Μία
από τις παραδόσεις των χωριανών μας ήταν και είναι ο Αγιασμός των κτημάτων.
Όλοι τρέχουμε με το Αγίασμα της Πρωτάγιασης στο χέρι και αγιάζουμε όλα τα
κτήματά μας, τ’ αμπέλια, τα σπίτια, τα χωράφια, τα ζώα, τα μελίσσια, τους
μύλους, τα καταστήματα.
Έτσι
τη χρονιά του 1936, μετά την προσφορά του Αγιασμού από του παπά το χέρι, στις 6
Γενάρη, ξεκινήσαμε με τον αείμνηστο και αγαπημένο μου θείο Μήτσο Κ. Σταθόπουλο
(Παπίτσα) για ν’ αγιάσουμε τα κτήματά μας.
Περάσαμε τη Λιάσκοβα και αφού αγιάσαμε τα χωράφια μας στου Λώλη, στα
Κερπινιώτικα Καλύβια, στον Παλιόπυργο και το μύλο μας, φτάσαμε στου
Μπουλιμέτη στο σπίτι της κυρά Κούσιαινας Νταρζάνου που μας δέχθηκε με
χαρά.
Κοντά εκεί ήταν και το καλύβι του Πλατομηνά. Βγήκα να το δω και να
αποτίσω φόρο τιμής στους ανθρώπους του που λείπουν, γιατί όταν ήμουν
οχτώ χρονών έζησα μαζί τους μια διδακτική εμπειρία που θα την αναφέρω
εδώ, σα μνημόσυνο για τον Πλατομηνά και τα παιδιά του.
Τον Πλατομηνά τον είχε βοηθό στο μύλο ο πατέρας μας. Εκείνα τα Χριστούγεννα μ’ άφησε ο πατέρας μου στο μύλο με το Μηνά Μαραγκό, έναν καλοκάγαθο και σεβάσμιο άνθρωπο που μόνο το καλό ήξερε, και με τη νεαρή και χαριτωμένη κόρη του Κωνσταντίνα – αργότερα μητέρα του μαγαζάτορα Βασίλη Δ. Βασιλόπουλου – η οποία σαν παιδάκι που ήμουν, μ’ αγαπούσε πολύ.
Μια
νύχτα έβρεξε πολύ και τα νερά του Λάδωνα είχαν φτάσει στο λιθάρι του μύλου και
σε λίγο θα έφταναν στο παραγώνι, όπου κοιμόμασταν. Γι’ αυτό φύγαμε και
ανεβήκαμε στου Μπουλιμέτη, στο καλύβι του γερο Μηνά, στο οποίο έμενε κι ο
κτηνοτρόφος γαμπρός του Νίκος Μαραγκός με τη φαμελιά του.
Πρώτη
φορά πήγαινα σε καλύβι. Ήταν ένα παραλληλεπίπεδο, ισόγειο, λιθόκτιστο σπίτι, ύψους
περίπου τριών μέτρων. Είχε κι ένα πατωματάκι, ένα ψαθί δηλαδή, σ’ όλο το πλάτος
του καλυβιού και μήκους τριών μέτρων, στο οποίο ανέβαιναν με μια σκαλίτσα.
Στο
κάτω πάτωμα και σε όλο το ισόγειο καλύβι, που δεν ήταν χωρισμένο, έμεναν τα
γιδοπρόβατα, τα γουρούνια και οι κότες, όλα μαζί.
Μόνο
τα σκυλιά ήταν έξω, φύλακες πιστοί.
Το
πρωί φάγαμε τραχανά με γάλα. Τρώγαμε και κολώστρες, γιαούρτια, τυριά, γάλα.
Έβρεχε συνέχεια και δεν βγαίναμε από το καλύβι. Ακούγαμε μέρα νύχτα, ιδιαίτερα
όμως, στη σιγαλιά της νύχτας, το φοβερό θόρυβο, που έκανε η ροή του νερού του
ποταμού, να πέφτει πάνω από εκατό μέτρα και να κατρακυλάει στους απότομους
γκρεμούς.
Έπειτα
από τρεις μέρες, άνοιξε ο Θεός τα μάτια του και βγήκαμε έξω. Τότε αντίκρυσα
απέναντι ΄΄την καβούλια΄΄, με τους πανύψηλους και απότομους βράχους της, άκουσα
το βουητό του ποταμού και δεν χόρταινα την απέραντη έκταση με τις χαραδρώσεις
της.
Περιμέναμε
λίγο να πέσουν τα νερά του ποταμού και φύγαμε για το μύλο, ο γερο Μηνάς, η
Ντίνα κι εγώ. Πετάξαμε τις λάσπες, ανάψαμε φωτιές, στέγνωσε ο μύλος,
τακτοποιήσαμε τα πράγματα στη θέση τους και άρχισε η λειτουργία του μύλου γιατί
ο κόσμος είχε ανάγκη.
Τούτη
τη θύμηση είχα στο μυαλό μου και έστεκα μπροστά από το καλύβι με συγκίνηση κι
ευλάβεια. Από τη μνήμη την παλιά, η θεία Νταρζάναινα, η μητέρα του Αγαμάκου, με
ξύπνησε με το κάλεσμά της, να πάω μέσα για φαγητό.
Πήγα
και μια καλοψημένη ζεστή μπομπότα με άφθονο και νοστιμότατο τουλουμίσιο τυρί,
μας περίμεναν. Φάγαμε με πολλή όρεξη και φύγαμε για το χωριό, όπου φτάσαμε το
βράδυ. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους και τ’ όνομά τους, ας
είναι αιώνιο.
Από το βιβλίο του
δάσκαλου Στάθη Σταθόπουλου ΄΄ΜΝΗΜΕΣ από την Αρκαδία και το χωριό μου Μυγδαλιά
(Γλανιτσιά)΄
Εξαιρετικότατος και αυτός ο ιστότοπός σας! ΤΡΙΣ-Εύγε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπι τη ευκαιρία... επι τοις ονομαστηρίοις Υμών, έτη πολλά, ευδαίμονα, ποικιλόκαρπα, πολύκαρπα, καλλίκαρπα, ευλογημένα και θεοτοκοφιλή, πανοικεί!
Ο Θεός πάντα μαζί σας.
Έρρωσθε!
Σάς ευχαριστώ πολύ καί γιά τά καλά σας λόγια γιά τό μπλόκ μου καί γιά τίς ευχές σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή