Τού Βάσου Δασκαλάκη
Της μητέρας μου δεν της μείνεσκε* πολύς καιρός να βοηθάει στις όξω δουλειές. Εκείνη μας μαγείρευε, φρόντιζε τα ζα, φούρνιζε, ή έπλενε τα ρούχα μας πέρα στο λαγκάδι. Σαν ευκαιρούσε καμιά στιγμή, έτρεχε στον αργαλειό της κι έφαινε χέρι χέρι μια δυο παλάμες πανί. Στα μεγάλα όμως θελήματα κάθε χρονιάς, στον κάματο,* στο λιομάζεμα, στο σκάλο,* στο θέρο, στον τρύγο, μαντάλωνε το σπίτι μας κι ερχότανε κι αυτή κοντά μας απ’ το πρωί.
Όταν μου ’μενε κι εμένα καιρός απ’ το σκολειό ή όταν είχαμε πάψες,* βοηθούσα κι εγώ όσο μπορούσα, πήγαινα φαΐ του πατέρα πάνω στην Αγια-Τριάδα, άναβα τα καντήλια της εκκλησίας μας, κι έσιαζα κι εγώ κανένα αυλάκι, όταν ανοίγαμε το νερό να ποτίσουμε· σαν δεν είχα άλλη δουλειά, παραφύλαγα δίπλα στη μεγάλη γούρνα* και σκότωνα μ’ ένα φουντωτό κλαδί τις σφήκες και τους σκούρκους* που έρχονταν να πιούν, γιατί ο πατέρας μου μου ’χε πει πως μας τρώγαν τις μέλισσες.
Είχαμε και γαϊδούρι και δυο προβάτες, το ζευγάρι τα βόιδα μας και μια μαλτέζικη* γίδα που άξιζε ό,τι και να ’λεγε κανένας. Το γάλα που κατέβαζε ήταν άλλο πράμα, και κάθε χρόνο, αλάθευτα, θα μας γεννούσε δυο όμορφα κατσικάκια με σκουλαρίκια στο λαιμό, που από την πρώτη κιόλας βδομάδα πηδοβολάγανε σαν αγρίμια ένα γύρο στη μάντρα ή απάνω στη σκεπή του φουρνόσπιτου. Την άνοιξη βάναμε και δυο και τρεις κλώσες, τ’ αυγά δεν μας απολείπανε ποτέ, και με το χοίρο που θρέφαμε και σφάζαμε κάθε Χριστούγεννα, η μητέρα μου έφτιανε καπνιστά σύγγληνα* και λουκάνικα, που μας βαστούσαν ολοχρονικής.*
Δεν μ’ ένοιαζε, να σου πω, και πολύ που σφάζαμε το χοίρο· ήταν το μόνο απο τα ζωντανά μας που δεν τ’ αγαπούσα. Το ’χα πάρει από κακό μάτι από πολύ μικρός, τότε που σα βαστούσα τίποτα στο χέρι μου και το ’τρωγα, με κυνήγαγε κι έσκουζε, κι ήθελε να μου το πάρει. Πιο ανάποδο ζωντανό δεν έχει ματαπλάσει ο Θεός. Δεν κοτούσαμε με τη μητέρα μου να ταΐσωμε τις κότες, δεν κοτούσαμε να ταΐσομε τη γίδα, και νά σου τον αμέσως στη μέση να τα φάει όλα εκείνος. Ούτε τον ένοιαζε καθόλου για τις ραβδιές που του ’ριχνα· τα ’κανε όλα μια χαψιά και κοίταζε έπειτα μη θα ρίξουμε κι άλλο. Περιορισμένονε πάλι στο μέσα κατώι δεν μπορούσαμε να τον έχομε, γιατί τότε ήταν άξιος να χαλάσει τον κόσμο με τις φωνές του. Και λοιπόν, πολλές φορές μου κόστιζε ένα σωρό σκοτούρα να τρέχω να τον γυρεύω ίσα πάνω στη Αγια-Τριάδα, που τριγύριζε μοναχός του πέρα δώθε κι αποξεχνιότανε βόσκοντας. Κάναμε δυο, κάναμε τρεις μέρες να τον δούμε που η μετέρα φοβότανε πια στο τέλος μην είχε πάθει τίποτα, και μ’ έστελνε να τον γυρεύω.
Εκείνος όμως τριγύριζε ρέμπελος ανάμεσα στα δέντρα, κατάσκαφτε τον τόπο ψάχοντας για νόστιμες ρίζες, έτρωγε βελάνια κι ό,τι άλλο του τύχαινε μπροστά, και σαν έσφιγγε η ζέστη έβρισκε κανένα λασπονέρι, τεντωνότανε μέσα και κοιμότανε. Και τότε όσο να μαύλιζα* δεν έδινε απόκριση.
Τα κατσίκια μας τα πουλούσαμε κι αυτά σαν μεγαλώνανε κάμποσο· τα λεφτά τα ’παιρνε η μητέρα μου κι αγόραζε νέματα* για τον αργαλειό της. Εγώ τ’αγαπούσα πολύ και τα κατσικάκια μας, τους έβγαζα όμορφα ονόματα –Αστέρω και Χιόνα και Κίτσο,– έπαιζα κυνηγητό και κουτουλιές μαζί τους και τα τάιζα μυγδαλόφυλλα μέσα στη φούχτα μου. Σαν ερχόταν η ώρα να μας πάρουνε κι έβανα τα κλάματα, η μητέρα μου με καλόπιανε με κανένα καρύδι και μου ’ταζε πως με τα νέματα που θα ’παιρνε, θα ’φαινε μια κόκκινη ποδιά.
[ Αναμνήσεις του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Γύρω στα 1900. ]
* μείνεσκε: έμενε.
* ο κάματος: το όργωμα.
* ο σκάλος: το σκάλισμα.
* οι πάψες: οι διακοπές.
* η γούρνα: βαθούλωμα, μικρή λιμνούλα.
* ο σκούρκος: έντομο πιο μεγάλο από τη σφήκα.
* μαλτέζικη: από τη Μάλτα, εκλεκτής ποιότητας.
* σύγγληνα: λιπαρά κομμάτια χοιρινό κρέας.
* ολοχρονικής: ολοχρονίς.
* μαυλίζω: φωνάζω με συνθηματική γλώσσα· κύρια σημασία, ξεπλανώ.
* νέματα: νήματα, κλωστές.
πηγή
Της μητέρας μου δεν της μείνεσκε* πολύς καιρός να βοηθάει στις όξω δουλειές. Εκείνη μας μαγείρευε, φρόντιζε τα ζα, φούρνιζε, ή έπλενε τα ρούχα μας πέρα στο λαγκάδι. Σαν ευκαιρούσε καμιά στιγμή, έτρεχε στον αργαλειό της κι έφαινε χέρι χέρι μια δυο παλάμες πανί. Στα μεγάλα όμως θελήματα κάθε χρονιάς, στον κάματο,* στο λιομάζεμα, στο σκάλο,* στο θέρο, στον τρύγο, μαντάλωνε το σπίτι μας κι ερχότανε κι αυτή κοντά μας απ’ το πρωί.
Όταν μου ’μενε κι εμένα καιρός απ’ το σκολειό ή όταν είχαμε πάψες,* βοηθούσα κι εγώ όσο μπορούσα, πήγαινα φαΐ του πατέρα πάνω στην Αγια-Τριάδα, άναβα τα καντήλια της εκκλησίας μας, κι έσιαζα κι εγώ κανένα αυλάκι, όταν ανοίγαμε το νερό να ποτίσουμε· σαν δεν είχα άλλη δουλειά, παραφύλαγα δίπλα στη μεγάλη γούρνα* και σκότωνα μ’ ένα φουντωτό κλαδί τις σφήκες και τους σκούρκους* που έρχονταν να πιούν, γιατί ο πατέρας μου μου ’χε πει πως μας τρώγαν τις μέλισσες.
Είχαμε και γαϊδούρι και δυο προβάτες, το ζευγάρι τα βόιδα μας και μια μαλτέζικη* γίδα που άξιζε ό,τι και να ’λεγε κανένας. Το γάλα που κατέβαζε ήταν άλλο πράμα, και κάθε χρόνο, αλάθευτα, θα μας γεννούσε δυο όμορφα κατσικάκια με σκουλαρίκια στο λαιμό, που από την πρώτη κιόλας βδομάδα πηδοβολάγανε σαν αγρίμια ένα γύρο στη μάντρα ή απάνω στη σκεπή του φουρνόσπιτου. Την άνοιξη βάναμε και δυο και τρεις κλώσες, τ’ αυγά δεν μας απολείπανε ποτέ, και με το χοίρο που θρέφαμε και σφάζαμε κάθε Χριστούγεννα, η μητέρα μου έφτιανε καπνιστά σύγγληνα* και λουκάνικα, που μας βαστούσαν ολοχρονικής.*
Δεν μ’ ένοιαζε, να σου πω, και πολύ που σφάζαμε το χοίρο· ήταν το μόνο απο τα ζωντανά μας που δεν τ’ αγαπούσα. Το ’χα πάρει από κακό μάτι από πολύ μικρός, τότε που σα βαστούσα τίποτα στο χέρι μου και το ’τρωγα, με κυνήγαγε κι έσκουζε, κι ήθελε να μου το πάρει. Πιο ανάποδο ζωντανό δεν έχει ματαπλάσει ο Θεός. Δεν κοτούσαμε με τη μητέρα μου να ταΐσωμε τις κότες, δεν κοτούσαμε να ταΐσομε τη γίδα, και νά σου τον αμέσως στη μέση να τα φάει όλα εκείνος. Ούτε τον ένοιαζε καθόλου για τις ραβδιές που του ’ριχνα· τα ’κανε όλα μια χαψιά και κοίταζε έπειτα μη θα ρίξουμε κι άλλο. Περιορισμένονε πάλι στο μέσα κατώι δεν μπορούσαμε να τον έχομε, γιατί τότε ήταν άξιος να χαλάσει τον κόσμο με τις φωνές του. Και λοιπόν, πολλές φορές μου κόστιζε ένα σωρό σκοτούρα να τρέχω να τον γυρεύω ίσα πάνω στη Αγια-Τριάδα, που τριγύριζε μοναχός του πέρα δώθε κι αποξεχνιότανε βόσκοντας. Κάναμε δυο, κάναμε τρεις μέρες να τον δούμε που η μετέρα φοβότανε πια στο τέλος μην είχε πάθει τίποτα, και μ’ έστελνε να τον γυρεύω.
Εκείνος όμως τριγύριζε ρέμπελος ανάμεσα στα δέντρα, κατάσκαφτε τον τόπο ψάχοντας για νόστιμες ρίζες, έτρωγε βελάνια κι ό,τι άλλο του τύχαινε μπροστά, και σαν έσφιγγε η ζέστη έβρισκε κανένα λασπονέρι, τεντωνότανε μέσα και κοιμότανε. Και τότε όσο να μαύλιζα* δεν έδινε απόκριση.
Τα κατσίκια μας τα πουλούσαμε κι αυτά σαν μεγαλώνανε κάμποσο· τα λεφτά τα ’παιρνε η μητέρα μου κι αγόραζε νέματα* για τον αργαλειό της. Εγώ τ’αγαπούσα πολύ και τα κατσικάκια μας, τους έβγαζα όμορφα ονόματα –Αστέρω και Χιόνα και Κίτσο,– έπαιζα κυνηγητό και κουτουλιές μαζί τους και τα τάιζα μυγδαλόφυλλα μέσα στη φούχτα μου. Σαν ερχόταν η ώρα να μας πάρουνε κι έβανα τα κλάματα, η μητέρα μου με καλόπιανε με κανένα καρύδι και μου ’ταζε πως με τα νέματα που θα ’παιρνε, θα ’φαινε μια κόκκινη ποδιά.
[ Αναμνήσεις του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Γύρω στα 1900. ]
* μείνεσκε: έμενε.
* ο κάματος: το όργωμα.
* ο σκάλος: το σκάλισμα.
* οι πάψες: οι διακοπές.
* η γούρνα: βαθούλωμα, μικρή λιμνούλα.
* ο σκούρκος: έντομο πιο μεγάλο από τη σφήκα.
* μαλτέζικη: από τη Μάλτα, εκλεκτής ποιότητας.
* σύγγληνα: λιπαρά κομμάτια χοιρινό κρέας.
* ολοχρονικής: ολοχρονίς.
* μαυλίζω: φωνάζω με συνθηματική γλώσσα· κύρια σημασία, ξεπλανώ.
* νέματα: νήματα, κλωστές.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου