χρόνια μου. Μαζί μέ τό ρουχάλισμα τού πελάγου ανακατευότανε καί τό βούϊσμα οπού κάνανε τά δέντρα γύρω στό σπιτάκι μου, πού φαινότανε μοναχά από τή θάλασσα.
...Γύριζα στό σπίτι μου συγκρυασμένος. Ο βόγγος τής θάλασσας ερχότανε στ' αυτιά μου από μακρυά. Έβγαζα από τήν τσέπη μου ό,τι είχα μαζεμένα, χαλίκια, σανιδάκια, κοχύλια, καί τά αράδιαζα απάνω στό τραπέζι μου, κοντά στά λιγοστά βιβλία μου. Γύριζα κ' έβλεπα μιά εικόνα πού ζωγράφιζα, τόν άγιο Γιάννη τόν Πρόδρομο, πού τόν αγαπώ πολύ, κ' έκανα τόν σταυρό μου. Ηλιοψημένος, σκελετωμένος, φτερωτός σάν αγριοπούλι, αναμαλλιασμένος, κύτταζε τόν Χριστό πού έσκυβε από τόν ουρανό καί τού μιλούσε. Τό πνεύμα μου ήτανε ήσυχο. Η ειρήνη τού Θεού παρακαλούσα ν' αποσκεπάζη τόν κόσμο.

 

Σέ λίγο, άρχιζε νά κατεβαίνη σιγά-σιγά από τόν ουρανό τό σκοτάδι τής νύχτας. Ώς νά κάνω τήν προσευχή μου, ο ουρανός γινότανε κατάμαυρος. Από τό παραθύρι μου έβλεπα τά άστρα νά κρέμουνται σάν καντήλια απάνω από τό πέλαγο πού βογγούσε μέσα στό σκοτάδι.
Ξαπλωνόμουνα στό στρωσίδι μου κι αφουγκραζόμουνα τό βόγγο τής θάλασσας καί τών δέντρων. Συμμαζευόμουνα γιά νά ζεσταθώ από τήν ψύχρα τής νύχτας κ' έλεγα μέσα μου "Δόξα σοι ο Θεός, πού δέν μέ ξέρει κανένας!" 


Φώτης Κόντογλου

"Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι"

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως, φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ ἔστω καὶ κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».

Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Πως να φτιάχνω παστό χοιρινό.


Τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν ψυγεία για να διατηρηθεί το κρέας, οι άνθρωποι είχαν βρει διάφορες μεθόδους συντήρησης ακόμα και στο κρέας για να έχουν πρόχειρο όταν τους χρειαζόταν και να μην τους χάλαγε όταν ήταν μεγάλη ποσότητα. Αυτό βέβαια απαιτούσε δυο πράγματα, το συντηρητικό για να μην χαλάσει το κρέας και η κατάλληλη θερμοκρασία συντήρησης.

Για το πρώτο είχαν το αλάτι και το λαδί ή το λίπος στην συγκεκριμένη περίπτωση και το δεύτερο το υπόγειο του σπιτιού τους το ονομαζόμενο κατώι, που είχε χαμηλή θερμοκρασία και σταθερή υγρασία για την αποθήκευση των τροφίμων τους. Βεβαία δεν ήταν τυχαίο ότι και το χοιρινό τους το μεγάλωναν το καλοκαίρι και το έσφαζαν το χειμώνα πριν τα Χριστούγεννα, τότε που οι θερμοκρασίες ήταν χαμηλές.
Το παστό χοιρινό διατηρείται για πολύ καιρό, αρκεί να γίνει σωστά και να συντηρηθεί σε καλές συνθήκες.

Διαδικασία
Σφάζουμε το χοιρινό μας και το κρεμάμε μια ημέρα σε δροσερό και αεριζόμενο μέρος, για να στεγνώσει και να παγώσει για να μπορούμε να το κόψουμε. Την επόμενη το χωρίζουμε στη μέση κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς για να μπορέσουμε να το κόψουμε σε κομμάτια πιο εύκολα. Το κόβουμε σε λωρίδες πλάτους περίπου 8-10 εκατοστών. Χαράσσουμε επιφανειακά τα κομμάτια μέχρι το σημείο όπου αρχίζει το κρέας και τελειώνει η επιφάνεια του λίπος. Αλατίζουμε όλα τα κομμάτια πολύ καλά και μέσα στις χαρακιές μας, για να πάει παντού το αλάτι μας και τα αφήνουμε για πέντε μέρες περίπου. Αυτό που επιτυχαίνομε με το αλάτισμα είναι να απορροφήσουμε την εσωτερική υγρασία του κρέατος η οποία είναι υπεύθυνη για το χάλασμα των τροφών.
Μετά τοποθετούμε το κρέας μας μέσα στο τζάκι με πολύ χαμηλή φωτιά. Η θερμοκρασία δίπλα στο κρέας μας δεν πρέπει να ξεπερνάει τους 60 βαθμούς κελσίου για να μην ψηθεί.
Το αφήνουμε για 2-3 ημέρες γυρίζοντάς τα για να στεγνώσουν και να ποτιστούν με καπνό από αρωματικό ξύλο όπως της ελιάς, του κυπαρισσιού, ή της πορτοκαλιάς.
Παλιά το κάπνιζαν καίγοντας με κόλιανδρο, θρούμπι η δεντρολίβανο όχι μόνο για το άρωμα αλλά και για να σκοτώσουν τυχών μικρόβια. Έτσι, το κρέας αφυδατώνεται και ποτίζεται από το άρωμα. Μόλις περάσει το στάδιο του καπνίσματος, το κρέας κόβεται πάνω στις χαράξεις, πλένεται και βράζεται με ελάχιστο νερό αλλά αρκετό λίπος. Στο τέλος προσθέτουμε ότι μπαχαρικά και μυρωδικά θέλουμε και σβήνουμε με κρασί. Μόλις κρυώσει το παστό, το αποθηκεύουμε σε πήλινο πιθάρι γιατί κρατάει καλύτερα την θερμοκρασία και καλύπτουμε παντού με λίπος. Αν μείνει σε δροσερό και σκοτεινό μέρος, διατηρείται σχεδόν για ένα χρόνο.


ftiaxno.gr