Η πίτα των διακονημάτων
Ο χρόνος αν και δεν είναι μια απτή πραγματικότητα, έχει μια σχεδόν υλική αξία για όλους μας. Τον υπολογίζουμε για να πορευτούμε πάνω στη γη. Τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι ιερό, αφού μας χαρίστηκε, προσδοκώντας να μετατραπεί σε αιωνιότητα. Τον γιορτάζουμε ικανοποιώντας την ανάγκη μας να τον καλοπιάσουμε, κι αυτή η πράξη κατά βάθος είναι μια προσευχή προς τον Θεό, να στέρξει να επιβιώσουμε και φέτος, να γίνουμε καλύτεροι και να θεωθούμε, όπως μας ζητήθηκε από την Εκκλησία. Η γιορτή λειτουργεί θεραπευτικά στη ζωή και γι’ αυτό ακολουθούμε τα τελετουργικά της από το παρελθόν. Οι άνθρωποι δεν παραβιάζουμε εύκολα την παράδοση.
Συναντήσαμε τον ιερέα και θεολόγο, πατέρα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο από το Διδυμότειχο, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα στον Λαγό, και καθώς στα χωριά ο παπάς είναι ένα πρόσωπο κύρους αλλά και οικείο, τον παραδεχτήκαμε και τον χαρήκαμε, ως αυθεντικό αφηγητή του κόσμου των εθίμων, που παίρνουν ζωή από πνευματικούς συμβολισμούς. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα όπως τονίζει ο πατήρ Χρυσόστομος είχαν την μορφή της επίκλησης στον Θεό, να φέρει αγαθά στο κάθε σπίτι:
«Στα χωριά μας του Διδυμοτείχου οι παραδοσιακές νοικοκυρές βγάζουν, μέσα από τα σεντούκια και τα κελάρια τους, διάφορους ξηρούς καρπούς για να τους προσφέρουν στα παιδιά και τους καλαντιστές, που θα έρθουν να πουν τα κάλαντα. Κάθε νοικοκυρά στολίζει το σπίτι της και κάθε σπίτι θα είναι πεντακάθαρο στις γιορτές. Την προπαραμονή βγαίνουν τα παιδιά και τελούν το έθιμο «σούρβα», που είναι το κάψιμο των κλαδιών της κρανιάς. Το δέντρο αυτό το καίνε στο τζάκι όλων των σπιτιών.
Την παραμονή των γιορτών βγαίνουν τα παλικάρια για να πουν τα κάλαντα, να καλαντίσουν. Αυτά τα τραγούδια τα λένε πρώτα στο χώρο της εκκλησίας και ύστερα στο σπίτι του παπά, του δασκάλου και μετά του προέδρου. Οι ντόπιοι γεμίζουν τα ταγάρια των παλικαριών με κρασί και με κρέας για να γλεντούν για ημέρες, χωρίς να φτιάχνουν φαγητό στο σπίτι τους. Νωρίς την ημέρα της πρωτοχρονιάς έρχονται τα παιδιά να πουν τα κάλαντα με τη σούρβα, μια μακριά ξύλινη βέργα, που την χτυπούν κάτω στη γη και λένε “τσι τσι, τόσα πουλιά, τόσα αρνιά, τόσα μύρια κριθάρια, καλαμπόκια”. Μπαίνουν μετά στο σπίτι βαστώντας τη βέργα από κρανιά, το δέντρο που συνδέεται με τη γεροσύνη, την υγεία και τη δύναμη που πρέπει να έχουμε για να βγάζουμε τα προς το ζην. Ανακατεύουν τη φωτιά με την ευχή να έρθει η δύναμη που χαρίζει τη ζεστασιά και να δώσει ο άγιος Θεός όλα τα προικιά στο σπίτι. Στη συνέχεια, ρίχνουν και θυμίαμα στη φωτιά για να μυρίσει ωραία το σπίτι.»
Αφού τακτοποιήσουν τα πνευματικά, σειρά έχει η συντήρηση του φαγητού, και συγκεκριμένα του κρέατος, μιας δυναμωτικής τροφής που θα κρατήσει για ένα χρόνο και θα θρέψει την οικογένεια:
«Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι καθιερωμένο το χοιροσφαγείο, όπου η οικογένεια θα σφάξει το γουρούνι, που στο μακρινό παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία, ήταν το μοναδικό κρέας του χρόνου. Στα σπίτια ανάβουν τους φούρνους, αφού έχουν σφάξει τον χοίρο, για να φτιάξουν τα λεγόμενα κιβέτσια: κρεατικό με σάλτσα και ντομάτα, μέσα στο πήλινο, σφραγισμένο με ζυμάρι. Το κιβέτσι στο παρελθόν ήταν η παραδοσιακή κονσέρβα. Κονσέρβα η οποία διατηρούνταν και μετά από 9 μήνες.»
Κι ενώ σήμερα η συνηθισμένη πρωτοχρονιάτικη πίτα παρέχει στον τυχερό τη δυνατότητα να κερδίσει ένα χρηματικό αντίτιμο, στα χωριά κοντά στο Διδυμότειχο, η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα παίρνει το ευφυές όνομα «πίτα των Διακονημάτων» και προσφέρει στον τυχερό, που θα κερδίσει το φλουρί, τη δυνατότητα να καλλιεργήσει τον εαυτό του με το εργόχειρο μίας από τις ευθύνες του νοικοκυριού. Ο εφημέριος θα αναλύσει:
«Την πρωτοχρονιά δεν λείπει από κανένα σπίτι η πίτα των διακονημάτων, η οποία γίνεται με 12 φύλλα, λάδι, 12 αυγά, μισό κιλό γάλα και μπόλικο τυρί. Παλιά αντί για φλουρί έβαζαν ένα κομμάτι από ξύλο κρανιάς ή βελανιδιάς μέσα στην πίτα. Σήμερα σε ένα κομμάτι χαρτί, βάζουν το φλουρί και το τοποθετούν στην πίτα. Ψήνουν ένα-ένα τα φύλλα, βάζουν τη γέμιση και το ξαναψήνουν μέχρι να ολοκληρωθεί. Όταν έρθουν οι νοικοκύρηδες από την Εκκλησία, και πριν φάνε τον πατσά, τοποθετούν στο κέντρο του τραπεζιού την πίτα των διακονημάτων. Τη θυμιάζουν, καλωσορίζουν τον άγιο Βασίλειο με το απολυτίκιό του και κόβουν την πίτα σε κομμάτια.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού μοιράζει το κομμάτι του Χριστού, της Παναγίας, του μεγάλου Βασιλείου, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του πρώτου παιδιού, του δεύτερου παιδιού και ούτω καθεξής. Όποιος έβρισκε την κρανιά ή τη βελανιδιά ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να συμμαζέψει ξύλα και βέργες για ένα ολόκληρο χρόνο. Τον άλλο χρόνο μπορεί ο νικητής να οριζόταν να φροντίσει τις κότες, να τις αυγατίζει ή να έχει την ευθύνη των χωραφιών και του σιταριού. Η πίτα των διακονημάτων διδάσκει την ευθύνη και τη συνεργασία. Την πίτα των διακονημάτων την κόβουμε και σήμερα με την ίδια προοπτική. Επίσης, σε κάποια μοναστήρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί κόβουν την πίτα των διακονημάτων.»
Το φαγητό για το τραπέζι της πρώτης μέρας του χρόνου προετοιμάζεται από την παραμονή και την τιμητική τους έχουν οι πίτες, που τα κομμάτια τους μοιράζονται στους αγίους και την Παναγία, ωστόσο το πρώτο κομμάτι θα δοθεί στο πρώτο πρόβατο. Αγαπούν και τιμούν τα ζώα τους, δώρα του Θεού που τους εξασφαλίζουν την τροφή τους. Η περιγραφή του πατρός Χρυσοστόμου δίνεται με λεπτομέρειες:
«Την πρωτοχρονιά εδώ φτιάχνουμε 2 πίτες, την πίτα του τσοπάνη και την πίτα του γεωργού (τσιφτσή). Η πρώτη είναι κρεατόπιτα με 2 φύλλα, που ζυμώνονται με βούτυρο σαν σφολιάτα και στη συνέχεια ψήνονται στην πλάκα του τζακιού, εφόσον μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καίει το τζάκι και η πέτρα κάτω καίγεται πάρα πολύ. Την σκουπίζουν, την καθαρίζουν και πάνω σε εκείνη την πέτρα βάζουν την πίτα και από πάνω βάζουν το καπάκι της γάστρας και τη σκεπάζουν με τα κάρβουνα και την ψήνουν 2 φορές. Η πίτα ψήνεται πριν ακόμα ξημερώσει και πριν χτυπήσει η καμπάνα. Στο τραπέζι κόβουν ένα κομμάτι, για τον άγιο Βασίλειο, άλλο ένα για τον Χριστό και την Παναγία. Ωστόσο το πρώτο κομμάτι το δίνουν στο πρώτο πρόβατό τους.»
Η πιο καίρια ανάγκη για τον άνθρωπο, μετά την τροφή, είναι η εξασφάλιση της ένδυσης. Γι’ αυτό και εύχονται οι άνθρωποι στον Δημιουργό να μπορούν να ντυθούν για να προφυλαχθούν από το κρύο:
«Την παραμονή, φτιάχνουν τις βασιλίτσες, δηλαδή ψωμάκια που τα τρυπούν με το καλάμι της κλωστής από τον αργαλειό, με την ευχή να έχουν πάντα κλωστές να υφαίνουν για να ομορφύνουν και να ζεστάνουν το σπίτι τους με χαλιά και κιλίμια, καθώς και να μπορούν να φτιάχνουν πουκάμισα, φορέματα, παντελόνια, τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικά τους. Τα τρυπούν, έπειτα τα ψήνουν και ύστερα τα ρίχνουν μέσα στη ζάχαρη και στο σιρόπι και τα φέρνουν αρτοκλασία στον ναό, στη γιορτή του μεγάλου Βασιλείου, τα διαβάζουν και τα μοιράζουν. Όλοι οι τσοπάνηδες και οι αγρότες είχαν και έχουν αυτό το έθιμο στα χωριά. Στις πόλεις κοντά στο Διδυμότειχο ζυμώνουν άρτο με 5 σφραγίδες, πάνω και ενδιάμεσα φτιάχνουν μια φωλιά με αυγό και σουσάμι.»
Αξιοσημείωτο είναι πως οι ντόπιοι, έχοντας μια έμφυτη ευσέβεια, κρατούσαν έντιμη συνείδηση απέναντι στα Θεία, επιλέγοντας ακόμη και τον τόπο, που θα φυλάξουν τα κόκαλα ενός μαγειρεμένου ζώου, αφού θυμιάστηκε πριν ψηθεί. Ο πατήρ Χρυσόστομος προσθέτει :
«Υπάρχει μια συγκινητική λεπτομέρεια που οι παλιοί μας τη δίδαξαν κι εμείς την επαναλαμβάνουμε ευλαβικά μέχρι σήμερα και θα ήθελα να σας την ομολογήσω. Ο πατσάς της Πρωτοχρονιάς προσφέρεται μετά τη θεία λειτουργία, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Από την προηγούμενη έχουμε βάλει στο τσουκάλι και βράζουμε το μισό κεφάλι του χοίρου για να μην πάει τίποτα χαμένο. Επειδή λοιπόν οι πρόγονοί μας έσφαζαν τον χοίρο και μετά θυμιάζανε το ζώο, δεν έριχναν ποτέ τα κόκαλα να τα φάνε τα σκυλιά. Τα έπαιρναν και τα έθαβαν σε μέρος που έχει μόνο δέντρα, κυρίως μέσα στο δάσος, έτσι ώστε αν ξεθαφτεί, αυτό να γίνει μόνο από θεριό και να είναι έξω από το χωριό για να μην πατηθεί, αφού έχει λιβανισθεί. Είχαν σεβασμό οι παππούδες μας.
Εύχομαι τέλος, ο καλός Θεός να φυλάει όλο τον κόσμο και στους αναγνώστες μας, Καλή Πρωτοχρονιά.»
* * *
Ο λαός μας της υπαίθρου δεν έζησε ποτέ με την οίηση της αυτάρκειας. Από τις παραδόσεις των εορτών και των τελετουργικών, και αυτό είναι ένας ισχυρός λόγος να τις προβάλλουμε, βλέπει κανείς καθαρά ότι οι άνθρωποι πορεύονταν χειρωνακτικά και προσευχητικά. Είχαν βαθιά γνώση της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Μόνο ο Θεός ήταν παντοδύναμος κι Εκείνος θα τους φρόντιζε. Καλή Πρωτοχρονιά
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα,
Ορθόδοξη Αλήθεια, 28.12.2022
Από ΕΔΩ