Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Σίδερο
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... "σιδερένιοι".
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά.
'Oλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο !
Κρεμμύδα για Γούρι
Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι.
Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή.
Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη.
Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί
να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι' αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.
Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ.
Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.
Το ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα σχετικά με το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
'Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.
Οι κωλόνιες ( Εθιμο της Κεφαλλονιάς )
Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
"Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς".
Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα.
Η Βασιλόπιτα
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο.
Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Το κατεξοχήν Πρωτοχρονιάτικο έθιμο είναι η Βασιλόπιτα. Είναι ένα έθιμο που το συναντάμε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο με αρκετές βέβαια παραλλαγές, οι παραλλαγές αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με την σύσταση της.
Έτσι σε κάποια μέρη είναι κέικ ή τσουρέκι, σε άλλα αλμυρή ή γλυκιά πίτα με φύλλα ενώ σε κάποια άλλα είναι ψωμί σαν το Χριστόψωμο.
Διαφορές στις Βασιλόπιτες συναντάμε και στην διακόσμηση που φέρουν. Κοινό στοιχείο πάντως της διακόσμησης είναι ένας σταυρός και η αναγραφή του έτους.
Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις Βασιλόπιτα είναι στρογγυλή και μέσα της κρύβει ένα φλουρί.
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου.
Στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες κόβουν τη βασιλόπιτα αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου. Σε μερικές όμως, περιοχές της Ελλάδας η Βασιλόπιτα κόβεται στο μεσημεριανό τραπέζι, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου. Όποτε πάντως και αν κοπεί, ακολουθείται το ίδιο εθιμοτυπικό: Ο νοικοκύρης την σταυρώνει τρεις φορές με ένα μαχαίρι και μετά αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο είναι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού και ακολουθούν τα κομμάτια των μελών της οικογένειας με σειρά ηλικίας.
Το Ρόδι
"Χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι".
Έτσι έλεγε η γιαγιά μου το αίνιγμα για το Ρόδι.
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι. Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν
με δύναμη στο κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: "Χρόνια Πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!"
Το έθιμο του ροδιού της πρωτοχρονιάς διατηρείται και σήμερα. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος στην εξώπορτα του σπιτιού πετάνε και σπάνε ένα ρόδι και μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το δεξί πόδι κάνοντας το ποδαρικό, ώστε ο καινούργιος χρόνος να τα φέρει όλα δεξιά, καλότυχα.
Οι αρχαίοι Έλληνες πριν κατοικήσουν σε ένα νέο σπίτι έσπαγαν στο κατώφλι του ένα ρόδι, πράγμα που κάνουμε ακόμα και στις μέρες μας κάθε Πρωτοχρονιά.
Από το έθιμο του σπασίματος του ροδιού πηγάζει η λαϊκή έκφραση “‘εσπασε το ρόδι” που σημαίνει ότι έκανε καλό ξεκίνημα ή το αντίθετο σε περίπτωση γρουσουζιάς “θα σε φωνάξω να μου σπάσεις το ρόδι την Πρωτοχρονιά.
πηγή
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013
Χριστουγεννιάτικο ποίημα
Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
400 γραμ. νερό χλιαρό
30 γραμ. μαγιά φρέσκια απ' το φούρνο
1 κουτ. του γλυκού αλάτι
1/2 κουτ. του γλυκού ζάχαρη.
1/2 ποτηράκι του κρασιού ελαιόλαδο
1 κουταλάκι του γλυκού γλυκάνισο
Εκτέλεση
από
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013
Κουραμπιέδες καί Μελομακάρονα
???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html
Μελομακάρονα συνταγή παραδοσιακή της Μαμάς
Υλικά
¼ φλιτζ. ζάχαρη
½ φλιτζ. χυμό πορτοκάλι ή ρακή
½ φλυτζ. κονιάκ
1 κουτ.γλυκού κοφτό σόδα
2 κουτ.γλυκού baking powder
1 κουτ.σούπας κανελογαρύφαλλα (περίπου, όσο πάρει)
9 φλιτζ. αλεύρι
καρυδόψιχα ψιλοκομμένη για πασπάλισμα
Για το σιρόπι:
1½ ποτήρι νερό
1½ ποτήρι ζάχαρη
1½ ποτήρι μέλι
Εκτέλεση
- Κοσκινίζουμε το αλεύρι και προσθέτουμε το baking powder.
- Σ’ ένα μπολ βάζουμε το λάδι και τη ζάχαρη και ανακατεύουμε με το χέρι ή με σύρμα.
- Μέσα στο χυμό πορτοκαλιού βάζουμε τη σόδα και ανακατεύουμε γρήγορα με ένα κουταλάκι, μέχρι να φουσκώσει
η σόδα. ΠΡΟΣΟΧΗ, η σόδα θα φουσκώσει ξαφνικά και θα ξεχειλίσει από το
φλιτζάνι, γι’ αυτό κάντε τη διαδικασία πάνω από το μπολ, ώστε να χυθεί
μέσα στο μείγμα.
- Προσθέτουμε το κονιάκ ή τη ρακή και τα κανελογαρύφαλλα και συνεχίζουμε το ανακάτεμα, ώστε να έχουμε ένα ομοιόμορφο μείγμα.
- Ρίχνουμε σταδιακά το αλεύρι στο μείγμα και ανακατεύουμε με το χέρι. Μπορεί να χρειαστεί λιγότερο ή περισσότερο αλεύρι μέχρι να γίνει μια μαλακή ζύμη που να πλάθεται ωραία.
- Τα πλάθουμε μακρόστενα και τα
“γυρίζουμε” πάνω σε ένα ανάποδο πιατάκι ή σε ξύστρα λεμονιού ή ότι μας
αρέσει. Επίσης μπορούμε να τους δώσουμε σχήμα με κουπάτ.
- Τα τοποθετούμε σε ταψί. Δε χρειάζεται να είναι
λαδωμένο γιατί τα μελομακάρονα έχουν ήδη αρκετό λάδι. Αφήνουμε λίγο
περιθώριο ανάμεσά τους γιατί θα φουσκώσουν.
- Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 170°
για 20-25′ (στον αέρα). Αν θέλουμε να το ψήσουμε πάνω-κάτω (σε
αντιστάσεις) θα βάλουμε το φούρνο στους 180° για 30′.
- Μόλις ψηθούν τα βάζουμε σε βαθύ σκεύος ανάποδα και τα αφήνουμε να κρυώσουν.
- Βράζουμε εντωμεταξύ το σιρόπι και το ρίχνουμε πολύ ζεστό πάνω στα κρύα μελομακάρονα. Τα αφήνουμε 1-2′ μέσα στο σιρόπι να μελώσουν αρκετά (αν δεν τα θέλουμε πολύ μελωμένα, τα αφήνουμε λιγότερο) και τα τοποθετούμε πάνω σε πιατέλα ανάποδα (ώστε να είναι κανονικά με τον πάτο προς τα κάτω).
- Πασπαλίζουμε με τριμμένο καρύδι
πηγή
καρυδόψιχα ψιλοκομμένη για πασπάλισμα
- Κοσκινίζουμε το αλεύρι και προσθέτουμε το baking powder.
- Σ’ ένα μπολ βάζουμε το λάδι και τη ζάχαρη και ανακατεύουμε με το χέρι ή με σύρμα.
- Μέσα στο χυμό πορτοκαλιού βάζουμε τη σόδα και ανακατεύουμε γρήγορα με ένα κουταλάκι, μέχρι να φουσκώσει η σόδα. ΠΡΟΣΟΧΗ, η σόδα θα φουσκώσει ξαφνικά και θα ξεχειλίσει από το φλιτζάνι, γι’ αυτό κάντε τη διαδικασία πάνω από το μπολ, ώστε να χυθεί μέσα στο μείγμα.
- Προσθέτουμε το κονιάκ ή τη ρακή και τα κανελογαρύφαλλα και συνεχίζουμε το ανακάτεμα, ώστε να έχουμε ένα ομοιόμορφο μείγμα.
- Ρίχνουμε σταδιακά το αλεύρι στο μείγμα και ανακατεύουμε με το χέρι. Μπορεί να χρειαστεί λιγότερο ή περισσότερο αλεύρι μέχρι να γίνει μια μαλακή ζύμη που να πλάθεται ωραία.
- Τα πλάθουμε μακρόστενα και τα “γυρίζουμε” πάνω σε ένα ανάποδο πιατάκι ή σε ξύστρα λεμονιού ή ότι μας αρέσει. Επίσης μπορούμε να τους δώσουμε σχήμα με κουπάτ.
- Τα τοποθετούμε σε ταψί. Δε χρειάζεται να είναι λαδωμένο γιατί τα μελομακάρονα έχουν ήδη αρκετό λάδι. Αφήνουμε λίγο περιθώριο ανάμεσά τους γιατί θα φουσκώσουν.
- Τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 170° για 20-25′ (στον αέρα). Αν θέλουμε να το ψήσουμε πάνω-κάτω (σε αντιστάσεις) θα βάλουμε το φούρνο στους 180° για 30′.
- Μόλις ψηθούν τα βάζουμε σε βαθύ σκεύος ανάποδα και τα αφήνουμε να κρυώσουν.
- Βράζουμε εντωμεταξύ το σιρόπι και το ρίχνουμε πολύ ζεστό πάνω στα κρύα μελομακάρονα. Τα αφήνουμε 1-2′ μέσα στο σιρόπι να μελώσουν αρκετά (αν δεν τα θέλουμε πολύ μελωμένα, τα αφήνουμε λιγότερο) και τα τοποθετούμε πάνω σε πιατέλα ανάποδα (ώστε να είναι κανονικά με τον πάτο προς τα κάτω).
- Πασπαλίζουμε με τριμμένο καρύδι
???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html
Η ιστορία και η ετυμολογία τους.
Κουραμπιέδες συνταγή παραδοσιακή της Μαμάς
Βασικός παράγοντας για μια πετυχημένη συνταγή είναι οι πρώτες ύλες που θα χρησιμοποιήσουμε. Το βούτυρο και τα αμύγδαλα κατά κύριο λόγο.Υλικά
½ kgr βούτυρο2 κρόκους1 ποτηράκι ρακί1 ποτηράκι κονιάκ¾ φλ. ζάχαρη άχνη (κοσκινισμένη)1 κ.σ. κανελογαρύφαλλα (προαιρετικά)
2 φλ. αμύγδαλα καβουρδισμένα χοντροκομμένα
1 kgr αλεύρι περίπου (κοσκινισμένο)
Εκτέλεση
- Χτυπάμε το βούτυρο και τη ζάχαρη αρκετή ώρα, μέχρι να ασπρίσουν και να αφρατέψουν.
- Προσθέτουμε τους κρόκους έναν έναν και συνεχίζουμε το χτύπημα.
- Προσθέτουμε το κονιάκ, τη ρακί και τα κανελογαρύφαλλα και ανακατεύουμε.
- Προσθέτουμε τα αμύγδαλα και το αλεύρι σταδιακά, όσο χρειαστεί, και δουλεύουμε με το χέρι μέχρι να γίνει μια σχετικά σφιχτή ζύμη.
- Κόβουμε μικρά κομμάτια από τη ζύμη, φτιάχνουμε μπαλάκια κια τα τοποθετούμε σε ταψί με λαδόκολλα. Δε θα φουσκώσουν, οπότε δε χρειάζεται να έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.
- Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180° (αντιστάσεις) 25-30′.
- Βγάζουμε από το φούρνο και αφήνουμε να κρυώσουν τελείως.
- Πασπαλίζουμε με μπόλικη άχνη ζάχαρη. (Αν βάλουμε άχνη ζάχαρη ενώ είναι ζεστοί, θα τραβήξει την υγρασία και θα κολλήσει).
- Τους διατηρούμε καλυμμένους σε τάπερ ή σε πιατέλα με μεμβράνη.
Η ιστορία και η ετυμολογία τους.
???????????????? ??????????????????????: http://www.enter2life.gr/wp/4677-paradosiaka-melomakarona-tis-mamas.html
Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013
Μια ανθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία
Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του. Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι; Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω. Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και χωρίς να πολυθέλει ο Γιαννάκης ξεκίνησε για το σπίτι. Ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε μία αντανάκλαση του ήλιου που έδυε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε και ανακάλυψε ένα γυαλιστερό πενηντάρικο. Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ένιωσε ο Γιαννάκης εκείνη τη στιγμή. Κρατώντας σφιχτά τον θησαυρό του ένιωσε τόσο ευτυχισμένος που μπήκε μέσα στο πρώτο κατάστημα που είδε.
Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθώριασε γρήγορα όταν ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει απολύτως τίποτα με μόνο ένα πενηντάρικο. Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα να περιμένει στην ουρά. Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Γιαννάκης του έδειξε το πενηντάρικο και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Ο ανθοπώλης κοίταξε το Γιαννάκη και το πενηντάρικο που κρατούσε στο χέρι του. Μετά, ακούμπησε τον ώμο του Γιαννάκη και του είπε «Περίμενε εδώ και θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα». Όσο ο Γιαννάκης περίμενε κοίταζε γύρω του τα όμορφα λουλούδια και αν και ήταν αγόρι, μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μαμάδες και τα κορίτσια λατρεύουν τα λουλούδια.
Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα. Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο. Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Γιαννάκη, 12 μακριά κατακόκκινα τριαντάφυλλα με πρασινάδες και λευκά μικροσκοπικά λουλουδάκια, δεμένα με μία ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο. Η καρδιά του Γιαννάκη σφίχτηκε όταν είδε τον ανθοπώλη να τα παίρνει και να τα βάζει σε ένα μεγάλο άσπρο κουτί. «Αυτό κοστίζει 50 δραχμές νεαρέ μου» είπε ο ανθοπώλης κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το πενηντάρικο.
Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο. Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια; Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!
Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα. Θα τα ήθελες;» Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια. Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει «Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».
Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο. Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη». Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.
«Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα. Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο. «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.
Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης. Νά έχετε καλές καί χαρούμενες γιορτές
Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΣΤΟΝ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΧΡΙΣΤΟ.
Όπως γνωρίζουμε οι τρεις μάγοι πρόσφεραν στον Χριστό χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Τι είναι όμως το λιβάνι και η σμύρνα; Το λιβάνι και η σμύρνα είναι ρετσίνια, δηλαδή αποξηραμένα εκχυλίσματα δέντρων, που προέρχονται από δέντρα του γένους Boswellia (λιβάνι) και Commiphora (σμύρνα) τα οποία είναι ενδημικά φυτά της ανατολικής Αφρικής (Σομαλίας) και της νότιας Αραβικής χερσονήσου (Ομάν).
Οι Μάγοι έφυγαν από τα μέρη τους, ακολουθώντας ο κάθε ένας ξεχωριστά το αστέρι που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί, μπήκαν μέσα στη φάτνη, γονάτισαν και το προσκύνησαν.
Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: το χρυσάφι, το λιβάνι και την σμύρνα ..
Ο ΧΡΥΣΟΣ
Η ΣΜΥΡΝΑ (Μύρο)
Ο θρύλος λέει ότι ο Γκάσπαρ έφερε το δώρο της σμύρνας από την Ευρώπη ή την Ταρσό της Κιλικίας και το απόθεσε μπροστά στο Θείο βρέφος. Εξ αιτίας των διαφόρων χρήσεων που είχε η σμύρνα σαν φάρμακο, το δώρο παριστάνει την ανθρώπινη υπόσταση του Χριστού, τον Υποφέροντα Λυτρωτή, τον Μεγάλο Θεραπευτή, και τα Πάθη.
Η σμύρνα είναι ένα αρωματικό ρετσίνι που παράγεται από τις χαρακιές της φλούδας ενός μικρού δέντρου της ερήμου που λέγεται επιστημονικά Commiphora Myrrha ή Balsamodendron Myrrha, κοινώς dindin. (Οι χαρακιές θυμίζουν τις πληγές του Χριστού από τους Ρωμαίους στρατιώτες κατά την διάρκεια της σταύρωσης.) Η σμύρνα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη κατά τους βιβλικούς χρόνους και εισαγόταν από την Ινδία και την Αραβία.
Συμβολίζει την πικρία του νου. Αυτή η πικρία θα είναι αποτέλεσμα της ύψιστης κατανόησης που θα εισπράξει ο Υιός του Ανθρώπου καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων μέχρι την Ανάσταση και την Ανάληψή του.
Το λιβάνι συμβολίζει την αγνή, συναισθηματική φύση του Υιού, η οποία μέσω της Μαρίας έχει ήδη εξαγνιστεί, ώστε αυτή η φύση να μπορεί τώρα να ανυψωθεί στην ανώτερη συγκινησιακή πραγματικότητα που αντιπροσωπεύει το Άγιο Πνεύμα.
Όταν καιγόταν έβγαζε έναν άσπρο καπνό ο οποίος συμβόλιζε τις προσευχές και τις ευχαριστίες των πιστών που ανέβαιναν στους ουρανούς. Επειδή οι αρχαίοι συχνά έκαιγαν λιβάνι κατά την διάρκεια θρησκευτικών τελετών, αυτό το δώρο συμβολίζει την θυσία, την θεϊκή υπόσταση του Χριστού, την γλυκύτητά Του και τον ιερό Του ρόλο.Είναι επίσης σύμβολο του ιερού ονόματος του Θεού.
Το λιβάνι είναι ρετσίνι με γλυκό άρωμα που προέρχεται από το δέντρο Boswellia το οποίο την εποχή της γέννησης του Χριστού φύτρωνε στην Αραβία, την Ινδία και την Αιθιοπία. Το όνομα αυτού του ρετσινιού είναι στα Ελληνικά λίβανος (λιβάνι), στα λατινικά olibanum, στα αραβικά luban στα αγγλικά frankincense και στα γαλλικά όπως και στα γερμανικά incen
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013
«Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο
θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...
Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!
- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
- Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
- Με τι; Απόρησε.
- Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.
έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου. Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.
- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
- Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
- M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
- Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά - τι παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;
- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
- Αλήθεια;
- Ναι.
- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
- Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;
[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία-Ένα δέντρο μια φορά», εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]
πηγή
Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας
Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι
3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη
4 φλιτζάνια τσαγιού νερό
1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα
1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.
Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.
Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...
πηγή
Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια
ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.
Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.
Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.
Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.
Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.
ΠΗΓΗ
Ό Ελληνικός καφές
Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.
Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.
Ελληνικός καφές
Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ
Μπρίκι
Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.
Εστία ψησίματος
Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.
Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει
Φλιτζάνι.
Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα
Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ
Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος
Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.
Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)
Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.
Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,
Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή
Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και
Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη
Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,
Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο
Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.
Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.
Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού
Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο
Σκέτος (θεριακλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες
Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό
Ψήσιμο καφέ
Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.
Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.
Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.
Tips
Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο
Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ
Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.
Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.
Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.
Γενικά
Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού
Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.
Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:
1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.
2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.
3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.
4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.
Οικιστική μελέτη του σπιτιού
1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).
2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.
3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).
4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.
5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.
6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.
7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.
8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.
Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.
από Αθηναΐς
Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.
Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).
Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.
Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.
Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό