Η γριά Φιλίππαινα, γυναίκα τ' Αλέξη του Φιλίππου, ντεημάνιαζε ούλη κάτου
από μια παλιοδραγάτα , να προγκάει τις καρακάξες και τις κουρούνες να
μην ζυγώσουνε και της πάρουνε κανένα κλωσσοπούλι. Μια κλώσα της έβγαλε
καμιά δεκαεφταριά τσιροπούλια. Τα σκέπασε κάμποσες μέρες μέσα στην
καπονέρα μέχρι να καρδαμώσουνε λιγάκι και μετά έδεσε την κλώσα μ' ένα
σπαρτσίνο από μια πέτρα και άφησε τα τσιροπούλια να γυρνολογάνε στ'
αλώνι και να σγαρλάνε.
Η γριά μαζί με την κλώσα είχε και το νου της στο περιβόλι μην πάνε οι
καρακάξες και οι κουρούνες και της τρουπίσουνε κάτι τρανά Αργίτικα
γλυκοπέπονα. Τα φύλαγε σαν τα μάτια της, για τη γιορτή της Παναγίας το
Δεκαπενταύγουστο.
Ο γέρο- Φιλιππάκης όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος είχε φτιάξει ένα σκιάχτρο, ίσιος Διάβολος με κέρατα, αν τον τήραγες σ' έπιανε ανατριχίλα, που την έβρισκε την όρεξη αυτός ο άνθρωπος ούτε κι εγώ ξέρω. Κάθε χρονιά το στύλωνε απάνου στο στυγερό τ' αλωνιού να φαίνεται κι από μακριά. Καμιά φορά σκότωνε και καμιά καρακάξα με τον γκρα του και την κρέμαγε κι εκείνη με σκοπό να μην ζυγώνουνε οι καρακάξες.
Κάνα δυο τρία διαβολόπαιδα, εκεί που παίζανε μια μέρα, βρήκανε μια δεντρογαλιά να σούρνεται αργά στον δρόμο. Τη σκοτώσανε και τη δέσανε από το κεφάλι μ' ένα βουρλίδι και την σούρνανε απάνου κάτου στις δραγάτες για να φοβίσουνε τα μικρότερα παιδιά. Το απόγιομα πήγανε και στο στυγερό του Φιλιππάκη και την δέσανε απάνου στα κέρατα του σκιάχτρου.
Μόλις σούρπωσε για τα καλά, βγήκε το φεγγάρι και έλαμπε ο τόπος λες και ήταν ημέρα. Κατά τα μεσάνυχτα κάτου από το λαγκάδι στο μονοπάτι, ακουότανε τα πέταλα ενός αλόγου που ανέβαινε τον ανήφορο αργά- αργά χωρίς να βιάζεται. Ο καβαλάρης που δεν ήταν άλλος από τον Αριστείδη του Κουτσογιάννη, φοβιτσάρης άνθρωπος κοίταγε τριγύρω του σαν αλαφιασμένος και για ν' αποδιώξει τον φόβο του την νύχτα, είχε πιάσει ένα σφυριχτό τραγούδι. Σαν ξανάφανε απάνω στο σείραχο, και ζύγωσε σιμά στ' αλώνι του γερο- Φλίγκου, τ' άλογο αυτιάστηκε, κοντοστάθηκε, και τα στύλωσε.
Ο Αριστείδης τρεμάμενος από τον φόβο του, τράβηξε απότομα το καπίστρι του αλόγου του και πιάστηκε από τα κολιτσάκια του σαμαριού. Μπροστά του ορθωνόταν ένας άνθρωπος, ίσαμε δυο τρία μέτρα ψηλός, σκέτος γίγαντας με δυο κέρατα σαν του τράγου να ξεπέχουνε από το κεφάλι του, καλά- καλά δεν τον έβλεπε για τι έπεφτε ο ίσκιος ενός τρανού πουρναριού, ίσα που χώριζε η φιγούρα του. Ο άνθρωπος αυτός είχε δυο μάτια που γυαλίζανε σαν του διαβόλου, τον κοιτάζανε δίχως να κουνιόνται καθόλου. Τήραξε να κάνει τον σταυρό του, αλλά από την τρεμούλα δεν έλεγαν τα χέρια του ν' ακολουθήσουν τις βουλές του.
Τ' άλογο, ορθοστάτησε στα πισινά του πόδια, και έβγαλε ένα άγριο και
δυνατό χλιμίντρισμα, λες και ήθελε να διώξει το σκιάχτρο από μπροστά
του. Του μαύρου Αριστείδη του κοπήκανε τα αίματα, κρατιότανε τσιμπούρι
από το σαμάρι και το καπίστρι μην τύχει και πέσει από δαύτο. Κοίταγε τα
μάτια του διαβόλου και είχε μείνει άφωνος λες και είχε μαρμαρώσει απάνου
στ' άλογο. Σαν δεν έφτανε μόνο αυτό, κάποια στιγμή τα μάτια του
διαβόλου ξεκολλήσανε από το κεφάλι του, και σαν αστραπή κατεβήκανε στα
πόδια του και χαθήκανε.
Το άλογο πρόγκηξε ξανά, ορθοστάτησε και χωρίς να το καταλάβει ο δόλιος ο Αρίστος, βρέθηκε ανάσκελα χάμου στο χώμα. Τ' άλογο το έβαλε στα πόδια, ελεύθερο και χωρίς καβαλάρη πήρε το δρόμο προς το χωριό. Τι τον ήθελες τον μαύρο τον Αριστείδη, μεριά από το φάντασμα μεριά από το βρόντημα μετά από το πέσιμο, ίσα που δεν χέστηκε, ο μαύρος, του κόπηκε η ανάσα, δεν περάσανε δυο δευτερόλεπτα και ο κόσμος γύρω του χάθηκε, ο Αριστείδης λιποθύμησε από τον φόβο του.
Πέρασε κάμποση ώρα και η νυχτιάτικη δροσιά και κρυάδα φαίνεται ότι δώσανε ξανά ζωή στον Αριστείδη, ο οποίος άρχισε σιγά- σιγά να ξαναζωντανεύει και να προσπαθεί να σηκωθεί. Μόλις σταθεροποιήθηκε στα πόδια του, ούτε που τήραξε προς το αλώνι, γύρισε στον δρόμο που πήγαινε στο χωριό και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Στο χωριό, μόλις έφτασε τ' άλογο του Αριστείδη δίχως το αφεντικό του γινότανε αναβρασμός. Η γυναίκα του η Λεμονιά έβαλε τα σκουσμάρια, νόμισε ότι ο άνδρας της έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε. Οι γείτονες και οι συγγενήδες, πήρανε το δρόμο ψάχνοντας να βρούνε, που είχε ρίξει το άλογο τον Αριστείδη.
Καθώς ανηφόριζε για το χωριό ο Αριστείδης από μακριά άκουσε φασαρίες και είδε και φωτιές να κατεβαίνουν την στράτα προς το ποτάμι. Βλέποντας πάλι αυτά τα παράξενα τα έχασε ο μαύρος, αλλά τι να κάνει;
Στην παραπάνω στροφή τον συνάντησαν οι συγχωριανοί του. Η γυναίκα του η Λεμονιά, δεν πίστευε στα μάτια της όταν είδε τον άντρα της ζωντανό. Μόλις φτάσανε στο χωριό άρχισε, ο Αριστείδης να τους μολογάει το πάθημά του, για τον Διάβολο που είδε στ' αλώνι του Φιλίππου.
Την άλλη μέρα στο χωριό δεν ακουγότανε άλλη κουβέντα, μόνο για το πάθημα του Αριστείδη.
Τι είχε γίνει;
Τι είδε ο Αριστείδης και τρόμαξε τόσο πολύ;
Εκεί που ήτανε το σκιάχτρο, τα παιδιά για να γελάσουνε πήγανε και δέσανε το φίδι στα κέρατα του σκιάχτρου. Το βράδυ ο γάτος του Φιλίππου σκαρφάλωσε απάνου στο σκιάχτρο και έτρωγε το φίδι. Την ώρα που πέρναγε ο Αριστείδης, είχε φεγγαράδα και το σκιάχτρο δεν καλοφαινότανε από τον ίσκιο της καρυδιάς που έπεφτε επάνω του. Ο γάτος μόλις είδε το άλογο αντίκρυ στο φεγγάρι, σταμάτησε να τρώει και κοίταζε προς τον δρόμο. Τα μάτια του γάτου από την αντανάκλαση του φεγγαριού γυαλίζανε μέσα στο σκοτάδι και φαινόσαντε σαν μάτια του σκιάχτρου. Μόλις ο γάτος αντελήφθηκε τ' άλογο, κατέβηκε και έφυγε γλήγορα από το σκιάχτρο. Τ' άλογο πρόγκηξε από το γάτο και έριξε κάτω τον Αριστείδη. Αυτό έγινε και βασανίστηκε ο δόλιος.
Έλα μου ντε που την άλλη μέρα ο Αριστείδης πήρε τον παπά και τράβηξε για το αλώνι να κάνει ξόρκια και να λιβανίσει τον τόπο, για να φύγουνε τα ξωτικά όπως έλεγε.
Είδανε και πάθανε μέχρι να πείσουν τον Αριστείδη για το τι είχε γίνει. Που όμως να το νοιώσει αυτός. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναβγήκε νύχτα στα χωράφια.
Συντάχθηκε απο τον Κώστας Παπαντωνόπουλος
Λεξιλόγιο:
Βουρλίδι, το = σπάγκος φτιαγμένος από το φυτό βούρλος ή βούρλα. (βοτανική) ποώδες αειθαλές υδρόφιλο φυτό του γένους Juncus, με κυλινδρικό βλαστό και φύλλα μακρόστενα και συνήθως κυλινδρικά επίσης, τα άνθη του είναι μικρά, και από τα φύλλα του φτιάχνονται καλάθια.
Δραγάτα, η = η καλύβα από χόρτα.
Καπίστρι, το = εξάρτημα της ιπποσκευής από ιμάντες που φοριέται στο κεφάλι του αλόγου για να ελέγχει ο αναβάτης την πορεία του, χαλινός, χαλινάρι.
Κολιτσάκι, το = σιδερένιο αντικείμενο σε σχήμα ωμέγα που ήταν καρφωμένο εμπρός και πίσω στο επάνω μέρος του σαμαριού των ζώων.
Καπονέρα, η = εργαλείο που μοιάζει σαν κλουβί.
Ντεημανιάζω, = ο ημερήσιος φύλακας.
Σγαρλάνε, = σκαλίζουνε με τα πόδια.
Σείραχο, το = η κορφή της ράχης.
Σκουσμάρια, τα = οι φωνές.
Σπαρτσίνο, το = μικρό σχοινάκι κατασκευασμένο από τον θάμνο σπαρτιά, ή σπάρτο.
Τσιμπούρι, το = Το τσιμπούρι είναι κοινή ονομασία του παρασιτικού αρθρόποδου, που επιστημονικά ονομάζεται κρότων. Τρέφεται με αίμα που απορροφά από το δέρμα των θηλαστικών, στα οποία παρασιτεί. Βγαίνει δύσκολα όταν προσκολλάται στο δέρμα. (μεταφ. ...κρατιέται σαν τσιμπούρι).
http://www.antroni.gr/
Καπονέρα, φωτο Ηλίας Τουτούνης |
Ο γέρο- Φιλιππάκης όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος είχε φτιάξει ένα σκιάχτρο, ίσιος Διάβολος με κέρατα, αν τον τήραγες σ' έπιανε ανατριχίλα, που την έβρισκε την όρεξη αυτός ο άνθρωπος ούτε κι εγώ ξέρω. Κάθε χρονιά το στύλωνε απάνου στο στυγερό τ' αλωνιού να φαίνεται κι από μακριά. Καμιά φορά σκότωνε και καμιά καρακάξα με τον γκρα του και την κρέμαγε κι εκείνη με σκοπό να μην ζυγώνουνε οι καρακάξες.
Κάνα δυο τρία διαβολόπαιδα, εκεί που παίζανε μια μέρα, βρήκανε μια δεντρογαλιά να σούρνεται αργά στον δρόμο. Τη σκοτώσανε και τη δέσανε από το κεφάλι μ' ένα βουρλίδι και την σούρνανε απάνου κάτου στις δραγάτες για να φοβίσουνε τα μικρότερα παιδιά. Το απόγιομα πήγανε και στο στυγερό του Φιλιππάκη και την δέσανε απάνου στα κέρατα του σκιάχτρου.
Μόλις σούρπωσε για τα καλά, βγήκε το φεγγάρι και έλαμπε ο τόπος λες και ήταν ημέρα. Κατά τα μεσάνυχτα κάτου από το λαγκάδι στο μονοπάτι, ακουότανε τα πέταλα ενός αλόγου που ανέβαινε τον ανήφορο αργά- αργά χωρίς να βιάζεται. Ο καβαλάρης που δεν ήταν άλλος από τον Αριστείδη του Κουτσογιάννη, φοβιτσάρης άνθρωπος κοίταγε τριγύρω του σαν αλαφιασμένος και για ν' αποδιώξει τον φόβο του την νύχτα, είχε πιάσει ένα σφυριχτό τραγούδι. Σαν ξανάφανε απάνω στο σείραχο, και ζύγωσε σιμά στ' αλώνι του γερο- Φλίγκου, τ' άλογο αυτιάστηκε, κοντοστάθηκε, και τα στύλωσε.
Ο Αριστείδης τρεμάμενος από τον φόβο του, τράβηξε απότομα το καπίστρι του αλόγου του και πιάστηκε από τα κολιτσάκια του σαμαριού. Μπροστά του ορθωνόταν ένας άνθρωπος, ίσαμε δυο τρία μέτρα ψηλός, σκέτος γίγαντας με δυο κέρατα σαν του τράγου να ξεπέχουνε από το κεφάλι του, καλά- καλά δεν τον έβλεπε για τι έπεφτε ο ίσκιος ενός τρανού πουρναριού, ίσα που χώριζε η φιγούρα του. Ο άνθρωπος αυτός είχε δυο μάτια που γυαλίζανε σαν του διαβόλου, τον κοιτάζανε δίχως να κουνιόνται καθόλου. Τήραξε να κάνει τον σταυρό του, αλλά από την τρεμούλα δεν έλεγαν τα χέρια του ν' ακολουθήσουν τις βουλές του.
Το άλογο πρόγκηξε ξανά, ορθοστάτησε και χωρίς να το καταλάβει ο δόλιος ο Αρίστος, βρέθηκε ανάσκελα χάμου στο χώμα. Τ' άλογο το έβαλε στα πόδια, ελεύθερο και χωρίς καβαλάρη πήρε το δρόμο προς το χωριό. Τι τον ήθελες τον μαύρο τον Αριστείδη, μεριά από το φάντασμα μεριά από το βρόντημα μετά από το πέσιμο, ίσα που δεν χέστηκε, ο μαύρος, του κόπηκε η ανάσα, δεν περάσανε δυο δευτερόλεπτα και ο κόσμος γύρω του χάθηκε, ο Αριστείδης λιποθύμησε από τον φόβο του.
Πέρασε κάμποση ώρα και η νυχτιάτικη δροσιά και κρυάδα φαίνεται ότι δώσανε ξανά ζωή στον Αριστείδη, ο οποίος άρχισε σιγά- σιγά να ξαναζωντανεύει και να προσπαθεί να σηκωθεί. Μόλις σταθεροποιήθηκε στα πόδια του, ούτε που τήραξε προς το αλώνι, γύρισε στον δρόμο που πήγαινε στο χωριό και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Στο χωριό, μόλις έφτασε τ' άλογο του Αριστείδη δίχως το αφεντικό του γινότανε αναβρασμός. Η γυναίκα του η Λεμονιά έβαλε τα σκουσμάρια, νόμισε ότι ο άνδρας της έπεσε από το άλογο και σκοτώθηκε. Οι γείτονες και οι συγγενήδες, πήρανε το δρόμο ψάχνοντας να βρούνε, που είχε ρίξει το άλογο τον Αριστείδη.
Καθώς ανηφόριζε για το χωριό ο Αριστείδης από μακριά άκουσε φασαρίες και είδε και φωτιές να κατεβαίνουν την στράτα προς το ποτάμι. Βλέποντας πάλι αυτά τα παράξενα τα έχασε ο μαύρος, αλλά τι να κάνει;
Στην παραπάνω στροφή τον συνάντησαν οι συγχωριανοί του. Η γυναίκα του η Λεμονιά, δεν πίστευε στα μάτια της όταν είδε τον άντρα της ζωντανό. Μόλις φτάσανε στο χωριό άρχισε, ο Αριστείδης να τους μολογάει το πάθημά του, για τον Διάβολο που είδε στ' αλώνι του Φιλίππου.
Την άλλη μέρα στο χωριό δεν ακουγότανε άλλη κουβέντα, μόνο για το πάθημα του Αριστείδη.
Τι είχε γίνει;
Τι είδε ο Αριστείδης και τρόμαξε τόσο πολύ;
Εκεί που ήτανε το σκιάχτρο, τα παιδιά για να γελάσουνε πήγανε και δέσανε το φίδι στα κέρατα του σκιάχτρου. Το βράδυ ο γάτος του Φιλίππου σκαρφάλωσε απάνου στο σκιάχτρο και έτρωγε το φίδι. Την ώρα που πέρναγε ο Αριστείδης, είχε φεγγαράδα και το σκιάχτρο δεν καλοφαινότανε από τον ίσκιο της καρυδιάς που έπεφτε επάνω του. Ο γάτος μόλις είδε το άλογο αντίκρυ στο φεγγάρι, σταμάτησε να τρώει και κοίταζε προς τον δρόμο. Τα μάτια του γάτου από την αντανάκλαση του φεγγαριού γυαλίζανε μέσα στο σκοτάδι και φαινόσαντε σαν μάτια του σκιάχτρου. Μόλις ο γάτος αντελήφθηκε τ' άλογο, κατέβηκε και έφυγε γλήγορα από το σκιάχτρο. Τ' άλογο πρόγκηξε από το γάτο και έριξε κάτω τον Αριστείδη. Αυτό έγινε και βασανίστηκε ο δόλιος.
Έλα μου ντε που την άλλη μέρα ο Αριστείδης πήρε τον παπά και τράβηξε για το αλώνι να κάνει ξόρκια και να λιβανίσει τον τόπο, για να φύγουνε τα ξωτικά όπως έλεγε.
Είδανε και πάθανε μέχρι να πείσουν τον Αριστείδη για το τι είχε γίνει. Που όμως να το νοιώσει αυτός. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναβγήκε νύχτα στα χωράφια.
Συντάχθηκε απο τον Κώστας Παπαντωνόπουλος
Λεξιλόγιο:
Βουρλίδι, το = σπάγκος φτιαγμένος από το φυτό βούρλος ή βούρλα. (βοτανική) ποώδες αειθαλές υδρόφιλο φυτό του γένους Juncus, με κυλινδρικό βλαστό και φύλλα μακρόστενα και συνήθως κυλινδρικά επίσης, τα άνθη του είναι μικρά, και από τα φύλλα του φτιάχνονται καλάθια.
Δραγάτα, η = η καλύβα από χόρτα.
Καπίστρι, το = εξάρτημα της ιπποσκευής από ιμάντες που φοριέται στο κεφάλι του αλόγου για να ελέγχει ο αναβάτης την πορεία του, χαλινός, χαλινάρι.
Κολιτσάκι, το = σιδερένιο αντικείμενο σε σχήμα ωμέγα που ήταν καρφωμένο εμπρός και πίσω στο επάνω μέρος του σαμαριού των ζώων.
Καπονέρα, η = εργαλείο που μοιάζει σαν κλουβί.
Ντεημανιάζω, = ο ημερήσιος φύλακας.
Σγαρλάνε, = σκαλίζουνε με τα πόδια.
Σείραχο, το = η κορφή της ράχης.
Σκουσμάρια, τα = οι φωνές.
Σπαρτσίνο, το = μικρό σχοινάκι κατασκευασμένο από τον θάμνο σπαρτιά, ή σπάρτο.
Τσιμπούρι, το = Το τσιμπούρι είναι κοινή ονομασία του παρασιτικού αρθρόποδου, που επιστημονικά ονομάζεται κρότων. Τρέφεται με αίμα που απορροφά από το δέρμα των θηλαστικών, στα οποία παρασιτεί. Βγαίνει δύσκολα όταν προσκολλάται στο δέρμα. (μεταφ. ...κρατιέται σαν τσιμπούρι).
http://www.antroni.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου