ΣΕΛΙΔΕΣ

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Φώτης Κόντογλου: οἱ ἑλληνικές γιορτές καί τά ἁγνά ἔθιμά μας.

"Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη".

Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. 

Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.

Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά.

Από τη μια μεριά είναι οι ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι. Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί! Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του;

Μονάχα ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα!

Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.

Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής».

Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, τον κύριο που δεν έχει αισθηματολογίες, και λένε πως αυτά είναι αναχρονισμοί κι αδιαφόρετα πράγματα. Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά, μα δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα. Οι τέτοιες ψυχές είναι πάντα νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι «ορθολογιστές» και «θετικισταί», ξετρελλαίνονται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και για κάτι μοντέρνα γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο μοντέλο που βρίσκεται στα «μεγάλα κέντρα του εξωτερικού». Αυτοί δεν θέλουνε τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα «βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους που ξέρουνε τον κόσμο». Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι όπως πρέπει κυρίων, που χοτροπηδάνε, ωστόσο, σαν τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ’ έξω, από κεί «που ξέρει ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή»! Τι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;

Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.

Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν».

Πολλοί από σας θα’χουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι «ο ποιήσας και διδάξας», αλλοίμονό μου! Μα για να μη σκανδαλισθή κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πως προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει».

Δεκέμβριος 1958

(Φώτης Κόντογλου, “ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”)

ΠΗΓΗ

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Μ΄ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ.

Ή παράδοση τού Χριστόψωμου-Πώς φτιάχνεται σέ όλη τήν Ελλάδα




Χ
ριστόψωμο, κουλούρα:ψωμί που έχει τις ρίζες του στους εορταστικούς άρτους και τις αναίμακτες θυσίες της αρχαιότητας οι οποίες μέσω της αναλογικής μαγείας προσπαθούσαν να επηρεάσουν την καλή πορεία της χρονιάς. Θεωρείται λοιπόν μεγάλης σημασίας. Γι’ αυτό είτε είναι ένα σκέτο ψωμί είτε έχει μυρωδικά ή είναι ένα γλυκό ψωμί με βούτυρο ή ελαιόλαδο, ξύσματα εσπεριδοειδών, μπαχαρικά κ.α., πάντα παρασκευάζεται με τα καλύτερα υλικά και ζυμώνεται με προσοχή.


Το σχήμα του ποικίλει, άλλοτε είναι καρβέλι άλλοτε κουλούρα ανοιχτή ή κλειστή και άλλες φορές ψήνεται σε ταψί. Πάντα όμως έχει στολίσματα και σύμβολα. Αν στις μέρες μας έχουν περιοριστεί στο σταυρό και στα μισοφέγγαρα, παλιότερα ήταν ανάλογα των ειδικών δραστηριοτήτων κάθε οικογένειας και των εθίμων της περιοχής. Γεωργικά εργαλεία, στάχυα, πρόβατα, βοσκοί εμφανίζονταν ανάλογα με την περίπτωση ως πλουμίδια ζύμης πάνω στο ψωμί.
Από τα πιο εντυπωσιακά Χριστόψωμα αυτού του είδους είναι τα Σαρακατσάνικα.
Οι Σαρακατσάνοι πιστεύουν ότι τα Χριστούγεννα είναι η κατ’ εξοχήν ποιμενική γιορτή γιατί ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα σε βοσκούς και πρόβατα. Έτσι λοιπόν τα Χριστόψωμά τους φέρουν ολόκληρες παραστάσεις με ποιμενικές σκηνές.

Και στην Αιτωλία κεντούσαν την περιφέρεια του χριστόψωμου με βελανόκουπες και έδιναν στα κεντήματα ονόματα: sπίτι, γίδια κ.λ.π. (Λουκόπουλος Δ., σελ. 20) Ένα εντυπωσιακό στόλισμα των χριστόψωμων είναι το φίδι. Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, οι άνθρωποι σε πολλές αγροτικές περιοχές προστάτευαν το φίδι που έμπαινε στο σπίτι γιατί πίστευαν ότι είναι το αγαθό πνεύμα που προστάτευε την οικογένεια . Η επιβίωση της αρχαίας δοξασίας για τον οικουρό και χθόνιο όφι- γιατί περί αυτής πρόκειται- εμφανίζεται και στα στολίδια των Χριστόψωμων των Κρητικών, των Σαρακατσάνων κ.α.

Σε άλλα μέρη στολίζουν το ψωμί των Χριστουγέννων με μαργαρίτες και μισοφέγγαρα, ενώ σε περιοχές της Λευκάδας στη μέση του Χριστόψωμου φτιάχνουν με ζύμη ένα μικρό ανθρωπάκι, τον Χριστό. 
Αλλού πάλι είναι στολισμένο με καρύδια και σησάμι ή απλά είναι σφραγισμένο στη μέση με τη μεγάλη σφραγίδα και στις άκρες με μικρότερες (Μ. Ασία). Στην Κέρκυρα βρίσκει κανείς την κολομπίνα σε σχήμα περιστεριού, Χριστόψωμο που έμαθαν οι Κερκυραίοι από τους Ενετούς.
Καθώς πρόκειται για ένα ψωμί ανάλογο των αρχαίων αναίμακτων θυσιών, το χριστόψωμο έχει τελετουργική κοπή. 
Στη Ρούμελη ο παπάς περνούσε από κάθε σπίτι και μαζί με τα μέλη της οικογένειας σήκωνε το ύψωμα, ένα πιάτο που είχε ένα πρόσφορο και σιτάρι.Ύστερα έπαιρνε το Χριστόψωμο, το έβαζε στο κεφάλι του και το πίεζε μέχρι να σπάσει στα δυο. ‘Αν το μεγαλύτερο μέρος πέσει κατά το δεξί του χέρι, μαντεύει πως εκείνο το χρόνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια, αν πέσει κατά το αριστερό του χέρι, λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια.’ (Λουκόπουλος Δ., Γεωργικά της Ρούμελης, σελ. 172). 
Στη Κοζάνη ο άρτος που ύψωνε ο παπάς είχε σχήμα σταυρού.
Σε πολλές περιοχές το χριστόψωμο κόβεται με το χέρι, για να μη μπει κακό στο σπίτι, ή για να μην τραυματισθεί ο νεογέννητος Χριστός. Και παντού μοιράζεται από τον νοικοκύρη του σπιτιού.



Εκτός από το Χριστόψωμο, σε ολόκληρη την Ελλάδα συνήθιζαν να ζυμώνουν και άλλα εορταστικά ψωμιά. Ο σταυρός είναι ένα ψωμί σε σχήμα σταυρού, αρωματισμένο με κόλιαντρο ή μαραθόσπορο. Στο κέντρο του υπάρχει σφραγίδα. Ορισμένοι το διακοσμούν βάζοντας στις απολήξεις του άσπαστα καρύδια ή αμύγδαλα. Σχεδόν πάντα είναι πασπαλισμένο με σησάμι, σύμβολο αφθονίας και γονιμότητας. Κόβεται την παραμονή των Χριστουγέννων, αλλά και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή την παραμονή των Φώτων.

Τα παιδιά έχουν το δικό τους μερίδιο στα ψωμιά των Χριστουγέννων.
Στη Δυτική Μακεδονία π.χ. ζύμωναν μικρά ψωμάκια για τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα.


Στη Κοζάνη τα κόλιαντα φτιάχνονταν με τη ζύμη του ψωμιού και ήταν ζωόμορφα, ανθρωπόμορφα ή με ό,τι άλλο σχήμα μπορούσε να επινοήσει η νοικοκυρά. Το πρώτο πάντα ήταν ένα κουλουράκι με ένα σταυρό στη μέση. Ήταν το κόλιαντο της Παναγιάς και το άφηναν στο εικονοστάσι μέχρι την επόμενη χρονιά. (Γεύσεις από παλιά Κοζάνη, σελ. 145-7)


Και στη Κρήτη τα αρτίδια αυτά ήταν ζωόμορφα ή τα έπλαθαν σε σχήμα ποδιών και χεριών, τα χεράκια και τα ποδαράκια του μικρού Χριστού.
Στην Αιτωλία ζυμώνουν μικρά παιδιά, τις κουτσούνες και στη Λευκάδα, κυρίως για τα κορίτσια, τις Βλαχούλες ή Μπαλούμπες. Βλαχούλες ζυμώνουν και στην Τήνο και για τα αγόρια αξιωματικούς. (Φλωράκης Αλ., Τήνος, σελ. 75)


Στην Κύπρο πούλλες, ανθρωπούδκια, αβκωτές με άσπρα αυγά κ.α. Κολιαντίνες μικρές κουλούρες σε σχήμα όμικρον, οκτώ κλειστό και οκτώ ανοιχτό προορίζονται για τα παιδιά, στην Ήπειρο.

Στη Θράκη και στη Μακεδονία φτιάχνουν κλίκια (από το Βυζαντινό κιλίκιον), μικρά ψωμάκια με άσπρο αυγό και τα στολίζουν με χαράγματα από ψαλίδι ή χτένα. Μια κουλούρα πλουμισμένη με καρύδια, αμύγδαλα και ένα άσπρο αυγό έστελναν και οι νονοί στα βαφτιστήρια τους. Γιατί όταν μπαίνει αυγό στα Χριστόψωμα είναι πάντα άσπρο.

Το Χριστόψωμο προσφέρεται και ως δώρο. Ακόμα και σήμερα οι επισκέπτες του Χριστουγεννιάτικου γεύματος δωρίζουν Χριστόψωμα στην οικοδέσποινα. Παλιότερα οι αρραβωνιασμένες κοπέλες έστελναν τέτοια ψωμιά στους αρραβωνιαστικούς τους. Από ένα τόσο σημαντικό ψωμί δεν αποκλείονται οι φτωχοί και όσοι έχουν ανάγκη. Ένα από τα πρώτα κομμάτια ξεχωρίζεται μέχρι τις ημέρες μας για τον πρώτο ζητιάνο ή τον ξένο που θα κτυπήσει την πόρτα. Δεν αποκλείονται ούτε οι νεκροί. 
Στη Λέσβο, ανήμερα τα Χριστούγεννα μοίραζαν στους φτωχούς Χριστόψωμα για τις ψυχές των πεθαμένων. (Νικήτας Π., Το Λ. Μηνολόγιο, σελ. 157).» (Μαριάνα Καβρουλάκη, Η γλώσσα της γεύσης, σελ. 303-305, εκδ. Άσπρη Μέρα)
πηγη:argiro.gr/via historyofgreekfood.wordpress.com
ΑΠΟ ΕΔΩ