Φυσικοί παράγοντες, κυρίως όμως λόγοι προστασίας από
εχθρικές επιδρομές, συνετέλεσαν ώστε τα περισσότερα χωριά της Κρήτης να
κτιστούν αρχικά σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές (σε υψόμετρο 200-700
μ. περίπου), με εξαίρεση τα χωριά του οροπεδίου Λασιθίου και των
Σφακίων, που βρίσκονται σε υψόμετρο μεγαλύτερο.
Χαρακτηριστικό των συνθηκών της ζωής που επικρατούσαν
και άμεσα σχετιζόμενο με την δόμηση των παλαιοτέρων κρητικών
συνοικισμών, είναι το μαρτυρούμενο σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας του
ενός σπιτιού με το άλλο, με κρυφές πόρτες, που εξασφάλιζαν την διαφυγή
στο ύπαιθρο εκείνων που καταδιώκονταν από τον εχθρό.
Εκτός από τους μόνιμους συνοικισμούς, υπάρχουν
διάσπαρτα σε πολλά μέρη του νησιού και τα λεγόμενα μετόχια,
μικροοικισμοί, που χρησιμοποιούνται εποχιακά για την καλλιέργεια της γης
και την συγκομιδή καρπών.
εικόνα αριστερά: Παλιό σπίτι με το πέτρινο σκαλάκι εικόνα δεξιά: Η είσοδος στα δωμάτια που φιλοξενήθηκε πολλές μέρες ο Ελ. Βενιζέλος το 1897. (Ιδιοκτήτης τότε ο Δεπμιτζάκης, μετά η κόρη του Ειρ. Δερμιτζάκη - Σηφάκη και τώρα ο γιός της Γ.Ι. Σηφάκης
(Ειρήνη Ταχατάκη - Η Κρήτη του χθές)
εικόνα αριστερά: Το πιγάδι με την "σβίγα" και τον κουβά, απαραίτητα εφόδια για την δροσιά της παλιάς αυλής και του κήπου.
εικόνα δεξιά: Αυλή με την καμαρωτή πόρτα της εισόδου.
(Ειρήνη Ταχατάκη - Η Κρήτη του χθές)
Στην απλούστερη και παλαιότερη μορφή τους τα χωριάτικα σπίτια είναι μονώροφα και μονόχωρα. Στο εσωτερικό τους διατάσσονται χώροι, που χρησιμοποιούνται μαζί, ως τόπος διαμονής των ανθρώπων και ως αποθήκη και στάβλος (αχίρι) για τα ζώα. Σε εξελιγμένη μορφή δημιουργείται ο τύπος του σπιτιού με σοφά, ο οποίος είναι ένα ξύλινο (ή χτιστό) πατάρι, μικρού ύψους, στο βάθος του (συνήθως) στενόμακρου δωματίου και χρησιμοποιείται για τον ύπνο.
Σε πιο εξελιγμένη μορφή το σπίτι κερδίζει σε ύψος και
γίνεται διώροφο. Στο ισόγειο βρίσκεται η αποθήκη και ο στάβλος, ενώ το
πάνω πάτωμα, ο οντάς, εκπληρώνει όλες τις βασικές ανάγκες της κατοικίας.
Η επικοινωνία ισογείου και οντά γίνεται με εσωτερική ξύλινη σκάλα ή με
εξωτερική λιθόχτιστη. Αργότερα ο στάβλος χτίζεται δίπλα και απομονώνεται
από το άλλο σπίτι. Χτίζεται επίσης και το λεγόμενο παράσπιτο, προσθήκη
στο κυρίως σπίτι, ως βοηθητικός χώρος. Απελευθερώνεται έτσι το ισόγειο
και αποτελεί τον κύριο χώρο (πόρτεγο) του σπιτιού.
Η στέγη (στεγή) στο παραδοσιακό κρητικό σπίτι, όπως
και στα περισσότερα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, είναι κατά κανόνα επίπεδη
και λέγεται δώμα. Για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται κορμοί και
κλάδοι αγριόξυλων , ακανόνιστης διατομής και διαφόρου μήκους, τελείως
ακατέργαστοι πολλές φορές. Πάνω από τα ξύλα (μισοδόκι, δοκάρια,
φειαλώματα) τοποθετούνται θάμνοι ή καλάμια, που καλύπτονται στην
συνέχεια με λεπτό στρώμα πηλού. Η εργασία αυτή, η οποία γίνεται με
αλληλοβοήθεια, λέγεται ρόδωμα. Το πηλώδες στρώμα καλύπτεται με λεπίδα,
ένα ειδικό αργιλικό χώμα, με το οποίο εξασφαλίζεται η στεγανότητα του
δώματος και η θερμομόνωση του σπιτιού.
(Ειρήνη Ταχατάκη - Η Κρήτη του χθές)
Το χωριάτικο σπίτι της Κρήτης δεν παρουσιάζει, όπως
είναι φυσικό, σε όλες τις περιφέρειες την ίδια ακριβώς μορφή και την
ίδια διάρθρωση. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση εναρμονισμένο στον
ειδικότερο περίγυρο του και σε όλα τα στοιχεία που τον συνθέτουν: φύση,
οικονομία, παράδοση, ιστορία. Η ανασφάλεια εξάλλου που επικρατούσε
πολλές φορές εξαιτίας των κατακτητών επέβαλλε σπίτια λιτά, εύκολα και
στην κατασκευή αλλά και στην ανακατασκευή τους, όταν ο εχθρός τα
κατέστρεφε.
Ένα "καμαρικό" και στο βάθος η σκάλα που οδηγεί στον οντά. Η "καμάρα" στα παλιά κρητικά σπίτια χώριζε στα δύο το χώρο και υποστήλωνε την οροφή ή τον "οντά" στο ανώγειο.
εικόνα δεξιά: Διπλή παραστιά στο τζάκι και απο κάτω τα ντουλαπάκια με πάνινα κουρτινάκια.
(Ειρήνη Ταχατάκη - Η Κρήτη του χθές)
Έναν αρκετά διαδεδομένο και αγαπητό τύπο χωρικού
σπιτιού αποτελούν τα καμαρόσπιτα, που οφείλουν την ονομασία τους στην
ύπαρξη καμάρας, ημικυκλικού πέτρινου τόξου, χτιστού. Με την καμάρα
διαμοιράζεται ο χώρος και έτσι είναι δυνατή η χρησιμοποίηση για την
στέγαση των ξύλων εφικτής διατομής και μικρού μήκους. Συγχρόνως το σπίτι
χωρίζεται σε τμήματα, που καθένα έχει χώρους (σπάλες, κόγχες) με
λειτουργική αυτονομία, για τις ανάγκες της χωρικής αγροτικής ή
ποιμενικής, οικογένειας.
Συνήθως στα καμαρόσπιτα δεν υπάρχουν παράθυρα. Είσοδος
για το φώς και τον αέρα είναι, εκτός από την πόρτα, ένα φωτιστικό
άνοιγμα στο δώμα, που λέγεται ανηφοράς. Ανηφοράς λέγεται και η απόληξη
της καμινάδας, της καπνοδόχου, από την οποία βγαίνει ο καπνός της
παραστιάς (κατά περιφέρειες λέγεται και: παραθιά, παρασθιά, παρασιά),
της εστίας του σπιτιού. Και στις δύο περιπτώσεις, για την κατασκευή του
ανηφορά χρησιμοποιείται συνήθως ένα αχρηστεμένο πιθάρι (σπασοπίθαρο). Ο
ανηφοράς αυτός αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της
κρητικής λαϊκής αρχιτεκτονικής.
(Ειρήνη Ταχατάκη - Η Κρήτη του χθές)
Η πρόσοψη της εισόδου παρουσιάζει υπέρθυρο καμπυλωτό,
αλλά και ευθύγραμμο. Παραστάδες, υπέρθυρα και κατώφλι είναι από
σχιστολιθικές πλάκες (πελέκια). Το δάπεδο αφήνεται χωμάτινο ή
επιστρώνεται με μείγμα από αργιλόχωμα και κοπριά βοδιών (βουτσά).
Στα δημιουργήματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής
περιλαμβάνονται ακόμη και νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, φάμπρικες (για τις
ελιές) και φούρνοι. Οι φούρνοι χτίζονται με πέτρες και με σπασμένα
κεραμικά (γαστριά), μικρός πρόχειρος φούρνος γίνεται με κατάλληλο
χτίσιμο ενός πιθαριού (πιθαρόφουρνος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου