Παλιά, ἐτσι ἦταν παντοῦ... ἁπλά καί ἀνθρώπινα>>>
«Παλιά οἱ ἄνθρωποι ἐπισκεπτόντουσαν συχνότερα ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Δέν νοιαζόντουσαν ἄν τά σπίτια τους δέν ἦταν βαμμένα, δέν εἶχαν συμπλέγματα κατωτερότητας σέ σχέση μέ αὐτούς πού εἶχαν μεγαλύτερα καί πιό ὄμορφα διακοσμημένα σπίτια... » Δέν συγκρίνονταν πραγματικά μεταξύ τους, εἶχαν ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ καθένας εἶχε ὅσα περισσότερα μποροῦσε, ὅτι ὁ καθένας εἶχε τίς δικές του προτεραιότητες καί τή δική του πορεία. Ἦταν γνωστό τί θυσίες ἔκανε ὁ καθένας καί γιά τί. Τά προσωπικά πράγματα δέν ἦταν μέτρο τῆς ἀξίας ἑνός ἀνθρώπου.
Στούς ἀνθρώπους ἄρεσε νά ἐπισκέπτονται ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὅσοι εἶχαν μοντέρνα σπίτια δέν τοῦ πείραζε ὅταν πήγαιναν στό μικρό καί στενό διαμέρισμα ἑνός φίλου, ἀντιθέτως, ἀπολάμβαναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
Ὁ ἄνθρωπος πήγαινε στόν ἄνθρωπο. Ὄχι ὁ ἄνθρωπος στό σπίτι.
Παλιά δέν καλούσαμε τούς φίλους μας μόνο ὅταν ἀλλάζαμε κάτι στό σπίτι καί θέλαμε νά τό δοῦν οἴ ἄλλοι. Καί δέν περίμενα εἰδικές προσκλήσεις γιά νά ἐπισκεφτοῦμε ἕναν φίλο.
- Θά ἔχεις τηγανίτες ρωτοῦσε;
- Δέν ἔχω αὐγά ἔλεγε...
- Ἔχω ἕνα αὐγό, θά τό φέρω.
Ἔτσι ἦταν... Καί, ἀπό τήν τηγανίτα, ἔλεγες ἱστορίες μέχρι τά μεσάνυχτα ἤ καί μέχρι τά ξημερώματα. Ὁ καλεσμένος κοιμόταν στόν καναπέ τοῦ σαλονιοῦ καί ὁ οἰκοδεσπότης του πρόσφερε πιτζάμες ἤ κάτι αὐτοσχέδιο... καί γελοῦσε μέχρι δακρύων μέ ὁρισμένους αὐτοσχεδιασμούς. Καί τό πρωί ὁ καλεσμένος καί ὁ οἰκοδεσπότης ἔπιναν καφέ στό μπαλκόνι ἤ στήν κουζίνα καί ἔκαναν σχέδια γιά τίς ἑπόμενες συναντήσεις, γιά μιά ἔξοδο στή φύση ἤ ἴσως καί γιά διακοπές μαζί.
Καί ὅταν ἔφευγε ὁ καλεσμένος, ὁ οἰκοδεσπότης του ἔδινε πάντα κάτι καλό πού εἶχε στό σπίτι: μιά μαρμελάδα, ἕνα λουκάνικο, δύο μῆλα... ἤ ἴσως καί μισή σοκολάτα.