Αναζητώντας την ιστορία του καρναβαλιού σίγουρα θα χαθούμε σε δεκάδες ανιμιστικές εκδηλώσεις, που με τη μια ή με την άλλη μορφή ήταν και εξακολουθούν να είναι παρούσες στις παραδόσεις όλων των λαών.
Στην κυριολεξία Αποκριά σημαίνει το σταμάτημα της κρεοφαγίας, όπως και το λατινικό καρναβάλι σημαίνει το ίδιο ακριβώς, carnen levare.
Οι αποκριές καθιερώθηκαν από την Εκκλησία προς τα τέλη του 6ου αιώνα, σήμερα όμως, έχουν χάσει την αρχική σημασία τους και πλέον είναι ταυτόσημες για τους περισσότερους ως περίοδος μεταμφιέσεων, γλεντιού και ελευθεριότητας πριν τη Σαρακοστή.
Στις μεγάλες πόλεις ο αποκριάτικος εορτασμός είναι λίγο πολύ τυποποιημένος, όμως, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη πολλά μέρη στην Ελλάδα, που ο εθιμικός πανηγυρισμός διατηρεί ακόμα μορφές, που δείχνουν τις βαθύτερες ρίζες αυτών των χαρούμενων εκδηλώσεων.
Παλαιότερα η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν με πυροβολισμούς ή με ταμπούρλα και τσαμπούνες, ενώ σε πολλά μέρη ο κήρυκας φώναζε πως πλησιάζουν οι Απόκριες, για να φροντίσει ο κόσμος να προμηθευτεί το απαραίτητο κρέας. Γι’ αυτό και η πρώτη εβδομάδα των αποκριών ονομάζεται και “Προφωνή”, από τη συνήθεια να διαλαλούν την έλευσή της. Η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται “Κρεατινή”, επειδή προσφερόταν για κρέας και η Τρίτη “Τυρινή” ή “Μακαρονού”, γιατί κατά τη διάρκειά της οι πιστοί πρόσφεραν κόλυβα και ζυμαρικά στους νεκρούς, τις λεγόμενες μακαρίες, απ΄ όπου έλαβαν το όνομα και τα “μακαρόνια”.
Το Τριώδιο γινόταν ιδιαίτερα αισθητό από την Τσικνοπέμπτη, όπου σε πολλά μέρη έσφαζαν χοιρινά. Η σφαγή στη νότια Ελλάδα και πολλά νησιά συνοδευόταν και από τελετουργικά, δεισιδαιμονικά και μαντικά στοιχεία, που πρόσθεταν στην ημέρα κάποιο θυσιαστικό χαρακτήρα με σταυρούς στις πόρτες των σπιτιών με το αίμα του ζώου, κ.ά.
Τη Δευτέρα της Τυρινής βρίσκουμε το θρακικό δρώμενο του “Καλόγερου” (καλός γέρος), ο οποίος στην αρχέγονη λατρευτική του μορφή αντιπροσωπεύει την αγαθή θεότητα της σποράς και της πλούσιας συγκομιδής. Στο τελετουργικό, που περιλαμβάνει εικονικό όργωμα και μιμητική σπορά από τον Καλόγερο που συνοδεύεται από νταούλια και λύρες, βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί.
Την ίδια προσπάθεια για καλή υγεία και καλή συγκομιδή εκφράζει και το έθιμο με τις αποκριάτικες φωτιές, που ανάβονταν σε πλατείες και σταυροδρόμια το βράδυ της τελευταίας Κυριακής. Το έθιμο στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη, ότι η φωτιά κρύβει μέσα της δύναμη, η οποία μεταδίδεται σε όποιον έρθει σ’ επαφή μαζί της μέσα από συγκεκριμένο τελετουργικό. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι “Φανοί” της Κοζάνης, που στήνονταν στις γειτονιές ως είδος βωμού. Η προσπάθεια για την παρουσίαση του ομορφότερου Φανού έκανε τους γείτονες ιδιαίτερα εφευρετικούς. Φωτιές ανάβονταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, έχοντας διαφορετική ονομασία, “Φανός”, “Καψαλιές”, “Τζαμάλες”, κ.ά.
Με τα χρόνια, ο αποκριάτικος εορτασμός της υπαίθρου διανθίστηκε με νέα στοιχεία. Έτσι, σε πολλές περιοχές σήμερα βρίσκουμε αναπαραστάσεις γαμήλιων τελετών ή τελετές που θυμίζουν γεγονότα, που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου, κυρίως από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Στη Δημητσάνα της Αρκαδίας, γνωστή για το μπαρούτι της, οι κάτοικοι την τελευταία Κυριακή φορτώνουν ένα γάιδαρο με βαρέλια μπαρούτι και τον Καρνάβαλο. Στη Ζάκυνθο έχουμε την “κηδεία της μάσκας” με ...πτώμα τον Καρνάβαλο και “συγγενείς” που τον πενθούν. Στην Κεφαλλονιά την τιμητική τους έχουν τα Γαϊτανάκια και οι Καντρίλιες.
Τα “αλευρομουντζουρώματα” του Γαλαξιδίου
Ο “βλάχικος γάμος” της Θήβας
“Του Κουτρούλη ο γάμος” στη Μεθώνη
Η “Τράντα” και “οι καλές” της Σκοπέλου
Την ίδια ημέρα τελείται και το έτερο δημοφιλές έθιμο. Άντρες και γυναίκες με καλά ρούχα (εξ ου και “οι καλές”) σταματούν στις πλατείες, τραγουδούν και χορεύουν με τη συνοδεία ντόπιων μουσικών. Σε ρυθμό συρτό παντού ακούγεται “το τραγούδι της Βλάχας”. “Άντε να πάμε βλάχα στον πέρα καφενέ να σε τρατάρω βλάχα σουμάδα κι αργιλέ / Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ μον’ θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ...”
Οι “Μπούλες” και οι “Γενίτσαροι” της Νάουσας
Αυτό που ξεχωρίζει αυτό το έθιμο από τα άλλα είναι το αυστηρό τελετουργικό του. Σε αντίθεση με την αταξία, την απρέπεια, τα σατυρικά τραγούδια και την αυτοσχέδια μεταμφίεση που επικρατεί παντού τις Απόκριες, τις “Μπούλες” τις χαρακτηρίζει η σοβαρότητα και η τυποποιημένη εθιμική ευπρέπεια σε συνδυασμό με την απαράμιλλη αισθητική των χορευτών.
Οι “Μπούλες” είναι άντρες ντυμένοι γυναικεία, ενώ οι “Γενίτσαροι” είναι ντυμένοι με φουστανέλες και φορούν μια ιδιόμορφη μάσκα. Γυρίζουν παρέες, παρέες τους δρόμους και τις πλατείες, χορεύοντας προκαθορισμένα τραγούδια με ειδικό τρόπο, που θυμίζει πολεμικό χορό. Οι περισσότεροι χοροί είναι κατεξοχήν αντρικοί, εκτός από τη Μακρυνίτσα που χορεύεται από τη Μπούλα.
Πολλοί ισχυρίζονται, ότι το έθιμο έχει τις ρίζες του σε πρωτόγονες παγανιστικές τελετές με σκοπό την ευγονία. Το σίγουρο είναι, ότι με το πέρασμα του χρόνου το έθιμο ενσωμάτωσε την τοπική ιστορία και συνδέθηκε με την Τουρκοκρατία. Όπως λέγεται, οι Αρματολοί και οι Κλέφτες με την ευκαιρία της Αποκριάς κατέβαιναν στην πόλη ντυμένοι γυναίκες και χορεύοντας έρχονταν σε συνεννόηση με τους δικούς τους για τον αγώνα της ελευθερίας. Το νταούλι και ο ζουρνάς είναι οι πρωταγωνιστές των γλεντιών που γίνονται τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς με μεζέδες και τσίπουρα, ενώ το ντύσιμο είναι από τα σημαντικότερα μέρη της τελετουργίας και κρατάει πάνω από δυο ώρες!
Ο Γενίτσαρος πρώτα φοράει το μπινιβρέκι (μακρύ άσπρο σώβρακο) και από πάνω μακριές κάλτσες, που στερεώνονται με τις βουδέτες (τύπος καλτσοδέτας με μαύρες φούντες).
Εντυπωσιακή είναι και η στιγμή που δένεται το πρόσωπο. “Πρόσωπο” είναι η μάσκα που φοράει ο Γενίτσαρος, κέρινη από μέσα για να μένει δροσερό το πρόσωπο και γύψινη απ’ έξω. Η μάσκα, που έχει για μάτια και στόμα μικρές σχισμές, στερεώνεται πάνω στο ταράμπουλο, ένα μακρύ μεταξωτό ύφασμα.
Η μάσκα της Μπούλας, που ακολουθεί κάθε μπουλούκι Γενιτσάρων χορεύοντας σοβαρή και περήφανη, είναι βαμμένη με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη. Στο κεφάλι φοράει εντυπωσιακά ψεύτικα λουλούδια με κορδέλες και τούλινο πέπλο. Το φόρεμά της είναι πολύχρωμο με φουρό και φοράει και λιμπαντί (βελούδινο κεντητό γιλέκο με μανίκια). Στο στήθος κρέμονται μεταξωτές τραχηλιές, ενώ η ζώνη στολίζεται με σκαλιστές πόρπες, τα κολάνια.
Την Καθαρά Δευτέρα οι Γενίτσαροι βγάζουν τη μάσκα και ξεχύνονται και πάλι στους δρόμους αποκαλυμμένοι.
Τα “Ραγκουτσάρια” της Καστοριάς και της Κοζάνης
Τα “Ραγκουτσάρια” είναι μια γνήσια ελληνική εορταστική εκδήλωση καρναβαλιού, από τις τελευταίες του δωδεκαημέρου. Το σημερινό δωδεκαήμερο συμπίπτει χρονικά με τις αρχαίες ελληνικές πανηγύρεις, που τελούνταν στα πλαίσια της διονυσιακής λατρείας. Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της λατρείας ήταν οι μεταμφιέσεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν και στη γιορτή του σημερινού καρναβαλιού παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Σήμερα, κατά τη διάρκεια του εορτασμού συνηθίζεται ομάδες μεταμφιεσμένων με τα όργανά τους (εκτός από το να σατιρίζουν και να περιπαίζουν με κωμικό τρόπο τους πάντες) να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπίτια που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση του κακού πνεύματος από το σπίτι.
Τα “Ραγκουτσάρια” αρχίζουν από την ημέρα των Θεοφανείων και διαρκούν μέχρι την ημέρα του Ιωάννη του Προδρόμου. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το έθιμο γίνεται το 1747, ως έθιμο όμως του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων. Εξαιτίας επεισοδίων οι Τούρκοι το απαγόρευσαν το 1860, αλλά εμφανίστηκε ξανά το 1890 ως αποκριάτικο πλέον έθιμο.
Πατρινό καρναβάλι
Κατεξοχήν αστικό καρναβάλι, το καρναβάλι της Πάτρας δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου. Η ιστορία του ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν με την οικονομική άνθηση της πόλης, που τότε αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ναυτιλιακά κέντρα της Μεσογείου.
Όσο για το έθιμο του Σαββάτου της Αποκριάς, τα γνωστά “Μπουρμπούλια”, αυτά ήταν η παλαιότερη εκδήλωση του πατρινού καρναβαλιού, τα οποία ξεκίνησαν ως έθιμο μάλλον το 1872, που ολοκληρώθηκε και η κατασκευή του θεάτρου Απόλλων από τον Τσίλερ. Μπουρμπούλι σημαίνει κρέας που βράζει γρήγορα, μεζές, πρόχειρο γεύμα στο πόδι. Μεταφορικά αποδίδει το κλίμα που επικρατούσε στους αντίστοιχους χορούς της Ευρώπης, αυτό της τυχαίας, στιγμιαίας γνωριμίας. Τότε όλες οι γυναίκες της πόλης έρχονταν στο θέατρο, που μετατρεπόταν σε αίθουσα χορού, φορώντας το ντόμινο (ένα μαύρο φόρεμα που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα τους) και έχοντας κρυμμένο το πρόσωπό τους με μια μάσκα, που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και το στόμα. Καλυμμένες, λοιπόν, κάτω από την ανωνυμία μπορούσαν να φλερτάρουν και να χορέψουν με τους άντρες, οι οποίοι φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα.
Η παράδοση της Αποκριάς στη Θράκη
Ο Θρακιώτης θεός της μέθης, ο Διόνυσος των οργίων αλλά και της τέχνης του δράματος, κάπως περιθωριακός, αφού δεν ανήκε στο δωδεκάθεο, ήταν και λίγο αιρετικός, αφού “έσερνε” μαζί του έναν καθόλου καθώς πρέπει θίασο στο τσακίρ κέφι και πολλές ανιμιστικές παραδόσεις και λατρείες παλιές όσο και η παρουσία του ανθρώπου στον πλανήτη.
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων της Αποκριάς οι Χριστιανοί της Θράκης διασκέδαζαν με πολλά λαϊκά δρώμενα. Στην Αδριανούπολη πραγματοποιούνταν μια εμφανώς διονυσιακή γιορτή, αυτή του “Κιοπέκ Μπέη” (άρχοντας των σκύλων), όπου έπαιζαν μόνο άντρες μεταμφιεσμένοι κωμικά.
Το έθιμο του “Καλόγερου” στο θρακικό χωριό Βιζύη γινόταν τη Δευτέρα της Τυρινής και εξελισσόταν σε υποτυπώδες δράμα, το οποίο υποτίθεται ότι διαδραματιζόταν μέσα σε ένα σιδεράδικο. Οι γυφτοσιδεράδες σφυρηλατούσαν το υνί για το ιερό όργωμα, ώσπου κάποια στιγμή εμφανιζόταν η “Βάβω”.
Το “Μπουρανί” του Τυρνάβου
Στον Τύρναβο της Λάρισας αναβιώνουν διονυσιακά τελετουργικά, αφού πρόκειται για μια μοναδική γιορτή στην Ελλάδα, τη γιορτή του φαλλού, που συμβολίζει την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα. Απομεινάρι των βακχικών εορτασμών είναι το “Μπουρανί”, όπου τα πράγματα είναι λίγο άγρια για τις γυναίκες, που παλιά δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο, αφού η βωμολοχία και οι άσεμνες χειρονομίες είχαν τον πρώτο λόγο.
Την Καθαρά Δευτέρα οι ντόπιοι τιμούν το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας πίνοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κρατώντας ψεύτικους φαλλούς και τρώγοντας το “Μπουρανί”, το μυητικό έδεσμα! Το μπουρανί είναι μια αλάδωτη χορτόσουπα από τσουκνίδες και σπανάκι, την οποία φτιάχνουν οι άντρες στο δρόμο και την καταναλώνουν με συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
Το οικογενειακό τραπέζι της Τυρινής
Ο μεγάλος εορτασμός της Αποκριάς κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή της Τυρινής (επειδή παραδοσιακά δεν επιτρεπόταν η κατανάλωση κρέατος αλλά μόνο τυριού, γάλακτος, ζυμαρικών και των παραγώγων τους) ή αλλιώς “Τρανή Αποκριά”, όπου όλοι, συγγενείς και φίλοι, μαζεύονταν στα σπίτια των πιο ηλικιωμένων της οικογένειας και γιόρταζαν με μεγάλη ευθυμία. Η συγκέντρωση ήταν σχεδόν υποχρεωτική, αφού έρχονταν ακόμη και παιδιά που ήταν μακριά. Αν και ο κανόνας ήταν τα φαγητά να τα φέρνει ο καθένας από το σπίτι του, σε πολλά μέρη, την παραδοσιακή μακαρονάδα την έφτιαχνε η γιαγιά. Πριν αρχίσει το φαγητό, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, για να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή συνείδηση. Το γλέντι γινόταν με επίκεντρο το τραπέζι, το οποίο δεν έπρεπε να ξεστρωθεί μέχρι την άλλη μέρα. Όλη τη νύχτα έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν τραγουδώντας αποκριάτικα τραγούδια με έντονο σεξουαλικό περιεχόμενο, όπως το γνωστό “πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι...”
Στα περισσότερα μέρη το δείπνο της Αποκριάς τελείωνε μ΄ ένα αυγό και σχετικά αστεία. “Με αυγό κλείνω, με αυγό ανοίγω”, έλεγαν, εννοώντας ότι το πρώτο φαγητό μετά τη Σαρακοστή θα ήταν το αυγό της Λαμπρής. Το πιο διασκεδαστικό και ταυτόχρονα γνωστό έθιμο ήταν αυτό του “χάσκα” ή “χάσκαρη” ή “χάψαρου”, ένα παιχνίδι με ένα αυγό καθαρισμένο. Ο νοικοκύρης του σπιτιού κρεμούσε με μια κλωστή ένα αυγό από το ταβάνι και το γύριζε γύρω, γύρω. Όποιος το έπιανε με το στόμα χωρίς τη βοήθεια των χεριών ήταν ο νικητής.
Στην Ελλάδα συναντάμε πολλές παραλλαγές του εθίμου και αυτό εξηγείται από την αναζωογονητική δύναμη του αυγού ως φορέα ζωής. Αλλού το έδεναν σε ξύλο και τα παιδιά γονατιστά και με δεμένα χέρια προσπαθούσαν να το πιάσουν και αλλού κυλούσαν τα αυγά πάνω στο τραπέζι και εύχονταν να κυλήσει η Σαρακοστή εύκολα, όπως τα αυγά.
Σε πολλά χωριά της Μεσσηνίας μέσα σε ένα ανοιχτό δοχείο με γιαούρτι έριχναν ένα νόμισμα, που οι συναγωνιζόμενοι έπρεπε να πιάσουν με τα δόντια. Φυσικά, πασαλείβονταν με γιαούρτι, προκαλώντας τη γενική ευθυμία.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα κάποιους από πιο παραδοσιακούς αποκριάτικους πανηγυρισμούς στην Ελλάδα.
Πηγές: Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος “Οι δώδεκα μήνες. Τα λαογραφικά”. Eδόσεις Μάλλιαρης - Παιδεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1982 Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, “Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική ανάλυση”. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1978Γ.Α. Μέγας, “Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας”. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2004, (Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1956)Δ.Σ. Λουκάτος, “Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977