ΣΕΛΙΔΕΣ

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ....ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Στην άκρη ενός μικρού χωριού, σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε κάποτε μια μάνα, η κυρά-Λένη, με την κόρη της την Φιλιώ.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι είχε σκεπάσει τα βουνά, τους κάμπους και τους δρόμους και ήταν δύσκολο να τους διαβείς. Ο αέρας από τα γύρω σπίτια μύριζε μελομακάρονα, δίπλες και χριστόψωμα.
Η κυρά-Λένη με την κόρη της δεν είχαν ζυμώσει τίποτα για τα Χριστούγεννα, γιατί όλη μέρα δούλευαν σε ένα αρχοντόσπιτο.
– Φιλιώ μου, θα πάω μέχρι το μύλο να αλέσω λίγο σιτάρι. Πρέπει να φτιάξουμε κι εμείς μερικά γλυκά.
…είπε η μάνα!
– Όχι μάνα, είσαι κουρασμένη. Θα πάω εγώ στο μύλο.
– Όχι, δε σε αφήνω. Αυτές τις μέρες βγαίνουν οι καλικάντζαροι και συνηθίζουν να τρυπώνουν στους μύλους. Μάλιστα λένε ότι παραμονεύουν τις νέες κοπέλες, για να τις κοροϊδέψουν και να τους κάνουν κακό.
– Δε φοβάμαι μάνα, κι ούτε πιστεύω αυτά που λέγονται για τα καλικαντζαράκια. Θα πάω γρήγορα και θα γυρίσω αμέσως. Έλα δώσε μου το σακί με το σιτάρι και φέρε και το γαϊδουράκι να το φορτώσω.
– Καλά κόρη μου, αφού επιμένεις πήγαινε, αλλά να προσέχεις τα καλικαντζαράκια. Αν εσύ φερθείς έξυπνα, δε θα σε πειράξουν, γιατί στο βάθος είναι λίγο κουτά. Πάω να φέρω το γαϊδουράκι από το στάβλο.
Η Φιλιώ φόρτωσε στο γαϊδουράκι το σακί με το σιτάρι και ξεκίνησε για το μύλο. Από μακριά έβλεπε αμυδρά το φως του μύλου, που φωτιζόταν από ένα λυχνάρι.
Όταν έφτασε στο μύλο, άκουσε φωνές και γέλια. Σκέφτηκε ότι θα είναι μέσα κι άλλοι χωριανοί, που θέλουν να αλέσουν το σιτάρι τους. Σπρώχνει λοιπόν, την πόρτα και με έκπληξη και τρόμο βλέπει μπροστά της γύρω στα πέντε καλικαντζαράκια. Ήταν κάτι κακάσχημα και μαυριδερά ανθρωπάκια, με κατακόκκινα αστραφτερά μάτια, με κρεμασμένες τις γλώσσες τους έξω, με μακριές ουρές και με μεγάλα αυτιά, που συνεχώς κουνιόντουσαν.
Η Φιλιώ τραβήχτηκε προς τα πίσω για να φύγει, μα δεν πρόλαβε. Τα καλικαντζαράκια με γρήγορα πηδήματα την άρπαξαν και την τράβηξαν μέσα και άρχισαν να της λένε:
– Γιατί φεύγεις ομορφούλα; Εμείς περιμέναμε τόση ώρα να φανεί καμιά όμορφη κοπέλα. Τι ήρθες να κάνεις εδώ;
– Ήρθα να αλέσω το σιτάρι μου.
– Άσε το σιτάρι σου και έλα να χορέψουμε.
– Θέλω να χορέψω μαζί σας, αλλά ας βάλω πρώτα το σιτάρι στο μύλο να αλέθεται, για να μην αργήσω.
Και αμέσως έριξε το σιτάρι στο καρίκι του μύλου και άρχισε το άλεσμα.
– Έλα κοπέλα, έλα να χορέψουμε! Και θα σου δώσουμε μεταξωτά φορέματα, χρυσά στολίδια, βελούδινα γοβάκια και δυο μπαούλα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
– Καλά λοιπόν, θα χορέψουμε! Τρέξτε όμως πρώτα να μου φέρετε όλα αυτά που μου είπατε και σας υπόσχομαι πως θα χορέψουμε μαζί ώρες ατέλειωτες.
– Ελάτε λοιπόν, ας τρέξουμε γρήγορα στην Προύσα και στη Βενετία, να της τα φέρουμε! Ομορφούλα κοπελιά, περίμενε μας! Δε θα αργήσουμε. Σε λίγη ώρα θα έχουμε γυρίσει.
– Ναι, θα περιμένω με αγωνία να έρθετε!
Φεύγοντας τα καλικαντζαράκια έλεγαν μεταξύ τους:
– Πω πω, τι κουτή που είναι! Θα φάει το ξύλο της χρονιάς της όταν γυρίσουμε!
Κι η Φιλιώ αναρωτιόταν όσο έμεινε μόνη:
– Θεέ μου! Τι θα κάνω τώρα; Πρέπει να αλέσω γρήγορα το σιτάρι και να φύγω, πριν με προλάβουν εδώ. Γρήγορα καλέ μου μύλε, άλεθε, για να να φύγω, πριν γυρίσουν τα καλικαντζαράκια.
Το σιτάρι αλέστηκε, η Φιλιώ το πήρε και το άδειασε στο σακί της και βιαστικά φόρτωσε το σακί στο γαϊδουράκι και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Όταν έφτασε, έπεσε τρομαγμένη στην αγκαλιά της μάνας της.
– Αχ μάνα, πόσο φοβήθηκα με τα καλικαντζαράκια!
– Τι έπαθες κόρη μου;
– Να, συνάντησα τα καλικαντζαράκια στο μύλο και μου είπαν να μου δώσουν χρυσά στολίδια, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από τη Βενετία και την Προύσα, για να χορέψω μαζί τους. Εγώ όμως δε τα πίστεψα. Τους είπα δήθεν να πάνε πρώτα να μου τα φέρουν, για να μπορέσω να τους ξεφύγω.
– Καλά έκανες κόρη μου. Έλα κόπιασε στη φωτιά να ξεκουραστείς κι εγώ θα φτιάξω τα γλυκά.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα, όταν χτύπησε η πόρτα και στο κατώφλι φάνηκε η Μαλάμω, η φαντασμένη κόρη του άρχοντα και είπε στη Φιλιώ:
– Φιλιώ πήγαινε γρήγορα στο μύλο, να αλέσεις λίγο σιτάρι, γιατί μας τέλειωσε το αλεύρι και θέλουμε να φτιάξουμε μερικά γλυκά ακόμη.
– Δε μπορώ να πάω. Μόλις τώρα γύρισα από το μύλο κι έχω πάρει μια τρομάρα από τα καλικαντζαράκια, που δε λέγεται!
– Μπα; Είδες τα καλικαντζαράκια;
…είπε κοροϊδευτικά η Μαλάμω και της απάντησε η κυρά-Λένη:
– Ναι, τα είδε και της έταξαν χρυσά φλουριά, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
– Και δεν τα πήρε η κουτή η κόρη σου;
– Όχι δεν τα πήρε.
– Καλά, καλά. Τότε θα πάω εγώ.
– Εσύ; Καλά δε φοβάσαι τη χιονοθύελλα που άρχισε;
…ρώτησε με απορία η κυρά-Λένη.
– Όχι βέβαια, είμαι γενναία εγώ, δε φοβάμαι!
…είπε και έκλεισε βιαστικά την πόρτα, τρέχοντας μέσα στη χιονοθύελλα προς το μύλο. Ο νους της ήταν στα χρυσά στολίδια, στα μεταξωτά φορέματα, στα βελούδινα παπούτσια και στα δυο μπαούλα με τα προικιά από την Προύσα και τη Βενετία.
Λαχανιασμένη έφτασε στο μύλο, έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα και βρέθηκε μπροστά στα καλικαντζαράκια.
 
– Καλώς την κοπέλα! Έλα να χορέψουμε!
…της είπαν τα καλικαντζαράκια κι εκείνη τους απάντησε:
– Για να χορέψω μαζί σας, θέλω πρώτα χρυσά στολίδια, μεταξωτά φορέματα, βελούδινα παπούτσια και δυο μπαούλα προικιά από τη Βενετία και την Προύσα.
– Βέβαια, βέβαια θα σου τα δώσουμε. Πάμε να σου τα φέρουμε αμέσως.
 
…είπαν τα καλικαντζαράκια και βγήκαν έξω. Όταν γύρισαν μετά από λίγο, κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα ρόπαλα και άρχισαν να την χτυπούν.
– Θέλεις στολίδια και μεταξωτά φορέματα, ε; Θέλεις χρυσά φλουριά; Πάρτα λοιπόν, ανόητη Μαλάμω!
Η Μαλάμω φώναζε για βοήθεια, αλλά ποιος να την ακούσει μέσα στη νύχτα;
Τσακισμένη από το ξύλο και την κούραση γύρισε στο σπίτι της. Με ντροπή είπε την περιπέτεια της στη μάνα της. Από τότε όμως σταμάτησε να είναι φαντασμένη και εγωίστρια. ΠΗΓΗ
 

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Τά παραδοσιακά γλυκά τών Χριστουγέννων.

Έχουμε και λέμε: Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, βασιλόπιτα και μπακλαβάς. Κάθε ένα με τη δική του γεύση, με τις δικές του αναλογίες σε βούτυρο και σιρόπι, σε ελαιόλαδο, σε μπαχαρικά και τραγανές κρούστες φύλλων, σε καρύδια και αμύγδαλα. Ορίστε το πιάτο σας, και πάμε να δοκιμάσουμε απ’ όλα.
Ποια είναι η ιστορία του κουραμπιέ; Προλαβαίνει κανείς να αναρωτηθεί, ή μεθά από το μοναδικό άρωμα βουτύρου αντικρίζοντάς τον; Μήπως πνίγεται σε ένα σύννεφο γλύκας, που σηκώνει η ζάχαρη άχνη; Μήπως είναι μαλακός και βυθίζει εύκολα μέσα του τις πίκρες; Όποια κι αν είναι η δική σας αλήθεια, υπάρχει και η κοινή, παραδοσιακά ελληνική: ο κουραμπιές είναι χριστουγεννιάτικος, μοσχομυριστός, και βουτυρένια βελούδινος.
Ο κουραμπιές έχει μεγάλη ιστορία. Ετυμολογικά κατάγεται από την ανατολή, ταξίδεψε μέχρι τον Μεσαίωνα όπου εδραιώθηκε ως μπισκότο, και τέλος πάντων, οι αρχαίοι Έλληνες έψηναν τα μπισκότα δύο φορές (δί-πυρον), ακριβώς για να δώσουν στα γλυκίσματα την υφή, μορφή και τραγανότητα του μπισκότου. Πολυταξιδεμένος, πήγε με τους Βενετούς στην Ασία και ξαναγύρισε, και σήμερα, είναι ο παραδοσιακός μας ελληνικός και αγαπημένος κουραμπιές των Χριστουγέννων και πάσης εορτής.
Με αμύγδαλα, με επικάλυψη σοκολάτας, με τριμμένο αμύγδαλο, με ολόκληρο ή με μισό, με πλούσια ζάχαρη άχνη που σηκώνει ομίχλη ευτυχίας.
Η επόμενη πιατέλα μας είναι γεμάτη με μελομακάρονα. Εδώ, το μέλι και η ζάχαρη έχουν παντρευτεί έναν ιδανικό γάμο, που κρατάει χρόνια, και μάλιστα έχει νικήσει και το σκοτάδι. Γιατί; Διότι οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν «μακαρία», έναν μικρό άρτο στο σχήμα του σημερινού μελομακάρονου, μετά από τις κηδείες. Η «μακαρωνία» ήταν η βραδινή δέηση προς τον εκλιπόντα. Αργότερα, η μακαρία βούτηξε στο σιρόπι μελιού και έγινε μέλι και μακαρία ίσον μελομακάρονο, και σήμερα το τρώμε επειδή μας αρέσει, επειδή είναι λαχταριστό και πλούσιο γλύκισμα και επειδή γιορτάζουμε, αντιθέτως, τη γέννηση.

Το μοναδικό με το μελομακάρονο είναι ότι φτιάχνεται βασικά με ελαιόλαδο. Φυσικά η ζάχαρη και το μέλι του δίνουν ένα σιρόπι που τονώνει τη μοναδικότητα της γεύσης, κι έρχεται να βοηθήσει και η κανέλα, το γαρίφαλο, λίγο ξύσμα πορτοκαλιού και βέβαια το τριμμένο καρύδι. Αν το προτιμά κανείς με λιγότερο καρύδι, λιγότερο σιρόπι, πιο «μπισκότο» και λιγότερο γλασέ, είναι ένα θέμα-πρόκληση για τον ζαχαροπλάστη της γειτονιάς ή και του σπιτιού κάθε χρόνο. «Μου έπεσε παραπάνω σιρόπι», θα πει η γιαγιά, αλλά στην πραγματικότητα αυτό θέλαμε κι εμείς.

«Κέρδισα το φλουρί!!». Κάθε Πρωτοχρονιά η αγωνία μεγαλώνει και όσοι πρόκειται να διεκδικήσουν το φλουρί κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, σφίγγουν το σαγόνι και δεν ανταλλάσσουν κουβέντα. Είναι η συμπεριφορά όσων επιθυμούν κι ελπίζουν δυνατά ότι η χρονιά που έρχεται θα είναι η τυχερή τους, και τούτο θα αποδείξει το φλουρί που θα ξεπροβάλλει από το κομμάτι τους. Ο Άγιος Βασίλης χαμογελά και τονίζει ότι σκοπός της βασιλόπιτας είναι να μνημονεύουμε την καλοψυχία, τη δικαιοσύνη και τη μεγαλοψυχία – αυτές τις αξίες φέρει η βουτυρένια αφράτη βασιλόπιτα.

Το έθιμο θέλει τον Άγιο Βασίλη Δεσπότη στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όταν η πόλη βρέθηκε περικυκλωμένη από εχθρούς, που ήθελαν όλο το χρυσάφι των κατοίκων για να σταματήσουν την πολιορκία και να μην προβούν σε καταστροφές. Οι κάτοικοι, αγαπώντας τον Άγιο Βασίλειο, που προσπάθησε να αποτρέψει το κακό, συγκέντρωσαν τα τιμαλφή και πήγαν να τα παραδώσουν σε ένα σεντούκι. Εκείνη όμως τη στιγμή εμφανίστηκε ο Άγιος Μερκούριος, διώχνοντας τους εχθρούς και αποτρέποντας το κακό. 
Ο Άγιος Βασίλειος, επιθυμώντας να επιστρέψει τα πολύτιμα αντικείμενα στους ιδιοκτήτες τους αλλά χωρίς να γνωρίζει τι ανήκει σε ποιον, σκέφτηκε να τα βάλει σε μικρά ψωμάκια και να τα μοιράσει στις οικογένειες των κατοίκων. Από τότε λοιπόν μέχρι σήμερα, η πίτα αυτή, η βασιλόπιτα, συμβολίζει τη δικαιοσύνη και τη μεγαλοσύνη, την αγάπη και την αισιοδοξία.

 Όλα αυτά μετουσιώνονται σε..τύχη!
Φέτος φτιάχνουμε τη δική μας βασιλόπιτα, πετάμε ένα φλουρί μέσα στη ζύμη όσο ψήνεται και προϋπαντούμε το Νέο Έτος στολίζοντάς την με αμυγδαλόψιχα, γαρίφαλα, ζάχαρη άχνη και γλυκιά αισιοδοξία.

Μήπως θα προτιμούσατε έναν μπακλαβά; Καλύτερα μπακλαβαδάκια μπουκίτσες, με το βούτυρο σχεδόν να μπορείς να το αγγίξεις – αληθινό, μυρωδάτο, φρέσκο, και το σιρόπι να ανακατεύεται σε κάθε φύλλο κρούστας. Ο μπακλαβάς παλιότερα φτιαχνόταν με ζύμη – εμείς θα προτιμήσουμε το φύλλο, που εναλλάσσεται με το καρύδι, το αμύγδαλο και το μέλι. Κάθε στρώση κι ένα βήμα προς τον παράδεισο. Μα πάντα, ο μπακλαβάς, είτε μπουκίτσα, είτε κομμένος τριγωνικά, τετράγωνα, σε ταψί ή σε κουτί, πρέπει να μυρίζει βούτυρο. Οι βουτυρένιοι μπακλαβάδες είναι εκείνοι που κρατούν τα σκήπτρα της απόλαυσης στο μυαλό μας.

Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας, ή σε μόνιμα κοινή θέα (και πρόσβαση) στο σαλόνι, θα εναποθέσουμε τις πλούσιες πιατέλες με τα γλυκά των Χριστουγέννων, για να προσφέρουμε σε φίλους που μας επισκέπτονται, για τα δείπνα που θα οργανώσουμε, ή «για το καλό», απλά!
Καλές και γλυκές γιορτές σε όλους!
ΠΗΓΗ