ΣΕΛΙΔΕΣ

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

"Άι-Γιάννης ο Κλήδονας

Φωτιές Κλήδονα

"Του άι-Γιαννιού, του Λιοτροπιού, του Λαμπαδάρη, του Φανιστή, του Κλήδονα"

"Άι-Γιάννης ο Κλήδονας ή Ριζικάρης ή Αϊ-Ριγογιάννης"
Στις 24 του μηνός στην ακμή του θέρους ο ήλιος τρέπεται στον αστερισμό του Καρκίνου και η μέρα αρχίζει να μικραίνει. Οι θερινές αλλαγές του ήλιου, είναι μια ση-μαντική, αλλά μερικές φορές κι επικίνδυνη αλλαγή του χρόνου, κυρίως για τους γεωργούς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ορισμένες συνήθειες των αρχαίων, σχετικές με το θερινό ηλιοστάσιο ή ηλιοτρόπιο, διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Όσα αρχαία έθιμα ανάγονται στις θερινές τροπές του ηλίου συνδέθηκαν με το Γενέθλιον του Ιωάννου του Πρόδρομου (24 Ιουνίου). Η συσχέτιση δεν έγινε χωρίς λόγο. Κατά τον ευαγγελιστή Λουκά (1,26-36) ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού. Αφού λοιπόν η γέννηση του Χριστού ορίστηκε από την εκκλησία στις 25 Δεκεμβρίου, δηλαδή κατά τις χειμερινές τροπές του ηλίου, επόμενο ήταν το Γενέθλιον του Ιωάννου του Προδρόμου να συμπέσει με την 24 Ιουνίου, δηλαδή κατά τις θερινές τροπές του ηλίου.

Χαρακτηριστικό έθιμο της γιορτής είναι, οι φωτιές τ'Αϊ-Γιαννιού που άναβαν στα τρίστρατα , στις 23 Ιουνίου το βράδυ. Μία ή τρεις φωτιές ή κάψαλα ή φανούς άναβαν με καλαμιές ή παλιοκοφίνια, σε όλους τους μαχαλάδες, προσπαθώντας ο κάθε ένας να ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω από τις οποίες πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Πάνω στις φωτιές ρίχνουν και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς ή το στεφάνι του Άϊ-Γιάννη της περασμένης χρονιάς. Άναβουν ακόμα τα κλαδιά, τις αστιβές και τα πλατανόκλαδα που χρησιμοποιούσαν στ αγόρια( μεταξοσκώληκες), ενώ τη στάχτη τη μεταχειρίζονται για αποτρεπτικούς και μαντευτικούς σκοπούς. Κρατώντας μια πέτρα πάνω από το κεφάλι τους πηδάνε με γέλια και φωνές πάνω από τις φλόγες τρείς φορές. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν από 3 φορές την κάθε φωτιά, θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί. Ταυτόχρονα λέγουν:

Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η ρόγα η χρυσή ή

Άλισου, μπάλισου,

Σίδηρου η μέση μου, Πέτρα στο τσιφάλι μου.

Άξτου παράξτου, Πέτρα στο τσιφάλι μου.

Άγι μου Γιάννη Κι όπου πουνεί να γιάνει.

Να πηδήσω τη φωτιά, μη με πιάσ' η αρρώστια

"Αφήνω τον κακό χρόνο και πάω στον καλύτερο".


Το πήδημα πάνω από τις φλόγες ήταν για τους αρχαίους ένα έθιμο καθαρτήριο και «διαβατήριο». Μ’ αυτόν τον τρόπο καθαρίζονταν, με τη δύναμη της φωτιάς, κι έτσι, οι άνθρωποι απαλλαγμένοι από κάθε κακό να μπουν καθαροί και ακμαίοι στη νέα περίοδο του χρόνου.

Ένα χαρούμενο και διαχρονικό έθιμο που κατάφερε τόσους αιώνες, να επιζήσει και που ενώνει αιώνες και γενιές.

Οι φωτιές που θ'αναφτούν στα χωριά μας θα είναι ένας δεσμός του σήμερα με το χθες.  . Ανάβοντας μια μικρή φωτιά συνδέεσαι με τους αιώνες που πέρασαν,  καθώς και με πολλούς άλλους λαούς, που  ανάβουν τη φωτιά  και χαίρονται  το θέαμα και το συμβολισμό της.

Ο Κλήδονας

Σε μια τόσο σημαντική καμπή του χρόνου, που συμπίπτει με τη θερινή τροπή του ήλιου, η δύναμη του οποίου φανερώνει κυρίως τα μελλούμενα, φυσικό είναι και ο άνθρωπος να θέλει  να ρίξει ένα βλέμμα στο μέλλον. Είναι λοιπόν πάρα πολλές οι μαντείες της παραμονής και της 24ης Ιουνίου. Ο λαός μάλιστα πιστεύει, ότι ο αϊ-Γιάννης φέρνει τύχες. Για αυτό έπρεπε από την παραμονή να ξεσκονίσουν, να σφουγγαρίσουν, και να περιμένουν "τις τύχεις" Και επειδή ο συνηθέστερος τρόπος, με τον οποίο ο Άγιος φανερώνει το ριζικό, δηλαδή την τύχη του κάθε ανθρώπου, είναι ο κλήδονας, ονομάζεται και άι-Γιάννης ο Κλήδονας ή Ριζικάρης.
Το έθιμο του κλήδονα, είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου, και έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Η αναφορά στην Πυθία είναι έκδηλη, ενώ η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου: κληδών σημαίνει πράξεις ή λέξεις τυχαίες και ασυνάρτητες, που ακούγονταν κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών και στις οποίες αποδίδονταν προφητική σημασία.
Η πρώτη γραπτή περιγραφή του εθίμου ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους.

Παραμονή Αϊ-Γιαννιού

Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο  αγνό πρωτότοκο κορίτσι, συνήθως σε μια "Μαρία" (στη Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην ονομαζόμενη "Καλλινίτσα"), της οποίας και οι δύο γονείς να είναι  ζωντανοί και πρωτοστεφάνωτοι, να φέρει από την πηγή με ολοκαίνουργιο κουμάρι ή να ανασύρει από το πηγάδι το "αμίλητο νερό".
   Η κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή, για να μη χάσει το νερό την μαντική του δύναμη. Στα νησιά, το αμίλητο νερό είναι συχνά θαλάσσιο, οπότε και πρέπει να συλλεχθεί από σαράντα κύματα. Τη μικρή Πυθία την στολίζουν με λουλούδια και της δένουν τα μάτια με κόκκινο μαντήλι. Επιστρέφοντας στο σπίτι, το νερό αδειάζεται σε πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο γραγούδα ή τσουκάλι. Μετά από κει παίρνουν βόλτα τα σπίτια της γειτονιάς κι η κάθε κοπέλα ρίχνει μέσα διάφορα μικροαντικείμενα «σημάδια» τα λεγόμενα ριζικάρια, που το καθένα χαρακτήριζε τον κάτοχό του, δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, παραμάνες, αγκράφες σκουλαρίκια, χάντρες, δαχτυλήθρες, καρφιά, σουγιάδες. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο.

«Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ' Άι Γιαννιού τη χάρη,
κι όποια έχει ριζικό να δώσει να το πάρει».

 
Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο σταμπωτό ύφασμα και το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι ("κλειδώνεται" παρετυμολογία του κλήδονα που εξηγεί το γεγονός ότι σε μερικά μέρη της Ελλάδας τοποθετείται λουκέτο στο κορδόνι) και τοποθετείται κάτω από μια τριανταφυλλιά στον ξάστερο ουρανό. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να "ξαστριστεί". Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους τον άντρα που θα παντρευτούν.

Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού

Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος - ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων -, η  νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το δοχείο (αγγείο).
Το απόγευμα, μαζεύονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες και ανοίγεται με τραγούδια ο κλήδωνας.

«Ανοίγουμε τον κλήδονα με τα΄ Άι Γιαννιού τη χάρη,
κι όποια έχει ριζικό σήμερα να το πάρει».

«Ανοίξετε τον κλήδονα στ' Άι Γιαννιού τη χάρη,
κι όποια ναι καλορίζικη νάρθει για να το πάρει».

Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, «η κληδονάρισσα» που είναι μια μεσόκοπη γυναίκα, ανασύρει ένα ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο "ριζικό" κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες. Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της. Πολλές φορές με την αφή καταλάβαινε ποιο ήταν το αντικείμενο πούπιανε στο χέρι της και τότε αναλογα με την περίπτωση έλεγε ένα επιτυχημένο τετράστιχο και μετά ο κλήδονας σχολιάζονταν στις γειτονιές. Όλα αυτά χωρίς ιδιαίτερη σημασία, γιαυτό και λέμε ακόμα «αυτά τα λεν στου κλήδουνα».
Τα ριζικάρια κάποτε τελειώνουν και καθώς βασιλεύει ο ήλιος κάθε κοπέλα γεμίζει «μπουκώνει» το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό,και ξεκινάει για το σπίτι της ή κάνει μια βόλτα και περιμένει μέχρι ν' ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται πως θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί .

Τα τετράστιχα είναι ερωτικά, χιουμοριστικά, σατιρικά και πικάντικα κάποτε. Προκαλούν το γέλιο.

Άλλες συνήθειες των ημερών αυτών, είναι

Η συλλογή λουλουδιών, των λεγομένων "αγιάννηδων".

Το κρέμασμα μπουκέτου ή στεφάνου στα σπίτια.

Τα παιδιά χορεύοντας και τραγουδώντας, κρατούν λουλούδια ("καλογιάννηδες") κι ένα δοχείο νερό και ρίχνουν νερό στα καλύβια,

Την έναρξη των μπάνιων στη θάλασσα,

Τη συγκομιδή ρίγανης (άι-Γιάννης Ριγανάς) κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα, αλλά, δυστυχώς, ξεχασμένα.

Τραγούδια του Κλήδονα

- Ανοίξετε τόν Κλήδονα και στρώσετε λουλούδια, πού θά περάσει ό Βασιλιάς μέ τή Βασιλοπούλα! 
Ανοίξετε του κλήδονα και στρώστε τα χαράρια, για να πιράσ η ... μι τα στραβά πουδάρια

- Μιά π' άνοιξε ό Κλήδονας θά πώ ένα τραγούδι γιά χάρη σου, πολύχρωμο και διαλεχτό λουλούδι!

- Στίς ρεματιές μαζεύονται τή νύχτα οί νεράδες, και σήμερα στόν Κλήδονα οί όμορφες κυράδες!

- Δέν ημπορεί τήν τύχη σου κανείς νά τήν αλλάξει, κι όποιος μπερδέψει μέ τά σέ, Θεός νά τόν φυλάξει!

- Όσοι 'ρθανε στόν Κλήδονα τήν τύχη τους νά δούνε, είν' όλοι τους γιά νά τούς κλαϊς. "Ας πάνε νά χαθούνε!

- Κάθισε 'κεϊ πού κάθεσαι! Μή θές ν' αλλάξεις θέση, γιατί ή ψηλή ή μύτη σου γρήγορα θά σοϋ πέσει.

- Άρχοντα ονειρεύεσαι μ' αρχόντισσα δέν είσαι! Μ" αυτούς πού πρώτα έζησες μ' αυτούς καί πάλι ζήσε!

- Είσαι γιά όλους μας καλή, άπ' όλους παινεμένη! Χαράς στό νιό πού θά ένωθεϊ μέ τέτοια τιμημένη!
«"Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώσετε βελούδα για να περάσει ο βασιλιάς και η βασιλοπούλα.

Έχω τραγούδια να σας πω έναν κουβά γιομάτο και ξεπατώθηκε ο κουβάς και πέσαν όλα κάτω.
Της μαύρης κότας τα φτερά στη γη να τιναχτούνε και στης κακιάς γειτόνισσας τα μάτια να της βγούνε".

Το κυπαρίσσι το ψηλό, το μεσιανό κλωνάρι, το κοντογειτονόπουλο γυρεύει να σε πάρει. »

«Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι!»
Σανβάλει ο βαθρακός βρακί κι η αχελώνα μπούστο  τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος γούστο.

Τα φρύδια σου στενά-στενά κασάπικα μαχαίρια,το ένα με σφάζει στην καρδιά και τ' άλλο στα τζιγέρια.

Μαυριδερή και νόστιμη κοντούλα και γεμάτη, απ' όλες τις γειτόνισσες εσένα έχω στο μάτι.

Αγάπησα ένα μικρό-μικρό και ντελικάτο όταν γυρίσω να το δω ρίχνει τα μάτια κάτω.

θα πάρεις άντρα όμορφο με αετίσιο μάτι,Το ριζικό του κλήδονα τον λέει......... ακαμάτη.

Γαρύφαλλο τσαταλωτό στου Βασιλιά το χέρι, Τούρκοι - Ρωμιοί το μαρτυρούν πού'σαι δικό μου ταίρι.

«Είσαι χοντρή και άσκημη - έχεις και καμπουρίτσα ψεύτρα και κουτοπόνηρη - είσαι και μια μουσίτσα.»
«Ποια να σε πάρει εσένανε - που δεν έχεις μια χάρη - πρέπει τη νύχτα να σε δει -βράδυ χωρίς φεγγάρι.»
«Μέσα εις το κλουβάκι σου - να βάλω το πουλί μου – και να τ' αφήκω εδεκεί - σε όλη τη ζωή μου.»
«Ήπιασα το γατάκι σου - κι είπα να το χαδέψω και μου 'πες φύε απ' εδώ' κι εγώ δεν θα τ' αντέξω.»

Φανάρι τσιμπλοφάναρο Χωρίς αγέρα κνιέσαι Χωρίς να σαγαπά κανείς λιέσαι τσι του καυχιέσαι.

Τα λόγια σου μη τα σκορπάς σαν τ΄άχυρο στ΄αλώνι Γιατί φυσά ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει.

Καρσή μου ήρθες κι έκατσες απάνω στην πεζούλα Και κρέμασες τναχείλα σου σα τχταπουδιού τκουκούλα.
Καρσή μου ήρθες κι έκατσες απάνω στην πεζούλα Και κρέμασες τσ αχείλις σου σαν την παλιουγαδούρα
Ενα καικι έρχεται με τασπρου του πανάκι, κι απου καρσί γνωρίζεσαι πως είσαι πουτανάκι

Έχεις δυο μάτια σαν αυγά Δυο κώλοι σα βαρέλια

Κιοταν σε βλέπω από κοντά  Ξηραίνουμι στα γέλια.

Εσύ θαρείς πως είσαι πια Καμιά μηλιά με μήλα

Μα είσαι το παλιόνταμο Που βάζουνε τα ξύλα.

Εσύ θαρείς πως είσαι πια Καμιά μηλιά με τάνθη

Μα είσαι η φουρνότρυπα Που βάζουνε τη στάχτη.

Εσύ θαρείς πως είσαι πια Μην είσαι τεφαρίκι

Μα είσαι το σφουγγαρόπανο Που πλύνουν το καθίκι.

Κίνησα το δρόμο-δρόμο, το στενό το μονοπάτι.
- Βρίσκω μια μηλιά στη μέση κι άλλη μία παρακάτω

ξάμωσα να πάρω μήλα και μαράθηκαν τα φύλλα

μην το παίρνεις, μη το κρύβεις, μην το αγουρομαραγκιάζεις,

τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα κι η κυρά του φυλαγμένα».

«Κίνησα το δρόμο δρόμο, το στενό το μονοπάτι.

Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο με τα μήλα φορτωμένη,

Με τα μήλα φορτωμένη και με τα’ άνθη στολισμένη.

Κι έσκυψα να κόψω ένα κι η μηλιά μ’ αντιλογήστε:

-Μην τα κόβεις, μη τα παίρνεις. Τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα.

Τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα.»

«Τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδο να ανθίζανε στον κάμπο
σου το 'χαν πει στον κλήδονα και σμίξαμε φιλήδονατα χείλη μας, Μαλάμω»

«Άγιο-Γιάννη ι μώρε Άγιο-Γιάννησταυροβότανε ι μώρε σταυροβότανε.

Ποιος σε φύτεψε ι μώρε ποιος σε φύτεψε Και τριφύλλιασες ι μώρε και τριφύλλιασες.

- Γιάνν’ς με φύτεψει μώρε και μαράγκιασα, Γέρος μ’ έκοψε ι μώρε και μαράγκιασα»

Πηγές:

ΤΑ ΚΑΛΛΟΝΙΑΤΙΚΑ [Περιδοδικό]

Φιρίκι [Blog] 

Asxetos.gr [Portal]

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΡΑΝΙΤΣΑ
 Το βιβλίον αυτό μας φέρνει εις τας δροσεράς και βαθείας πηγάς της ζωολογικής επιστήμης. Την ζωολογίαν την έκαμαν οι γεωργοί, οι κυνηγοί και οι ψαράδες. Υποθέσατε, ότι κάποιος εξ αυτών, με μνήμην ακριβή, με συνείδηαιν, με βλέμμα καθαρόν και γοργόν, με ποίησιν, με ακίνδυνον φανταοίαν και με αγαθήν ειρωνείαν, αποφασίζει να μας διηγηθή, εμπρός εις πελωρίαν φωτιά του χειμώνος, τας γνωριμίας του με τα ζώα, ό,τι ξεύρει το μάτι του, η αφή του, η ακοή του δια τους κατωτέρους αδελφούς του ανθρώπου. Αυτός είναι ο Γρανίτσας. Άνθρωπος του υπαίθρου με ανεπτυγμένην την επιστημονικην περιέργειαν, στήνων δόκανα και παραμονεύων εις την λόχμην. Ηθέλησε να ιδή ο ίδιος, ν’ ακούση ο ίδιος τα ζώα, να θησαυρίση τας γενικεύσεις που έκαμαν ολόκληροι γενεαί δι’ αυτά. Και πραγματικώς είδε και ήκουσε. Διηγείται και παριστάνει ωσάν άνθρωπος της φύσεως διαθέτων οξυτάτας αισθήσεις. Εις τας σελίδας του υπάρχει ένας θη­σαυρός από παρατηρήσεις παρθένους και ωραίας. Είναι πιθανόν η λαϊκή παράδοσις, την οποίαν τόσον προσέ­χει, να έρχεται κάποτε εις αντίφασιν με τα αυστηρά πορίσματα της ζωολογίας. Πιθανόν να εισέδυσαν εδώ πλάνοι, τας όποιας η επιστήμη είναι ελευθέρα να απορρρίψη ή να αναιρέση. Εν πάσει όμως περιπτώσει αι σελίδες αυταί παρέχουν πλούσιον υλικόν εις την επιστήμην. Συγκεντρώνουν τας παρατηρήσεις ενός Έλληνος φυσιολάτρου επί του συνόλου των ζώων που συντηρεί η Στερεά Ελλάς, επί της ελληνικής faune. Μας πα­ρουσιάζουν πολύ από την ελληνικήν χλωρίδα με τον ζωικόν της κόσμον. Μας δίδουν ταυτοχρόνως άφθονον λαογραφικόν υλικόν. Είναι μία εργασία που εθεωρήθη ως ευεργεσία ενός ανθρώπου προς το κοινόν, όταν εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν». Πρώτην φοράν λογογράφος Έλλην απεφάσιζε να ξυπνήση την κοινωνίαν από τον αστικόν της ύπνον, προσφέρων μέσα εις τα κομμωτήριά της ολόκληρον δάσος της Ευρυτανίας με τα τετράποδα και τα πτερωτά του.
 
Το «Στοιχειό»                 Η Αρκούδα                 

Ο ­­Λύκος                            Το Τσακάλι                
 Ο Έσβος                              Αγριόγατα
Καί άλλα πού θά τά βρείτε καί θά τά διαβάσετε ΕΔΩ 


Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΙΟΥΝΙΟΣ. «Αρχές τού θεριστή, τού δρεπανιού μας ή γιορτή».

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν».
 Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο. Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.
  ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
               ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ: Στο Δρυμό θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.
               Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
               Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
               Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»


               ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ’ ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ’ το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.

 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
               Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.
               Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.
               Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια.
               «Χαρακώνουν» τ’ αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.
               Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.
               Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.
               Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.
               Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων. 

πηγή


 «Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι».