ΣΕΛΙΔΕΣ

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Τον καιρό που στον κόσμο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, ο αυτοκράτορας Αύγουστος έβγαλε διαταγή να γραφτούν όλοι οι υπήκοοί του σε καταλόγους. Ήθελε να δει πόσο πληθυσμό είχε το απέραντο κράτος του.
Ένα μεγάλο πηγαινέλα αναστάτωσε όλη την Παλαιστίνη, γιατί η απογραφή έπρεπε να γίνει στον τόπο καταγωγής του καθενός. Η Μαρία και ο Ιωσήφ κατάγονταν από τη γενιά του Δαβίδ. Έπρεπε λοιπόν να πάνε στη Βηθλεέμ.
Φτάνοντας εκεί, χτύπησαν όλες τις πόρτες. Μα ούτε σε σπίτι ούτε σε πανδοχείο βρήκαν δωμάτιο. Επειδή η Παναγία ήταν ετοιμόγεννη, ένας πανδοχέας τη λυπήθηκε και τους επέτρεψε να μείνουν στο στάβλο με τα ζώα.

Εκεί, στο στάβλο γεννήθηκε ο Χριστός. Η μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον κοίμισε πάνω στα άχυρα, μέσα στο παχνί. Ολόγυρα τα ζώα τού κρατούσαν συντροφιά και τον ζέσταιναν με την ανάσα τους.
Ήταν χειμωνιάτικη και κρύα νύχτα.
Έξω στον κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να κοιμηθούν, μην έρθει ο λύκος και τους τα φάει. Έξαφνα, φως μεγάλο έλαμψε κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους.
Οι ποιμένες τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε:
«Μη φοβάστε, γιατί σας φέρνω μια καλή είδηση που σ’ όλο τον κόσμο θα δώσει χαρά. Σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας, που είναι ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει θα είναι τού
το: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί».
Κι εκεί που μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που σημαίνει: «Δόξα στο Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία. και στους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο Θεός γι’ αυτούς».
Χάθηκαν οι άγγελοι και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το στάβλο, όπως τους είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας, είδαν το βρέφος που κοιμόταν στο παχνί και τη μητέρα του που καθόταν πλάι του. Με συγκίνηση γονάτισαν μπρος στο παχνί και προσκύνησαν.

Τον καιρό που γεννήθηκε ο Χριστός ζούσαν στην Ανατολή τρεις άνθρωποι πολύ σοφοί. Γι’ αυτό τους έλεγαν Μάγους. Αυτοί, που από χρόνια μελετούσαν τα ουράνια σώματα, ξαφνικά παρατήρησαν ένα πρωτόφαντο αστέρι. Έβγαλαν λοιπόν το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Το αστέρι αυτό τους οδήγησε στην Ιερουσαλήμ.
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που περίμεναν τον ελευθερωτή βασιλιά, αναστατώθηκαν, όταν είδαν τους Μάγους. Μα πιο πολύ απ’ όλους αναστατώθηκε ο Βασιλιάς Ηρώδης, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος του πάρει το θρόνο.
Φώναξε λοιπόν τους συμβούλους του και ζήτησε να μάθει πού λένε οι Γραφές ότι θα γεννηθεί αυτός ο βασιλιάς. Εκείνοι του διάβασαν το ιερό βιβλίο με τις προφητείες που έλεγε ότι θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Αμέσως ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους στο παλάτι και τους ρώτησε πότε ακριβώς είδαν το αστέρι. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε με το καλό. Ψάξτε να βρείτε το παιδί κι ελάτε να με ειδοποιήσετε, για να πάω κι εγώ να το προσκυνήσω».
Οι Μάγοι έφυγαν, ακολουθώντας το αστέρι, που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί. Μπήκαν μέσα, γονάτισαν και το προσκύνησαν. Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα (αρώματα).
Μετά την προσκύνηση, άγγελος Κυρίου τους πρόσταξε να μην πάνε πίσω στον Ηρώδη, αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο, γιατί ο Ηρώδης είχε κακό σκοπό για το παιδί.
Οι τρεις Μάγοι έφυγαν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους, γιατί δεν ήθελαν να τους δει και να τους ρωτήσει ο βασιλιάς Ηρώδης, που γύρευε το κακό του παιδιού.
Μόλις όμως έφυγαν οι Μάγοι, ο άγγελος παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ και του είπε:
- Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την Αίγυπτο. Θα μείνετε εκεί ώσπου να σου πω, γιατί ο Ηρώδης θα ψάξει να βρει το παιδί για να το σκοτώσει.
Υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, ο Ιωσήφ πήρε τη μητέρα και το παιδί και φύγανε νύχτα για την Αίγυπτο. Έτσι βγήκε αληθινός ο λόγος που είχε πει ο προφήτης Ωσηέ, πολλά χρόνια προτού γεννηθεί ο Χριστός: «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου».
Αργότερα, όταν ο Ηρώδης είχε πια πεθάνει, παρουσιάστηκε ξανά ο άγγελος στον Ιωσήφ και του παράγγειλε να πάρει τον Ιησού και τη Μαρία και να γυρίσουν πίσω στην Παλαιστίνη. Γύρισαν πραγματικά, και πήγαν να μείνουν στη μικρή πόλη που την έλεγαν Ναζαρέτ, πατρίδα της Παναγίας. Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς.

Γι’ αυτό αργότερα τον είπαν Ναζωραίο.
Το Χριστόψωμο…
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στους Σαρακατσάνους
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους βλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα βλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κεφαλονιά
Χαρακτηριστική είναι μια κεφαλλονίτικη συνήθεια. Όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κρήτη
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας

Η Αγγελική Χατζημιχάλη, η μάνα της ελληνικής λαογραφίας, ταξιδεύει σ’ όλη την Ελλάδα οπού οι γνήσιοι, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου την αγκαλιάζουν και της προσφέρουν την καθημερινότητά τους, της ανοίγουν τη ζωή τους στα μάτια της με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο παρασκευής ή κατασκευής από φαγητά, γλυκά, υφαντά μέχρι ξυλόγλυπτα, ασημικά, κεραμικά… στο παρακάτω άρθρο μας περιγράφει με ζωντάνια την φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας.


Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)
Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού αυτού. Ο μεγάλος αυτός νομός που αρχίζει από την Περαχώρα, έχει δηλ. βορεινά τα Γεράνια όρη και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, δυτικά τα βουνά της Κυλλήνης ( Ζήρειας ), νότια τα βουνά του Αρτεμισίου και τον Αργολικό κόλπο, ανατολικά την χερσόνησο της Ερμιονίδος επί του Σαρωνικού κόλπου και φθάνει μέχρι του ισθμού της Κορίνθου, είχε μια κοινή φορεσιά. Στη μεγάλη αυτή περιοχή επικρατούσε η γνωστή φορεσιά με το σιγκούνι με παραλλαγές μονάχα στα κεντήματα που είχαν στο ποκάμισο, ο τζάκος, η τραχηλιά, η ποδιά. Τα κεντήματα αυτά γινωμένα όλα με μετάξια διακρίνονταν για τον πλούτο, την ιδιομορφία, και την ποικιλία τους. Δημιούργημα της ορεινής Κορινθίας ήταν γνωστά με την ονομασία ως κεντήματα της Στυμφαλίας, της πασίγνωστης από την αρχαιότητα θρυλικής λίμνης η οποία μαζί με την κοιλάδα του Φενεού αποτελούσαν το μεγαλύτερον και ευφορώτερον υψίπεδον της Ζήρειας.
Τα κεντήματα που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία θεωρούνται από τα εκλεκτότερα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Έχουν παλιότατη παράδοση σε διακοσμητικά γεωμετρικά θέματα, τεχνοτροπία, χρωματισμούς και ιδιότυπη τεχνική μέθοδο. Είναι όλα μετρητά. Γίνονται δηλ. μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Για τα κεντήματα αυτά απαιτείται να γίνει κάποτε εκτενής και λεπτομερής μελέτη.
Η φορεσιά διακρίνονταν σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική. Τα τμήματά της μοιάζουν με τα τμήματα των στολών της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας κλπ. Όπως και σε κείνες έτσι και σ’ αυτή κύριο τμήμα τους είναι το σιγκούνι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ οι γυναίκες ακόμη και στον ύπνο τους. Το θεωρούσαν ντροπή να δεί ο άντρας γυναίκα χωρίς σιγκούνι.
Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική κυρίως στα κεντήματα. Η καθημερινή ήταν εντελώς σκέτη και είχε ολίγα ή και ελάχιστα κεντήματα, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντίδια σε όλα τα τμήματά τους. Μόνες τους οι γυναίκες γνέθαν το μπαμπάκι, ύφαιναν τα υφάσματα και μόνες τους τα κεντούσαν.
Τα μπαμπάκια τα παίρνανε από το Άργος και τα γνέθανε μαζεμένες καμιά δεκαριά μαζί τα βράδια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι. Μετάξια δεν βγάζαν όλες οι οικογένειες. Οι πλουσιώτερες τρέφανε μεταξοσκώληκες και αυτές δίνανε στις άλλες όσα κουκούλια χρειάζονταν. Οι ίδιες κατεργάζονταν το μετάξι και το γνέθανε μόνες ρόκα – αδράχτι δηλ. στριμμένο ίσια, λεπτό, κατάλληλο για κέντημα. Ύστερα το βάφανε με διάφορα χρώματα. Για το ποκάμισο και την ποδιά προτιμούσαν το καφετί και το μαύρο και κάπου κάπου βάζανε μερικά τμήματα από κέντημα γινωμένο άλλοτε με κόκκινο άλλοτε με γαλάζιο ή κίτρινο χρώμα. Γι’ αυτό γενικός χρωματισμός σε όλα τους σχεδόν τα ποκάμισα είναι το καφετί ή το μαύρο που ποικίλλονται σποραδικά με τα λίγα παραπάνω χρώματα που αναφέραμε.
Η τραχηλιά όμως είχε άλλοτε αυστηρούς και άλλοτε ζωηρούς χρωματισμούς. Στην περιοχή της Στυμφαλίας και του Φενεού σε όλη την ψηλή περιφέρεια της Ζήρειας ήταν καφετιά σκούρα, ενώ σε όλα τα πεδινά μέρη, στο Άργος, στην Νεμέα, στην Επίδαυρο επικρατούσε το κόκκινο χτυπητό χρώμα.
Τη φορεσιά αποτελούν: Το μισοφόρι, το ποκάμισο, ο μπούστος, ο ονομαζόμενος διμινό με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, το σιγκούνι ή η σιαγκούνα, το γιουρντί, η τραχηλιά, το ζωνάρι, η ποδιά.


Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους








Ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από το τσεμπέρι, τη μαντήλια και τη μπόλια ή το μεσάλι. Τα κοσμήματα είναι: Οι αλυσίδες ή τα λεντίκια, η καδένα με τον σταυρό, τα καρφιτσάλια (οι καρφίτσες), τα πετάλια (βραχιόλια). Γενικά τα κοσμήματα είναι παρόμοια με τα γνωστά στις φορεσιές της Αττικοβοιωτίας, και σε όλες τις φορεσιές με το σιγκούνι, κλπ. Όπως π.χ. οι αλυσίδες, η καδένα με τον σταυρό (εικ. 9), είναι αλυσίδες διάφορες με στρογγυλές πλάκες και ιδιότυπα σχέδια ( ο σταυρός, η Παναγία και πολλά άλλα) ή με τα κρεμασμένα νομίσματα και παράδες, τ’ άσπρα.
Το μισοφόρι, που βάζουνε πρώτο πρώτο είναι το εσωτερικό πουκάμισο. Μαλομπάμπακο, είχε φύλλα φαρδιά και λοξά και χρώμα ολόλευκο. Το στιμόνι γινωμένο με μπαμπάκι το γνέθαν ίσια στ’ αδράχτι για να είναι καλά στριμμένο και το μάλλινο υφάδι δρούγα στ’ αδράχτι για να είναι να είναι απαλό. Το σχήμα του ήταν όμοιο με το ποκάμισο και δεν είχε κανένα στολισμό. Το ποκάμισο, παλιότερα ήταν μακρύ. Γινόταν από χοντρό μπαμπακερό χειρίσιο ύφασμα του αργαλειού. Λεγόταν κοντό, γιατί δεν είχε μανίκια όπως δεν είχαν τα άλλα ποκάμισα της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας κλπ. Αργότερα όμως άρχισαν να βάζουν κεντητά μανίκια για ν’ αποφεύγουν τα κατωμάνικα. Στο ποδόγυρο και στα μανίκια το ποκάμισο είχε λιγώτερα ή περισσότερα κεντήματα ανάλογα με τον προορισμό του, καθημερινό, γιορτινό, νυφιάτικο. Εξαιρετικό ποκάμισο ήταν το νυφικό διακοσμημένο μπροστά με μακριές όρθιες ταινίες – κολόνες, που φθάναν έως τη μέση, και λεγόταν κολονάτο. Είχε όμως και άλλες όρθιες ταινίες ολόγυρα μικρότερες. Αλλά και στ’ άλλα ποκάμισα βάζαν κεντήματα ιδιότυπα και μοναδικά στο είδος τους των οποίων δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των σχεδίων.
Στα εξαιρετικά αυτά πρότυπα όλα γεωμετρικά βρίσκομε και διάφορες επιδράσεις από τις γύρω περιοχές όπως π.χ. το ποκάμισο που έχει κέντημα Αττικής στον ποδόγυρο, άλλο ποκάμισο που έχει κέντημα Αράχοβας στα μανίκια και το ποκάμισο με σχέδιο της Τανάγρας τα παιδιά που χορεύουν, στα μανίκια κλπ. Οι γριές φορούσαν ποκάμισα χωρίς κεντήματα. Το νυφικό ποκάμισο το δίνανε να το φορέσουν άλλες δύο νύφες κι’ ύστερα το κρύβανε στην κασέλα για να το βάλουν σάβανο στη νεκραλλαξιά στο μεγάλο ταξίδι.
Ο μπούστος το διμινό, είναι κοντός, παρόμοιος στο σχήμα με το τζάκο της Αττικής κλπ., συγκρατεί τα κεντητά μανίκια που φθάνουν ως τον αγκώνα, τα πανωμάνικα. Έχει κι’ αυτός στα μανίκια όμορφα και ιδιόρρυθμα κεντήματα. Το μπούστο κατάργησαν τα τελευταία χρόνια και στη θέση του βάλανε μανίκια. Τα κατωμάνικα, είναι τα μανίκια που πέφτουν κάτω από τα πανωμάνικα του διμινού και στερεώνονται πρόχειρα στα μανίκια του. Έχουν κι’ αυτά όμορφα ιδιότυπα κεντήματα, όμοια στα σχέδια με τα κεντήματα που έχουν τα πανωμάνικα. Κι αυτά καταργήθηκαν όταν βάλανε μανίκια στο ποκάμισο. Το σιγκούνι ή η σιαγκούνα ήταν ολόασπρη και μακριά. Το ύφασμά της ήταν μάλινο, δίμιτο του αργαλειού νεροτρουβιασμένο και το λέγανε ράσικο. Όταν πάλιωνε το βάφανε γαλάζιο σκούρο σαν μούρο. Η βαφή του γινόταν μ’ ένα θάμνο σαν κουμαριά τον λεγόμενο μελεγύ. Στο βάψιμο ρίχνανε αντί για στήψι, βιτριόλι. Η σιγκούνα ( το ύφασμα) είχε φάρδος 0,35 μ. πόντους όταν τη φέρνανε από τη νεροτριβή.









Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)







Σαν την ράβανε οι ντόπιοι ραφτάδες, την κόβανε σε 7 κομμάτια, λόξες και την κεντούσαν ολόκληρη πλάκα με μαλλιά γαλαζοπράσινα. Το κέντημά της έμοιαζε με το κέντημα της παλιάς γαλάζιας σιγκούνας της Αττικής. Αυτή τη σιγκούνα τη συνήθιζαν αργότερα για καθημερινή και φτιάσανε άλλη για καλή με ωραία πολύπλοκα σχέδια γινωμένα με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η σιγκούνα αυτή άρχισε σιγά σιγά να κονταίνει, να γίνεται κομψότερη ενώ κρατούσε τον ίδιο πολύχρωμο διάκοσμό της. Οι γριές δεν φορούσαν σιγκούνα αλλά γιούρντα. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα σα μαύρη και είχε φλόκια εσωτερικά σαν της Αττικής περίπου. Ολόγυρα και στις μασχάλες για να μη ξεφτάει την ρέλιαζαν με τσόχα το ρούχο, όπως και τις σιαγκούνες.
Το ρέλιασμα το λέγανε φυτιλάκι. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα ή μαύρη και άσπρο ολόγυρα το φυτιλάκι. Κάτω στο τελείωμα, στις δύο γωνίες είχε από μια φούντα άσπρη. Οι γιούρντες ήταν μακριές μέχρι τα γόνατα και οι παλιές σιαγκούνες πολύ πιο κάτω από την περιφέρεια.
Η τραχηλιά, δεν έλειπε ποτέ από καμιά φορεσιά. Ήταν γινωμένη από ύφασμα μπαμπακερό, πανί δίμιτο του αργαλειού κι’ είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια κεντημένα με μετάξια, σε παλιότατη παράδοση και ιδιόρρυθμα σχέδια.
Πολλών το βάθος είναι κατακόκκινο και ποικίλεται με πράσινα μετάξια. Άλλα είναι γινωμένα ολόκληρα με καφέ χρωματισμό. Τα κεντήματα αυτά αξίζουν ιδιαίτερα την προσοχή και την μελέτη μας. Το ζωνάρι, μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, είχε στιμόνι και υφάδι διπλά στριμμένο. Το βάφαν κρεμεζί δηλ. βυσσινί σκούρο κι’ άλλοτε κόκκινο με ριζάρι. Το μάκρος του ήταν δύο οργιές ή πέντε πήχες. Η κάθε οργιά είχε μάκρος όσο είναι και τα δύο χέρια ανοιγμένα δηλ. 2,50 πήχες. Το φάρδος του ήταν 0,30 μ. Το δίπλωναν στα δύο κι’ έτσι το φάρδος γινόταν 0,15 μ. Διπλωμένο το γύριζαν αρκετές βόλτες στη μέση και τα μεγάλα κρόσια του 0.20 μάκρος και τ’ άφηναν να πέφτουν στα πλάγια.
Η ποδιά, δεν έλειπε κι’ αυτή ποτέ από τη φορεσιά. Ήταν από πανί δίμιτο του αργαλειού. Το σχήμα της και ο στολισμός της αποτελούν υπόδειγμα μοναδικό ανάμεσα στις ελληνικές ποδιές. Η καλή νυφική ποδιά είχε σχέδιο κολονάτο που έμοιαζε με του ποκάμισου.
Ο κεφαλόδεσμος. Τον καθημερινό τον αποτελούσαν το τσεμπέρι και η μαντίλια. Το τσεμπέρι, μπαμπακερό μαντίλι με σταμπωτά λουλούδια, το δίπλωναν τριγωνικά και το φορούσαν με τις άκρες στριφογυρισμένες γύρω από το κεφάλι. Πάνω από το τσεμπέρι έπεφτε η μαντίλια. Οι νιές βάζανε κίτρινη μαντίλια με λουλούδια σταμπωτά κι’ οι γριές μαύρη με λίγα χρωματιστά λουλούδια. Η νύφη κι’ όλες οι άλλες γυναίκες στο γάμο, στα πανηγύρια, στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, τη Λαμπρή, στις γιορτές των ανδρών τους, φορούσαν πάνω από το τσεμπέρι τη μπόλια ή το μεσάλι. Η μπόλια ή το μεσάλι, είχε μεγάλη διάδοση γύρω σ’ όλη την περιφέρεια.
Φαίνεται πως την φορούσαν τον παλιό καιρό από τα Βίλλια του Κιθαιρώνα ίσαμε την Τσακωνιά και σ’ όλη την Αργολιδοκορινθία. Η μπόλια ή το μεσάλι γινόταν από μπαμπακερό δίμιτο ύφασμα που είχε πλάτος 0.35. Το μάκρος της τον παλιό καιρό ήταν άλλοτε 1,95, άλλοτε 2,70 και άλλοτε 2,90. Τα πλατειά μεταξωτά κεντήματα στις δύο άκρες της μπόλιας πιάνανε όλο το πλάτος του υφάσματος. Είχαν ύψος περίπου 0,30 – 0,50 μ. ανάλογα με τον πλούτο της φορεσιάς και κατέληγαν σε πλούσια κρόσια, με φούντες 0,20 μ. μάκρος. Το κέντημα και τα κρόσια ήταν ολομέταξα σε ποικίλα χρώματα, συνήθως ολοκόκκινα ή καφέ σκούρα, πράσινα κλπ. Οι βελονιές των κεντημάτων ήταν ποικίλες: γαζοβελονιά, πισωβελονιά, σταυροβελονιά και ατζαλωτή βελονιά. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κεντήματα έχουν πλήθος σχεδίων και χρωματισμών. Πολλά μάλιστα είναι επηρεασμένα από κεντήματα της Λειβαδιάς των Θηβών και σε αρκετά βρίσκουμε τη Σαρακατσάνικη επίδραση. Τη μπόλια δεν ξέρομε πως τη δένανε τα παλιά χρόνια που γινόταν μακριά. Αργότερα όμως σαν κόντηνε απλωνόταν πάνω στο κεφάλι. Το πλάτος του υφάσματος το σκέπαζε ολόκληρο. Η μια της άκρη η κεντημένη διπλώνονταν γύρω γύρω σαν κουλούρα και στόλιζε το κεφάλι σαν στεφάνι πάνω από το μέτωπο, ενώ οι φούντες πέφτανε πάνω στο δεξί μάγουλο. Η άλλη άκρη της μπόλιας απλώνονταν πάνω στη ράχη έτσι που το πλούσιο κέντημά της να την στολίζει. Σαν κατάργησαν τη μπόλια οι χωρικές της Αργολιδοκορινθίας βάλανε όλες τσεμπέρι και μαντίλι.
Το τσεμπέρι, άσπρο μπαμπακερό μαντίλι, δένανε σφιχτά στο κεφάλι για να συγκρατεί τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι ρίχνανε το μεγάλο άσπρο μπαμπακερό μαντίλι που είχε στους γύρους σταμπωτό διάκοσμο λουλούδια, κλάρες κλπ. Από τα ιδιότυπα έθιμα του γάμου που μοιάζουν με τ’ άλλα ελληνικά, αναφέρομε των αδελφοποιτών, βλάμηδων. Ένα βλάμη με τους δυο γονιούς του να ζούνε, είχε η νύφη κι’ άλλον ένα ο γαμπρός. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα σε όλα τα έθιμα του γάμου. Ο βλάμης του γαμπρού όταν πέρνανε τη νύφη από το σπίτι της πήγαινε μπροστά και κρατούσε το φλάμπουρο, που αποτελούνταν από ένα καλάμι που είχε στην κορφή του ένα σταυρό, μ’ ένα μήλο στολισμένο με γαρύφαλλα. Ένα κόκκινο μαντήλι από τουλπάνι απλώνονταν σαν σημαία. Τα προικιά που πέρνανε ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε νύφης. Τέσσερα – πέντε σιγκούνια, τέσσερα – πέντε μισοφόρια, πέντε – έξη ποκάμισα με διάφορα σχέδια κλπ. Όταν φθάνανε οι νιόνυμφοι ύστερα από τη στέψη στο σπίτι της πεθεράς, η πεθερά τους έδινε μια κουταλιά μέλι, τους έδενε με το μαντίλι και τους τραβούσε μέσα για να είναι ενωμένοι σ’ όλη τους τη ζωή και να μη μαλώνουν.
Σήμερα η στολή έχει πολύ απλοποιηθεί. Κι αυτήν ακόμα την φοράνε μόνον μερικές και σε γιορταστικές περιστάσεις. Το ποκάμισο έγινε μια μπλούζα και μια φούστα. Την μπλούζα τη λένε μπόλκα κι’ είναι συνήθως γινομένη από αλατζά. Φοράνε ένα τριανταφυλλί μεσοφόρι και η φούστα έχει κοφτά κεντήματα ξεκινά για να φαίνεται το ρόζ μεσοφόρι. Ο μπούστος και τα κατωμάνικα φυσικά καταργήθησαν. Το σιγκούνι κόντηνε κι’ έγινε λίγο πιο κάτω από τη μέση ενώ εξακολουθεί να έχει τα παλιά του κεντήματα. Η γιούρντα καταργήθηκε όπως και το ζωνάρι. Η τραχηλιά έγινε απλουστάτη, με χασέ και με κεντήματα που τα λένε αραδίτσες.
Αγγελική Χατζημιχάλη

Ο τοκετός, η περίοδος της λοχείας και το νεογέννητο στη λαϊκή ιατρική

Λαογραφικά στοιχεία για τον τοκετό, τη λεχώνα και το νεογέννητο από την περιοχή της Αργολίδας.
Τα παρακάτω στοιχεία προέκυψαν από συνομιλίες με ηλικιωμένες γυναίκες της περιοχής του Άργους οι οποίες είχαν παραβρεθεί ως βοηθοί ή παρατηρητές την ώρα του τοκετού και κατατίθενται ως μαρτυρίες για τον τρόπο που γεννούσε μια γυναίκα 50 και πλέον χρόνια πριν.





Σκηνή τοκετού από το βιβλίο του

Roesslin Der Swangern Frawen

und Hebammen Rosengarten (1513),

που απεικονίζει μια γυναίκα καθισμένη

σε καρέκλα να δέχεται τις φροντίδες δύο μαιών.




Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η περίοδος της Λοχείας αντιμετωπίζονταν για αιώνες ολόκληρους από τον απλό λαό με συγκεκριμένες πρακτικές που αποτελούσαν κράμα λαϊκής ιατρικής και άφθονης δεισιδαιμονίας. Οι γυναίκες που είχαν επιφορτιστεί με το ρόλο της μαμής, σπάνια διπλωματούχες και πολύ συχνότερα πρακτικές, ήταν γυναίκες συνήθως ηλικιωμένες που είχαν μάθει την τέχνη της Μαίευσης δίπλα σε μια άλλη μαμή. Οι πρακτικές μαμές δεν αναλάμβαναν μόνο τα σχετικά με τον τοκετό αλλά συχνά παρέμεναν στο σπίτι και φρόντιζαν για όλες τις υποχρεώσεις που έπρεπε να διεκπεραιωθούν και που σχετίζονταν με τη γέννηση μιας νέας ζωής.
Μόλις έπιαναν μια γυναίκα οι πόνοι, ο σύζυγος και οι οικείοι της ειδοποιούσαν τη μαμή, η οποία έφτανε στο σπίτι και έδινε οδηγίες σχετικά με τα εφόδια που θα χρειαζόταν για τη φροντίδα της επιτόκου, την εκτέλεση του φυσιολογικού τοκετού και τη φροντίδα του νεογέννητου.
Ξεκινώντας φρόντιζαν πάντα στο προσκέφαλο της επιτόκου να βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου ή σπανιότερα του Αγίου Ελευθερίου, που θα βοηθούσε τη γυναίκα να «ελευθερωθεί» από τους πόνους και συχνά έψελναν ύμνους στην Παναγία, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες. Η παράδοση αυτή είναι πανάρχαια και θυμίζει τις συνήθειες των αρχαίων ελληνίδων Μαιών να απευθύνουν τιμές και δεήσεις στις προστάτιδες του τοκετού θεές Ειλειθυϊα, Λητώ, Μαία, Άρτεμη και Ήρα.
Στο κέντρο της θεϊκής τριάδας στέκεται η Λητώ, αριστερά ο γιος της Απόλλων με κιθάρα και δεξιά η κόρη της Άρτεμις με δάδες (4ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας).

Στην κλασική Αθήνα η Άρτεμις ήταν θεά του τοκετού. Η θεά κυνηγός είχε σχεδόν ξεχαστεί.

Πάντοτε είχαν νερό ως ένα απαραίτητο εφόδιο το οποίο, εκτός από τη χρηστική του αξία για τον καθαρισμό της επιτόκου, του νεογνού και της ίδιας της μαμής, είχε και ένα συμβολικό – μαγικό ρόλο: θεωρούσαν πως θα βοηθούσε και αυτό ώστε «σαν το νερό να κυλήσει το μωρό» αποφεύγοντας την καταπόνηση της επιτόκου.
Μετά τον τοκετό, σε ορισμένες περιπτώσεις, περνούσαν το μωρό με προσοχή επάνω από φλόγα. Αυτή η πρακτική πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως μέθοδος αντισηψίας, για να σκοτωθούν τα μικρόβια αλλά ίσως και για δεισιδαιμονικούς λόγους που σχετίζονται με την εξαγνιστική δράση της φωτιάς. Μετά το λουτρό του νεογνού, έσταζαν στα μάτια του σταγόνες από χυμό λεμονιού. Αυτό εκφράζει πιθανώς τη γνώση που είχαν για την καταπολέμηση της γονοκοκκικής οφθαλμίας των νεογνών και αναφέρεται από το Σωρανό, ο οποίος ωστόσο συνιστούσε ενστάλαξη λαδιού, ενώ ακόμη και σήμερα γίνεται σε πολλά Μαιευτήρια ενστάλαξη αντιβιοτικού κολλύριου.
Ένα άλλο περίεργο έθιμο που μου αναφέρθηκε ήταν το «κόψιμο» του νεογνού. Με ένα μικρό ξυράφι χάρασσαν ελαφρά τα άκρα του μωρού επιτρέποντας στο «κακό» αίμα να βγει από το σώμα του.
Στη συνέχεια φρόντιζαν τη λεχώνα και ασχολούνταν ιδιαίτερα με το διαιτολόγιό της. Ανάλογα με το πώς εκτιμούσαν την κατάστασή της μπορούσαν να της δώσουν σούπα από κρέας και κάποιες φορές, προφανώς όταν το κρέας δεν ήταν διαθέσιμο, έφτιαχναν χυλό με αλεύρι και κρασί.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράδοση ήταν το στρώσιμο του τραπεζιού για τις Μοίρες. Συγκεκριμένα πίστευαν πως μέσα στις τρεις πρώτες νύχτες από τον τοκετό, οι τρεις Μοίρες θα επισκέπτονταν τη λεχώνα και θα καθόριζαν τη μοίρα του μωρού της και για το λόγο αυτό έπρεπε να προετοιμαστούν.
Έστρωναν το καλύτερο τραπεζομάντηλο της λεχώνας, τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί, μια κανάτα νερό και ένα μαχαίρι μαυρομάνικο ενώ κάποιες άλλες φορές θεωρούσαν σημαντικό να υπάρχει και κάποιο γλυκό. Η μαμή ή κάποια άλλη γυναίκα παρέμεναν τις τρεις πρώτες ημέρες στο σπίτι και τις νύχτες περίμεναν την έλευση των Μοιρών. Εάν αυτές έμεναν ευχαριστημένες από το τραπέζι τότε θα ήταν ευνοϊκές, διαφορετικά το μωρό δεν θα είχε καλή τύχη.
Η μαμή σιωπηλή και κρυμμένη παρακολουθούσε τη συνομιλία των Μοιρών και δεν παρέμβαινε, ενώ την επομένη το πρωί διηγούνταν στη λεχώνα το τι είχε ειπωθεί. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια γυναίκα μου ανέφερε ότι το αποτέλεσμα της επίσκεψης των Μοιρών δεν ήταν καθόλου καλό και το μωρό πέθανε την τρίτη ημέρα από τη γέννησή του.
Εντύπωση προκαλεί η επιλογή των εφοδίων του τραπεζιού. Εκ πρώτης όψεως κανείς καταλαβαίνει ότι θεωρούσαν πως οι Μοίρες θα έτρωγαν το ψωμί κόβοντάς το με το μαχαίρι και στη συνέχεια θα έπιναν νερό, όπως και πράγματι διηγούνται ότι συνέβαινε.
Ωστόσο από άλλες αναφορές που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, το ψωμί, το νερό και το μαυρομάνικο μαχαίρι φαίνεται πως αποτελούσαν μαγικά αποτρεπτικά αντικείμενα, τα οποία υποτίθεται πως έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των άσχημων ονείρων.
Τόσο τα ρούχα της εγκύου όσο και οι πάνες του μωρού δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να παραμείνουν απλωμένα στο σύρμα μετά τη δύση του Ηλίου και αυτό διότι νεράιδες και ξωτικά θα έπαιρναν τα ρούχα και μητέρα και μωρό θα έχαναν τα λογικά τους. Επίσης φρόντιζαν να μην τοποθετείται το μωρό δίπλα σε παράθυρο ώστε να μην απαχθεί από τις παραπάνω οντότητες και αντικατασταθεί από ένα άλλο δικό τους μωρό. Αλλά και οι ίδιες οι μαμές κινδύνευαν από τα ξωτικά, τα οποία τις απήγαγαν για να βοηθήσουν τις γυναίκες τους όταν γεννούσαν. Εάν τα κατάφερναν τότε τις γέμιζαν χρυσάφι.
Η έγκυος δεν θα έπρεπε να βγει από το σπίτι τις σαράντα πρώτες ημέρες για να μη «ματιαστεί» αλλά κυρίως δεν θα έπρεπε να μπει σε εμπορικό κατάστημα διότι αυτό ήταν μεγάλη γρουσουζιά για τον έμπορο.
Εξετάζοντας το μωρό η μαμή ή κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν σύνηθες να δηλώσει ότι αυτό «κόπηκε». Με τη φράση αυτή εννοούσαν τις κράμπες και δυσκαμψίες που πάθαινε από λάθος στάση του σώματός του ή από λανθασμένο τρόπο φασκιώματος. Τότε κατέφευγαν σε ένα δεξιοτεχνικό μασάζ που η αλήθεια είναι ότι αγχώνει λίγο όποιον το παρακολουθήσει αλλά υποτίθεται πως ανακουφίζει πραγματικά το μωρό.
Στις περιπτώσεις που η ζωή του νεογέννητου κινδύνευε σοβαρά, τότε η Μαμή κατέφευγε στο «αεροβάπτισμα». Σήκωνε δηλαδή το μωρό ψηλά, επικαλούνταν την Αγία Τριάδα κάνοντας με το μωρό στα χέρια το σημείο του Σταυρού και του έδινε όνομα. Αυτή η τεχνική, θεωρούσαν πως είτε μπορούσε να βοηθήσει στην επιβίωσή του είτε εξασφάλιζε πως αν πέθαινε δεν θα ήταν χωρίς όνομα διότι στην τελευταία περίπτωση ένα αβάπτιστο μωρό πίστευαν πως δεν πήγαινε ούτε στον Παράδεισο αλλά ούτε και στην Κόλαση. Άλλοι πάλι έλεγαν όμως ότι αυτά τα μωρά μετατρέπονταν σε Αγγέλους αλλά ορισμένοι Αρκάδες θεωρούσαν πως τα μωρά αυτά γίνονταν «χαμοδράκια».
Όταν όλα πήγαιναν καλά και έφτανε η τεσσαρακοστή ημέρα, η μητέρα έπρεπε να σηκωθεί πριν ξημερώσει, να στρέψει το μωρό της προς την πλευρά του ανατέλλοντος ηλίου ώστε το πρώτο θέαμα από τον έξω κόσμο που θα έβλεπε το μωρό να ήταν ο Ήλιος και να πει την εξής ευχή: «όπως λάμπει ο Ήλιος έτσι να λάμψεις κι εσύ στη ζωή σου» και μια νέα ζωή ξεκινούσε…

Μιχάλης Μώρος
Μαιευτής – Γραμματέας ΣΕΜ Ναυπλίου

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΓΝΩΜΙΚΑ











Η υπερβολική λύπη γελάει. Η υπερβολική χαρά κλαίει.

Υπομονή για το παρόν, πίστη για το μέλλον και χαρά στην προσπάθεια.

Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά. Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος.

Πρέπει να ζούμε σαν να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο και να μελετάμε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα.

Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος.

Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.

Κι αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.

Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο,και δώσ’ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

Οι παλιάνθρωποι ενώνονται σαν τις σάπιες σταφίδες

Όποιος θέλει, βρίσκει καιρό. Όποιος δεν θέλει, βρίσκει πρόφαση.

Λόγος στηλώνει την ψυχήκαι λόγος την κρημνίζει.

Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είναι εκείνη, καθ’ ην κοιμάσαι συ, αλλ’ εκείνη, καθ’ ην κοιμάται η συνείδησίς σου.

Ξεύρεις την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα;που κοκκινίζ’ η σταφυλή και θάλλει η ελαία;― Ω! δεν την αγνοεί κανείς· είναι η γη η ελληνίς!

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Λαϊκό Παραμύθι

Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.

Στα νεοελληνικά χρόνια, θα βρούμε πολλά αινίγματα, διατυπωμένα με λιτότητα, φραστικό ρυθμό, συντομία και έξυπνη αλληγορία. Τα θέματα και τα σύμβολα των αινιγμάτων, παίρνονται από τον αισθητικό αλλά και το νοητό κόσμο. Γενικά το αίνιγμα αντιπροσωπεύει τη γύρω ζωή, αφού αναζητεί τα θέματα και τα σύμβολά του από την υπάρχουσα εμπειρία (ιστορία, παραδόσεις, κοσμοθεωρία, θρησκεία, υλικό βίο, επαγγέλματα, κατοικία, τροφή, ζώα, φυτά). Λειτουργεί δε παιδαγωγικά καθώς ασκεί τη διανόηση μικρών και μεγάλων. Ας δούμε λοιπόν λίγα αινίγματα:
Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει
(καπνός)
κλειδώνω μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μέσα
(ήλιος)
τα δυο καλά στεκούμενα, τα δύο συμπερπατούμενα,
τα δυο που δεν ταιριάζουνε, τα δυο που δε λαγιάζουνε
(ήλιος και φεγγάρι)
Τρεις τη βαστούνε και γεννά, μαύρα τα κάνει τα παιδιά και πίσω της τα’ αφήνει
(πέννα)
Από την γην επλάστηκα ως ο Αδάμ, στην κάμινον εψήθηκα ως οι τρεις Παίδες, τα χείλη μου πολλούς εδρόσισαν, αλλά στο θάνατό μου κανείς δε βρέθηκε να θάψει τα οστά μου
(στάμνα)
Φίδι είδα μεσ’ στο λάδι κι είχε ήλιο στο κεφάλι
(λύχνος)
Γύμνια στέκ’ η κοπελιά μέσα στην ξεροβρουλλιά
(η μυζήθρα στο τυροβόλι)
Μικρή μικρή νοικοκυρά, μεγάλη πίττα φτιάχνει
(μέλισσα)
Παράληψη θα ήταν να μη συμπεριλάβουμε εδώ τα σοφά κληροδοτήματα των αιώνων, τις παροιμίες, τα γνωμικά και τις διάφορες εκφράσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, κουβαλώντας τη σοφία του λαού. Και επειδή δεν θα χωρούσαν ούτε σε τόμους βιβλίων αυτά που βρήκαμε, θα δώσουμε εδώ λίγες, τις πιο χαρακτηριστικά και όχι απαραίτητα τόσο γνωστές. Άλλωστε τις πολύ γνωστές τις ξέρετε ήδη!
Δεν το χω που δεν πεθαίνω, μόνο που ζω κι όλο μαθαίνω
Η φτώχια χαμηλώνει τα’ αυτιά
Της αδικιάς το γέννημα, σε ποντισμένο μύλο
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια
Το πρόβατο που θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη τη μαγκούρα
Τι σου λείπει κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι
Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει
Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θα χει και τους τζιτζίκους
Πέντε μέτρα κι ένα κόβε
Όλα τα χει η Μαριωρή, μόνο ο φερετζές της λείπει
Δίνει στο σκύλο άχυρα και στο μουλάρι κρέας
Σαν της τρελής τα μαλλιά
Σαν τη μύγα μες στο γάλα
Χαράς ευαγγέλια
Από πέτρα σε λιθάρι
Ο ποντικός δεν χώραγε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα
Έτρεχε ένας μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι
Την έπαθε σαν την αλεπού με τα σταφύλια
Η αλήθεια είναι λάδι και πλέει
Βλέπεις στραβέ; Βλέπει ο θεός
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι να ναι χάρη
Βόηθαμε να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε το βουνό
Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι
Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
Ο θεός δίνει το ντέρτι, ο Θεός και το ντερμάνι (αντοχή)
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί
Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το
Δικοί μου όσους κλείνει η πόρτα μου
Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μην πεις, να μη σου πούνε
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Ερωτήσαν την καμήλα, ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος; Ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Και αποκρίθηκε: Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;
Βράζει με το ζουμί του
Κακή γυναίκα και καπνός σε διώχνουν απ΄ το σπίτι
Του Θεού ένα κερί και του διαβόλου δέκα
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά το
Ότι κάμεις, λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει
Καινούρια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται

ΛΙΜΝΕΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ




Στα 500 μέτρα υψόμετρο, στο βορειοανατολικό άκρο του δήμου Μυκηναίων βρίσκεται το δημοτικό διαμέρισμα Λιμνών.


Έχει 920 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται ως επί το πλείστον με την κτηνοτροφία, μετά την εγκατάλειψη της καπνοκαλλιέργειας.


Το χωριό είναι ορεινό, γεμάτο πέτρα και ελάχιστο χώμα, το οποίο για να συγκρατηθεί και να μπορέσει να καλλιεργηθεί, οι κάτοικοι κατασκεύασαν αναβαθμίδες (πεζούλια).

Το χωριό απέχει 124 χλμ. από την Αθήνα και συνδέεται οδικά με το Άργος (18 χλμ.) και με την Κόρινθο (35 χλμ.).Κατά την διάρκεια της Α' Τουρκοκρατίας(1463 -1686), η περιοχή των Λιμνών ανήκε στο βιλαέτι (επαρχία) Κορίνθου .
Οι Ενετοί που διαδέχθηκαν τους Τούρκους διατήρησαν την Τουρκική διαίρεση και απλά μετονόμασαν τα βιλαέτια σε "territorii". Το 1700, έχουμε απογραφή από τους Ενετούς (απογραφή Νένι), όπου κοντά στην περιοχή των Λιμνών αναφέρεται και η περιοχή Maculus golemi που πιθανόν να ήταν ένας μαχαλάς του σημερινού χωριού (δυτικά)
Κατά την Β' Τουρκοκρατία (1715- 1821), οι Τούρκοι διατήρησαν την παλαιά διοικητική διαίρεση και οι Λίμνες παρέμειναν στο βιλαέτι της Κορίνθου .
Το 1816, κατά τον Πουκεβίλ, οι Λίμνες έχουν 120 οικογένειες και όπως προαναφέραμε ανήκαν στο βιλαέτι της Κορίνθου (Πουκεβίλ: Voyage en Grece Τομ.V σελ.211-213 και Μ. Σακελαρίου : Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατία σελ. 101-102).Ο πληθυσμός του χωριού μετά την Ελληνική επανάσταση είχε ως εξής: Το 1833, 738 κατ. και το 1879, 895 κατ.
Μετά το 1912, όταν ιδρύθηκε η κοινότητα Λιμνών, ο πληθυσμός έχει ως εξής: Το 1920, 944 κατ., το 1928, 1354 κατ., το 1940, 1555 κατ., το 1951, 1408 κατ., το 1961, 1429 κατ., το 1971,1305 κατ., το 1981,1281 κατ., το 1991,1086 κατ. και το 2001, 920 κάτοικοι.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΜετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση από τους Τούρκους σχηματίσθηκαν οι πρώτοι ΔήμοιΤο χωριό μας αποτέλεσε μαζί με το ΜπερμπάτιΤον Δήμο Λιμναίας, [Λίμναις(738 κατ.), Μπερμπάτι (230 κατ.)] ο οποίος σχηματίσθηκε με το Β.Δ. της 28ης Απριλίου / 10 Μαΐου 1834 και με το Β.Δ. της 30ης Αυγούστου /11 Σεπτεμβρίου 1840, «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Αργους», κατατάχθηκε ως δήμος της επαρχίας Αργους στη Γ' Τάξη με πληθυσμό 968 κατοίκους και έδρα το χωριό Λίμνες. Πρώτος Δήμαρχος εξελέγη ο Μιγγολιός ( Λιμνιάτης )δήμος Λιμναίας συγχωνεύθηκε στο δήμο Ιναχίας, ο οποίος με τη νέα σύσταση του κατατάχθηκε στη Γ' τάξη με πληθυσμό 1531 κατοίκους και έδρα το χωριό Χώνικα. Με την ονομασία Δήμος ΙναχίαςΤο Β.Δ. της 23ης Δεκεμβρίου 1867 μετέφερε την έδρα του δήμου από το χωριό Χώνικα στο χωριό Μπερμπάτι.Με το Β.Δ. της 20ης Μαΐου 1871 ο δήμος Ιναχίας μετονομάσθηκε σε δήμο Προσυμναίων. Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Πρόσυμνα, η οποία όφειλε το όνομα της στην τροφό της Ήρας και θυγατέρα του Αστερίωνα, Προσύμνη.ΕΜΒΛΗΜΑΤο έμβλημα (παγώνι με ανοιχτή την ουρά) του δήμου επέλεξε ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης και καθορίστηκε με το Β.Δ. της 20ης Μαΐου 1871: [«... (ίνα) η σφραγίς του δήμου φέρη έμβλημα εν τω μέσω μεν «ταών έχοντα ανοικτή την ουρά του », γύρωθεν δετά λέξεις «δήμος Προσυμναίων»].Με το Β.Δ. της 17ης Μαρτίου 1875 η έδρα του δήμου Προσυμναίων, μεταφέρθηκε από το χωριό Μπερμπάτι στο χωριό Πασιά.Το Β.Δ. της 22ας Φεβρουαρίου 1877 μετέφερε την έδρα του δήμου από το χωριό Πασιά στο χωριό Μπερμπάτι.Ο δήμος Προσυμναίων κατατάχθηκε στη Β' τάξη, με πληθυσμό 2271 κατοίκους, με το Β.Δ. της 6ης Σεπτεμβρίου 1879.Στο συνολό τους (πλήν μιάς η δύο περιπτώσεων) οι Δήμαρχοι ησαν από τις Λίμνες παρόλο πού πολλές φορές το χωριό «κατέβαζε και δύο συνδυασμούς»Εκτός του Μιγγολιού ο οποίος ηταν ο Πρώτος Δήμαρχος κατόπιν εκλέγονταν Δήμαρχοι ,Παπαγεωργόπουλος ,Νώτης Παπαψωμάς (σε προσεχή αναρτηση θα αναφερθούμε αναλυτικότερα )1912-1997Το 1912 με το νόμο ΔΝΖ', η κυβέρνηση Βενιζέλου προχώρησε στη διοικητική διαίρεση της χώρας σε Δήμους και Κοινότητες. Ο δήμος Προσυμναίων και ο δήμος Μυκηνών καταργήθηκαν και τα χωριά που τους αποτελούσαν μέχρι τότε έγιναν ανεξάρτητες κοινότητες, που διατήρησαν τη φυσιογνωμία τους με μικρές αλλαγές μέχρι το 1997, οπότε και ψηφίσθηκε ο νόμος 2539 με τον οποίο αναδιαρθρώθηκε η δομή των πρωτοβάθμιων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (σχέδιο «Ιωάννης Καποδίστριας»).Σύμφωνα με τον νόμο 2539 μέρος των κοινοτήτων που ανήκαν στον παλιό Δήμο Προσυμναίων μαζί με μέρος των κοινοτήτων που ανήκαν στον παλιό Δήμο Μυκηνών συγκρότησαν το Δήμο Μυκηναίων, ο οποίος σήμερα αποτελείται από τα δημοτικά διαμερίσματα:Λιμνών, Προσύμνης, Νέου Ηραίου (Χώνικας), Μοναστηρακίου Μυκηνών, Φιχτίων και Μπόρσα με πρώτο Δήμαρχο τον Παναγιώτη Γκορίτσα Από την Προσύμνη(Μπερμπάτι)ο οποίος εμεινε Δήμαρχος για 2 χρόνια καί κατόπιν παραιτηθηκε,στην συνέχεια για τα επόμενα 2 χρόνια εκλέχθηκε από τό Δημοτικό Συμβούλιο Ο Πετσέλης Χρήστος ,στίς εκλογές πού ακολούθησαν εκλέχθηκε ο Τσούμπας Γεώργιος Από τίς Λίμνες καί σήμερα ειναι ο Μαυρόγιαννης Επαμεινώνδας από τό Νέο Ηραίο.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

λαϊκοι παραδοσιακοί χοροί


Ζωναράδικος : Χορός μεικτός (χορεύεται από άντρες και γυναίκες) , κυκλικός , με μεγάλη διάδοση σε όλη τη Θράκη . Το όνομά του το οφείλει στο ότι , οι χορευτές , πιάνονται ο ένας από τον άλλον από τα ζωνάρια . Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες . Σύμφωνα με τα ήθη παλιότερα , ο τελευταίος άντρας , που θα πιανόταν με την πρώτη γυναίκα του γυναικείου κύκλου για να σχηματίσουν έναν ενιαίο κύκλο χορού , έπρεπε απαραίτητα , να έχει συγγενική σχέση μαζί της .

Συγκαθιστός : Μεικτός , αντικρυστός , κατά ζεύγη . Την ονομασία του την οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή , ημικάθεται , μια στο δεξί και μια στο αριστερό πόδι . Χορεύεται στους γάμους , όταν πηγαίνουν να πάρουν την νύφη , αλλά και σε άλλα πανηγύρια και γλέντια και συνοδεύεται από ενθουσιώδη επιφωνήματα .

Χασάπικος Πολίτικος ή Μακελλάρης : Θεωρείται πολεμικός χορός . Πήρε την ονομασία του από το ότι ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από την συντεχνία των μακελλάρηδων (χασάπηδων) .

Αντικρυστός ή Καρσιλαμάς : (Καρσί = Αντίκρυ) . Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις . Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού , οι γυναίκες κρατούν μαντίλι από δύο διαγώνιες άκρες , με τεντωμένε ή λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες , και κινούν τα χέρια δεξιά κι αριστερά , ή περιστρέφουν το μαντίλι κυκλικά στη μία κατεύθυνση , ώσπου να διπλωθεί και μετά , αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση .

Ταπεινός : Γαμήλιος χορός , καθαρά γυναικείος , απλός και αργός με μικρά βήματα . Είναι ο πρώτος χορός μετά την στέψη , με την νύφη στην κορυφή του χορού .

Κουσευτός : Χορός που ονομάστηκε έτσι , από το ότι τα βήματά του είναι τρεχάτα (κουσεύω = τρέχω)

Χορός της παλαίστρας : Συνηθιζόταν σε γάμους και πανηγύρια , όπου απαραίτητο στοιχείο ήταν το αγώνισμα της πάλης , πολλές φορές από επαγγελματίες παλαιστές .

Σουφλιουτούδα : Γυναικείος χορός του Σουφλίου . Την ονομασία του την οφείλει στον εναρκτήριο στίχο “Σουλτάνα Σουφλιουτούδα” τοπικού χορευτικού τραγουδιού .

Γιάννη μ’ , Γιαννάκη μου : Μεικτός χορός του Σουφλίου επίσης με το όνομά του από τοπικό τραγούδι .

Γίκνα : Γαμήλιος χορός της Ορεστιάδας . Το όνομά του οφείλει στο χρώμα (κνα) , που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το βάψιμο των νυχιών τους .

Σούστα : Μεικτός χορός της περιοχής Διδυμοτείχου . Το όνομά του βγήκε από το “σουστάρισμα” , (λύγισμα) των ποδιών .

Του Μαμά τα παλικάρια : Μεικτός χορός της περιοχής της Γρατινής Ροδόπης . Το όνομά του , από τον εναρκτήριο στίχο του τοπικού τραγουδιού (“Του Μαμά τα παλικάρια , ήταν όλα σαν λιοντάρια”) .

Ζεϊμπέκικος : Αργός χορός , παρόμοιος με τον αντικρυστό Καρσιλαμά . Θεωρείται χορός πολεμικός και χορεύεται μόνο από δύο άτομα . Οι κινήσεις γίνονται μέσα σε νοητό κύκλο . Έχει αργό και γρήγορο μέρος , χωρίς τυποποιημένα βήματα , τα οποία κατά περίσταση δίνουν στον χορευτή την δυνατότητα να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του .

Λαγίσιος ή Λαγίτικος : Μιμητικός και σκωπτικός χορός , που παριστάνει το κυνήγι του λαγού . Είναι κυκλικός και χορευόυαν παλιότερα στα βραδυνά γλέντια του γάμου , για να δημιουργήσει ευθυμία και χαλάρωση , μετά την υπερένταση της ημέρας .

Πως το τρίβουν το πιπέρι : Πολύωρος (;) μιμητικός ανδρικός χορός .Οι ίδιοι οι χορευτές τραγουδούν και προσπαθούν να μιμηθούν τις αντίστοιχες κινήσεις υποθετικού τριψίματος πιπεριού με τα μέλη του σώματός τους (αγκώνα , γόνατα , μύτη κλπ)

Χορός του Μαχαιριού ή Αράπικος : Χορός από δύο άντρες , που κρατούν μαχαίρια και ο ένας προσπαθεί να ακουμπήσει το στήθος του άλλου , οπότε αυτός πέφτει κάτω προσποιούμενος τον νεκρό , και ο νικητής χορεύει γύρω του θριαμβευτικά . (ο χορός αυτός αναφέρεται και στην “Κύρου Ανάβασις” του Ξενοφώντα , Βιβλίο Στ’ , κεφ. 1 , 5-6) .

Οι χοροί των Αναστεναρίων : Ιδιότυποι και ιδιόμορφου χοροί , που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην όλη τελετουργία , και αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία του … εκστασιασμού των τελεστών . Οι βηματισμοί στους χορούς αυτούς , είναι απλοί , με στατικότητα και αυτοσχεδιασμούς και με ανάλογες κινήσεις των χεριών , που εκφράζουν την ψυχοσύνθεση και τα συναισθήματα των οιστρόπληκτων χορευτών .

silia.wordpress.com

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Αμπαή αρχές 20ού αι


Αμπαή αρχές 20ού αι. Δ. 0.43x0.65 μ. Μαλλί, μετάξι Σαρακατσάνοι Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 9089 Αμπαή, μάλλινο κάλυμμα με ενυφασμένο διάκοσμο για το στολισμό του αλόγου που χρησιμοποιούσαν στο ψίκι (γαμήλια πομπή). Σε μπλε σκούρο φόντο προβάλλουν ρόδακες από πολύχρωμα μεταξωτά γαϊτάνια και κομμάτια κόκκινης τσόχας. Στις τρεις πλευρές κρόσσι.

Δισάκι αρχές 20ού αι.


Δισάκι αρχές 20ού αι. Δ. 1.10x0.45 Μαλλί ,δέρμα Μικρά Ασία Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 14644 Δισάκι μάλλινο υφασμένο με την τεχνική του χαλιού με διακοσμητικές λεπτομέρειες από δέρμα. Πλούσιος πολύχρωμος διάκοσμος με παράσταση του Αγίου Δημητρίου και στις δύο πλευρές. Στο κέντρο δεσπόζουν μεγάλα ακτινωτά λουλούδια.

Χράμι αρχές 20ου αι


Χράμι αρχές 20ου αι. Δ. 1.80Χ1.05 μ. Μαλλί Μέτσοβο Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 10506 Ορθογώνιο μάλλινο υφαντό παραπέτασμα πόρτας. Ο πολύχρωμος διάκοσμος είναι ταξινομημένος σε δύο επιφάνειες. Η εξωτερική είναι κόκκινη ενώ η εσωτερική μαύρη και απολήγει σε αέτωμα. Τυποποιημένα φυτικά μοτίβα, συνδυασμένα με σύνθετη ζικ-ζακ γραμμή.

Κιλίμι αρχές 20ου αι


Κιλίμι αρχές 20ου αι; Μαλλί Πλαταιές Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 17587 Μάλλινο ριγωτό υφαντό με πολύχρωμο ενυφασμένο διάκοσμο. Ο διάκοσμος αποτελείται από πλατιές ταινίες με γεωμετρικά θέματα όπως ρόμβοι, τσιγκελωτά και πλήθος άλλων μοτίβων.

Αμπαή αρχές 20ου αι.,


Αμπαή αρχές 20ου αι., Δ. 0.68Χ0.49 μ. Μαλλί Σαρακατσάνοι Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 4103 Αμπαή, μάλλινο κάλυμμα με ενυφασμένο διάκοσμο για το στολισμό του αλόγου που χρησιμοποιούσαν στο ψίκι (γαμήλια πομπή). Πάνω στο μαύρο βάθος προβάλλουν τα λευκά κυρίως διακοσμητικά μοτίβα και κάποιες λεπτομέρειες σε βυσσινί χρώμα. Ανάμεσα τους κυριαρχεί ο σταυρός. Κρόσσι στις τρεις πλευρές.

Πατανία τέλη 19ου/αρχές 20ού αι.


Πατανία τέλη 19ου/αρχές 20ού αι. Δ. 1.30x1.97 Μαλλί Κρήτη Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 5874 Κόκκινο, μάλλινο δίφυλλο κλινοσκέπασμα με πολύχρωμο ενυφασμένο διάκοσμο. Η επάνω στενή πλευρά χαρακτηρίζεται από πλήθος μοτίβων λευκού και κόκκινου χρώματος. Η κάτω στενή πλευρά είναι χωρισμένη σε δύο οριζόντιες επάλληλες ζώνες όπου γυναικείες μορφές χορεύουν πιασμένες χέρι-χέρι, ενώ ανάμεσα παρεμβάλ- λονται γραμμικά και φυτικά μοτίβα. Ξεχωρίζουν δύο εραλδικές παραστάσεις πουλιών. Στην άνω φρίζα της κάτω πλευράς εναλλάσσονται μικρές γυναικείες μορφές με φυτικά μοτίβα.

Πατανία τέλη 19ου/αρχές 20ού αι


Πατανία τέλη 19ου/αρχές 20ού αι. Δ. 1.60x2.00 μ. Μαλλί Κρήτη Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 5525 Τμήμα κόκκινου, μάλλινου τρίφυλλου κλινοσκεπάσματος με πολύχρωμο ενυφασμένο διάκοσμο. Στο κέντρο δεσπόζουν δύο θέματα: μία μεγάλη άμαξα που τη σέρνουν δύο άλογα και την Αγία Σοφία με ψηλά καμπαναριά, που τα στολίζει ο σταυρός. Στο κάτω μέρος η υφάντρα έχει κεντήσει τη λέξη ΚΑΛΗΜΕΡΑ πλαισιωμένη από δύο πετεινούς, αρχέγονο σύμβολο της πάλης και της νίκης των δυνάμεων του καλού ενάντια σε αυτές του κακού. Τη σύνθεση συμπληρώνουν κοπέλες που χορεύουν και εραλδικές παραστάσεις πουλιών και λουλουδιών.

ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑ


Πατανία τέλη 19ου/αρχές 20ού αι. Δ. 1,30 x2.00 μ. Μαλλί Κρήτη Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Α.Μ. 5524 Τμήμα κόκκινου, μάλλινου δίφυλλου κλινοσκεπάσματος, με πολύχρωμο ενυφασμένο διάκοσμο. Στη σύνθεση κυριαρχεί η απεικόνιση της βασιλικής οικογένειας με δύο κεφαλαία Α που πιθανόν να δηλώνουν τα αρχικά του ονόματος της υφάντρας. Σε επάλληλες ζώνες είναι διευθετημένα τα υπόλοιπα θέματα, εκ των οποίων οι ανώτερες έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα με άλογα που τρέχουν και ένοπλους στρατιωτικούς. Σε όλη τη σύνθεση είναι έκδηλα τα στυλιζαρισμένα φυτικά και ζωικά θέματα καθώς και τα γραμμικά μοτίβα με εγγεγραμμένους ρόδακες.

ΥΦΑΝΤΙΚΗ


ΥΦΑΝΤΙΚΗ
Η υφαντική είναι από τις πρώτες τέχνες στην ιστορία του ανθρώπου. Τα ευρήματα των ανασκαφών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η υφαντική είναι γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς της Μεσογείου, της Κεντρικής Ασίας, της Ινδίας, της ʼπω Ανατολής.

Με τη δημιουργία του υφάσματος ο άνθρωπος καλύπτει βασικές ανάγκες του: προστατεύεται από το κρύο, αλλά και στολίζει το σώμα του και το χώρο όπου κατοικεί, καθώς η υφαντική, πέρα από τη χρησιμότητά της, είναι η κύρια τεχνική με την οποία ο άνθρωπος έδωσε έκφραση στο καλλιτεχνικό του συναίσθημα.

Όπως στα αρχαία χρόνια, έτσι και στη νεότερη Ελλάδα, οι γυναίκες υφαίνουν γιατί πρέπει να ετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα στην οικογένεια: υφάσματα για τις φορεσιές, υφαντά για τις ανάγκες του σπιτιού, όπως σεντόνια, μαξιλάρια, βελέντζες, κιλίμια, κουρτίνες, προσόψια, τραπεζομάντιλα κ.λ.π., αλλά και υφαντά απαραίτητα για τις καθημερινές ασχολίες, όπως σακιά για τη μεταφορά προϊόντων, τσαντίλες για το στράγγισμα του τυριού, λαδοσάκια για τα ελαιοτριβεία κ.λ.π.

Όπως στα αρχαία χρόνια, έτσι και στη νεότερη Ελλάδα, η υφαντική κατέλαβε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης, ενώ η διαδικασία και τα όργανα της ετοιμασίας της κλωστής και του πανιού πήραν μεταφυσικές προεκτάσεις και συνδέθηκαν με διάφορες λαϊκές μαγικο-θρησκευτικές πρακτικές και δοξασίες.

Η μεγαλύτερη άνθηση της ελληνικής υφαντικής συμπίπτει με την εποχή της γενικής αναγέννησης του Ελληνισμού και καλύπτει τον 18ο και 19ο αιώνα. Τέχνη ανέκαθεν γυναικεία και οικιακή, η υφαντική εξελίσσεται κατά την εποχή αυτή και σε οργανωμένη ανδρική βιοτεχνία, που δεν περιορίζεται μόνο στην εξυπηρέτηση των σπιτικών αναγκών αλλά ανταποκρίνεται και σε πλατιές εμπορευματικές και εξαγωγικές απαιτήσεις.

Τα υφαντά αυτά κατασκευάζονται στα εργαστήρια -όπου εργάζονται κυρίως άντρες- κάτω από την καθοδήγηση συντεχνιών. Οι συντεχνίες συντονίζουν και οργανώνουν την παραγωγή μιας ολόκληρης περιοχής και είναι υπεύθυνες για τη διάθεση της εγχώριας παραγωγής στο εξωτερικό.

Στη Θράκη η περίφημη συντεχνία των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης διοχέτευε στο εξωτερικό εμπόριο όλη την εγχώρια παραγωγή του αμπά (χοντρό μάλλινο ύφασμα) Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι μεγαλέμποροι των υφαντών ιδρύουν εμπορικές εταιρείες με αντιπροσώπους σε πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Βιέννη, τη Βενετία, την Τεργέστη, και σε άλλα κέντρα του διεθνούς εμπορίου της εποχής.

Συμφωνητικά και έγγραφες παραγγελίες του μακρινού αυτού καιρού δείχνουν την έκταση της εργαστηριακής υφαντικής παραγωγής στην Ελλάδα του 18ου και 19ου αιώνα.

Σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη και από τα Επτάνησα ως τα νησιά του Αιγαίου (Κύπρο, Χίο, Μυτιλήνη) και την Κρήτη, κατασκευάζονταν υφαντά με όλα τα υλικά (μάλλινα, λινά, βαμβακερά, μεταξωτά, ακόμη και χρυσοΰφαντα) που γίνονταν ανάρπαστα όχι μόνο στα αστικά κέντρα της Ελλάδας αλλά και στις αγορές της Δύσης και της Ανατολής.

Τα έργα της υφαντικής διακρίνονταν κυρίως για τους χρωματικούς συνδυασμούς τους και τον πλούτο των διακοσμητικών θεμάτων. Τα χρώματα, βαμμένα με φυτικές χρωστικές ουσίες (ρίζες, φύλλα, καρποί φυτών κ.ά.) έδιναν στα ελληνικά υφαντά αρμονικές συνθέσεις. Απαραίτητο εξάρτημα για την ύφανση των κάθε λογής υφαντών, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι, ήταν ο ξύλινος αργαλειός.

Στον ελλαδικό χώρο οι ξύλινοι αργαλειοί, διακρινόταν σε τρεις τύπους : τον όρθιο, τον πλαγιαστό και τον αργαλειό του λάκκου. Από άποψη τεχνικής, τα πιο διαδομένα υφαντά ήταν τα κιλίμια, οι φλοκάτες, τα σκουλάτα, τα δίμιτα κ.ά.

Οι τεχνικές και οι αισθητικές παραλλαγές που απαντούν στα διάκοσμα υφαντά της γυναικείας χειροτεχνίας στην Ελλάδα είναι πολλές. Κάθε περιοχή ακολουθώντας την ιδιαίτερη καλλιτεχνική της αντίληψη, δημιουργεί τη δική της ξεχωριστή παράδοση.

Ωστόσο, το τοπικό χρώμα συχνά νοθεύεται ή και πλουτίζεται με στοιχεία που μεταφέρουν οι επιγαμίες, οι μετακινήσεις, οι εμπορικές συναλλαγές αλλά και οι ξένες επιρροές, ανατολικές και δυτικές, που αφομοιωμένες και αναπλασμένες χαρακτηρίζουν την ελληνική λαϊκή τέχνη στο σύνολό της.

Τα κίνητρα της διάκοσμης οικιακής υφαντικής είναι κυρίως η κατασκευή της φορεσιάς και ο πρακτικός και διακοσμητικός εξοπλισμός του σπιτιού.

Έτσι τα έργα της επηρεάζονται άμεσα από τις ενδυματολογικές ποικιλίες, την κοινωνική οργάνωση, το κλίμα και τη διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων της λαϊκής αρχιτεκτονικής του κάθε τόπου. Από τα περισσότερα και πιο εντυπωσιακά έργα της νεοελληνικής υφαντικής, απόλυτα δεμένα -όπως τα έργα της κεντητικής- με την εσωτερική διαμόρφωση του βορειοελλαδίτικου ή του αιγαιοπελαγίτικου σπιτιού, είναι τα πολύμορφα και πολυώνυμα χράμια, καρπέτες, τζακόπανα, μπάντες για τον τοίχο, βελέντζες κ.ά. που στολίζουν τους εσωτερικούς χώρους.

Από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα υφαντών με ενυφασμένο γεωμετρικό διάκοσμο είναι οι καρπέτες της Λευκάδας, πολύχρωμες, με ζωηρούς χρωματισμούς. Αντίθεση στην ευφρόσυνη πολυχρωμία της λευκαδίτικης υφαντικής αποτελούν τα αυστηρότερα, με μαύρο συνήθως βάθος και μικρά στυλιζαρισμένα φυτικά και ζωικά μοτίβα στα υφαντά του Μετσόβου.

Οι Σαρακατσάνοι -νομάδες κτηνοτρόφοι- διαμορφώνουν μια ξεχωριστή υφαντική παράδοση. Τα Σαρακατσάνικα υφαντά, χαρακτηρίζονται από το μαύρο χρώμα του βάθους, διακοσμημένο με λευκά ή πολύχρωμα (συνήθως, κόκκινα, πράσινα, και γαλάζια) διακοσμητικά μοτίβα. Ανάμεσα σ αυτά κυριαρχούν το μοτίβο του σταυρού, του δικέφαλου αετού κ.ά.

Οι λεπτοϋφασμένες, βαμβακερές ή μεταξωτές, στυλομαντήλες της Καρπάθου, εκφράζουν άμεσα τη σχέση ανάμεσα στην υφαντική και την αρχιτεκτονική.

Μακρόστενο υφαντό, η στυλομαντήλα, χρησιμοποιείται για να στολίσει τον κεντρικό στύλο του καρπάθικου σπιτιού. Η δομική θέση του στύλου και οι λατρευτικές τελετουργικές προσφορές που του αποδίδονται κάθε πρώτη του χρόνου και οι οποίες ταυτίζουν τον στύλο με την πατριαρχική ιεραρχία, αποδίδοντας του ταυτόχρονα συμβολισμούς γονιμικής λατρείας, τονίζουν την σπουδαιότητα των πολύχρωμων αυτών υφαντών της Καρπάθου.

Τα ωραιότερα ωστόσο δείγματα της νεοελληνικής υφαντικής είναι οι κόκκινες πατανίες της Κρήτης, με την τοιχογραφική αντίληψη της ενυφασμένης διακόσμησης στις στενές πλευρές τους.

Τρίφυλλα κλινοσκεπάσματα οι κρητικές πατανίες στόλιζαν επιδεικτικά, την ημέρα του γάμου, τους τοίχους του σπιτιού της νύφης. Τα ωραιότερα δείγματα της υφαντικής αυτής προέρχονται από τα χωριά Κισσάμου της Δυτικής Κρήτης.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Ο ΜΑΪΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ


Ο ΜΑΪΟΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΕΜΠΡΟΣ ΒΗΜΑ ΤΑΧΥ
ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ.

Πιστεύεται ότι πήρε το όνομά του από την μητέρα του Ερμή, τη Μαία.

Απεικονίζεται με ένα νέο άνδρα που φέρει στο κεφάλι καλάθι γεμάτο λουλούδια.

Ο λαός μας, συσχετίζοντας παρετυμολογικά το όνομα του Μαΐου με τα μάγια, τον θεωρεί μαγεμένο μήνα.

Ο μήνας των λουλουδιών και της βλάστησης.

Οι Αγραφιώτες τον ονομάζουν «χαλαζά» και οι Τήνιοι «βροχάρη». Οι Θρακιώτες ονομάζουν τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο «Τριαντάφυλλα», γιατί το κυριότερο από τα λουλούδια του Μάη είναι το τριαντάφυλλο.

Στη Μακεδονία ονομάζεται «Κερασάρης», στον Πόντο «Καλομήνας», στην Κύπρο «Πεντεφάς ή Πενταδείλινος», γιατί εξαιτίας του μεγάλου μήκους των ημερών του, αναγκάζονται να τρώνε 5 φορές την ημέρα. Επίσης Πράσινος και Λούλουδος.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ:

Θερίζουν τα σανά, τη σίκαλη, τη βρώμη & το κριθάρι.

Σπέρνουν μπαμπάκι, καλαμπόκι.

Μεταφυτεύουν τα καπνά.

Φυτεύουν λαχανικά.

Κάνουν τα τελευταία «μπόλια» (=εμβολιασμούς).

Παρασκευή τυριού.

Κούρεμα προβάτων & γιδιών.


ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

Τον Μάη απέφευγαν να κάνουν γάμους και σημαντικές εργασίες.


ΚΟΥΚΚΟΥΜΑΣ

(Σύμη, 2/5). Στα πολύ παλιά χρόνια ο κουκκουμάς γινόταν σ' όλες τις γειτονιές, για να δουν οι κοπέλες (οι κόρες όπως τις αποκαλούν εκεί) αυτόν που θα παντρευτούν. Αποβραδίς (1/5), μια κοπελιά που ζούσαν οι γονείς της έπαιρνε το «αμίλητο νερό» από 7 σπίτια, σ' ένα δοχείο, που λεγόταν κουκκουμάρι, (απαραίτητο ήταν και στα 7 σπίτια, τη νοικοκυρά να την έλεγαν Ειρήνη). Έριχναν ύστερα όλες οι κοπέλες, στο κουκκουμάρι με το «αμίλητο νερό», τα δαχτυλίδια τους, το σκέπαζαν με κόκκινο πανί, το έδεναν με κόκκινη κορδέλα, έβαζαν από πάνω ένα κλειδί και έβγαζαν το κουκκουμάρι στο δώμα για να το δουν τ' άστρα.




Την επόμενη, 2/5, μετά τη θεία λειτουργία, οι κοπελιές ετοίμαζαν φαγητά (συνήθως γιαπράκια, ντολμάδες δηλαδή) και γλυκά, καθώς και μια πίτα, με μπόλικο αλάτι και «αμίλητο νερό».

Την πίτα την ετοίμαζαν ανάποδα.

Με τα χέρια δηλ. πίσω θα κοσκίνιζαν το αλεύρι, θα ζύμωναν, θα φούρνιζαν και θα ξεφούρνιζαν την πίτα.

Μετά το φαγητό έβαζαν στη μέση ένα μεγάλο ταψί και μέσα σ' αυτό το κουκκουμάρι, αφού το ξεσκέπαζαν και του έβαζαν βασιλικό και άλλα μυρωδικά φυτά, έπαιρναν όλες θέση γύρω του κι άρχιζαν να τραγουδούν σε επίσημη βυζαντινή μελωδία, χτυπώντας τα χέρια τους στο σινί (στρογγυλό χάλκινο ταψί):
Να βγάλουμε τον κουκκουμά, να 'βγει η χαριτωμένη
να 'βγει της Παναγιάς ο γιος και της κυράς η κόρη.
Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
Στη μια του Μα, στις δυο του Μα, τον κουκκουμά να βγάλω
κι αν είναι καλορίζικος, τον αγαπώ θα πάρω.
Αϊ Θανάση αφέντη μου έβγα απ' το θρανί σου
να δεις χαρές που γίνονται έξω απ' το πλατύ σου.
Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
Γύρω τριγύρω στο σινί, πέρδικες πλουμισμένες
και του καιρού χαρούμενες και καλοπαντρεμένες…
Το τραγούδι συναρπαστικό, κρατούσε πολλή ώρα. Έπειτα έβγαζαν το βασιλικό κι ένα ανήλικο κορίτσι, με τους γονείς της ζωντανούς, έπαιρνε ένα-ένα τα δαχτυλίδια από το κουκκουμάρι, λέγοντας ταυτόχρονα ένα ανδρικό όνομα.

Στη συνέχεια έτρωγαν την αλμυρή πίτα κι άρχιζαν το χορό, με συνοδεία λύρας και λαγούτου. Κορίτσια τραγουδήστε και ρίξτε ένα γρόσι
να κάνουμε του λυριστή μαλαματένια στρώση…





Το βράδυ οι κοπελιές, μετά τον πολύ χορό και την αλμυρή πίτα, ήταν σίγουρο ότι θα δίψαγαν. Θα έβλεπαν στον ύπνο τους ότι πήγαν σε κάποιο σπίτι να πιουν νερό. Αν το σπίτι, που στ' όνειρό της έβλεπε η κάθε κοπελιά, πως πήγε να πιει νερό, έχει γιο ανύπαντρο, με το όνομα που της φώναξαν, βγάζοντας το δαχτυλίδι της από το κουκκουμάρι, θεωρείτο «σίγουρο» πως αυτόν θα έπαιρνε για άντρα της.


ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ.

Πολυσυζητημένο έθιμο, που τελείται με μεγάλη δημοσιότητα, κατά το τριήμερο 21-23 Μάη, προς τιμήν των αγίων Κων/νου & Ελένης. Αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας με μορφή δρώμενου. Παλαιότερα γινόταν σε μικρή περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Β.Α. Θράκης.

Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, βάσει της συνθήκης της Λοζάννης, το έθιμο μεταφυτεύθηκε και ρίζωσε στη Μακεδονία. Στο τελετουργικό μέρος τους περιλαμβάνονται εκστατικοί χοροί, πομπικές περιφορές εικονισμάτων, αρχαιότροπη θυσία ζώου, χρήση αγιάσματος και εντυπωσιακή πυροβασία (περπάτημα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα) των τελεστών Αναστενάρηδων, από την οποία κυρίως είναι γνωστό το δρώμενο.

Τα όργανα λύρα και νταούλι παίζουν σ' όλες τις φάσεις της τελετουργίας, στη διάρκεια της οποίας ακούγονται και ειδικά τραγούδια.

Ένα από τα γνωστότερα έθιμα του Ν. Σερρών, που έγινε αντικείμενο έρευνας και μελέτης, τόσο των ελλήνων, όσο και των ξένων ερευνητών.

Τα αναστενάρια, μεταφυτευμένα από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα, τελούνται σε τέσσερα σημεία της χώρας αυτής, όπου είναι εγκατεστημένοι οι αναστενάρηδες.

Τα μέρη αυτά είναι ο Λαγκαδάς, η Μελίκη Βέροιας, η Μαυρολεύκη Δράμας και η Αγία Ελένη Σερρών.

Το έθιμο αυτό έχει την αρχή του στην αρχαιότητα, που οπωσδήποτε αποτελεί συνέχεια λατρευτικών τελετών, προς τιμή του θεού Διόνυσου. Αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των εθίμων που γινόταν τότε, αλλά και εξακολουθούν να γίνονται και τώρα, όπως η θυσία του ταύρου, η χρησιμοποίηση του ιαματικού νερού, των αγιασμάτων, ο χορός, τα όργανα, η φωτιά.






Οι αναστενάρηδες, έχουν ως ανώτατο αρχηγό τους το "αναστενάρικο εικόνισμα του Αγίου" και ανώτατο ιεράρχη τους, τον Αρχιαναστενάρη.

Οι εικόνες που κουβαλούν οι αναστενάρηδες μαζί τους, είναι οι λεγόμενες "χάρες" και παριστάνουν το ιερό ζεύγος των Αγίων και οι οποίες τους δίνουν την ικανότητα να βαδίζουν στη φωτιά.

Παρατηρώντας τον χορό των αναστενάρηδων, σ' όλη τη διάρκεια του εθίμου, έκρινα σωστό να ταξινομηθεί σε τρεις φάσεις:

α) πριν την πυροβασία

β) κατά το ξεκίνημα και

γ) κατά την επιστροφή από την πυροβασία.

α) ο χορός πριν την πυροβασία

Ο χορός αρχίζει μέσα στο κονάκι, (δηλ. τα σπίτια των αρχιαναστενάρηδων, όπου φυλάσσονται οι εικόνες των Αγίων), όπου τελείται η αγρυπνία και γενικώς η προετοιμασία των μυστών για την οιστροπληξία (παραφροσύνη). Αυτή κορυφώνεται στις 21 Μαΐου και παρέχει τη δυνατότητα της πυροβασίας, καθώς επίσης, εξασφαλίζει στους πιστούς την ακαΐα.

Ο χορός αρχίζει συγκεκριμένα, από τότε που οι "χάρες" εγκαλούν τον αναστενάρη.

Όταν λένε ότι "η εικόνα εγκαλεί τον καθαρό άνθρωπο", εννοούν ότι ο προσκαλεσμένος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να χορέψει αδίστακτα και αφοσιωμένα, μαζί με τις "χάρες".





Αφού, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, οι αναστενάρηδες αρχίζουν τον χορό. Κάνουν βήματα μπροστά (τροχαίους και ιάμβους ) και γυρίζουν όμοια πίσω, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά, πότε ελαφρά, πότε βαριά, υψώνουν τα χέρια δεκτικά, τα συμπλέκουν πάνω από το κεφάλι, τα φέρνουν πλάγια, σκύβουν γυρτά προς το ένα μέρος.

Τέλος, κάποτε, παύει ο χορός. Τότε, σταυροκοπιούνται, κάνουν μετάνοιες, θυμιατίζουν και αποσύρονται σε μία γωνιά σιωπηλοί.

Τα όργανα παίζουν όλη αυτή την ώρα της αγωνίας τους και οι παρόντες τραγουδούν.

Στα αναστενάρια, οι οργανοπαίκτες είναι η μεγάλη δύναμη, που οδηγεί τους χορευτές στο ρυθμό και τους συγκλονίζει και τους οιστρηλατεί. Κι αυτοί οι ίδιοι είναι μυημένοι, παίζουν τα όργανα τους με πάθος, συγκλονίζονται οι ίδιοι, συμπάσχουν, σκύβουν, υψώνουν το κεφάλι με τα μάτια ψηλά, καμπουριάζουν και με τα πόδια κρατούν το ρυθμό, χωρίς κανένα παραπάτημα.

Τα όργανα τους είναι η γκάιντα, η λύρα, το νταούλι και το καβάλι, που σήμερα δεν υπάρχει.

β) ο χορός κατά το ξεκίνημα και την πυροβασία

Η πομπή ξεκινά από το κονάκι. Έξω, στον αυλόγυρο του κονακιού, σχηματίζεται ο κυκλικός χορός. Ενώ τα όργανα παίζουν και το βήμα ρυθμίζεται από την έρρυθμη μουσική, βγαίνουν χορεύοντας οι αναστενάρηδες, προηγουμένου του αρχιαναστενάρη, κατευθυνόμενοι από το κονάκι προς το αλάνι. Εκεί τα όργανα παίρνουν θέση γύρω από τη φωτιά.

Αφού οι αναστενάρηδες χορεύοντας καλύψουν τρεις γύρους γύρω από τη θρακιά, ξεκινούν την πυροβασία. Ο χορός κατά την πυροβασία είναι σε ρυθμό 2/4 και οργιώδης, χαρακτηριζόμενος από πολλά γρήγορα πηδήματα, με μικρά βήματα και περιστροφές.

Ο χορός τους διαρκεί γύρω στις δύο με τρεις ώρες, ώσπου δηλαδή, να σβήσουν τη φωτιά.

γ) ο χορός κατά την επιστροφή από την πυροβασία

Η επιστροφή γίνεται και πάλι πομπική. Οι αναστενάρηδες χορεύουν, έως ότου όλη η πομπή φθάσει στο κονάκι. Μετά την εναπόθεση των εικόνων στο εικονοστάσιο, ξαναρχίζει ο χορός, όταν οι αναστενάρηδες με όλη τους την ψυχή, εκτελούν τον προτελευταίο του χορό. Τέλος, ο αρχιαναστενάρης μαζί με τα όργανα, βγαίνει χωρίς τις εικόνες στον αυλόγυρο.

Εκεί στήνεται ο ύστατος χορός. Τα όργανα και ο ρυθμός ανάβουν. Στον κυκλικό αυτό χορό προηγείται ο αρχιαναστενάρης και ακολουθεί ο μεγάλος κύκλος του λαϊκού χορού, που πηδούν ρυθμικά. Συμπληρώνοντας τους τρεις γύρους, ο αρχιαναστενάρης λύνει τον κύκλο και κάνει την απόλυση.

Θεωρώντας την πλήρη περιγραφή της διεξαγωγής της τελετής, όπως αυτή παρουσιάζεται ανά τον κόσμο, μη άμεσου