ΣΕΛΙΔΕΣ

Λέξεις που Χάνονται

Τα χρόνια και οι αιώνες περνάνε και στο διάβα τους, σαν ορμητικά ποτάμια παρασύρουν οτιδήποτε εμείς οι άνθρωποι αφήνουμε να παρασυρθεί… 
Τρόπους, συνήθειες, ήθη & έθιμα, αλλά ακόμα και τον τρόπο που μιλάμε …
Όταν σαν παιδιά ακούγαμε την έκφραση :«…Το βούλιαξε το βλοημένο» ξέραμε πως έξω βρέχει επί ώρες ασταμάτητα κι αν βγαίναμε έξω θα  γινόμασταν «αρτσίδι» (μούσκεμα). Η μανάδες μας  μας τοίμαζαν στα «αγκιά» (κατσαρολικά), μια «πλοχεριά τριφτάδες» για να «τηλωθούμε» (χορτάσουμε).

Αν – όπως συνήθως- κάναμε και καμιά ζημιά εισπράτταμε την απείρου κάλλους ευχή «- Μπά που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη, ταμπλοβαρεμένο» και μείς τι άλλο να κάνουμε «λουμώναμε» (κρυβόμασταν).
Ήταν η «ντοπιολαλιά μας», ο τρόπος που καταλαβαίναμε τα νοήματα. Πέρασαν τα χρόνια, αφήσαμε τις λέξεις … και μας άφησαν.  Λέξεις μωσαϊκό με προέλευση άλλες Αρχαιοελληνικές ή Δωρικές, Ενετικές, Σλαβικές, Τούρκικες ή Αρβανίτικες. Έλαχε στους χρόνους μας, αυτή μας η τοπική διάλεκτος να χάνεται οριστικά μαζί με την βαριά ιδιότυπη ορεινή  προφορά μας.
Είναι όμως μέρος της ιστορίας μας, της κουλτούρας μας.  Ας την σώσουμε σαν ανάμνηση τουλάχιστον, υπακούοντας στην προτροπή του ποιητή:

«Τούτο μόνο να ξέρεις
ότι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
και θα διαρκέσει
«… χρόνους τακτούς,  όσους η γνώση ορίζει…»
Ξεκίνησα πριν αρκετά χρόνια να συγκεντρώνω κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις και στην πορεία ανακάλυψα κάποια  πολύτιμα βιβλία, το «Λεξικό της Ντοπιολαλιάς» του Κώστα Πανόπουλου και «Αναζητώντας τις ρίζες μας» του Ιωάννη Ασημακόπουλου , καθώς και το αριστούργημα του συμπατριώτη μας Στυμφάλιου (από τη Ντούσια) Βαγγέλη Βαρδουνιώτη «Πικρά – γλυκά μου χρόνια» τα οποία στάθηκαν θησαυροί γνώσεων για το θέμα.
Εκεί βρήκα λέξεις που κι εγώ –αλλά και οι περισσότεροι φαντάζομαι- είχα ξεχάσει οριστικά. Ήχησαν στ’ αυτιά μου με παράπονο και στάθηκαν μια από τις αιτίες δημιουργίας αυτής της ιστοσελίδας. Καταθέτω σήμερα αυτό το υλικό που συγκεντρώθηκε με την ελπίδα  κάποιους να ενδιαφέρει…
(όποια διόρθωση ή συμπλήρωση με χαρά δεκτή)

ΠΗΓΗ

Στους παρακάτω συνδέσμους θα βρείτε τις λέξεις ταξινομημένες. Κάντε κλίκ στον αντίστοιχο γράμμα.
Αα
Άγανα(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες που έχουν τα στάχια.
Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγιάζι (το) = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα
Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές εκμεταλλευτής
Αγλέορας  = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό  ,
 (μετ.) –«έφαγε τον αγλέορα» = έφαγε πολύ
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο
Αγκωνάρι (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος
Αγκωνή (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμί»
Αγνάντιο = απέναντι
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος
Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό σταφύλι
Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός
Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω
Αγύριγος = αγύριστος – «να πας στον αγύριγο» (διάβολο)
Αδειάζω  (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… - Δεν αδειάζω…)
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό (το) = Το φάντασμα, η νεράιδα
Αζάτικος = απείθαρχος - ανυπότακτος - απείθαρχο παιδί
Ακόνι (το) = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων
Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης
Ακουμπέτι = τέλος πάντων, επί τέλους, παρά ταύτα.
Αλάλιασα = τρέλανα
Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή
Αλάργα = μακριά
Αλαφιασμένος (ο) = τρομαγμένος
Αλαφροΐσκιωτος (ο) = αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα
Άλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη)
Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού
Αλέτρι (το) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης.
Αλισίβα (η) = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο
Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι (το) = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία,
Αλουνού = άλλου
Αλύχτημα (το) = το γοερό γαύγισμα
Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος
Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού ή αλουπού (η) = η αλεπού, είδος τοπικού σταφυλιού (αλπούδες)
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα
Αμή, αμί = ναι
Αμπάριζα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω
Αμποριά (η) = Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι ή την στρούγκα 
Αμόλα = φεύγα
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο
Άμπακας = υπερβολικό φαγοπότι ( - έφαγε τον άμπακα)
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες
Αμποδάω = εμποδίζω ,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω
Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία, η αταξία
Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω
Ανάρια (τα) =αραιά
Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο»
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή
Αναχρικά (τα) = τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κουζινικά), φυλαγμένα για ώρα ανάγκης
Ανημπόρια = η αρρώστια
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια
Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), αντιά = βγαίνει από την λέξη εντείνω = τραβώ, απλώνω και τανύω = τανώ (τεντώνω)
Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα
Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα
Αντίκρυ = απέναντι
Αντιριέμαι = Δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι
Αξάι (το) = αλεστικό δικαίωμα
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα,
Απάγκιο (το) = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον  « - Τον απάντησα στο δρόμο…»
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Αποκλαδούρα = άκλαδο, ακλάδευτο, εγκαταλελειμμένο αμπέλι
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε (ή αμόλυσε)
Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά (έχει ως ρίζα την λέξη «απολογούμαι»)
Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο παιδί
Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε
Αποσπερού (επίρ.) = απόβραδο
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος»
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό»
Αργιεύω = αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…»
Άρεντος = αράντιστος
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού
Αρλούμπα (η) = κουταμάρα, ανοησία
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π.
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή  (αντίστοιχα - κατσικάδα για τα γίδια)
Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρουλιέμαι = ωρύομαι  «το σκυλί αρουλιέται»
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το αρμενικό αρτζιβούριον = νηστεία τις απόκριες
Αρτσίδι = βρεγμένος μέχρι το κόκαλο.
Ασκί (το) = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο 
Ασουλούπωτος, (η, ο) = ατημέλητος
Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο
Αστροφεγγιά (η) = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.  
Άταρος = ο αδύναμος «άταρο αυγό» (χωρίς τσόφλι)
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο (το) =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή
Άφραγγος (ο) = χωρίς χρήματα
Αφώτιγο = πολύ πρωί πριν χαράξει
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος
Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα
Άχερο (το) = το άχυρο
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχουγιάζω = μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω
Αχούρι (το) = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι (το) = το γινάτι
Ββ
Βάβισμα (το) = γαύγισμα « - το σκυλί βαβίζει) (από το αρχαίο βοώ)
Βαγένι (το) = το κρασοβάρελο, μεγάλο δρύινο  βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάγια = η δάφνη
Βάνω = Βάζω.
Βάρδα = απομακρύνσου, φύγε μακρυά    (βάρδα φουρνέλο !! )
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρικό, βαρκό (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της βελανιδιάς
Βέμπελη = Αφόρητη ζέστη «έβγαλα τη βέμπελη»
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο
Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι (το) = κατσίκι ενός χρόνου
Bιτσίνα (η) = εμβόλιο
Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος
Βλοημένο (το) = ευλογημένο «το βούλιαξε το βλοημένο» (ασταμάτητη βροχή)
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = βατράχι μεγάλο
Βούτα = 1) αρπαγή 2)ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα  3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο,  σκεύος για μεταφορά υγρών  2) «είναι βουτσί στο μεθύσι » (έχει πιει ένα κρασοβάρελο)
Βρακοζώνι (το) = η ζώνη
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα  

Γγ
Γαϊδουράγκαθο (το) = αγαπημένο φυτό των γαϊδάρων
Γαλάρια (τα) =οι προβατίνες ή κατσίκες που κρατούν  γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν
Γδυτός = γυμνός
Γέννημα (το) = το σιτάρι
Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω
Γιδοξούρι (το) = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος 
Γιούκος (ο) = στοίβα  ρούχων που τοποθετούνται με σειρά (τούρκικη λέξη yk)
Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί
Γιούρτι (το) =  χωράφι κοντά στο σπίτι
Γκαβαλίνες (οι) = περιττώματα γαϊδάρων
Γκαβός (ο) = αλλήθωρος   (Γκαβίζω =  αλληθωρίζω)
Γκανιάζω = 1.διψάω πολύ ,2.κάνω κάτι υπερβολικά «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα»
Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).
Γκεζεράω = Περιφέρομαι άσκοπα (- που γκεζέραγες; )
Γκεσέμι (το) = οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα (η) = μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο ή άσπρη κοιλιά.
Γκούσια (η) = το στομάχι των πουλερικών (σλάβικη λέξη=gusa)
Γκλάβα (η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του»
Γκλαφούνισμα = αλύχτημα σκύλου
Γκορτσιά (η) = αγριοαχλαδιά ( αρβανίτικη λέξη= goritse )
Γλάρα (η) = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα»
Γλατζινιά (η) = είδος αειθαλούς δέντρου
Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω
Γλήγορα = γρήγορα
Γκλίτσα (η) =  Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί. 
Γκράς (ο) = 1)  είδος όπλου 2)  «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος  με τίποτα.3)  Ο σταθερός και ευθύς χαρακτήρας
Γκρατζουνάω = γδέρνω με τα νύχια
Γνέμα (το) = το νήμα
Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση
Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο)
Γούπατο (το) = τόπος που βουλιάζει
Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη)
Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γουρουνίτσα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Γράνα (η) =  η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια
Γρουμπούλι (το) = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»
Γωνιά (η) = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.  

Δδ
Δαγκιά = δαγκωνιά
Δαυλί = 1) αναμμένος πυρσός 2) μτφ. πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί »
Δεκριάνι (το) =  εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για το λίχνισμα στο αλώνι, και το μάζεμα του σανού
Δέντρος (ο) = η βελανιδιά, η δρυς
Δεντρογαλιά (η) = είδος φιδιού που ανεβαίνει στα δέντρα
Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι
Δεφτέρι ή τεφτέρι (το) = τετράδιο για σημείωση χρεών\
Δήξιος & Μπήξιος (ο) = απαξιωτική έκφραση με μη αναφορά σε συγκεκριμένα  ονόματα αν και σαφώς εννοούνται
Διακονιάρης (ο) = ο ζητιάνος
Διάσελο (το) = ξέφωτο στο ύψωμα με θέα, «βγήκα ψηλά στα διάσελα»
Διάτανος (ο) = ο διάβολος, ο σατανάς «άι  στο διάτανο»
Διβολίζω = οργώνω για δεύτερη φορά κάθετη προς την πρώτη
Δικολάβος (ο) = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο
Διμούτσουνος (ο) = διπρόσωπος
Διχάλα (η) = διχαλωτό ξύλο
Δόγα, δούγα (η) = η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα
Δοξαπατρί (το) = το μέτωπο, κατακούτελα
Δραγάτης (ο) = ο αγροφύλακας
Δραπάνι = εργαλείο θερισμού με κυρτή  μεγάλη λεπίδα
Δρούγα (η) = το αδράχτι, η βέργα που τυλιγόταν η κλωστή από το γνέψιμο του μαλλιού
Δροτσίλα = εξάνθημα που προκλήθηκε από ιδρώτα
Δυχατέρα (η) = θυγατέρα, κόρη
Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε  

Εε
Έριζα = κοντά στη ρίζα (σύνθετη αρχαία ελληνική λέξη – εν ρίζα)
Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας
Ευτού = εκεί   
Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο
Ευτουνού = αυτού εδώ
Εκεινού = αυτού εκεί  

Ζζ
Zα (τα) = τα ζώα
Zαβλακωμένος = ο ζαλισμένος
Ζαβός =  στριμένος, ανάποδος
Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί
Ζακόνι (το) = συνήθεια, ελάττωμα
Ζάλα (η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους
Ζαλιά (η) = το φόρτωμα στην πλάτη
Ζαλώνω = φορτώνω κάποιον (Ζαλώνουμαι = φορτώνομαι )
Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»
Ζαμπλαρίκος = ο  τσιγαρισμένος τραχανάς
Ζάπι ή Ζάφτι (το) = η κατάληψη ενός στόχου «τον έκανα ζάφτι»
Ζεματάω =  «το φαί  ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι
Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»
Ζεμπερέκι (το) = χερούλι, πόμολο ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου.
Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν
Ζεύλα (η) = μέρος του ζυγού (ομηρική λέξη= ζεύγλη)
Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός που οργώνει
Ζέχνω =  βρωμάω 
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζούδι (το) = το άγριο ζώο
Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) μτφ. ο κουτοπόνηρος
Ζουλίτσα (η) = είδος σκληρού ορεινού σταριού
Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω
Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πλεχτό πουλόβερ
Ζουλάω = πιέζω
Ζουπάω = ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά
Ζυγούρι (το) =αρνί που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζωντανά (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.
Ζωντόβολο =  ζώο, βρισιά 


Ήρα, (η) = ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά (αρχαία λέξη=Αίρα)
Ήσκα = μύκητας από τα δέντρα εύφλεκτος που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα
Ηύρα = βρήκα  

Θθ
Θαμπό = αμυδρό
Θανατικό (το) = θανατηφόρα επιδημία
Θαρρώ = voμίζω
Θελά= ήθελα
Θέλημα (το) = χρειαζούμενο πράγμα «- που τα’ βαλες τα θελήματα»
Θελός(η,ο) = θολός  « -το νερό θέλωσε , είναι θελωμένο)
Θέρμη (η) = ρίγος, πυρετό
Θεμωνιά, (η) = όλος ο σωρός από  χερόβολα και δεμάτια της ετήσιας παραγωγής των σιτηρών
Θράκα = τα κάρβουνα μόλις σβήσει η φλόγα
Θράσιος, (ο) =  χαραμισμένος  «-πήγε θράσιος»
Θρύψαλα (τα) =  μικρά σπασμένα κομματάκια
Θυγατέρα (η) = η κόρη (αρχαία λέξη-θυγάτηρ) (λεγόταν και δυχατέρα)
Θυμητικό (το) = μνήμη εvθυμητικόv, ισχυρή μνήμη
Θυμίαμα (η) =  το άρωμα (καπνός) του λιβανιού  

 Ιι Ινάτι (το) = πείσμα, καπρίτσιο Ίσια  (επίρρημα ποσοτικό) = πολύ λίγο, μόλις «ίσια που πρόλαβε» 
Κκ
Καβουρντιστήρι = χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών (μεταφορικά το παρωχημένο μηχάνημα)
Καγιανάς (ο) = τηγανιτά αυγά με παραγινομένες ντομάτες
Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο
Καζάντια (τα) = τα πλούτη, τα κέρδη
Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι 
Κακάβι = χαλκωματένιο σκεύος για βράσιμο νερού
Κακαρώνω = πεθαίνω
Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή
 Καλαμιά (η) = τα απομεινάρια  στο θερισμένο χωράφι
Κάλεσια (η) = ο χτύπος της καμπάνας  της εκκλησίας που καλεί σε κηδεία
Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά
Καλιακούδα (η) = η καρακάξα
Καλιγώνω = πεταλώνω (λεγόταν για τον πανέξυπνο : - καλιγώνει τον ψύλλο)
Καλικούτσια  = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού
Καλμπάτσα (η) = αρρώστια των προβάτων
Καλόγερος = πυώδης φλεγμονή του δέρματος
Καλοφάγοτο = ευχή για το φαγητό
Κάμαρα, (ή) κάμαρη = Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού (επί τουρκοκρατίας  λεγόταν και «οντάς»)
Καμάτι (το) = το όργωμα ( - πάω να καματέψω το χωράφι)
Καματερά = ζώα κατάλληλα για  όργωμα
Καμουτσής, καμτσί (το) = μαστίγιο για ζώα
Κανάτι = πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού
Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»
Κάνουλα (η) = η βρύση του βαγενιού
Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια
Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά
Κάπα(η),καπότα = μακρύ από γιδόμαλλο  ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα
Καπινός (ο) = ο καπνός
Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού
Καπιστράνα (η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι
Καπίστρι(το) = το χαλινάρι
Κάργα (επίρρημα) = 1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα»
Καρμανιόλα = μεγάλο πριόνι
Καραμάνικη  (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα  μάτια και με φαρδιά ουρά
Καραμπουζουκλής (ο) = λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής)
Καρδάρα-ρι = ξύλινο ή μεταλλικό στρογγυλό αγγείο για το άρμεγμα
Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω
Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας
Κάρμα =  το ψοφίμι, ψόφιο ζώο
Καρναβίτσα = εξόγκωμα στα χέρια, μυρμηγκιά
Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα  καρούλες = φουσκάλες
Καρούτα (η) = η σκάφη για το φαγητό των ζώων
Κάσσα = το φέρετρο.
Κασέλα (η) = ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια
Κασκαρίκα = φάρσα
Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα
Κατάχαμα = χάμω
Καταχεριάζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου
Κάτινου = κάποιου (αυτό κάτινους είναι)
Κάτσενα (η) = προβατίνα με πρόσωπο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο.
Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή, Κατσιαπλιάς = (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες.
Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο
Κατσιφάρα (η) = η ομίχλη, η καταχνιά
Κατσούλα (η) = 1) η κουκούλα της κάπας 2) η γάτα
Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων
Καυκαλίθρα (η) = είδος αγριόχορτου
Καψοκαλύβας (ο)= σκωπτικά ο υπερβολικά φιλόξενος
Κενώνω = σερβίρω, μοιράζω το φαγητό στα πιάτα
Κερατούκλης = κατεργαράκος
Κιλίμι (το) =  χαλί
Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, δείλιασα
Κιοτής (ο) = δειλός
Κιούπι (το) = πήλινο πλατύστομο σκεύος
Κιρκινέζι (το) = είδος γερακιού
Κιώνω =  τελειώνω
Κλαρίζω =  Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κλειώ = κλείνω
Κλιματσίδα (η) = η κληματόβεργα
Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια
Κλωνά (η) = η κλωστή
Κοθώνι (το) = ο χαζός, ο βλάκας (αρχαία λέξη: κόθορνος)
Κοκκινογούλι (το) = μπατζάρι , ραπανάκι
κοκολόγημα = επίπονο μάζεμα ελάχιστων μικρών καρπών « -είχαν τίποτα φέτος οι καρυδιές ;  - Μπά, κοκολόγια»
Κολίνα (η) = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου
Κολιτσάκι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου
Κολόκουρος  (ο) = Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.
Κολοκουρίζω = κουρεύω τα πρόβατα στον αυχένα  στην ουρά και στα οπίσθια.
Κολάστρα (η) = το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα.
Κόμπια (τα) =  οι αρθρώσεις του σώματος
Κομπόδεμα = η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού.
Κονάκι = 1) η καλύβα του τσοπάνη, σπίτι, νοικοκυριό ή αυτοσχέδιο κατάλυμα 2) είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού
Κόνξα (η) = κολπάκια, κόλπο «-μου κάνει κόνξες»
Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα
Κόπανος = 1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το κοπάνημα χοντρόσκουτων  ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας
Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάποιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω»
Κοπρίτης = 1) το αδέσποτο σκυλί, κοπρόσκυλο 2) (μτφ.) ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης
Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται μια πληγή
Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα
Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια
Κορίτα = ξύλινη  ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα
Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα
Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών
Κουρνιαχτός =  μπουχός, σκόνη
Κόσα (η) = εργαλείο σε σχήμα Γ με ξύλινη λαβή, 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτων
Κότσι = παιδικό παιχνίδι
Κορκοτσέλι = το ψιλό χαλάζι
Κορώνω = βρωμάω
Κοτάω = τολμώ (αποκοτιά= παράτολμη πράξη)
Κουκουλώνω = σκεπάζω
Κουμάσι (το) = 1) ο στάβλος του γουρουνιού 2) βρισιά για τον παλιάνθρωπο
Κουμούτσι =  ξεροκόμματο  ψωμί
Κουνούκλα (η) = άγριο θαμνώδες φυτό με χαρακτηριστική μυρωδιά
Κουρεμπάτσης  = ο κουρεμένος σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή μηχανή
Κουρκούτι,το = 1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό
Κουρμπέτι,το =  το ταξίδι, σεργιάνι «βγήκες στο κουρμπέτι»
Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια
Κούρνια (η) = το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά
Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη,
Κουρούνα (η) = το μεγάλο κοράκι
Κουρούνης = κακομοίρης (επαυξανόμενο : Μαυροκουρούνης)
Κουρούπα (η) = δοχείο
Κουσούρι  = ελάττωμα
Κούτελο (το) = το μέτωπο
Κουτουλάω = νυστάζω, χτυπώ το κεφάλι σε κάτι
Κούτουλας = ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου
Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός  
Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα που γίνεται με το σκάψιμο του αμπελιού
Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνω σε κάθε γωνιά κουτρούλια
Κουτσούβελα = μικρά παιδιά
Κόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών
Κόφτρα (η) = μεγάλο πριόνι
Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος
Κοψοχρονιά = μισοτιμής
Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο
Κρένω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κρένει η μάνα σου… δημ. Τραγούδι)
Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο
Κωλώνω = δειλιάζω, οπισθοχωρώ
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα  

Λλ
Λάβρα (η)  = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο  και τη φωτιά.
Λάγια  =  μαύρη προβατίνα
Λάζο (το) = χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
Λαήνα (η) = πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π..
Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.
Λακριντί (το) = ψιλοκουβεντούλα, κουτσομπολιό
Λαλακιάζω = διψάω αφόρητα ( π.χ. λαλάκιασε από τη δίψα)
Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε
Λακριντί (το) = κουτσομπολιό
Λάμια (η) =στρίγγλα, νεράιδα
Λαμπίκος (ο) = Ο γυαλιστερός «τα πιάτα έγιναν λαμπίκο»
Λανάρι = ξύλινο εργαλείο σαν βούρτσα για το «ξάσιμο» του μαλλιού με μεταλλικά δόντια (καρφιά)
Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί.
Λαχίδι (το) = μικρό χωράφι από λαχνό (αρχαία λέξη= λάχος)
Λεβέτι (το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι  με χερούλια (αρχ.: λέβης)
Λεημόνι (το) = λεμόνι
Λειόκριση = Η πανσέληνος
Λειτουργιά (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π.
Λελούδι = Το λουλούδι
Λερός =  Ο λερωμένος, ο βρώμικος
Λέτσος = Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος
Λεφούσι (το) =  μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα
Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…»
Ληνός (ο) = Πατητήρι
Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα).
Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός
Λιάρος (ο) =  παρδαλός, ασπρόμαυρος.
Λιάρα (η) = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα
Λίγδα (η) = Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού, ο λεκές
Λίμα, Λιμασμένος = Πείνα, Πεινασμένος
Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα
Λίμπα =  μεταλλικό ή πήλινο δοχείο αποθήκευσης λαδιού
Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ
Λινάτσα = τσουβάλι
Λιόκρινο = «ρίχνω το λιόκρινο» υλικό για ξεμάτιασμα
Λιχνάω λιχνίζω = σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο.
Λιχνιστήρι = δεκριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι
Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο
Λόρδα (η) = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»
Λούμπα (η) =  λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό.
Λουμώνω = κρύβομαι
Λούρα (η) = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα
Λόϋρα = ολόγυρα
Λούτσα = μούσκεμα «έγινε λούτσα απ’ τη βροχή» (σλάβικη λέξη= luze)
Λυγιά (η) = η λυγαριά
Λυγερή (η) = γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψηλή και κομψή.
Λυκοφαγωμένο (το) =μτφ. βρισιά για παιδιά και ζώα.
Λυσσιακό (το) =   η λύσσα
Λυχνοστάτης (ο) = ξύλο που κρατούσε το λυχνάρι 

Μμ
Μαγάρα (η) = ακαθαρσία (από το μίασμα)
Μαγαρισμένος (η, ο) =  1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη
Μαγκούφης (ο) = ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο.
Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. το χαμίνι, το διαολόπαιδο
Μάνα = Ο αρχηγός των παιδικών παιχνιδιών, η αρχική πηγή
Μανάρι (το) =οικόσιτο αρνί ή κατσίκι. (παράφραση του αρχαίου «αμνός»)
Μάρα =  χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα
Μάνι μάνι  = τώρα αμέσως
Μανόγαλο (το) = της μάνας το γάλα
Μανουσάκι (το) = το κυκλάμινο
Μάνταλο (το) = σύρτης κουφωμάτων
Μαντάτο (το) = η είδηση, το νέο
Μαντράχαλος = Ο ψηλός και άχαρος
Μαντρί (το) =  πρόχειρος χώρος για την στέγαση  κοπαδιών
Μαράζι (το) =  καημός
Μαραζωμένος, (η, ο) =  χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός.
Μαραφέτι =  εργαλείο
Μάρκαλος (ο) = το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή.
Μάσια (η) = τριγωνικό εργαλείο για το τζάκι
Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα) 
Μαστάρι (το) =  το στήθος των ζώων.
Ματιάζω = μτφ βασκάνω
Ματσούκι (το) = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός, το μαστίγιο.
Μασουλάω =  σιγομασάω
Μαχαλάς (ο) = η γειτονιά του χωριού
Μελεούνι (το) =  αμέτρητο πλήθος
Μερελός (ο) = ο μουρλός, μισότρελος
Μερεμετάω = επιδιορθώνω
Μερεμέτια =  ψιλοδουλειές
Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου  «με μερμελάει»
Μεροδούλι (το) = το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς
Μερτικό (το) = το μερίδιο
Μεσάντρα (η) = εσωτερικό χώρισμα (τοίχος) του σπιτιού
Μεσιακό (το) = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μετερίζι (το) = το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι,     τουρκ. meteris
Μιλιόρα (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη
Μισογόμι = Το φορτίο στη μέση του σαμαριού
Μισοφόρι (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
Μιτάρι =  το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια.
Μολέβω = μολύνω, (μόλεμα= μολυντήρι)
Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα»
Μονάντερος = Ο αχόρταγος
Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση
Μορώνω = Σταματάω να κλαίω
Μόσκος (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά,  ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο» (& ευχή = -μόσκος να ‘ναι το κρασί)
Μοσχαναθρεμένος (η, ο) = ο μεγαλωμένος με όλα τα καλά
Μούλικο (το) = νόθο, εξώγαμο παιδί
Mουλοχτός (ο) = ο μαζεμένος, ο ύπουλος
Μουνουχάω =   ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά ζώου
Μουνούχης = Μουνουχισμένος (μτφ. στείρος)
Μούντζα (η) = χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη (ρ.μουτζώνω)
Μουντζαλιά (η) =  μουντζούρα από μελάνι.
Μουστρίζομαι = λερώνομαι στα μούτρα τρώγοντας (μουστρέτσης (ο)
Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές)
Μουτζήθρα (η)= μυζήθρα-είδος τυριού (από τον τόπο καταγωγής του είδους , Μυζηθράς-Μυστράς)
Μούργος = Ο τεμπέλης,  το μαύρο σκυλί
Μουρντάρης = Αυτός που κυνηγά τον ποδόγυρο
Μουρόχαβλος = Βλάκας
Μουστερής = Ο επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης                 (λαϊκή έκφραση: - Ε ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει)
Μουχρούτα = Βαθύ  πήλινο πιάτο «έφαγε μια μουχρούτα λαζάνια»
Μουσαφίρης (ο) = ο φιλοξενούμενος
Μούσκλια (τα)  = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
Μπαγλαρώνω = δένω πιστάγκωνα κάποιον
Μπαϊλντίζω =  βαριεστώ, βαριέμαι
Μπαΐρι = Άγονο ακαλλιέργητο χωράφι
Μπάκα (η) = η κοιλιά
Μπακανιάρης (α,ικο) =  1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί
Μπάλιος (ο) = το κατάμαυρο άλογο με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
Μπαλντούμι (το) = Λουρίδες από δέρμα  που συγκρατούν το σαμάρι  στα οπίσθια του ζώου (γαϊδουριού ή αλόγου).
Μπαντανία (η) = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
Μπαξές (ο) = ο κήπος
Μπάστακας (ο) =  αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας
Μπατάκα (η) = η πατάτα
Μπαταλιακό ή μπάταλο (το) = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλο»
Μπελάς =  δύσκολη κατάσταση
Μπερντάχι = ο ξυλοδαρμός, «θα σου δώσω ένα μπερντάχι»
Μπίζ (το) = Είδος παιχνιδιού
Μπίλια (η) = Γυάλινος βώλος
Μπινιάρης (α,ικο) = ο δίδυμος
Μπίτι = ολότελα, καθόλου (τουρκική λέξη=bit)
Μπλάστρης (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν  το φύλο για τα ζυμαρικά
Μπλατσουράω = Τσαλαβουτώ στα νερά
Μπουγεύομαι = Μεγαλώνω, δυναμώνω « -τ’αμπέλια μπουγέψανε» 
Μπούκα  = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού
Μπόλικος = Πολύς
Μπομπότα (η) = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μπονόρα = πολύ πρωί, το ξημέρωμα
Μπόρα (η) = η ξαφνική βροχή
Μποστάνι (το) = περιβόλι
Μποτίλια (η) = Μπουκάλα
Μπότσα (η) = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του κρασιού ή του τσίπουρου.
Μπουλούκια = ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών
Μπουγιουρντί (το) = έγγραφο με δυσάρεστα νέα, λογαριασμός (τούρκικη λέξη)
Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος, χωριό στην περιοχή μας (τουρκική λέξη= buz)
Μπουζουριάζω =  κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω
Μπούλμπερη ή Μπούρμπερη= σκόνη «-Μπα που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη»
Μπουναμάς (ο) = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές
Μπούρδα (η) = το μεγάλο τσουβάλι « -έφερε πέντε μπούρδες στάρι»
Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε)
Μπουρμπουλίθρα (η) =   φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό
Μπούρμπουνας  (ο) =     σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων
Μπουσιουλάω =   κινούμαι με τα τέσσερα
Μπουχάω-μπουχίζω =  ραντίζω, καταβρέχω με υγρό
Μπουχός = 1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»
Μπουφές = έπιπλο για τα σερβίτσια
Μπούχτησα =  χόρτασα
Μπρούκλης (ο) = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς
Μπουμπούνας ή μπουμπουνοκέφαλος = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει
Μπούφλα (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης
Μπροστέλα (η) = Ποδιά
Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο
Μυλόπετρα (η) = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών
Μώρα (η) = μωρία, αποχαύνωση  (κατάρα=  « -Μώρα & κασίδα »)
Μωρ'άραχνη  =  μαύρη, κακομοίρα
Μωρώνω =  παρηγορώ  μωρό
Νν
Νάκα (η) = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά (Παροιμιώδης έκφραση= « - Δεν έχεις ιδεί καλόγερο με νάκα»)
Νεροποντή = πολύ βροχή
Νεροτριβή = Σημείο δίπλα σε ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά  αυτά καθαρίζονται και γίνονται αφράτα
Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό
Nιάνιαρο = μικρό αδύνατο παιδί
Νισάφι = φτάνει πια,  έλεος
Νιτερέσι (το) = Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον, «Δεν έχει καλό νιτερέσιο» = καλούς λογαριασμούς
Νίλα (η) = το καψόνι,  η συμφορά , η καταστροφή.
Νιογάμπρια (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι
Νογάω = καταλαβαίνω.
Νομάτοι ή νοματαίοι (οι) = άτομα, πρόσωπα «- Έχω δέκα νοματαίους φαμπελιά»
Νουρά (η) = η ουρά
Νταβαντούρι (το) = η φασαρία , το γλέντι, ο θόρυβος, η σύγχυση
Νταβάς (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί
Νταής = άντρας που μπλέκει συχνά σε καυγάδες.
Ντάλα (η) = το κορύφωμα, (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο) (τουρκική  λέξη = dal)
Ντραμιτζάνα (η) = μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεκτή ψάθα (βενετική λέξη damegiana)- λέγεται και ντραμπουτζάνα
Ντάλε- κουάλε = ίδιος, απαράλλαχτος
Νταμπλάς (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση
Ντάνα (η) =  σειρά από όμοια πράγματα
Ντάντεμα = περιποίηση μικρού παιδιού
Νταραβέρι (το) =  σχέση επαγγελματική ή ιδιωτική
Νταρβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού (αναφέρεται συνήθως σε αυτόν που έχει δουλειά αλλά τεμπελιάζει –«Βαράει νταρβίρα» )
Νταρντάνα (η) = μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα.
Ντερέκι = Ο ψηλός και αδύνατος
Ντερλίκοσα = έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το πολύ φαΐ.
Ντιπ = καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου). «Ντιπ μυαλό»
Ντορβάς = Σακούλι (ταγάρι) που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό
Ντορής = Άλογο με κοκκινωπό χρώμα
Ντορός (ο) =το ίχνος στο χιόνι, η πατημασιά, το αχνάρι.
Ντουβάρι (το) = 1.ο τοίχος,2. Ο χαζός, ο αγράμματος
Ντουγένι (το) = ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο που έσερναν τα ζώα για το αλώνισμα.( ίσως η πιο αγαπημένη αγροτική δουλειά των παιδιών)
Ντουντούκι =  Ο βλαστός του κρεμμυδιού (λεγόταν μεταφορικά όμως και για κάποιον που είχε διάρροιες «-Ντουντούκι τον πάει …»)
Ντράβαλα (τα) = φασαρίες
Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο  « - Μη με ντριβελίζεις ρε μαμούρι …»
Ντρίλι = βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντριτσινάω =χοροπηδάω (για ζώα)
Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην τον ντώνεις»= μη τον αφήνεις
Ντουγρού = κατευθείαν
Ντουνιάς (ο)  = ο κόσμος όλος  

Ξξ
Ξάι (το) = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος
Ξάγναντο (το) = το ξέφωτο
Ξάλα (η) = γεωργικό εργαλείο για κόψιμο κλαδιών
Ξακρίδι (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»
Ξαμώνω = αποτρέπω το μουλάρι(συνήθως) από ζημιά «- ξάμωσ’ το μουλάρι»
Ξεγκοφιάζουμαι  =  παθαίνω εξάρθρωση του γοφού.
Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω
Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος.
Ξεκουμπίζουμαι =  φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου)
Ξελακώνω =  βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα του αμπελιού
Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ
Ξελημεριάζω  =  περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι
Ξεμασκαλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό
Ξεμπροστιάζω = αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση
Ξενηστηκωμάρα (η) = η πείνα
Ξεπεζεύω  = ξεκαβαλικεύω από τ’ άλογο
Ξεπεταλώνω = Βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων
Ξεπεταρούδι (το)  = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί
Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω ή χτυπώ άσχημα κάποιον
Ξέρα (η) =  η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα εφέτο …»
Ξεροσταλίζω = στέκομαι, περιμένω σαν τα πρόβατα στον ίσκιο
Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια
Ξεσυνέρια (η) =  ο ανταγωνισμός
Ξετάζω = εξετάζω, δίνω σημασία.
Ξιέμαι = Ξύνομαι (λεγόταν για αυτόν που πήγαινε γυρεύοντας «-ξιέται στην γκλίτσα του τσιοπάνη…»
Ξινιάρι = λεπτή αξίνα
Ξιόνι = εργαλείο για καθαρισμό του αλετριού από τα χώματα
Ξόβεργα (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά
Ξόμπλι (το) = κουτσομπολιό « -έμαθα ότι με ξόμπλιαζες»  

Oo
Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς
Ολότελα = ολοκληρωτικά , εντελώς  « - χάθηκε ολότελα»
Oυλούθε =  παντού
Οξαποδός = ο διάβολος
Oργιά = μονάδα μετρήσεως μήκους
Ορμήνεια = συμβουλή
Ούλος =  Όλος, ολόκληρος
Όχι άλλο =επιφώνημα ξορκισμού του κακού «-όχι άλλο μωρ’ γυναίκες»  

Π,π
Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω
Παγανιά ή παγάνα (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει
Παγούρι = μικρό φορητό ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο νερού
Παιδοκομάω = γεννάω παιδί
Παλάτζα = η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι
Πάλε = Πάλι
Παλουκοκαύτης = παρατσούκλι του μηνός Μαρτίου
Παναίριος (α,ο) = εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός «παναίριο παιδί»
Πανώρια (η) = η πολύ ωραία
Παπάρα (η) = κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα
Παράγαλος (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων
Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παράδες (οι) = τα χρήματα
Παρδαλή (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών
Παρλιακός (η,ο) =  ο ανισόρροπος
Παρακά =  πιο κάτω
Παραλογάω = παραληρώ
Παραλοϊζω  =   χάνω τα λογικά μου « - Παραλοϊζεσαι γέρο …»
Παρασάνταλος = Άτσαλος, ακατάστατος
Παραπούλια (τα)  = οι παραφυάδες στα λάχανα
Παρατσούκλι (το) = σκωπτικό παρωνύμιο
Πασπάλα (η) = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη
Πασπατεύω = ψηλαφίζω, χαϊδεύω ερωτικά
Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα
Πάτερο (το) = Ξύλινος τετραγωνισμένος κορμός που κρατάει την στέγη του σπιτιού
Πατικώνω  = συμπιέζω και γεμίζω
Πατητήρι = χώρος για το πάτημα των σταφυλιών –ληνός
Πατιρντί (το) = φασαρία, διασκέδαση, τρικούβερτο γλέντι
Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια
Πατουλιά (η) = μεγάλος θάμνος « - Εκεί στην πατουλιά έχει λαγό»
Πατσιαβούρα (η) = παλιόσκουτο για σκούπισμα 
Πάφιλο = Τσίγκος (τα καρφώνανε στις στέγες των σπιτιών, χρησιμοποιώντας ως υλικό συγκράτησης τις παλιές δεκάρες)
Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη
Παχνί (το) = ξύλινη ταΐστρα ζώων
Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα
Πεζούλι (το) = λιθόκτιστο τοιχίο, εκατέρωθεν της εισόδου του σπιτιού , που χρησιμεύει για κάθισμα
Πελεκούδι = κομμάτι ξύλου που προκύπτει από το πελέκημα με τσεκούρι, κατάλληλο για προσάναμμα   «θα καεί το πελεκούδι»
Πεντάρφανος (η, ο) = αυτός που δεν έχει κανέναν
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες
Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω
Περγιορίζω = περιορίζω
Πετιμέζι = Βρασμένος μούστος
Περίδρομος (ο) = πολυφαγία, «έφαγε τον περίδρομο»
Περικοπά = από σύντομο δρόμο «- ήρθα γλήγορα γιατί ήρθα περικοπά».
Περόνι (το) = καρφί, αιχμηρό εργαλείο τσαγκάρη.
Περονιάζει = διαπερνά (για το κρύο)
Πεσκέσι (το) = δώρα με φαγώσιμα κυρίως (από την υπόσχεση)
Πεσκίρι (το) = πετσέτα της πινακωτής (τουρκική λέξη: peskir)
Πετσώνω = Χορταίνω, («την πέτσωσα»), καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια
Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια του ζώου
Πιάνουμαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι
Πιέτα (η) = η τσάκιση του ρούχου
Πικρουλίθρα (η) = είδος άγριου χόρτου
Πιλάλα (η) =  η τρεχάλα, γρήγορα
Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα  του βαγενιού
Πισοκάπουλα = Καβάλα στο πίσω μέρος του αλόγου
Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού (αρχαία λέξη: οπισθάριον)
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλαγιάζω = κοιμάμαι
Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης
Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα  για να πλάθουν και να  ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο
Πλάστιγγα = ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π , τα πλεγμένα μαλλιά των γυναικών.
Πλεύρα (η) = πλαγιά « - έχω κάτι πλεύρες να οργώσω »
Πλιάτσικο (το) = η λεηλασία μετά τη  μάχη ή γενικά η κλεψιά σε μια φυσική καταστροφή
Πλιατσικολόγος (ο) =  ο κλέφτης στο πλιάτσικο
Πλίθρα (η) =  κύβος πλασμένος από χώμα και άχυρα που χρησίμευε  ως οικοδομικό υλικό για το χτίσιμο σπιτιών
Πλερώνω = Πληρώνω
Πλουμί (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό
Πλοχεριά = Μια χούφτα φαγώσιμα
Πλύμα (το) = Νερό ή τυρόγαλο  με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Πόδεμα (το) = η υπόδηση
Ποδόλυσσα (η) = αρρώστια σκύλων
Πουγκί (το) = σακούλι που φύλαγαν τα λεφτά
Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι
Πούντα = Κρυολόγημα
Πούντος = (επίθετο) Πού είναι αυτός
Πουρνό = το πρωί
Πόσια = Πόση  ( «πόσια μπατάκα κάματε»=πόση πατάτα μαζέψατε)
Πούσια = Τα ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού
Πράματα = Τα γιδοπρόβατα
Πρεμούρα (η) = βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα
Προγκάω = 1. Τρομάζω, ξαφνιάζω, σκορπάω 2. Διώχνω κάποιον μακριά μου
Προσμπούκι = μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες.
Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο
Προσάναμμα  = εύφλεκτο υλικό για το άναμμα της φωτιάς
Προσφάϊ (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί
Πυράφι (το) = η σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι
Πυροστιά =  Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά)  

 Ρρ Ραμολιμέντο (το)  = ο ετοιμόρροπος,  ο γεροξεκούτης Ράσπα = Λίμα για ξύλα Ρέγουλα (η) = με μέτρο Ρέντι ή ρέντισμα  = Το ράντισμα Ρεντίκολο = ρεζίλη Ρετάλι (το) = 1. κομμάτι ύφασμα, 2. βρισιά    Ρέχτη (η) = Η στέγη που εξέχει από τον εξωτερικό τοίχο για να διώχνει τα νερά Ρεύω = Ταλαιπωρούμαι από κακουχίες  «Θα σε ρέψω» Ρημαδιακό (το) = Έρημο σπίτι «στο ρημαδιακό μου»= το φτωχικό μου Ριζάφτι  (το) =  η ρίζα του αφτιού Ριζικό (το) = το πεπρωμένο Ροβολάω = κατηφορίζω Ρογώνω = Οργώνω το κατάλληλο για καλλιέργεια χωράφι μετά από βροχή Ρογός (ο) = ζεστός χώρος για νεογέννητα αμνοερίφια Ροϊδάμι = Βλαστάρι πουρναριού (αρχαία λέξη: ορόδαμνος) Ροϊδάνι = το εργαλείο που καλαμίζει (τυλίγει στο καλάμι) το νήμα στην ανέμη  (από το αρχαίο ροδάνη) (μεταφ. «πάει το στόμα του ροϊδάνι») Ροϊδίκι (το) = άγριο λάχανο , ραδίκι Ρόκα = υφαντικό εργαλείο για το γνέσιμο(κλώσιμο της κλωστής) του μαλλιού Ρούγα (η) = η γειτονιά, δρομίσκος  « κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα» Ρουκουλάω =  κυλάω Ρούντζα   =  μούτρωμα, ο θυμός, η κατήφεια  Ρουπώνω = γεμίζω το κρασοβάρελο με νερό για να στανιάρει  “ρούπωσε το βαγένι” Ρουσούμπελη =  πρήξιμο Ρουτζώνω = μουτρώνω   («μου ρούτζωσε» = μου μούτρωσε ) Ρουφιάνος = Ο σπιούνος, ο συκοφάντης, ο καταδότης 
Σσ
Σάβανο (το) = το σεντόνι που τυλίγουν το νεκρό
Σαδώ  = προς τα δω, κατά δώ
Σαδώ, σακεί = από εδώ, από εκεί
Σακάτου = προς τα κάτω
Σακεί =  προς τα εκεί , κατακεί σιαδώ
Σάματι = σάμπως, μήπως
Σανός (ο) = ξερό χορτάρι για τροφή ζώων
Σάξε = ταχτοποίησε, φτιάξε
Σαπάνου = προς τα επάνω
Σαπέρα = προς τα πέρα
Σάϊσμα (το) = στρωσίδι του αργαλειού από γιδόμαλλο
Σαΐτα = 1. Είδος φιδιού που πηδάει 2. Εξάρτημα του αργαλειού (περιλαμβάνει το υφάδι) για το πέρασμα(ρίξιμο) της κλωστής του υφαδιού στις κλωστές του στημονιού
Σακιάζω = Γεμίζω τα σακιά (τσουβάλια)
Σαλαγάω =  οδηγάω τα ζώα με φωνές  κινήσεις & σφυρίγματα
Σαλαμούρα (η) = άρμη, αλατόνερο
Σάλεψε = κινήθηκε, μετακινήθηκε
Σάλμη (η) = το άχυρο της βρόμης
Σαμάρι = Εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη των ζώων(υποζυγίων)
Σάματις =  σάμπως, μήπως
Σαπίτης = είδος φιδιού
Σάρα (η) = σκουπίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι, « η σάρα και η μάρα»
Σαρίγκαλος (ο) = σαλιγκάρι
Σαρίδι (το) = 1. Μικρό σκουπίδι 2. Ο τιποτένιος
Σάρωμα (το) = η σκούπα
Σάψαλο (τα) = Τριμμένο, θρυμματισμένο, μτφ. διαλυμένος από κούραση « - Εγύρισα απ’ τ’ αμπέλι σάψαλο …»
Σβάρνα, (η) =ξύλινο ή μεταλλικό  γεωργικό εργαλείο (με πλεκτές βέργες) για το  στρώσιμο του οργωμένου χωραφιού  «Πήρε σβάρνα τα χωριά» = γύρισε σε όλα τα χωριά
Σβερκώνω = Χτυπώ στον σβέρκο (αυχένα) « - θα σε σβερκώσω …»
Σβερκώνομαι = Κοιμάμαι «-Μάνα πεινάω… -Σβερκώσου να το ξεχάσεις…»
Σγκάρλισμα= το ψάξιμο μέσα στις λάσπες από τις κότες
Σειριά (η) = Το σόι, η ράτσα, η γενιά
Σεκλέτι (το) = η στενοχώρια
Σέκος =  ξερός,   νεκρός (λέγεται και για τον πολύ κουρασμένο «έπεσε σέκος» )
Σέλα (η) = το  δερμάτινο σαμάρι ιππασίας
Σέμπρος (ο) = ο συνέταιρος στις γεωργικές εργασίες
Σεντούκι (το) = μπαούλο όπου φυλάσσονται κοσμήματα,  χρήματα και  έγγραφα
Σέρσεγκας ή σερσέγκι =  Καφέ κίτρινο μεγάλο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί (σαν μεγάλη μέλισσα)
Σέπομαι = σαπίζω (δημ. τραγούδι: «αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει…») –από την αρχαία λέξη σήπομαι
Σεργιάνι (το) = ο  περίπατος, η βόλτα
Σιμπάω = αναζωπυρώνω τη φωτιά
Σιόπα (η) = Το ξύλο, το ματσούκι «θα πέσει σιοπάκι»
Σκαμαγκίδα (η) = το ψιλό «περονιαστό» χιονόνερο
Σκαμπίλα (η) = η σφαλιάρα στο μάγουλο
Σκαπετάω = 1. Καταπίνω γρήγορα, καταβροχθίζω 2. Απομακρύνομαι περπατώντας και χάνομαι στο βάθος του δρόμου
Σκαρφαλώνω = Ανεβαίνω σε δέντρο, αναρριχιέμαι
Σκασίλα (η)  = στεναχώρια . σαρκασμός =«σκασίλα μου»
Σκαφίδι = Κοίλο σκεύος, ξύλινη σκάφη για ζύμωμα
Σκερβελές (ο)  =  ο ανεπρόκοπος άνθρωπος
Σκιάζουμαι  = φοβούμαι, τρομάζω
Σκιάχτρο =  ομοίωμα ανθρώπου με παλιόρουχα για τον εκφοβισμό των ανεπιθύμητων ζώων & πουλιών
Σκλήθρα (η) = Μυτερή και λεπτή πελεκούδα ξύλου που καρφώνεται συνήθως στα χέρια
Σκορδοκαΐλα = αδιαφορία  για κάτι συγκεκριμένο «σκορδοκαΐλα μου»
Σκοτούρα (η) = 1. η ζάλη 2.ο προβληματισμός  για κάποιο ζήτημα
Σκουληκαντέρα (η) = μεγάλο σκουλήκι της γης σαν άντερο
Σκουλικιάζω = Βρωμίζω
Σκουντάω = σπρώχνω, ακουμπάω σκουντηξιά (η) = σπρωξιά.
Σκουντουφλάω =  σκοντάφτω,
Σκουράντζος (ο) = η παστή ρέγκα
Σκουτί (το) = Μάλλινο χοντρό ρούχο. (Από το σκότος)
Σμπαράλια =πολλά σπασμένα κομμάτια
Σουβλερό = μυτερό
Σούδα (η) =  χώρισμα ανάμεσα σε σπίτια, στενό κομμάτι χωραφιού
Σουλούπι (το) = η εμφάνιση
Σουγλάω = σουβλίζω
Σούγλα = η σούβλα
Σουγλί (το) =  μυτερό εργαλείο του τσαγκάρη
Σουλατσάρω = «κόβω βόλτες» άσκοπα, περπατάω
Σουρλάω =  σφυρίζω
Σούρνω =  Σχολιάζω, κακολογώ, βρίζω («του έσουρε τα εξ αμάξης»)
Σούρουπο = Το ηλιοβασίλεμα. Το σουρούπωμα
Σοφράς (ο) = χαμηλό τραπέζι
Σπάρτο (το) = αυτοφυής θάμνος από το οποίο με κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν στρωσίδια και σαρώματα
Σπιθούρι = Σπυράκι
Σπιρτοκούμπουρο (το) = το πανέξυπνο παιδί
Σπολλάτι = (από την ευχή: εις πολλά έτη) λεγόταν ως ειρωνικό επιφώνημα με την έννοια: πάλι καλά «-σπολλάτι που μας κάλεσες…»
Σταλίζω =  Χασομεράω, ξεκουράζομαι το μεσημέρι κάτω από το δέντρο
Στάμνα = δοχείο πήλινο με λαβή για την μεταφορά νερού από την βρύση
Στανιάρω =  Επανέρχομαι στην αρχική θέση «το βαρέλι στάνιαρε»= έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει
Στασιό = Στάση, Ξεκούραση για λίγο «το παιδί δεν έχει στασιό»
Στιλιάρι (το) = η ξύλινη λαβή των εργαλείων, το ξυλοφόρτωμα
Στέρφος (η, ο) = στείρος, άτεκνος
Στεφανοθήκη = θήκη για τα στέφανα
Στούμπος = 1. Ο κοντόχοντρος  2.στρογγυλή λεία πέτρα με την οποία έτριβαν  το αλάτι & άλλα , «θα στουμπίσω το αραποσίτι»
Στουρνάρι (το) = γερή πέτρα κόκκινου χρώματος
Στυλιάρι (το) = 1. Ξύλο γεωργικών εργαλείων 2. Αγράμματος, «στυλιάρι στα γράμματα, ξύλο απελέκητο»
Στραβούλιακας = Βρισιά για τον ζημιάρη
Στρακαστρούκα (η) = αυτοσχέδια κροτίδα
Στράτα (η) = το δρομάκι
Στράφι = άδικα, στα χαμένα
Στρίβλα (η) = πιεστικό μηχάνημα για την σύσφιξη (στρίβλιασμα) των σταφυλιών
Στρίγγλικο (το) = καχεκτικό παιδί & προσφώνηση σε άτακτο παιδί
Συνερίζομαι =  παρεξηγώ κάποιον, τσακώνομαι.
Συχαρίκια (τα) = Τα ευχάριστα μηνύματα για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. το φιλοδώρημα σ’ όποιον φέρνει ευχάριστη είδηση
Σφαχτά (τα) = Τα γιδοπρόβατα, το κοπάδι,  το προς σφαγή ζώο
Σφοντύλι (το) = 1. υφαντικό εργαλείο, στρογγυλή πέτρα που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού και διευκολύνει την περιστροφή του για το κλώσιμο της κλωστής 2. Κάτι ξαφνικό, ταμπλάς «μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι»
Σώγαμπρος (ο) = ο γαμπρός που κατοικεί μαζί με τα πεθερικά του
Σώνω = τελειώνω κάτι, εξαντλώ
Σώσμα = το κρασί στο  τελείωμά του  

Ττ
Τάβλα (η) = σανίδα, τραπέζι συμποσίου
Ταή (η) = το φαγητό των ζώων
Ταμαχιάρης (ο) =  ο δουλευταράς
Ταμπλάς= ημιπληγία, απότομα, απρόοπτο
Ταμτέλλα (η) = η δαντέλα
Ταπίστωμα = πέσιμο ανάποδα,μπρούμητα  «- έπεσε ταπίστωμα»
Ταχιά = Αύριο
Ταράκουλο (το) = Ταραχή
Τέζα (η) = τέντωμα, «τεζάρωσε» πέθανε
Τελάλης (ο) = διαλαλητής (τούρκικη λέξη=tellal)
Τεμπελχανάς = ο τεμπέλης
Τέμπλα (η) = Μακρύ ξύλινο ραβδί για το ρίξιμο  των καρπών από τα  δέντρα.
Τέντα = ορθάνοιχτα
Τέντζερης (ο) = Χάλκινο σκεύος με καπάκι, κατσαρόλα μαγειρέματος
Τετραπέρατος (ο) = ο πανέξυπνος σε όλα
Τζερεμές =  ανυπολόγιστο έξοδο
Τηλώνω = Χορταίνω
Τζερεμές (ο) = η άδικη ποινή
Τηράω = κοιτάω, προσέχω,  τήρα κει = κοίτα εκεί
Τηράγομαι = 1. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη 2.  εξετάζομαι για αρρώστια
Τίγαρις = μήπως « - τίγαρις τελειώσαμε τη δουλειά; » (από το αρχαίο τι γαρ)
Τουλούμι (το) = το ασκί, το φουσκωμένο δέρμα
Τουλούπα (η) =Τούφα (μπάλα) μαλλιού, η νιφάδα του χιονιού
Τούρλα = πολύ γεμάτο, ξεχειλισμένο
Τουρλόκωλα, επίρ.  = πέφτω μπρούμυτα, ( «τουρλοκολιάστηκε από το ζώο» = έπεσε)
Τριπουσάκι (το) = ζιζάνιο των δημητριακών
Τροκάνι (το) = Το κουδούνι των προβάτων
Τραβάω = Κατευθύνομαι («τράβηξε για το ποτάμι»)
Τρακάδα (η) = στοίβα ξύλων
Τραμπουζάνα ή ντραμουτζάνα = Μεγάλη πλεγμένη με ψάθα μπουκάλα
Τράτο (το) = το περιθώριο
Τράφος = ρέμα, τάφρος
Τρίμματα (τα) = ψίχουλα
Τριτσινάω, ντριτσινάω = Κλωτσάω κατ’ εξακολούθηση
Τριφτάδες (οι)  = Παραδοσιακό ζυμαρικό που παρασκευάζεται στη στιγμή      
Τρίφτης =  σύνεργο νοικοκυράς
Τριχιά (η) = μακρύ σχοινί
Τρουποκεφαλιάζω = Πληγώνω πετώντας πέτρα στο κεφάλι
Τρούπα (η) = τρύπα
Τρουπώνω =  Καταφέρνω να μπω κάπου
Τροΰρω, τρογύρω = Τριγύρω
Τσαλαφός (ο) = Ο χαζός, αυτός που δεν παίρνει από λόγια
Τσαμπάσης (ο) = Έμπορος αλόγων
Τσάμπουρο (το) = υπόλειμμα σταφυλιού χωρίς τις ρόγες
Τσανάκα (η) = η καρδάρα
Τσαντίλα (η) =  το πανί (πάνα,σάκος) για το στράγγισμα του τυριού και της μυζήθρας .
Τσάχαλο (το) = ξυλαράκι, «θα μαζέψω τσάχαλα για την φωτιά»
Τσιαΐρι (το) = πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, οι οποίες απαγόρευαν τη βοσκή στον συγκεκριμένο χώρο «τσιαϊρωμένο χωράφι»
Τσιακουμάκι = Ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα)
Τσιλίκι (το) = μικρό ξύλο με το οποίο παιζόταν το ομώνυμο παιχνίδι
Τσιουράπια =  κάλτσες
Τσουκάλι = χάλκινο στενό σκεύος με χερούλι για ζέσταμα του νερού στο τζάκι
Τσέγκουρα (τα) = τα άγουρα μικρά σταφύλια που δεν συλλέγονται στον τρύγο
Τσεμπέρι (το) = Βαμβακερό υφαντό μαντήλι , κεφαλομάντηλο
Τσέπι (το) = το κέρατο
Τσέρλα (η) = Διάρροια, ευκοίλια
Τσίμπλα (η) = κολλώδες υγρό στο μάτι, ο τσιμπλιάρης
Τσιγαρίδα (η) = Κομμάτι παστού χοιρινού κρέατος
Τσιγαρίζω =  Τηγανίζω κρέας
Τσιλιβήθρα =  πολύ αδύνατος
Τσιροπούλι (το) =το μικρό πουλί, σπουργίτι.
Τσιτσί = Κρέας (έκφραση μωρών)
Τσίφτης =   ο μπεσαλής, ο εξηγημένος
Τσότρα (η) = το ξύλινο παγούρι
Τσουλώνω = σηκώνω τα αυτιά
Τσούπα (η) = το κορίτσι, η κοπέλα, η κόρη
Τσουράπια =  μάλλινες κάλτσες.
Τυλώνομαι = χορταίνω φαγητό  

 Υυ Υφάδι = Το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται στο στημόνι 
 Φυ
Φάγνα (η) = η τροφή των ζώων
Φαγιά (τα) = φαγητά
Φαμπελιά (η) = η οικογένεια (Φαμπελιάρης= ο οικογενειάρχης)
Φαρμακίλα (η) = η πίκρα, «άσε με στην φαρμακίλα μου παιδάκι μου»
Φαρμακώνω = 1. δίνω φαρμάκι σε κάποιον 2. «κάνει φαρμάκι» κάνει πολύ κρύο, 3. «φαρμάκωσε τώρα» τρώγε τώρα
Φασκελοκουκούλωτα = έκφραση απελπισίας (στην κυριολεξία= -μούντσωσέ τα και σκέπασέ τα )
Φασκιά =  λωρίδα ύφασμα που τύλιγαν το σώμα των νεογέννητων
Φασούλια = Τα φασόλια
Φελάω = αξίζω
Φέρμελη (η) = κεντημένο γιλέκο φουστανελά (αρβανιτ. λέξη:fermele)
Φιδοπουκάμισο = το δέρμα του φιδιού
Φιλεύω = Κερνάω σε σπίτι, προσφέρω γλυκό
Φιρί φιρί = πας γυρεύοντας,  ψάχνεσαι
Φιτιλιά (η) = το ανακάτεμα σε τσακωμό, η ραδιουργία
Φκιάνω = φτιάχνω
Φκιασίδι (το) = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι
Φκυάρι = Φτυάρι
Φλετουράω = φτερουγίζω
Φούρλα (η) = Περιστροφή, Το γύρισμα στο χορό
Φούρκα (η) = ξύλινος πάσσαλος με διχάλα
Φουρνόξυλο (το) = ξύλο για τη διευθέτηση της φωτιάς του φούρνου
Φούσκος (ο) = τούμπα ή σκαμπίλι « -Έφαγε ένα φούσκο ...»
Φτενός (η,ο) = ο λεπτός
Φτούνα =  αυτά
Φυγιάστηκα = κρύωσα πολύ
Φυσηχτήρι  = Τρυπημένο καλάμι για το φύσημα της φωτιάς
Φώλος (ο) = το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσήσει η κότα
Φώτιμα = Το ξημέρωμα 

Χχ
Xαβάς (ο) = ο σκοπός τραγουδιού
Χαγιάτι (το ) = ο ξύλινος εξώστης, η βεράντα
Χαϊμαλί (το) = 1.το στολίδι των ζώων με χάντρες 2.το φυλαχτό
Χαΐρι (το) =  η προκοπή « - Δεν θα ιδείς χαϊρι και προκοπή»
Χαμοκέλα (η) = ισόγεια πέτρινη ή πλίνθινη κατασκευή  που χρησίμευε για  αποθήκη
Χάμου = χάμω, κάτω
Χαμπέρι (το) =  η  είδηση, το μαντάτο
Χαμπερίζω =  υπολογίζω, λογαριάζω
Χαμπηλώνω χαμπηλά = Χαμηλώνω, χαμηλά
Χαράμι = άδικα
Χαραμοφάης = ο τεμπέλης,  αυτός που τρώει χωρίς να προσφέρει
Χάρβαλο (το) =  Το χαλασμένο, διαλυμένο, ετοιμόρροπο
Χάση (η) = το χάσιμο του φεγγαριού
Χάσκω = γελάω με αφέλεια, με το στόμα ανοιχτό
Χασκογελάω = χαζογελάω χωρίς λόγο
Χασομέρι (το) = η αργοπορία, χαμένος χρόνος « - Μη χασομεράτε…»
Χαχαλάκι (το) = ο πολύ γέρος και αδύναμος άνθρωπος
Χάχας (ο) = αυτός που γελάει διαρκώς & άσκοπα
Χαψιά (η) = η μπουκιά
Χειρόβολο  (το) = μια χεριά θερισμένα στάχυα δεμένα με καλαμιά (σύνθετη λέξη με καταβολή αρχαία- όσο χωρά ένα χέρι)
Χεριά (η) =  όσο πιάνει ένα χέρι
Χερικό (το) = το καλό χέρι όπως το ποδαρικό
Xερχέρι = γρήγορα- γρήγορα, αμέσως
Χιονίστρα (η) = μούδιασμα με κοκκίνισμα και πόνους των άκρων από το  κρύο
Χλαπακιάζω = Τρώγω λαίμαργα και με θόρυβο
Χλιαίνω = Ζεσταίνω
Χόβολη (η) =  η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα σκεπασμένα με στάχτη
Χολιασμένος = ο θυμωμένος, στενοχωρημένος
Χούι = Άσχημη συνήθεια, ελάττωμα
Χούνη (η) = 1. Στενό μέρος που ο θόρυβος δημιουργεί αντίλαλο 2. Σκοτεινό στενό μέρος
Χουνέρι (το) = μεγάλη ζημιά, βλάβη, πάθημα
Χουχουλιέμαι= Ζεσταίνω με την αναπνοή τα χέρια, ανασαίνω πάνω στα χέρια μου
Χουχλάζει = κοχλάζει, βράζει, χούχλος
Χτένι (το) = 1) οδοντωτό εξάρτημα του αργαλειού, κατασκεύασμα με ακίδες καλαμιού που περνούν τα νήματα του στημονιού 2) μικρή χτένα μαλλιών
Χτικιό (το) = Ανίατη ασθένεια, η φυματίωση
Xτικιάρης (α,ικο) =  ο φυματικός, ο φθυσικός
Χυλοπίτες = Ζυμαρικό κομμένο σε λωρίδες ή παραλληλόγραμμα κομμάτια
Χυλός (ο) = πρόχειρο φαγητό στο τέντζερη με αλεύρι και νερό
Χωρατό (το) = το γέλιο, το αστείο  

Ψψ
Ψείρες (οι) = παλιό παιχνίδι (με λακκούβες και μπάλα)
Ψιλολοΐδια = μικροπράγματα
Ψιχάλα (η) = το ψιλόβροχο
Ψιχαστήρα (η) = Μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού
Ψυχοπονάω = λυπάμαι, σπλαχνίζομαι (Ψυχοπονιάρης =λυπησιάρης)  


Από τήν ιστοσελίδα τού κυρίου  ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΟΥΡΤΗ  " Ψάρι Κορινθίας"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου