Θέλεις να τρέφεις το σώμα.
Θέλεις να τρέφεις το σώμα.
Γιά κουλούρια Θεσσαλονίκης.
300 γρ. αλεύρι.
170 γρ. νερό
1 καί 1/2 φακελάκι μαγιά.
30 γρ. ζάχαρη
10 γρ. αλάτι
50 γρ. λάδι
Τά ζυμώνεις καί αφήνεις τήν ζύμη νά διπλασιαστεί .
Τά πλάθεις σάν μακαρόνι μακρύ καί τά κλείνεις σέ κύκλο.
Τά εμβαπτίζεις σέ ζαχαρόνερο καί αμέσως μετά σέ μπόλ μέ σουσάμι.
Τά στρώνεις σέ λαμαρίνα μέ λαδόκολλα καί τά ψήνεις στούς 200ο γιά 15 λεπτά.
Εγώ τήν πρώτη φουρνιά στά 15 λεπτά τήν έβγαλα τραγανή. Έτσι τήν δεύτερη τήν έψησα 10 λεπτά καί ήταν λίγο πιό μαλακά .
Καλή επιτυχία .
Όλα είναι εύκολα καί πεντανόστιμα καί τήν άλλη ημέρα.
Μιά λεπτομέρεια>>> Νά μήν τά πλάσεις σέ αλευρωμένο πάγκο αλλά σέ λαδωμένο γιά νά μήν πάρουν επιπλέον αλεύρι καί χάσουν τήν γεύση τους.
Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι . Οἱ ὑφάντρες τὴν ὥρα ποὺ ὑφαίνουν κυρίως ὑφαντὰ μονόχρωμα, χωρὶς διάκοσμο ποὺ ἀπαιτεῖ προσήλωση καὶ μέτρημα, τραγουδοῦν δημοτικὰ τραγούδια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὑφαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἄλλα τραγούδια τῶν ἐποχῶν, τῆς φύσης, ἱστορικά, ἀκριτικά, κλέφτικα, ἐρωτικά, θρησκευτικά, τῆς ξενιτιᾶς, γνωμικά, τῆς ἐργασίας, ἀκόμη καὶ τοῦ θανάτου. Τὰ ὑφαντά, προϊόντα τῆς ὑφαντικῆς τέχνης ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς μιὰ μορφὴ τέχνης ἀποτελοῦν καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συναισθήματα, τὸν ψυχικὸ κόσμο, τὰ ἰδανικά, τὶς ἀξίες, τὶς αἰσθητικὲς προσλαμβάνουσες καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων.
Δημιουργήθηκαν καὶ συμπορεύτηκαν ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη των ὑφαντριὼν ἡ ὁποία ἐκφράστηκε ταυτόχρονα μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια στηρίζονται σὲ μιὰ παλιὰ ἑλληνικὴ παράδοση, ὄχι μόνο μὲ τὰ θέματα καὶ μὲ τὸν λόγο τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἐθιμικὲς ἀφορμὲς ποὺ τὰ διαιωνίζουν. Ἡ ἴδια ἡ προέλευση τοῦ νεοελληνικοῦ ὅρου «τραγούδι», ἀπὸ τὸ στιχουργικὸ καὶ θεματικὸ κόσμο τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, δείχνει τὴν παλαιότητα ὅσο καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς ποιότητας τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν.
Ἡ πρώτη αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει κανείς, ὅταν ἀρχίσει νὰ μελετᾶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, εἶναι ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ θέματός του τὸ ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, πάντα ὅμως σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴ ζωὴ τῆς κοινότητας. Ἐκεῖνο ποὺ κατευθύνει τὸν ἀνώνυμο λαϊκὸ ποιητὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, ἡ πίστη στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς σὰν ἐνεργὸ μέλος τῆς συμβιωτικῆς κοινότητας, ἑρμηνεύει κάθε πράξη καὶ κάθε συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας πάντα τὸ ἄτομο ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὸν χαρακτῆρα εἴτε τῆς οἰκογένειας εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματος, εἴτε τῆς κοινότητας στὴν ὁποία ἀνήκει.
Οἱ ὑφάντρες ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς τοπικῆς κοινωνίας καὶ φορεῖς τοῦ τοπικοῦ πολιτισμοῦ φέρουν τὶς ἀπαραίτητες καταβολάδες καὶ συμβάλουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους στὴ δημιουργία, στὴν ἀνακατασκευὴ καὶ στὴ διαιώνιση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας σχετίζεται μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς πνευματικὴ δημιουργία διότι ἔχουν καὶ τὰ δυὸ ὡς ἀφετηρία τους τὸ λαό. Οἱ ὑφάντρες εἶναι ἐκφραστὲς τῆς κοινωνικῆς δομῆς.