ΣΕΛΙΔΕΣ

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


Σίδερο
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... "σιδερένιοι".
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά.
'Oλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο !



Κρεμμύδα για Γούρι
Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι.
Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή.
Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη.
Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί
να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι' αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.
Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ.
Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.

Το ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα σχετικά με το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
'Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.

Οι κωλόνιες   ( Εθιμο της Κεφαλλονιάς )

Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
"Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς".
Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα.

Η Βασιλόπιτα
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο.
Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Το κατεξοχήν Πρωτοχρονιάτικο έθιμο είναι η Βασιλόπιτα. Είναι ένα έθιμο που το συναντάμε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο με αρκετές βέβαια παραλλαγές,  οι παραλλαγές αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με την σύσταση της.
Έτσι σε κάποια μέρη είναι κέικ ή τσουρέκι, σε άλλα αλμυρή ή γλυκιά πίτα με φύλλα ενώ σε κάποια άλλα είναι ψωμί σαν το Χριστόψωμο.
Διαφορές στις Βασιλόπιτες συναντάμε και στην διακόσμηση που φέρουν. Κοινό στοιχείο πάντως της διακόσμησης είναι ένας σταυρός και η αναγραφή του έτους.
Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις Βασιλόπιτα είναι στρογγυλή και μέσα της κρύβει ένα φλουρί.
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου.
Στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες κόβουν τη βασιλόπιτα αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου. Σε μερικές όμως, περιοχές της Ελλάδας η Βασιλόπιτα κόβεται στο μεσημεριανό τραπέζι, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου. Όποτε πάντως και αν κοπεί, ακολουθείται το ίδιο εθιμοτυπικό: Ο νοικοκύρης την σταυρώνει τρεις φορές με ένα μαχαίρι και μετά αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο είναι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού και ακολουθούν τα κομμάτια των μελών της οικογένειας με σειρά ηλικίας.

Το Ρόδι


"Χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι".
Έτσι έλεγε η γιαγιά μου το αίνιγμα για το Ρόδι.
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι. Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν
 με δύναμη στο κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: "Χρόνια Πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!"
Το έθιμο του ροδιού της πρωτοχρονιάς διατηρείται και σήμερα. Την ώρα που αλλάζει  ο χρόνος στην εξώπορτα του σπιτιού πετάνε και σπάνε ένα ρόδι και μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το δεξί πόδι κάνοντας το ποδαρικό, ώστε ο καινούργιος χρόνος να τα φέρει όλα δεξιά, καλότυχα.
Οι αρχαίοι Έλληνες πριν κατοικήσουν σε ένα νέο σπίτι έσπαγαν στο κατώφλι του ένα ρόδι, πράγμα που κάνουμε ακόμα και στις μέρες μας κάθε Πρωτοχρονιά.
Από το έθιμο του σπασίματος του ροδιού πηγάζει η λαϊκή έκφραση “‘εσπασε το ρόδι” που σημαίνει ότι έκανε καλό ξεκίνημα ή το αντίθετο σε περίπτωση γρουσουζιάς “θα σε φωνάξω να μου σπάσεις το ρόδι την Πρωτοχρονιά. 

πηγή 

Χριστουγεννιάτικο ποίημα

Αστέρι Θεϊκό
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
να σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε
για τέτοιο ταχυδρόμο;
τα άλλα τα αστέρια θα βλεπαν
το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θα τρεμαν... Αστέρι, σε ποια χώρα
του απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά
μην έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ' αθάνατο κι εσύ,
σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο!
δεν είναι η ματιά μας...
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
να σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού
τους Μάγους έχει φέρει;
 
Παλαμάς Κωστής


Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ


 
Φουσκωτό και στολισμένο, το Χριστόψωμο είναι απαραίτητο στο γιορτινό τραπέζι.
Φτιάξτε το, είναι απλά τέλειο!

ΥΛΙΚΑ


700 γραμ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις ή καλύτερα σταρένιο
400 γραμ. νερό χλιαρό
30 γραμ. μαγιά φρέσκια απ' το φούρνο
1 κουτ. του γλυκού αλάτι
1/2 κουτ. του γλυκού ζάχαρη.
1/2 ποτηράκι του κρασιού ελαιόλαδο
1 κουταλάκι του γλυκού γλυκάνισο


Εκτέλεση

Σε μια λεκάνη  ρίχνουμε το αλεύρι, κάνουμε μια λακουβίτσα και μέσα ρίχνουμε το χλιαρό  νερό, προσοχή όχι καυτό και καεί η μαγιά, και διαλύουμε μέσα την μαγιά. 
Προσωπικά μ' αρέσει καλύτερα η φρέσκια μαγιά, γιατί φουσκώνει και πιο γρήγορα . 
Συνεχίζουμε και ρίχνουμε το αλάτι και την ζάχαρη  και αρχίζουμε και ζυμώνουμε το ζυμάρι μας. 
Σ' αυτό το στάδιο ρίχνουμε 1 κουτ. του γλυκού γλυκάνισο .

Πρέπει να γίνει μια ζύμη , που να μην κολλάει στα χέρια.

Σκεπάζουμε την ζύμη μας και την αφήνουμε να ξεκουραστεί για περίπου 1  ώρα, ή μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο. 
 Τότε τη βγάζουμε στον πάγκο. 
Κόβουμε ένα κομμάτι όσο ένα μήλο για το στόλισμά της. Την τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί Νο 30 ή 32. Την πατάμε ελαφρά να ισιώσει η επιφάνεια. Πλάθουμε με το μικρό κομμάτι που κρατήσαμε δύο φιτίλια και τα τοποθετούμε σταυρωτά πάνω στο ψωμί. 
Βάζουμε στο κέντρο ένα καρύδι και γύρω γύρω τόσα καρύδια όσα είναι τα μέλη της οικογένειας. Γαρνίρουμε κατά μήκος του σταυρού με ότι σχέδια θέλουμε  και μπήγουμε γαρίφαλα. 
Σκεπάζουμε το χριστόψωμο και το αφήνουμε ν’ ανέβει ξανά και να καλύψει όλη την επιφάνεια του ταψιού. Για 35΄-40΄ αν είναι σε ζεστό σημείο ή 1 ώρα περίπου αν είναι στον πάγκο. 
 Ψήνουμε στους 180οC στις αντιστάσεις για 50΄ με 1 ώρα να ροδίσει και να φουσκώσει.
Θα δείτε ότι όταν το σηκώνετε είναι πλεον ελαφρύ.




koyzinopagida.blogspot.gr
από

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Κουραμπιέδες καί Μελομακάρονα

Για τη ζύμη 1 κούπα λάδι 1 κούπα ζάχαρη 1 κούπα χυμό πορτοκάλι 1 κουταλάκι κανέλα 1/4 κουταλάκι γαρύφαλο 1 κουταλάκι σόδα χυμό από μισό λεμόνι 1 φακελάκι (3 κουταλάκια) μπέικιν πάουντερ 6 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις Για το σιρόπι 2 κούπες νερό 2 κούπες ζάχαρη 1/2 κούπα μέλι 1 κουταλιά λεμόνι 1 ξύλο κανέλα 1 φλούδα πορτοκάλι Για το γαρνίρισμα 1 κούπα ψιλοκομμένα καρύδια Εκτέλεση Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το λάδι και τη ζάχαρη και το χυμό πορτοκάλι, την κανέλα και το γαρύφαλο μέχρι να διαλυθεί καλά η ζάχαρη. Λιώνουμε τη σόδα με το χυμό λεμόνι και το προσθέτουμε στο μείγμα. Κοσκινίζουμε το αλεύρι και το προσθέτουμε σιγά σιγά στο μείγμα με το μπέικιν πάουντερ μέχρι να ομογενοποιηθούν όλα τα υλικά και η ζύμη μας να πλάθεται και να μη κολάει στα χέρια μας. Πλάθουμε μικρούς κυλίνδους και με ένα πιρούνι τρυπάμε κατά μήκος το μελομακάρονο. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά. Σιρόπι Σε μια κατσαρολίτσα βράζουμε για 10 λεπτά το νερό με τη ζάχαρη, τη κανέλα, τη φλούδα πορτοκαλιού και το μέλι. Αφαιρούμε το σιρόπι απο τη φωτιά και προσθέτουμε το χυμό λεμόνι. Βάζουμε τα ζεστά μελομακάρονα στο κρύο σιρόπι. Τα βάζουμε να μουσκέψουν με το σιρόπι στη πάνω και στη κάτω μεριά! Γαρνίρουμε με ψιλοκομένο καρύδι!

???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html

Μελομακάρονα συνταγή παραδοσιακή της Μαμάς

Υλικά 
3 φλιτζ. ελαιόλαδο
¼ φλιτζ. ζάχαρη
½ φλιτζ. χυμό πορτοκάλι ή ρακή
½ φλυτζ. κονιάκ
1 κουτ.γλυκού κοφτό σόδα
2 κουτ.γλυκού baking powder
1 κουτ.σούπας κανελογαρύφαλλα (περίπου, όσο πάρει)
9 φλιτζ. αλεύρι
καρυδόψιχα ψιλοκομμένη για πασπάλισμα 

Για το σιρόπι:

1½ ποτήρι νερό
1½ ποτήρι ζάχαρη
1½ ποτήρι μέλι

Εκτέλεση

  1. Κοσκινίζουμε το αλεύρι και προσθέτουμε το baking powder.
  2. Σ’ ένα μπολ βάζουμε το λάδι και τη ζάχαρη και ανακατεύουμε με το χέρι ή με σύρμα.
  3. Μέσα στο χυμό πορτοκαλιού βάζουμε τη σόδα και ανακατεύουμε γρήγορα με ένα κουταλάκι, μέχρι να φουσκώσει η σόδα. ΠΡΟΣΟΧΗ, η σόδα θα φουσκώσει ξαφνικά και θα ξεχειλίσει από το φλιτζάνι, γι’ αυτό κάντε τη διαδικασία πάνω από το μπολ, ώστε να χυθεί μέσα στο μείγμα.
  4. Προσθέτουμε το κονιάκ ή τη ρακή και τα κανελογαρύφαλλα και συνεχίζουμε το ανακάτεμα, ώστε να έχουμε ένα ομοιόμορφο μείγμα.
  5. Ρίχνουμε σταδιακά το αλεύρι στο μείγμα και ανακατεύουμε με το χέρι. Μπορεί να χρειαστεί λιγότερο ή περισσότερο αλεύρι μέχρι να γίνει μια μαλακή ζύμη που να πλάθεται ωραία.
  6. Τα πλάθουμε μακρόστενα και τα “γυρίζουμε” πάνω σε ένα ανάποδο πιατάκι ή σε ξύστρα λεμονιού ή ότι μας αρέσει. Επίσης μπορούμε να τους δώσουμε σχήμα με κουπάτ.
  7. Τα τοποθετούμε σε ταψί. Δε χρειάζεται να είναι λαδωμένο γιατί τα μελομακάρονα έχουν ήδη αρκετό λάδι. Αφήνουμε λίγο περιθώριο ανάμεσά τους γιατί θα φουσκώσουν.
  8. Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 170° για 20-25′ (στον αέρα). Αν θέλουμε να το ψήσουμε πάνω-κάτω (σε αντιστάσεις) θα βάλουμε το φούρνο στους 180° για 30′.
  9. Μόλις ψηθούν τα βάζουμε σε βαθύ σκεύος ανάποδα και τα αφήνουμε να κρυώσουν.
  10. Βράζουμε εντωμεταξύ το σιρόπι και το ρίχνουμε πολύ ζεστό πάνω στα κρύα μελομακάρονα. Τα αφήνουμε 1-2′ μέσα στο σιρόπι να μελώσουν αρκετά (αν δεν τα θέλουμε πολύ μελωμένα, τα αφήνουμε λιγότερο) και τα τοποθετούμε πάνω σε πιατέλα ανάποδα (ώστε να είναι κανονικά με τον πάτο προς τα κάτω).
  11. Πασπαλίζουμε με τριμμένο καρύδι
πηγή

Υλικά Για τη ζύμη 1 κούπα λάδι 1 κούπα ζάχαρη 1 κούπα χυμό πορτοκάλι 1 κουταλάκι κανέλα 1/4 κουταλάκι γαρύφαλο 1 κουταλάκι σόδα χυμό από μισό λεμόνι 1 φακελάκι (3 κουταλάκια) μπέικιν πάουντερ 6 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις Για το σιρόπι 2 κούπες νερό 2 κούπες ζάχαρη 1/2 κούπα μέλι 1 κουταλιά λεμόνι 1 ξύλο κανέλα 1 φλούδα πορτοκάλι Για το γαρνίρισμα 1 κούπα ψιλοκομμένα καρύδια Εκτέλεση Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το λάδι και τη ζάχαρη και το χυμό πορτοκάλι, την κανέλα και το γαρύφαλο μέχρι να διαλυθεί καλά η ζάχαρη. Λιώνουμε τη σόδα με το χυμό λεμόνι και το προσθέτουμε στο μείγμα. Κοσκινίζουμε το αλεύρι και το προσθέτουμε σιγά σιγά στο μείγμα με το μπέικιν πάουντερ μέχρι να ομογενοποιηθούν όλα τα υλικά και η ζύμη μας να πλάθεται και να μη κολάει στα χέρια μας. Πλάθουμε μικρούς κυλίνδους και με ένα πιρούνι τρυπάμε κατά μήκος το μελομακάρονο. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά. Σιρόπι Σε μια κατσαρολίτσα βράζουμε για 10 λεπτά το νερό με τη ζάχαρη, τη κανέλα, τη φλούδα πορτοκαλιού και το μέλι. Αφαιρούμε το σιρόπι απο τη φωτιά και προσθέτουμε το χυμό λεμόνι. Βάζουμε τα ζεστά μελομακάρονα στο κρύο σιρόπι. Τα βάζουμε να μουσκέψουν με το σιρόπι στη πάνω και στη κάτω μεριά! Γαρνίρουμε με ψιλοκομένο καρύδι!

???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html

Η ιστορία και η ετυμολογία τους.

Τα Μελομακάρονα  έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό σας πάει στο «ιταλικό» ( ; ) μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη “μακαρόνι” παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη “μακαρωνία” ( επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό ). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μακαρία”, που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Αργότερα όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε : μέλι+μακαρία= μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου κυρίως από τους Μ.Ασιάτες 'Ελληνες και με το όνομα «φοινίκια» . Οι λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι . Τέλος από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία , ένα αμυγδαλωτό μπισκότο ονομάστηκε “macaroon”.
Δρ. κοινωνιολογίας 

Κουραμπιέδες συνταγή παραδοσιακή της Μαμάς

Βασικός παράγοντας για μια πετυχημένη συνταγή είναι οι πρώτες ύλες που θα χρησιμοποιήσουμε. Το βούτυρο και τα αμύγδαλα κατά κύριο λόγο. 

Υλικά

½ kgr βούτυρο2 κρόκους1 ποτηράκι ρακί1 ποτηράκι κονιάκ¾ φλ. ζάχαρη άχνη (κοσκινισμένη)
1 κ.σ. κανελογαρύφαλλα (προαιρετικά)
2 φλ. αμύγδαλα καβουρδισμένα χοντροκομμένα
1 kgr αλεύρι περίπου (κοσκινισμένο)
 

Εκτέλεση

  1. Χτυπάμε το βούτυρο και τη ζάχαρη αρκετή ώρα, μέχρι να ασπρίσουν και να
    αφρατέψουν.
  2. Προσθέτουμε τους κρόκους έναν έναν και συνεχίζουμε το χτύπημα.
  3. Προσθέτουμε το κονιάκ, τη ρακί και τα κανελογαρύφαλλα και ανακατεύουμε.
  4. Προσθέτουμε τα αμύγδαλα και το αλεύρι σταδιακά, όσο χρειαστεί, και δουλεύουμε με το χέρι μέχρι να γίνει μια σχετικά σφιχτή ζύμη.
  5. Κόβουμε μικρά κομμάτια από τη ζύμη, φτιάχνουμε μπαλάκια κια τα τοποθετούμε σε ταψί με λαδόκολλα. Δε θα φουσκώσουν, οπότε δε χρειάζεται να έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.
  6. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180° (αντιστάσεις) 25-30′.
  7. Βγάζουμε από το φούρνο και αφήνουμε να κρυώσουν τελείως.
  8. Πασπαλίζουμε με μπόλικη άχνη ζάχαρη. (Αν βάλουμε άχνη ζάχαρη ενώ είναι ζεστοί, θα τραβήξει την υγρασία και θα κολλήσει).
  9. Τους διατηρούμε καλυμμένους σε τάπερ ή σε πιατέλα με μεμβράνη.

Η ιστορία και η ετυμολογία τους.

Κουραμπιέδες
Η ρίζα είναι : Qurabiya قورابیه στα Αζέρικα, غرّيبة‎, στα Αραβικά , Kurabiye, στα Τούρκικα και φυσικά Κουραμπιές στα Ελληνικά , που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru= ξηρό , biye= μπισκότο.
Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δυο φορές ( στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον ) , ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών . Στα σύγχρονα Ιταλικά η λέξη είναι biscotto. ( To cookies έχει Φλαμανδική/ Ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα ) . Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην
Ασία , όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye , οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru ( ξηρό ) και έδωσε τη νέα μικτή
 ( λατινοΑνατολίτικη ) λέξη Qurabiya/ Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το Κουραμπιές με την έννοια του ξηρού μπισκότου που διανθίστηκε και με καρύδια, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λ.π
Τα Μελομακάρονα όμως έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό σας πάει στο «ιταλικό» ( ; ) μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη “μακαρόνι” παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη “μακαρωνία” ( επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό ). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μακαρία”, που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Αργότερα όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε : μέλι+μακαρία= μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου κυρίως από τους Μ.Ασιάτες 'Ελληνες και με το όνομα «φοινίκια» . Οι λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι . Τέλος από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία , ένα αμυγδαλωτό μπισκότο ονομάστηκε “macaroon”.
Δρ. κοινωνιολογίας 


Υλικά Για τη ζύμη 1 κούπα λάδι 1 κούπα ζάχαρη 1 κούπα χυμό πορτοκάλι 1 κουταλάκι κανέλα 1/4 κουταλάκι γαρύφαλο 1 κουταλάκι σόδα χυμό από μισό λεμόνι 1 φακελάκι (3 κουταλάκια) μπέικιν πάουντερ 6 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις Για το σιρόπι 2 κούπες νερό 2 κούπες ζάχαρη 1/2 κούπα μέλι 1 κουταλιά λεμόνι 1 ξύλο κανέλα 1 φλούδα πορτοκάλι Για το γαρνίρισμα 1 κούπα ψιλοκομμένα καρύδια Εκτέλεση Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το λάδι και τη ζάχαρη και το χυμό πορτοκάλι, την κανέλα και το γαρύφαλο μέχρι να διαλυθεί καλά η ζάχαρη. Λιώνουμε τη σόδα με το χυμό λεμόνι και το προσθέτουμε στο μείγμα. Κοσκινίζουμε το αλεύρι και το προσθέτουμε σιγά σιγά στο μείγμα με το μπέικιν πάουντερ μέχρι να ομογενοποιηθούν όλα τα υλικά και η ζύμη μας να πλάθεται και να μη κολάει στα χέρια μας. Πλάθουμε μικρούς κυλίνδους και με ένα πιρούνι τρυπάμε κατά μήκος το μελομακάρονο. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 25 λεπτά. Σιρόπι Σε μια κατσαρολίτσα βράζουμε για 10 λεπτά το νερό με τη ζάχαρη, τη κανέλα, τη φλούδα πορτοκαλιού και το μέλι. Αφαιρούμε το σιρόπι απο τη φωτιά και προσθέτουμε το χυμό λεμόνι. Βάζουμε τα ζεστά μελομακάρονα στο κρύο σιρόπι. Τα βάζουμε να μουσκέψουν με το σιρόπι στη πάνω και στη κάτω μεριά! Γαρνίρουμε με ψιλοκομένο καρύδι!

???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Μια ανθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία

 Το πενηντάρικο
   Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του.  Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει.  Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του.  Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα.  Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα:  «τι παιδεύομαι;  Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
   Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα.  Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα.  Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω.  Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια.  Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους.  Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους.  Δεν ήταν δίκαιο.  Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από τα ματάκια του, ο Γιαννάκης έδωσε μία γερή κλωτσιά στο χιόνι κι άρχισε να περπατάει προς το δρόμο με τα καταστήματα.  Δεν ήταν εύκολο για μία πενταμελή οικογένεια να τα βγάζει πέρα χωρίς πατέρα, ειδικά όταν αυτός ο ίδιος χρειαζόταν έναν άνδρα για να μιλήσει.  Ο Γιαννάκης περπατούσε από κατάστημα σε κατάστημα κοιτάζοντας μία μία τις στολισμένες βιτρίνες.  Όλα ήταν τόσο όμορφα αλλά και τόσο απρόσιτα για εκείνον.
   Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και χωρίς να πολυθέλει ο Γιαννάκης ξεκίνησε για το σπίτι.   Ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε μία αντανάκλαση του ήλιου που έδυε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου.  Έσκυψε και ανακάλυψε ένα γυαλιστερό πενηντάρικο.  Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ένιωσε ο Γιαννάκης εκείνη τη στιγμή.  Κρατώντας σφιχτά τον θησαυρό του ένιωσε τόσο ευτυχισμένος που μπήκε μέσα στο πρώτο κατάστημα που είδε.
   Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθώριασε γρήγορα όταν ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει απολύτως τίποτα με μόνο ένα πενηντάρικο.   Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα να περιμένει στην ουρά.  Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Γιαννάκης του έδειξε το πενηντάρικο και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα.  Ο ανθοπώλης κοίταξε το Γιαννάκη και το πενηντάρικο που κρατούσε στο χέρι του.  Μετά, ακούμπησε τον ώμο του Γιαννάκη και του είπε «Περίμενε εδώ και θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα».  Όσο ο Γιαννάκης περίμενε κοίταζε γύρω του τα όμορφα λουλούδια και αν και ήταν αγόρι, μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μαμάδες και τα κορίτσια λατρεύουν τα λουλούδια.
   Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα.  Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.

  
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο.  Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Γιαννάκη, 12 μακριά κατακόκκινα τριαντάφυλλα με πρασινάδες και λευκά μικροσκοπικά λουλουδάκια, δεμένα με μία ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο.  Η καρδιά του Γιαννάκη σφίχτηκε όταν είδε τον ανθοπώλη να τα παίρνει και να τα βάζει σε ένα μεγάλο άσπρο κουτί.  «Αυτό κοστίζει 50 δραχμές νεαρέ μου» είπε ο ανθοπώλης κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το πενηντάρικο.
   Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο.  Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια;  Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!
   Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα.  Θα τα ήθελες;»  Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια.  Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει «Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».
 

Καθώς ο ανθοπώλης έκλεισε την πόρτα και γύρισε στον πάγκο του, εμφανίστηκε η γυναίκα του.  «Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα; Και πού είναι τα τριαντάφυλλα  που ετοίμαζες;»
   Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο.  Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο.  Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη».  Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.
  «Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια.  Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα.  
Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο.  «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
   Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.
   Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης. 
Νά έχετε καλές καί χαρούμενες γιορτές 

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΣΤΟΝ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΧΡΙΣΤΟ.


Όπως γνωρίζουμε οι τρεις μάγοι πρόσφεραν στον Χριστό χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Τι είναι όμως το λιβάνι και η σμύρνα; Το λιβάνι και η σμύρνα είναι ρετσίνια, δηλαδή αποξηραμένα εκχυλίσματα δέντρων, που προέρχονται από δέντρα του γένους Boswellia (λιβάνι) και Commiphora (σμύρνα) τα οποία είναι ενδημικά φυτά της ανατολικής Αφρικής (Σομαλίας) και της νότιας Αραβικής χερσονήσου (Ομάν).
Οι Μάγοι έφυγαν από τα μέρη τους, ακολουθώντας ο κάθε ένας ξεχωριστά το αστέρι που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί, μπήκαν μέσα στη φάτνη, γονάτισαν και το προσκύνησαν.
Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: το χρυσάφι, το λιβάνι και την σμύρνα ..
Ο ΧΡΥΣΟΣ

Ο Χρυσός είναι το δώρο που συμβολίζει την ευημερία.
Η ΣΜΥΡΝΑ (Μύρο)

Ο θρύλος λέει ότι ο Γκάσπαρ έφερε το δώρο της σμύρνας από την Ευρώπη ή την Ταρσό της Κιλικίας και το απόθεσε μπροστά στο Θείο βρέφος. Εξ αιτίας των διαφόρων χρήσεων που είχε η σμύρνα σαν φάρμακο, το δώρο παριστάνει την ανθρώπινη υπόσταση του Χριστού, τον Υποφέροντα Λυτρωτή, τον Μεγάλο Θεραπευτή, και τα Πάθη.
Η σμύρνα είναι ένα αρωματικό ρετσίνι που παράγεται από τις χαρακιές της φλούδας ενός μικρού δέντρου της ερήμου που λέγεται επιστημονικά Commiphora Myrrha ή Balsamodendron Myrrha, κοινώς dindin. (Οι χαρακιές θυμίζουν τις πληγές του Χριστού από τους Ρωμαίους στρατιώτες κατά την διάρκεια της σταύρωσης.) Η σμύρνα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη κατά τους βιβλικούς χρόνους και εισαγόταν από την Ινδία και την Αραβία.
Συμβολίζει την πικρία του νου. Αυτή η πικρία θα είναι αποτέλεσμα της ύψιστης κατανόησης που θα εισπράξει ο Υιός του Ανθρώπου καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων μέχρι την Ανάσταση και την Ανάληψή του.
 
ΤΟ ΛΙΒΑΝΙ
Το λιβάνι συμβολίζει την αγνή, συναισθηματική φύση του Υιού, η οποία μέσω της Μαρίας έχει ήδη εξαγνιστεί, ώστε αυτή η φύση να μπορεί τώρα να ανυψωθεί στην ανώτερη συγκινησιακή πραγματικότητα που αντιπροσωπεύει το Άγιο Πνεύμα.

Το λιβάνι ήταν ένα από τα δώρα των μάγων σύμφωνα με το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο.

Όταν καιγόταν έβγαζε έναν άσπρο καπνό ο οποίος συμβόλιζε τις προσευχές και τις ευχαριστίες των πιστών που ανέβαιναν στους ουρανούς. Επειδή οι αρχαίοι συχνά έκαιγαν λιβάνι κατά την διάρκεια θρησκευτικών τελετών, αυτό το δώρο συμβολίζει την θυσία, την θεϊκή υπόσταση του Χριστού, την γλυκύτητά Του και τον ιερό Του ρόλο.Είναι επίσης σύμβολο του ιερού ονόματος του Θεού.
Το λιβάνι είναι ρετσίνι με γλυκό άρωμα που προέρχεται από το δέντρο Boswellia το οποίο την εποχή της γέννησης του Χριστού φύτρωνε στην Αραβία, την Ινδία και την Αιθιοπία. Το όνομα αυτού του ρετσινιού είναι στα Ελληνικά λίβανος (λιβάνι), στα λατινικά olibanum, στα αραβικά luban στα αγγλικά frankincense και στα γαλλικά όπως και στα γερμανικά incen
Η παράδοση λέει ότι το λιβάνι δωρίστηκε από τον Βαλτάσαρ, τον μαύρο βασιλιά της Αιθιοπίας ή του Σαβά, εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία του Ησαΐα πως χρυσός και λιβάνι θα προσφερθούν από τους ευγενείς προς τιμή του Ουράνιου Βασιλέα. Το λιβάνι ήταν το αγνότερο θυμίαμα.
πηγή

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

«Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»

 Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί




Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο
θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...
Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...

H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!
- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
- Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
- Με τι; Απόρησε.
- Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια



Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός,
έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου. Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.
- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
- Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
- M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
- Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά - τι παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;
- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
- Αλήθεια;
- Ναι.
- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
- Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί...
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;
[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία-Ένα δέντρο μια φορά», εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]
πηγή