ΣΕΛΙΔΕΣ

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Τού Βάσου Δασκαλάκη
Της μητέρας μου δεν της μείνεσκε* πολύς καιρός να βοηθάει στις όξω δουλειές. Εκείνη μας μαγείρευε, φρόντιζε τα ζα, φούρνιζε, ή έπλενε τα ρούχα μας πέρα στο λαγκάδι. Σαν ευκαιρούσε καμιά στιγμή, έτρεχε στον αργαλειό της κι έφαινε χέρι χέρι μια δυο παλάμες πανί. Στα μεγάλα όμως θελήματα κάθε χρονιάς, στον κάματο,* στο λιομάζεμα, στο σκάλο,* στο θέρο, στον τρύγο, μαντάλωνε το σπίτι μας κι ερχότανε κι αυτή κοντά μας απ’ το πρωί.
  Όταν μου ’μενε κι εμένα καιρός απ’ το σκολειό ή όταν είχαμε πάψες,* βοηθούσα κι εγώ όσο μπορούσα, πήγαινα φαΐ του πατέρα πάνω στην Αγια-Τριάδα, άναβα τα καντήλια της εκκλησίας μας, κι έσιαζα κι εγώ κανένα αυλάκι, όταν ανοίγαμε το νερό να ποτίσουμε· σαν δεν είχα άλλη δουλειά, παραφύλαγα δίπλα στη μεγάλη γούρνα* και σκότωνα μ’ ένα φουντωτό κλαδί τις σφήκες και τους σκούρκους* που έρχονταν να πιούν, γιατί ο πατέρας μου μου ’χε πει πως μας τρώγαν τις μέλισσες.

 Είχαμε και γαϊδούρι και δυο προβάτες, το ζευγάρι τα βόιδα μας και μια μαλτέζικη* γίδα που άξιζε ό,τι και να ’λεγε κανένας. Το γάλα που κατέβαζε ήταν άλλο πράμα, και κάθε χρόνο, αλάθευτα, θα μας γεννούσε δυο όμορφα κατσικάκια με σκουλαρίκια στο λαιμό, που από την πρώτη κιόλας βδομάδα πηδοβολάγανε σαν αγρίμια ένα γύρο στη μάντρα ή απάνω στη σκεπή του φουρνόσπιτου. Την άνοιξη βάναμε και δυο και τρεις κλώσες, τ’ αυγά δεν μας απολείπανε ποτέ, και με το χοίρο που θρέφαμε και σφάζαμε κάθε Χριστούγεννα, η μητέρα μου έφτιανε καπνιστά σύγγληνα* και λουκάνικα, που μας βαστούσαν ολοχρονικής.*
  Δεν μ’ ένοιαζε, να σου πω, και πολύ που σφάζαμε το χοίρο· ήταν το μόνο απο τα ζωντανά μας που δεν τ’ αγαπούσα. Το ’χα πάρει από κακό μάτι από πολύ μικρός, τότε που σα βαστούσα τίποτα στο χέρι μου και το  ’τρωγα, με κυνήγαγε κι έσκουζε, κι ήθελε να μου το πάρει. Πιο ανάποδο ζωντανό δεν έχει ματαπλάσει ο Θεός. Δεν κοτούσαμε με τη μητέρα μου να ταΐσωμε τις κότες, δεν κοτούσαμε να ταΐσομε τη γίδα, και νά σου τον αμέσως στη μέση να τα φάει όλα εκείνος. Ούτε τον ένοιαζε καθόλου για τις ραβδιές που του ’ριχνα· τα ’κανε όλα μια χαψιά και κοίταζε έπειτα μη θα ρίξουμε κι άλλο. Περιορισμένονε πάλι στο μέσα κατώι δεν μπορούσαμε να τον έχομε, γιατί τότε ήταν άξιος να χαλάσει τον κόσμο με τις φωνές του. Και λοιπόν, πολλές φορές μου κόστιζε ένα σωρό σκοτούρα να τρέχω να τον γυρεύω ίσα πάνω στη Αγια-Τριάδα, που τριγύριζε μοναχός του πέρα δώθε κι αποξεχνιότανε βόσκοντας. Κάναμε δυο, κάναμε τρεις μέρες να τον δούμε που η μετέρα φοβότανε πια στο τέλος μην είχε πάθει τίποτα, και μ’ έστελνε να τον γυρεύω.

Εκείνος όμως τριγύριζε ρέμπελος ανάμεσα στα δέντρα, κατάσκαφτε τον τόπο ψάχοντας για νόστιμες ρίζες, έτρωγε βελάνια κι ό,τι άλλο του τύχαινε μπροστά, και σαν έσφιγγε η ζέστη έβρισκε κανένα λασπονέρι, τεντωνότανε μέσα και κοιμότανε. Και τότε όσο να μαύλιζα* δεν έδινε απόκριση.
 

 Τα κατσίκια μας τα πουλούσαμε κι αυτά σαν μεγαλώνανε κάμποσο· τα λεφτά τα ’παιρνε η μητέρα μου κι αγόραζε νέματα* για τον αργαλειό της. Εγώ τ’αγαπούσα πολύ και τα κατσικάκια μας, τους έβγαζα όμορφα ονόματα –Αστέρω και Χιόνα και Κίτσο,– έπαιζα κυνηγητό και κουτουλιές μαζί τους και τα τάιζα μυγδαλόφυλλα μέσα στη φούχτα μου. Σαν ερχόταν η ώρα να μας πάρουνε κι έβανα τα κλάματα, η μητέρα μου με καλόπιανε με κανένα καρύδι και μου ’ταζε πως με τα νέματα που θα ’παιρνε, θα ’φαινε μια κόκκινη ποδιά.

  [ Αναμνήσεις του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Γύρω στα 1900. ]
 * μείνεσκε: έμενε.
* ο κάματος: το όργωμα.
* ο σκάλος: το σκάλισμα.
* οι πάψες: οι διακοπές.
* η γούρνα: βαθούλωμα, μικρή λιμνούλα.
* ο σκούρκος: έντομο πιο μεγάλο από τη σφήκα.
* μαλτέζικη: από τη Μάλτα, εκλεκτής ποιότητας.
* σύγγληνα: λιπαρά κομμάτια χοιρινό κρέας.
* ολοχρονικής: ολοχρονίς.
* μαυλίζω: φωνάζω με συνθηματική γλώσσα· κύρια σημασία, ξεπλανώ.
* νέματα: νήματα, κλωστές.

πηγή 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Την κτηνοτροφία εξ αρχής πρέπει να τη διακρίνουμε στην καθαρά επαγγελματική και στην οικιακή. Με την οικιακή κτηνοτροφία ασχολούνταν όλες σχεδόν οι οικογένειες μέχρι το 1960 περίπου.
                Σ’ όλα τα σπίτια υπήρχαν τα ζώα-εργάτες για τις καλλιέργειες και τις μεταφορές, και αυτά που κάλυπταν τις βασικές ανάγκες διατροφής. Στις μέρες μας σπάνια θα συναντήσει κανείς οικογένειες με τα γνώριμα στα παλιά χρόνια κατοικίδια.
                Ο απασχολούμενος συστηματικά με τη βόσκηση προβάτων και γιδιών λεγότανε τσοπάνης. Η βόσκηση γινότανε όλο το χρόνο. Από νωρίς το πρωί, το χάραγμα, μέχρι το σούρουπο. Ο τσοπάνης τις νύχτες έμενε συνήθως στο σπίτι του. Τα

πρόβατα ή τα γίδια τα 'κλεινε στο "γαλάρι". Το γαλάρι ήτανε μάντρα σκεπασμένη ή σπηλιάκι με τοίχο στη μπροστινή μεριά. Τα περισσότερα κοπάδια είχανε σκυλί. Πολλές φορές το καλοκαίρι ο ίδιος ο τσοπάνης φύλαγε τα πρόβατα ή τα γίδια τις νύχτες για να μην τα φάνε οι λύκοι, ή άλλα αγρίμια. Τον χειμώνα τα πήγαινε σε καλές βοσκές. Τις πολύ κρύες ημέρες τα κράταγε στο μαντρί ή στο γαλάρι και τα τάιζε με σανό, τριφύλλι ή βίκο.
               

Τα βοσκοτόπια διέθεταν πλούσια νομή για το διάστημα από τον Οκτώβριο μέχρι τον Αύγουστο. Την περίοδο του καλοκαιριού όμως οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους έπαιρναν το δρόμο για τα χειμαδιά.

                Οι κτηνοτρόφοι είχαν τα μαντριά τους. Τα κατασκεύαζαν με ξύλα μόνο και κλαδιά από λαδανιά και σουσούρες τα οποία σκέπαζαν με κλαδιά πεύκου, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται αδιαπέραστα από τη βροχή και τον αέρα.
                Χωρίς να είναι δυνατό να υπολογίσουμε τον ακριβή αριθμό των γιδοπροβάτων, μπορούμε να πούμε ωστόσο ότι, αν και οι κτηνοτροφικές οικογένειες ήταν σχετικά λίγες, ο αριθμός των γιδοπροβάτων τους υπήρξε κατά καιρούς τεράστιος.

                Τα μεγάλα όμως κοπάδια απαιτούσαν εξαντλητική δουλειά νύχτα-μέρα και συνεχείς μετακινήσεις. Γι’ αυτό οι κτηνοτρόφοι εποχιακά απασχολούσαν “στιχτάδες”, που ήταν απαραίτητοι κυρίως για τις καλοκαιρινές μετακινήσεις των κοπαδιών, για το άρμεγμα και για τις γέννες. Χαρακτηριστικά, το άρμεγμα, που άρχιζε την Άνοιξη (ίσως και από τον Φλεβάρη) όταν πουλάγανε τα αρνιά και περίσσευε το γάλα, ξεκινούσε με τη δύση του ήλιου, τελείωνε τα μεσάνυχτα και το πρωί πάλι άρχιζε από τα βαθιά χαράματα.
               

Το γάλα το άρμεγαν μέσα σε ξύλινα καρδάρια που χωρούσαν δώδεκα οκάδες και το συγκέντρωναν σε καζάνια των εκατό οκάδων ή και μεγαλύτερα. Η μαγιά όταν έπαιρνε κόκκινο χρώμα ήταν έτοιμη για χρήση. Για να τυροκομήσουνε βράζανε το γάλα ώσπου να γίνει χλιαρό. Τότε ρίχνανε την πιτέα (πυτιά) που έπαιρναν από το στομάχι των μικρών κατσικιών, την οποία αλάτιζαν και την έβαζαν στον ήλιο για να βράσει. Το σκεπάζανε αρκετή ώρα στο χαρανί (καζάνι) για να πήξει. Μετά το βάζανε σε τρυπητά πανιά (τσαντίλες) για να στραγγίξει. Με διαφορετική κατεργασία βγάζανε τη μυζήθρα, το βούτυρο, το ξινόγαλο κ.λ.π. Το έτοιμο τυρί το βάνανε σε ασκιά με άλμη (αλατόνερο) για αυτό λεγότανε τουλουμοτύρι και τουλουμίσιο από το "τουλούμι" που σημαίνει ασκί. Το φυλάγανε όμως και σε πιθάρια, λαγήνες και τενεκέδες, πάλι βουτηγμένο σε αλατόνερο.
                Το τυρί και το μαλλί οι κτηνοτρόφοι το αντιπραγματεύονταν στο χωριό με γεωργικά συνήθως προϊόντα, κυρίως σιτάρι, λάδι, μέλι, κρασί γιατί οι ίδιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με καμιά άλλη δουλειά. Με το μαλλί των προβάτων οι νοικοκυρές γέμιζαν στρώματα και μαξιλάρια, κατασκεύαζαν ρούχα και σκεπάσματα και με το μαλλί των κατσικιών κατασκεύαζαν σαΐσματα, τροβάδες, τσουπιά, δισάκια. Επίσης, οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι κατασκεύαζαν βαριά ρούχα που ήταν απαραίτητα για την φύλαξη των κοπαδιών κατά την περίοδο του χειμώνα, όπως η γούνα με κουκούλα, φτιαγμένη με δέρματα τραγιών ή προβάτων κατάλληλα επεξεργασμένα, τα ταλαγάνια που ήταν μάλλινα παλτά και τα ύφαιναν στον αργαλειό με χοντρά μάλλινα στημόνια και υφάδια, το μαλλιότο και άλλα. Την γκλίτσα, απαραίτητο εργαλείο για το σαλάισμα των κοπαδιών, την έφτιαχναν συνήθως από σφενδάνη ή οξιά.
             

   Κάθε γεωργική-μελισσοκομική οικογένεια έπρεπε να διαθέτει απαραίτητα οκτώ με δέκα ζώα-εργάτες για τα πολλά οργώματα των χωραφιών, τις συνεχείς μετακινήσεις των μελλισοσμηνών σε πολύ μακρινά μέρη και τις πολλές άλλες αγροτικές εργασίες. Τα ζώα αυτά οι νοικοκυραίοι τα στάβλιζαν σε καλύβες ή στα κατάλληλα διαμορφωμένα κατώγια των σπιτιών. Κατά την περίοδο του οργώματος και της σποράς, κυρίως τα βόδια, τα στάβλιζαν σε καλύβες που υπήρχαν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από το χωριό, για να αποφεύγονται οι καθημερινές μετακινήσεις.
Εκτός από τα ζώα-εργάτες κάθε οικογένεια διέθετε απαραίτητα ορισμένο αριθμό κατοικίδιων ζώων (κατσίκες, κότες, γουρούνια κλπ.) που όλα μαζί κάλυπταν σε μεγάλο βαθμό τις βασικές ανάγκες διατροφής. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τα προϊόντα της οικόσιτης κτηνοτροφίας μαζί με αυτά της γεωργικής παραγωγής, κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των αναγκών διατροφής και ένδυσης κάθε αγροτικής οικογένειας.
                Χαρακτηριστικές ήταν και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων της εποχής για τις σχέσεις τους με τα ζώα. Οι παλιοί αγαπούσαν και σέβονταν τα ζώα τους, κυρίως εκείνα που τους πρόσφεραν εργασία, με ξεχωριστό τρόπο. Χαρακτηριστικά, όταν περνούσαν τα βόδια από το παζάρι του χωριού πηγαίνοντας προς τη βρύση, όλοι όσοι κάθονταν στα καφενεία, σηκώνονταν όρθιοι και παρέμεναν όρθιοι μέχρι να προσπεράσουν δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τον σεβασμό τους. Κι όταν τα ζώα αυτά μεγάλωναν και δεν ήταν σε θέση να δουλεύουν δεν τα έσφαζαν, αλλά τα περιέθαλπαν μέχρι να πεθάνουν από φυσικό θάνατο.
Κι αυτό γιατί θεωρούσαν μεγάλη ασέβεια να σκοτώνουν τα ζώα με τα οποία εργάζονταν για πολλά χρόνια μαζί. Η καθημερινή συνύπαρξη του ανθρώπου με τα ζώα για πολλά χρόνια στον μόχθο της δουλειάς, δημιουργούσε σχέση σεβασμού και εκτίμησης, που στις μέρες μας πιθανόν να φαντάζει υπερβολική και παράλογη. Από τα πεθαμένα αυτά ζώα έπαιρναν μόνο το δέρμα με το οποίο κατασκεύαζαν διάφορα δερμάτινα είδη (παπούτσια, ζυγολουριά κλπ.).
             
   Η κτηνοτροφία άρχισε να εγκαταλείπεται από την περίοδο που τα ζεύγη βοών και τα μουλάρια αντικαταστάθηκαν από τα μηχανοκίνητα μέσα καλλιέργειας και μεταφοράς. Στις μέρες μας υπάρχουν λίγα μόνο μικρά κοπάδια με γιδοπρόβατα και βόδια, ενώ τα μέσα καλλιέργειας της παλιάς εποχής δεν υπάρχουν, ούτε σχεδόν σαν μουσειακά στοιχεία. 

 πηγη

Tα καημένα τα πουλάκια

Kρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια·
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!
Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει·
η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές με το φαράσι...
 

Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος, απόψε,
φέρνει γύρα, μες στους δρόμους,
κι αν η παγωνιά θερίζει,
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,

δε βαριέσαι, ― ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια...


Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει,
ο βοριάς που θα περάσει·

η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές, με το φαράσι...

Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια, τα φιλάκια:
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια;


Kι όταν γίνει, πάλι, βράδυ,
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες στα κρεβάτια,
μην τυχόν και ξεπαγιάσουν,

τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν, χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα..
.

 Nαπολέων Λαπαθιώτης
(από το βιβλίο: Nαπολέων Λαπαθιώτης, Tα ποιήματα, Eκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1964) 
πηγη

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Ροδιά: φύτεμα , καλλιέργεια , συμβουλές.

Πώς φυτεύονται και καλλιεργούνται οι ροδιές-Του Φλωρεντινού
Οι ροδιές προκόβουν στα θερμά κλίματα, φυτεύονται δε και σε άνυδρα μέρη. Πρέπει όταν τις φυτεύουμε να βάζουμε μαζί και σκυλλοκρέμμυδα.
Η αρρωστημένη ροδιά γιατρεύεται αν τυλίξουμε τον κορμό της κοντά στις ρίζες με φύκια και την ποτίζουμε τακτικά. Ο Διοφάνης λέγει στα Γεωργικά του ότι τα ρόδα γίνονται κόκκινα αν ποτίζουμε τις ρίζες και βάζουμε συγχρόνως σκόνη από τα λουτρά. Ο Δημόκριτος λέει ότι η ροδιά και η μυρτιά προκόβουν μαζί και όταν τύχουν κοντά είναι εύφορα και τα δυο δέντρα και μπλέκουν το ένα με το άλλο τις ρίζες των και αν ακόμη τύχη να μην είναι πάρα πολύ κοντά.


Για να μη σκάνε τα ρόιδα-Tου Αφρικανού
Όταν θα φυτέψουμε τη ροϊδιά βάζουμε πρωτύτερα στο λάκκο λιθάρια. Αν η ροδιά είναι φυτεμένη από πριν, φυτεύουμε κοντά σκιλλοκρεμμύδα που έχει αποστροφή προς τα ρόιδα και δεν τα αφήνει να σκάσουν. Επίσης και αν φυτέψουμε ανάποδα τη ρόιδια τα ρόιδα της δεν θα σκάζουν.


Για να γίνουν τα ρόιδα χωρίς κουκούτσι-Του ιδίου
Βγάζουμε, όπως και στο κλήμα, αρκετό μέρος από την ψίχα και το σχισμένο ξύλο το καταχώνουμε, έπειτα δε από κάμποσο καιρό, κόβουμε το μεγαλύτερο βλαστάρι και έτσι τα ρόιδα γίνονται χωρίς κουκούτσια.

Της ροδιάς το κλαδί εμποδίζει τα ζωύφια-Του ιδίου
Λένε ότι το κλαδί της ροδιάς διώχνει τα ζωύφια και για τούτο το βάζουν στα αχυροστρώματα για προφύλαξη.

Για να γίνουν τα ρόιδα ποιό κόκκινα-Του Διδύμου
Αν θέλουμε τα ρόιδα να γίνουν κόκκινα, ποτίζουμε τη ροδιά με νερό ανακατωμένο με σκόνη από λουτρά.

Για να γίνουν γλυκά τα ξυνορόιδα-Του Παξάμου
Σκάβουμε λάκκο γύρω από τις ρίζες του δέντρου και τις αλείφουμε με χοιρινή κοπριά. Κατόπιν τις χώνουμε και τις ραντίζουμε με ανθρώπινό κάτουρο.

Για να κάνει πολύ καρπό η ροδιά-Του Δημοκρίτου
Κοπανίζουμε καλά αντράκλα και γαλατσίδα και αλείφουμε τον καρπό της ροδιάς.

Πως μπορούμε να βρούμε πόσα σπυριά έχει το ρόιδο χωρίς να το ανοίξουμε-Του Δημοκρίτου
Ανοίγουμε ένα ρόιδο και μετρούμε πόσα σπυριά έχει. Τόσα θα έχουν και όλα τα άλλα ρόδια της ίδιας ροδιάς. Γιατί να είναι μεγάλο ή μικρό το ρόιδο δεν εξαρτάται απ’ τα πολλά ή απ’ τα λίγα σπυριά που έχει μέσα, αλλά από το αν είναι τα σπυριά μικρά ή μεγάλα.

Πως κεντρώνονται οι ροδιές-Του Φλωρεντινού
Η ροϊδιά κεντρώνεται διαφορετικά από τα άλλα δέντρα. Διαλέγουμε ένα κλαδί τόσο ευλύγιστο που να μπορεί να φτάσει έως κάτω στο χώμα και το κεντρώνουμε μέσα από την φλούδα καθώς τα άλλα δέντρα και ασφαλίζουμε το κεντράδι δίνοντάς το. Έπειτα το τραβούμε προς τη γη, χωρίς να πιάνουμε το κεντράδι αλλά το ποιό κάτω μέρος, το χύνουμε μαζί με μούργα και το στερεώνουμε καλά για να μην πεταχτεί επάνω έως πού να φυτρώσει το κεντράδι.
Στα άλλα δέντρα παίρνουμε τα κεντράδια πριν βλαστήσουν, απ’ τη ροϊδιά όμως παίρνουμε και όταν έχει βλάστηση. Καθώς είπαμε παραπάνω ή ροϊδιά προκόβει πολύ κοντά στη μυρτιά, όπως αναφέρει και ό Δίδυμος στα Γεωργικά του. Και για αυτό όπως λένε, αν κεντρώσουμε ροδιά στη μυρτιά ή μυρτιά στη ροδιά κάνει πολύν καρπό. Η ροδιά κεντρώνεται καλά στη μυρτιά ή στην ιτιά. Στη ροδιά κεντρώνεται ή κιτριά, καθώς λέει ο Δίδυμος στα Γεωργικά του.

Πως διατηρούνται τα ρόιδα-Του Βηρυτίου
Τα ρόιδα που πρόκειται να φυλάξουμε για το χειμώνα πρέπει να τα κόβουμε απ’ το δέντρο ελαφρά για να μη σπάσουν, γιατί όταν σπάσουν αρχίζουν να σαπίζουν. Αφού τα μαζέψουμε έτσι απείραχτα, βουτάμε το μέρος που κόψαμε σε βραστή πίσσα και τα κρεμούμε.
Άλλοι βαφτίζουν ολόκληρα τα ρόδα και αφού ξεραθούν τα κρεμούν. Απ’ τα ρόιδα γίνεται και κρασί και είναι πολύ καλό ποτό. Άλλοι τυλίγουν το κάθε ρόδο με φρύγανα, τα δένουν με σχοινιά και τα αλείφουν καλά με γύψο απ’ όλες τις μεριές, για να μη φούσκωση το ρόδο και σκάσει και τα αφήνουν στο δέντρο. Το ίδιο μπορεί να γίνει και στα μήλα.

Άλλοι τα βάζουν μέσα σε πριονίδια από ξύλο βελανιδιάς και χύνουν μέσα και ξύδι. Μερικοί ζεσταίνουν θαλασσινό νερό ή βράζουν άλμη και βουτούν μέσα τα ρόιδα και κατόπιν τα στεγνώνουν στον ήλιο και τα κρεμούν. Όταν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουν 2 ημέρες πριν τα βάζουν στο νερό.
Άλλοι για να διατηρήσουν πολύ καιρό τα ρόιδα επάνω στο δέντρο, βάζουν το κάθε ρόδο μέσα σε χύτρα καινούργια και την κουπώνουν και την ασφαλίζουν έτσι ώστε να μη χτυπάει ούτε στους κλάδους ούτε επάνω στις άλλες για να μη σπάσει. Με τον τρόπο αυτό έχουν πάντοτε φρέσκα ρόιδα. τα ρόιδα διατηρούνται πολύ καιρό αν τα βαφτίσουμε μέσα σε ζεστό νερό καθαρό και αμέσως τα βγάλουμε. Τα ρόιδα μπορούμε να τα έχουμε και μέσα σε άμμο στεγνό ή σε σωρό από σιτάρι έως ότου ζαρώσουν.

