ΣΕΛΙΔΕΣ

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Θέλεις νά τρέφεις σωστά τό σώμα σου;...αφαίρεσε τό πε­ριττό!

 


Θέλεις να τρέφεις το σώμα.

Αφαίρεσε το πε­ριττό, δίνε του το απαραίτητο και όσο μπορεί να επεξεργαστεί και να αφομοιώσει. Μην το βαραίνεις, για να μην το καταποντίσεις.
Εκείνο που τρέφει το σώμα είναι η ολιγάρκεια, επειδή το λίγο μπορεί να το αφομοιώσει ο οργανισμός. Ενώ το επί πλέον, όχι μόνον δεν τρέφει το σώμα, αλλά και το καταστρέφει.
Αλλά κανείς δεν τα προσέχει αυτά, γιατί εξαπατάται από την άκαιρη ηδονή και τη συνηθισμένη αντίληψη.
Το ολιγαρ­κές φαγητό είναι και τροφή και η­δονή· γιατί τίποτε δεν φέρνει τόση ευχαρίστηση, όση η τροφή που επεξεργάστηκε καλά και αφομοιώθηκε.
Τίποτε άλλο δεν χαρίζει τόση υγεία, τίποτε τόση οξύτητα στις αισθήσεις, τίποτε δεν απομακρύνει τόσο πολύ την αρρώστια. Άρα το λιτό φαγητό είναι και τροφή και ηδονή και υγεία.
Άλλωστε, η ευχαρίστηση φθάνει μέχρι το φάρυγγα, μέ­χρι τη γλώσσα, γιατί μόλις τελειώσει το τραπέζι και καταπιείς την τροφή, θα είσαι όμοιος μ’ εκείνον που δεν έλαβε μέρος στο τραπέζι, μάλλον δε πολύ χειρότερος, γιατί το τραπέζι το ακολουθούν βάρη στομαχικά, και υπερένταση, και κεφαλαλγία και ύπνος που μοιάζει με θάνατο, πολ­λές δε φορές και αϋπνία από την πολυφαγία και δύσπνοια και ρέψιμο· και θα καταριέσαι άπειρες φορές την κοιλιά, ενώ πρέπει να καταριέ­σαι την κατάχρηση.
Το να τρώει κανείς όσο χρειάζεται και με μέτρο, παρέχει μεγάλη ωφέλεια και στην υγεία του σώματος και στην όλη κατάσταση της ψυχής, έτσι πάλι η κατάχρηση στο φαγητό διαφθείρει διπλά τον άνθρωπο, και σωματικά και ψυχικά.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 


Γιά κουλούρια Θεσσαλονίκης.

300 γρ. αλεύρι.

170 γρ. νερό

1 καί 1/2 φακελάκι μαγιά.

30 γρ. ζάχαρη

10 γρ. αλάτι

50 γρ. λάδι

Τά ζυμώνεις καί αφήνεις τήν ζύμη νά διπλασιαστεί .

Τά πλάθεις σάν μακαρόνι μακρύ καί τά κλείνεις σέ κύκλο.

Τά εμβαπτίζεις σέ ζαχαρόνερο καί αμέσως μετά σέ μπόλ μέ σουσάμι.

Τά στρώνεις σέ λαμαρίνα μέ λαδόκολλα καί τά ψήνεις στούς 200ο γιά 15 λεπτά.

Εγώ τήν πρώτη φουρνιά στά 15 λεπτά τήν έβγαλα τραγανή. Έτσι τήν δεύτερη τήν έψησα 10 λεπτά καί ήταν λίγο πιό μαλακά .  

Καλή επιτυχία .

 Όλα είναι εύκολα καί πεντανόστιμα καί τήν άλλη ημέρα.

Μιά λεπτομέρεια>>> Νά μήν τά πλάσεις σέ αλευρωμένο πάγκο αλλά σέ λαδωμένο γιά νά μήν πάρουν επιπλέον αλεύρι καί χάσουν τήν γεύση τους.  

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ἡ ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

 


«Ὅσο ἔχει ὁ μάκρος το γυαλοῦ κι ὁ πλάτος τῆς θαλάσσης τόσο διασὶδ δὲν ὕφιαζε μιὰ κόρη στὴν αὐλή της κι ἐγὼ διαβάτης διάβαινα καὶ τὴν καλημεράω καλήμερά σου κόρη μου καλῶς τον τὸν διαβάτη αὐτοῦ ποὺ ὑφαίνεις κόρη μου καὶ μένα νὰ θυμᾶσαι κι ἐδῶ ποὺ ὑφαίνω ξένε μου καὶ ἰσένα σὲ θυμᾶμαι σ ἔχω γραμμένο στὸ χαρτὶ καὶ στὸ ξυλόχτενό μου καὶ στὴ σαΐτα τ ἀργαλειοῦ σ ἔχω ζωγραφισμένο.» 

Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι . Οἱ ὑφάντρες τὴν ὥρα ποὺ ὑφαίνουν κυρίως ὑφαντὰ μονόχρωμα, χωρὶς διάκοσμο ποὺ ἀπαιτεῖ προσήλωση καὶ μέτρημα, τραγουδοῦν δημοτικὰ τραγούδια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὑφαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἄλλα τραγούδια τῶν ἐποχῶν, τῆς φύσης, ἱστορικά, ἀκριτικά, κλέφτικα, ἐρωτικά, θρησκευτικά, τῆς ξενιτιᾶς, γνωμικά, τῆς ἐργασίας, ἀκόμη καὶ τοῦ θανάτου. Τὰ ὑφαντά, προϊόντα τῆς ὑφαντικῆς τέχνης ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς μιὰ μορφὴ τέχνης ἀποτελοῦν καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συναισθήματα, τὸν ψυχικὸ κόσμο, τὰ ἰδανικά, τὶς ἀξίες, τὶς αἰσθητικὲς προσλαμβάνουσες καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. 

Δημιουργήθηκαν καὶ συμπορεύτηκαν ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη των ὑφαντριὼν ἡ ὁποία ἐκφράστηκε ταυτόχρονα μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια στηρίζονται σὲ μιὰ παλιὰ ἑλληνικὴ παράδοση, ὄχι μόνο μὲ τὰ θέματα καὶ μὲ τὸν λόγο τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἐθιμικὲς ἀφορμὲς ποὺ τὰ διαιωνίζουν. Ἡ ἴδια ἡ προέλευση τοῦ νεοελληνικοῦ ὅρου «τραγούδι», ἀπὸ τὸ στιχουργικὸ καὶ θεματικὸ κόσμο τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, δείχνει τὴν παλαιότητα ὅσο καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς ποιότητας τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν. 



Ἡ πρώτη αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει κανείς, ὅταν ἀρχίσει νὰ μελετᾶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, εἶναι ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ θέματός του τὸ ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, πάντα ὅμως σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴ ζωὴ τῆς κοινότητας. Ἐκεῖνο ποὺ κατευθύνει τὸν ἀνώνυμο λαϊκὸ ποιητὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, ἡ πίστη στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς σὰν ἐνεργὸ μέλος τῆς συμβιωτικῆς κοινότητας, ἑρμηνεύει κάθε πράξη καὶ κάθε συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας πάντα τὸ ἄτομο ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὸν χαρακτῆρα εἴτε τῆς οἰκογένειας εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματος, εἴτε τῆς κοινότητας στὴν ὁποία ἀνήκει. 

Οἱ ὑφάντρες ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς τοπικῆς κοινωνίας καὶ φορεῖς τοῦ τοπικοῦ πολιτισμοῦ φέρουν τὶς ἀπαραίτητες καταβολάδες καὶ συμβάλουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους στὴ δημιουργία, στὴν ἀνακατασκευὴ καὶ στὴ διαιώνιση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας σχετίζεται μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς πνευματικὴ δημιουργία διότι ἔχουν καὶ τὰ δυὸ ὡς ἀφετηρία τους τὸ λαό. Οἱ ὑφάντρες εἶναι ἐκφραστὲς τῆς κοινωνικῆς δομῆς. 

Από ΕΔΩ

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

«Απόψε προβατάκια μου σάς δίνω τού Θεού μου».

 


"Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΚΥΡΙΑ"

Ένα θαύμα που συνέβη σε έναν κτηνοτρόφο την νύχτα της Αναστάσεως , εξιστόρησα στα παιδιά του νηπιαγωγείου και μου απάντησαν χωρίς να το σκεφτούν: "Ο Θεός το έκανε κυρία" !

Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, το 1970 κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την Εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο μεγαλοκτηνοτρόφος, με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.
Ο Γεωργακός έκαμε λίγο πιο πέρα και έβαλε αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα τι συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν και άλλοι χωριανοί.
– Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου, είπε. Απόψε διάλεξαν να το κάνουν. Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε για να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση, αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι…
Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:
«Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου».
Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τους είπε:
– Εγώ θα πάω στην Εκκλησιά να ακούσω το «Χριστός Ανέστη», που τόσο πολύ το περιμένω και το λαχταρώ. Θέλω να Λειτουργηθώ με την οικογένειά μου και να Κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη αυτή νύχτα, δεν τη χάνω με τίποτα!
– Τί είναι αυτά που λες Γεωργακέ; του είπαν οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του. Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου που με πολλούς και πολύχρονους κόπους έφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μη χασομεράς. Κάθε λεπτό που περνάει η ζημιά που σου κάνουν οι λύκοι γίνεται και πιο μεγάλη. Σκέψου, σε παρακαλούμε, την οικογένειά σου που ζει απ’ αυτά τα πρόβατα…
– Ένα να μην μείνει, τους αποκρίθηκε ο τσέλιγκας, εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει…
Αυτά είπε και κίνησε για το ναό, σκορπίζοντας σ’ όλους τους συγχωριανούς του τον θαυμασμό για τη μεγάλη του πίστη!
Στην Εκκλησιά, πρώτος και καλύτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, αγέρωχος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του.
Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν ο λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και άκουγε με προσοχή.
Στα λόγια του παπά: «Ο Άδης, φησίν, επικράνθη», επαναλάμβανε το «επικράνθη» με πείσμα και θυμό, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο, με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του, το δικό του «Ανέστη».
Παρότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, ο τρόπος που αντιδρούσε στο άκουσμα των ρημάτων «επικράνθη και Ανέστη», έδειχνε πως όχι μόνον τα καταλάβαινε, αλλά κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στην ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, να το ξέρει, θεολογούσε!…
Βγαίνοντας από την Εκκλησιά, αφού είπε το «Χριστός Ανέστη» με τη φαμελιά του και τους χωριανούς και άκουσε το «Αληθώς Ανέστη», κίνησε για το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση.
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι για να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό.
Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν για ύπνο, ο Γεωργακός, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι για να πάει στα μαντριά να δει τι ζημιά του έκαναν οι λύκοι και πόσα από τα πρόβατα του απόμειναν. Ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις στάνες του, με γρήγορο βηματισμό, έχοντας διαρκώς το νου του στα ζωντανά του.
Όταν έφτασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί.
«Άϊντε, είπε, πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Εκεί, έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης.
Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθεί όλα μαζί στην αριστερή πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα. Στην άλλη πλευρά, είδε να γυαλίζουν, μέσα στο σκοτάδι, τέσσερα μάτια.
Πάνω στα ξερά χορτάρια που στρώνουν οι βλάχοι για να ‘ναι τα ζωντανά τους στεγνά και ζεστά, κάθονταν, σαν τα ήμερα σκυλιά, δύο λύκοι και τον κοίταζαν!
Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και για να διώξει τους λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίστηκαν.
Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ω του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι, δηλαδή δεν τα είχαν ακουμπήσει! Ούτε καν μια σταλαγματιά αίματος δεν βρέθηκε πάνω στο μαλλί τους και στο δάπεδο!
Ο πολύπειρος βοσκός, που στα τόσα χρόνια που φρόντιζε τα πρόβατά του, γνώρισε και άλλες τέτοιες «επισκέψεις», που όλες είχαν το κόστος τους, άλλες μικρό και άλλες μεγάλο, κατάλαβε πως αυτό που του συνέβηκε την Αναστάσιμη αυτή νύχτα, ήταν Θεία παρέμβαση!
Χωρίς καμιά, γι’ αυτόν, αμφιβολία, ο Αναστάς Κύριος φίμωσε τα στόματα των λύκων και προστάτευσε τα πρόβατά του. Γι’ αυτό, πήγε και γονάτισε ανάμεσά τους και αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά: «Χριστός Ανέστη»! Και τότε, ω των θαυμασίων Σου Κύριε, όπως έλεγε στους χωριανούς του, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή:
«Αληθώς Ανέστη»!!!
«Τέτοιοι άνθρωποι, παιδί μου, ζούσαν στα χωριά μας εκείνα τα χρόνια!», είπε ο μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας την ιστορία του, «άνθρωποι, φτωχοί μεν, αλλά αληθινοί Χριστιανοί, με μεγάλη πίστη και ευσέβεια».
Διήγηση Μπάρμπα – Θανάσης Παπαντώνης

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ή Λαγάνα. Καλή Σαρακοστή!

 


Λίγα λόγια για την Λαγανά της Καθαράς Δευτέρας:

Η λαγάνα είναι ένας άζυμος άρτος, κάτι που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τις λαγάνες προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα ενώ το όνομα της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "λάγανον", μια πλακωτή, δηλαδή, ζύμη που παρασκευαζόταν από αλεύρι και νερό.
Η λαγάνα αναφέρεται, μάλιστα, ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της Αρχαιότητας, όπως είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση "λαγάνα πέττετται" δηλαδή λαγάνες γίνονται.
Γενικά ο άρτος όπως και η πρώτη σοδειά σε αρκετές γιορτές αφιερώνονταν στους Θεούς στην αρχαία Ελλάδα. Για παράδειγμα, στα Θαργήλια, την ανοιξιάτικη γιορτή της Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης, φτιάχνονταν τα πρώτα καρβέλια ψωμιού με την πρώτη ανοιξιάτικη σοδειά. Τα Θαργήλια ήταν γιορτή εξαγνισμού και καθαρμών αφού ένας πολίτης δεχόταν- συνήθως- όλα τα αμαρτήματα της πόλης και αφού τον περιέφεραν στην Αθήνα τον πετούσαν στη θάλασσα. Σε περιοχές, όμως, όπως η Κολοφώνα της Μ. Ασσίας τελούνταν κανονικές ανθρωποθυσίες όπου και θυσιάζονταν τα καθάρματα. Οι άνθρωποι που φορτώνονταν όλα τα αμαρτήματα προκειμένου να εξαγνιστεί η υπόλοιπη κοινωνία.

Ένα είδος ψωμιού το οποίο λανθασμένα αναφέρουν κάποιοι μελετητές ως "πρόγονο" της λαγάνας είναι ο άρτος που χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του Μωυσή.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και ο άζυμος άρτος καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.
Η ονομασία, δε, της "Καθαράς" προήλθε - σύμφωνα με αρκετούς λαογράφους - από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, από τα λίπη της αποκριάς πράξη που συμβόλιζε την κάθαρσης.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καλή Χρονιά μέ ήθη καί έθιμα τής πρωτοχρονιάς.


Η πίτα των διακονημάτων

Ο χρόνος αν και δεν είναι μια απτή πραγματικότητα, έχει μια σχεδόν υλική αξία για όλους μας. Τον υπολογίζουμε για να πορευτούμε πάνω στη γη. Τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι ιερό, αφού μας χαρίστηκε, προσδοκώντας να μετατραπεί σε αιωνιότητα. Τον γιορτάζουμε ικανοποιώντας την ανάγκη μας να τον καλοπιάσουμε, κι αυτή η πράξη κατά βάθος είναι μια προσευχή προς τον Θεό, να στέρξει να επιβιώσουμε και φέτος, να γίνουμε καλύτεροι και να θεωθούμε, όπως μας ζητήθηκε από την Εκκλησία. Η γιορτή λειτουργεί θεραπευτικά στη ζωή και γι’ αυτό ακολουθούμε τα τελετουργικά της από το παρελθόν. Οι άνθρωποι δεν παραβιάζουμε εύκολα την παράδοση.

Συναντήσαμε τον ιερέα και θεολόγο, πατέρα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο από το Διδυμότειχο, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα στον Λαγό, και καθώς στα χωριά ο παπάς είναι ένα πρόσωπο κύρους αλλά και οικείο, τον παραδεχτήκαμε και τον χαρήκαμε, ως αυθεντικό αφηγητή του κόσμου των εθίμων, που παίρνουν ζωή από πνευματικούς συμβολισμούς. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα όπως τονίζει ο πατήρ Χρυσόστομος είχαν την μορφή της επίκλησης στον Θεό, να φέρει αγαθά στο κάθε σπίτι:

«Στα χωριά μας του Διδυμοτείχου οι παραδοσιακές νοικοκυρές βγάζουν, μέσα από τα σεντούκια και τα κελάρια τους, διάφορους ξηρούς καρπούς για να τους προσφέρουν στα παιδιά και τους καλαντιστές, που θα έρθουν να πουν τα κάλαντα. Κάθε νοικοκυρά στολίζει το σπίτι της και κάθε σπίτι θα είναι πεντακάθαρο στις γιορτές. Την προπαραμονή βγαίνουν τα παιδιά και τελούν το έθιμο «σούρβα», που είναι το κάψιμο των κλαδιών της κρανιάς. Το δέντρο αυτό το καίνε στο τζάκι όλων των σπιτιών.

Την παραμονή των γιορτών βγαίνουν τα παλικάρια για να πουν τα κάλαντα, να καλαντίσουν. Αυτά τα τραγούδια τα λένε πρώτα στο χώρο της εκκλησίας και ύστερα στο σπίτι του παπά, του δασκάλου και μετά του προέδρου. Οι ντόπιοι γεμίζουν τα ταγάρια των παλικαριών με κρασί και με κρέας για να γλεντούν για ημέρες, χωρίς να φτιάχνουν φαγητό στο σπίτι τους. Νωρίς την ημέρα της πρωτοχρονιάς έρχονται τα παιδιά να πουν τα κάλαντα με τη σούρβα, μια μακριά ξύλινη βέργα, που την χτυπούν κάτω στη γη και λένε “τσι τσι, τόσα πουλιά, τόσα αρνιά, τόσα μύρια κριθάρια, καλαμπόκια”. Μπαίνουν μετά στο σπίτι βαστώντας τη βέργα από κρανιά, το δέντρο που συνδέεται με τη γεροσύνη, την υγεία και τη δύναμη που πρέπει να έχουμε για να βγάζουμε τα προς το ζην. Ανακατεύουν τη φωτιά με την ευχή να έρθει η δύναμη που χαρίζει τη ζεστασιά και να δώσει ο άγιος Θεός όλα τα προικιά στο σπίτι. Στη συνέχεια, ρίχνουν και θυμίαμα στη φωτιά για να μυρίσει ωραία το σπίτι.»

Αφού τακτοποιήσουν τα πνευματικά, σειρά έχει η συντήρηση του φαγητού, και συγκεκριμένα του κρέατος, μιας δυναμωτικής τροφής που θα κρατήσει για ένα χρόνο και θα θρέψει την οικογένεια:

«Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι καθιερωμένο το χοιροσφαγείο, όπου η οικογένεια θα σφάξει το γουρούνι, που στο μακρινό παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία, ήταν το μοναδικό κρέας του χρόνου. Στα σπίτια ανάβουν τους φούρνους, αφού έχουν σφάξει τον χοίρο, για να φτιάξουν τα λεγόμενα κιβέτσια: κρεατικό με σάλτσα και ντομάτα, μέσα στο πήλινο, σφραγισμένο με ζυμάρι. Το κιβέτσι στο παρελθόν ήταν η παραδοσιακή κονσέρβα. Κονσέρβα η οποία διατηρούνταν και μετά από 9 μήνες.»




Κι ενώ σήμερα η συνηθισμένη πρωτοχρονιάτικη πίτα παρέχει στον τυχερό τη δυνατότητα να κερδίσει ένα χρηματικό αντίτιμο, στα χωριά κοντά στο Διδυμότειχο, η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα παίρνει το ευφυές όνομα «πίτα των Διακονημάτων» και προσφέρει στον τυχερό, που θα κερδίσει το φλουρί, τη δυνατότητα να καλλιεργήσει τον εαυτό του με το εργόχειρο μίας από τις ευθύνες του νοικοκυριού. Ο εφημέριος θα αναλύσει:


«Την πρωτοχρονιά δεν λείπει από κανένα σπίτι η πίτα των διακονημάτων, η οποία γίνεται με 12 φύλλα, λάδι, 12 αυγά, μισό κιλό γάλα και μπόλικο τυρί. Παλιά αντί για φλουρί έβαζαν ένα κομμάτι από ξύλο κρανιάς ή βελανιδιάς μέσα στην πίτα. Σήμερα σε ένα κομμάτι χαρτί, βάζουν το φλουρί και το τοποθετούν στην πίτα. Ψήνουν ένα-ένα τα φύλλα, βάζουν τη γέμιση και το ξαναψήνουν μέχρι να ολοκληρωθεί. Όταν έρθουν οι νοικοκύρηδες από την Εκκλησία, και πριν φάνε τον πατσά, τοποθετούν στο κέντρο του τραπεζιού την πίτα των διακονημάτων. Τη θυμιάζουν, καλωσορίζουν τον άγιο Βασίλειο με το απολυτίκιό του και κόβουν την πίτα σε κομμάτια.




Ο νοικοκύρης του σπιτιού μοιράζει το κομμάτι του Χριστού, της Παναγίας, του μεγάλου Βασιλείου, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του πρώτου παιδιού, του δεύτερου παιδιού και ούτω καθεξής. Όποιος έβρισκε την κρανιά ή τη βελανιδιά ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να συμμαζέψει ξύλα και βέργες για ένα ολόκληρο χρόνο. Τον άλλο χρόνο μπορεί ο νικητής να οριζόταν να φροντίσει τις κότες, να τις αυγατίζει ή να έχει την ευθύνη των χωραφιών και του σιταριού. Η πίτα των διακονημάτων διδάσκει την ευθύνη και τη συνεργασία. Την πίτα των διακονημάτων την κόβουμε και σήμερα με την ίδια προοπτική. Επίσης, σε κάποια μοναστήρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί κόβουν την πίτα των διακονημάτων.» 

Το φαγητό για το τραπέζι της πρώτης μέρας του χρόνου προετοιμάζεται από την παραμονή και την τιμητική τους έχουν οι πίτες, που τα κομμάτια τους μοιράζονται στους αγίους και την Παναγία, ωστόσο το πρώτο κομμάτι θα δοθεί στο πρώτο πρόβατο. Αγαπούν και τιμούν τα ζώα τους, δώρα του Θεού που τους εξασφαλίζουν την τροφή τους. Η περιγραφή του πατρός Χρυσοστόμου δίνεται με λεπτομέρειες:





«Την πρωτοχρονιά εδώ φτιάχνουμε 2 πίτες, την πίτα του τσοπάνη και την πίτα του γεωργού (τσιφτσή). Η πρώτη είναι κρεατόπιτα με 2 φύλλα, που ζυμώνονται με βούτυρο σαν σφολιάτα και στη συνέχεια ψήνονται στην πλάκα του τζακιού, εφόσον μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καίει το τζάκι και η πέτρα κάτω καίγεται πάρα πολύ. Την σκουπίζουν, την καθαρίζουν και πάνω σε εκείνη την πέτρα βάζουν την πίτα και από πάνω βάζουν το καπάκι της γάστρας και τη σκεπάζουν με τα κάρβουνα και την ψήνουν 2 φορές. Η πίτα ψήνεται πριν ακόμα ξημερώσει και πριν χτυπήσει η καμπάνα. Στο τραπέζι κόβουν ένα κομμάτι, για τον άγιο Βασίλειο, άλλο ένα για τον Χριστό και την Παναγία. Ωστόσο το πρώτο κομμάτι το δίνουν στο πρώτο πρόβατό τους.»

Η πιο καίρια ανάγκη για τον άνθρωπο, μετά την τροφή, είναι η εξασφάλιση της ένδυσης. Γι’ αυτό και εύχονται οι άνθρωποι στον Δημιουργό να μπορούν να ντυθούν για να προφυλαχθούν από το κρύο: 

«Την παραμονή, φτιάχνουν τις βασιλίτσες, δηλαδή ψωμάκια που τα τρυπούν με το καλάμι της κλωστής από τον αργαλειό, με την ευχή να έχουν πάντα κλωστές να υφαίνουν για να ομορφύνουν και να ζεστάνουν το σπίτι τους με χαλιά και κιλίμια, καθώς και να μπορούν να φτιάχνουν πουκάμισα, φορέματα, παντελόνια, τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικά τους. Τα τρυπούν, έπειτα τα ψήνουν και ύστερα τα ρίχνουν μέσα στη ζάχαρη και στο σιρόπι και τα φέρνουν αρτοκλασία στον ναό, στη γιορτή του μεγάλου Βασιλείου, τα διαβάζουν και τα μοιράζουν. Όλοι οι τσοπάνηδες και οι αγρότες είχαν και έχουν αυτό το έθιμο στα χωριά. Στις πόλεις κοντά στο Διδυμότειχο ζυμώνουν άρτο με 5 σφραγίδες, πάνω και ενδιάμεσα φτιάχνουν μια φωλιά με αυγό και σουσάμι.»

Αξιοσημείωτο είναι πως οι ντόπιοι, έχοντας μια έμφυτη ευσέβεια, κρατούσαν έντιμη συνείδηση απέναντι στα Θεία, επιλέγοντας ακόμη και τον τόπο, που θα φυλάξουν τα κόκαλα ενός μαγειρεμένου ζώου, αφού θυμιάστηκε πριν ψηθεί. Ο πατήρ Χρυσόστομος προσθέτει :




«Υπάρχει μια συγκινητική λεπτομέρεια που οι παλιοί μας τη δίδαξαν κι εμείς την επαναλαμβάνουμε ευλαβικά μέχρι σήμερα και θα ήθελα να σας την ομολογήσω. Ο πατσάς της Πρωτοχρονιάς προσφέρεται μετά τη θεία λειτουργία, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Από την προηγούμενη έχουμε βάλει στο τσουκάλι και βράζουμε το μισό κεφάλι του χοίρου για να μην πάει τίποτα χαμένο. Επειδή λοιπόν οι πρόγονοί μας έσφαζαν τον χοίρο και μετά θυμιάζανε το ζώο, δεν έριχναν ποτέ τα κόκαλα να τα φάνε τα σκυλιά. Τα έπαιρναν και τα έθαβαν σε μέρος που έχει μόνο δέντρα, κυρίως μέσα στο δάσος, έτσι ώστε αν ξεθαφτεί, αυτό να γίνει μόνο από θεριό και να είναι έξω από το χωριό για να μην πατηθεί, αφού έχει λιβανισθεί. Είχαν σεβασμό οι παππούδες μας.

Εύχομαι τέλος, ο καλός Θεός να φυλάει όλο τον κόσμο και στους αναγνώστες μας, Καλή Πρωτοχρονιά.»

* * *



Ο λαός μας της υπαίθρου δεν έζησε ποτέ με την οίηση της αυτάρκειας. Από τις παραδόσεις των εορτών και των τελετουργικών, και αυτό είναι ένας ισχυρός λόγος να τις προβάλλουμε, βλέπει κανείς καθαρά ότι οι άνθρωποι πορεύονταν χειρωνακτικά και προσευχητικά. Είχαν βαθιά γνώση της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Μόνο ο Θεός ήταν παντοδύναμος κι Εκείνος θα τους φρόντιζε. Καλή Πρωτοχρονιά

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα,

Ορθόδοξη Αλήθεια, 28.12.2022

Από ΕΔΩ