Τα ρόιδα διατηρούνται χλωρά έως την άνοιξη επάνω στο δέντρο, αν όταν ωριμάσουν, στριφογυρίσουμε τα κλωνάρια της ροδιάς μια ή δύο φορές και σκεπάσουμε κάθε ένα ρόιδο με ξερές κολοκύθες ή γογγύλια (τα σκάβουμε δηλαδή και σκεπάζουμε τα ρόδια με τα φύλλα) για να μη βρέχονται και να μην τα τρώνε τα πουλιά.
Πηγή: Γεωπονικά-Κασσιανού Βάσσου
πηγη 


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Γαλακτομπούρεκο μέ μυστικά.

ΓΑΛΑΚΤΟΜΠΟΥΡΕΚΟ
Συνταγή
Γιά τήν κρέμα.
1 κιλό γάλα.
1 1/2 φλυτζάνι τσαγιού ζάχαρη
1 φλυτζάνι τσαγιού σιμιγδάλι ψιλό.
5 αυγά.
3 κουταλιές βούτυρο φρέσκο.
2 βανίλιες.
1/2 φύλλα μπακλαβά.
1/2 φλυτζάνι τσαγιού βούτυρο γάλακτος γιά τά φύλλα.
Γιά τό σιρόπι.
3 1/2 φλυτζάνια τσαγιού ζάχαρη.
2 1/2  φλυτζάνια νερό.
1 κουταλάκι χυμό λεμονιού. 
{καί 1 κουταλιά γλυκόζι γιά νά μήν ζαχαρώσει.}
Βάζετε τό γάλα στήν φωτιά νά κάψει. Ρίχνετε τό σιμιγδάλι καί ανακατεύετε διαρκώς μέ ξύλινη κουτάλα νά πάρει βράση καί νά πήξει. Χτυπάτε τά αυγά μέ τήν ζάχαρη καί τήν βανίλια , κατεβάζετε από τ΄ν φωτιά  τήν κρέμα καί τά προσθέτετε λίγα - λίγα ανακατεύοντας πάντα.  Ρίχνετε καί τό φρέσκο βούτυρο ανακατεύετε νά διαλυθεί καί αφήνετε τήν κρέμα νά κρυώσει. 
Βουτυρώνετε ένα μέτριο ταψί καί στρώνετε (τό πρώτο μυστικό} 6 φύλλα  αλλά τό  έκτο  δέν τό στρώνουμε αλλά τό βάζουμε κατσαρό.  Τό κάθε ένα φύλλο  τό βουτυρώνουμε μέ τό βούτυρο γάλακτος πολύ καλα.  Ρίχνουμε τήν κρέμα καί στρώνουμε τά υπόλοιπα φύλλα κανονικά. 
Πρίν βάλουμε στόν φούρνο τό γαλακτομπούρεκο {δεύτερο μυστικό}δέν τό χαράζουμε κανονικά  , αλλά  κάνουμε μικρές χαρακές σάν σημάδια γιά νά τό κόψουμε μετά. 
Αλείφουμε τήν επιφάνια μέ βούτυρο καί ραντίζουμε μέ λίγο νερό. Ψήνουμε σέ μέτριο προθερμασμένο φούρνο  γιά 30΄λεπτά {ανάλογα τόν φούρνο}   ώσπου νά ροδίσουν καλά τά φύλλα. 
 Ετοιμάζουμε τό σιρόπι βάζοντας τήν ζάχαρη , τό νερό τό λεμόνι καί τήν γλυκόζη νά βράσουν καί μόλις πάρει βράση καί κοχλάζει , τό αφήνουμε 3 λεπτά μέ τό ρολόϊ καί  είναι έτοιμο .
 Όταν βγάλουμε τό γλυκό από τό φούρνο {τρίτο μυστικό} τού ρίχνουμε τό σιρόπι καί τό ξαναβάζουμε στόν φούρνο μέ τούς  ίδιους βαθμούς θερμοκρασίας, νά ψηθεί γιά 5- 10΄λεπτά ακόμα.  Αυτό κάνει τά φύλλα τραγανά γιά δύο καί τρείς ημέρες {τήν τέταρτη δέν υπάρχει γαλακτομπούρεκο γιατί έχει φαγωθεί. }
Καλή επιτυχία. 
Καί πολλά σιρόπια.  
Σοφία Βλάχου.



Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες». ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς). Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
                «Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι».
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
                «Αϊ Δημητράκη μου, Μικρό καλοκαιράκι μου».
                «Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια».
               «Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει».
                «Αν δε βρέξει, πως θα ξαστερώσει;»
                «Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι».
                «Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις».
                «Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα».
                «Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι».
                «Μακριά βροντή, κοντά βροχή».
                «Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις».
                «Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα 'χεις».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις».
                «Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός».
                «Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι».
                «Τ' άη - Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ΄μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό».
                «Τ’ Αϊ Λουκά σπείρε τα κουκιά».
                «Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα».

ΠΗΓΗ

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Η ψυχή της Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στον ήχο του Κλαρίνου

Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα. Τσοπάνηδες στο Βουνό Παρνασσός το 1903

Η ψυχή της Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στον ήχο του Κλαρίνου 
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Το Κλαρίνο μπορεί να εκφράσει και τα πιο δυνατά, ανθρώπινα συναισθήματα. Η ψυχή της Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στον ήχο του Κλαρίνου και δη στο Μοιρολόϊ φίλοι μου, κατά την γνώμη μου και τα συναισθήματά μου. (Σοφία Ντρέκου)

Οι δρόμοι των νερών και των κοπαδιών
Ο Οκτώβρης είναι ο μήνας που οι ποιμένες, οδηγούμενοι και από τον οικολογικό καταναγκασμό, αρχίζουν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια από τα αλπικά λιβάδια των βουνών στους κάμπους, να ξεχειμωνιάσουν.
Όσο αισιόδοξο και άνετο είναι το ανέβασμα ανθρώπων και ζώων μέσα στην ανοιξιάτικη φυσική αλλά και ψυχική ευδία, τόσο αγωνιώδες και επίπονο είναι το κατέβασμα μέσα στη φθινοπωρινή συγκυρία, οπότε η μέρα έχει μικρύνει, τα ζώα εγκυμονούν, οι καιρικές συνθήκες είναι συχνά αντίξοες. (Ελένη Ψυχογιού - Λαογράφος, Ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών)
 
ΒΙΝΤΕΟ 1: «Τσοπανάκος ήμουνα». Ηχογράφηση του 1910 δημοτικού τραγουδιού. Θυμηθήτε το παλιό σήμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας κατά την έναρξη του προγράμματος με τις κουδούνες.» Τραγούδι με προέλευση από την Αιτωλοακαρνανία Στερεάς Ελλάδας. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 8/8 (3-3-2), χορεύεται ως «ΣΥΡΤΟΣ» και κινείται σε δρόμο Νιγκρίζ.



ΒΙΝΤΕΟ 2 Ταξίδι στο χθές: «Μοιρολόϊ» Στο κλαρίνο ο Βαγγέλης Χαλιγιάννης


πηγή

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Το λεξικό των τσοπάνηδων





voskosΑγγειό (το): δοχείο, σκεύος.
Ανάρμεγος: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.
Απλάδι (το): Κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί....
Αποκόβω: απογαλακτίζω.
Αρβάλι (το): Χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων.
Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για «έχει», δηλ. για αναπαραγωγή. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.
Ασαλά(γ)ητος: αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.
Βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της.
Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.
Γαλάρια (τα): Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα. Σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν.
Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
Γκιόσα (η): Η γίδα με μαύρο σώμα και άσπρη κοιλιά.
Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι μουνουχισμένο και μεγαλόσωμο, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.
Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
Ζλάπι (το): Η φράση «παρουσιάσκη ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.
Ζυγούρι (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.
Κάδη (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