Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



Τὴν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ’ ἄδολα βώδια.

Κι' ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ' τῆς ψυχῆς τ’ ἀπόβαθα,
Χριστὸς γεννιέται!

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες
στὴ γῆ σταλμένες.

Κι' ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ' ἀγγέλων στόματα
στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.

Τὴν ἅγια νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη
—ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; —
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ' ἀστέρι.

Κι’ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ’ στ' ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.
 
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
 
Γεώργιος Δροσίνης

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ «ΔΡΟΜΟΥ»




Θ. Παπαθανασίου
Όταν ο σύγχρονος άνθρωπος μιλάει για το θάνατο, εννοεί κάτι που βρίσκεται στο τέρμα της ζωής ή για κάτι πριν από το οποίο υπάρχει ζωή. Συμφωνούμε ότι αυτό που συμβαίνει στο τέλος είναι ο θάνατος. Όμως αυτό που υπάρχει πριν από το θάνατο είναι ζωή;
Αλλά πόση ζωή είναι μια μίζερη ύπαρξη που είναι βυθισμένη στον ατομισμό, ή στις απρόσωπες πόλεις, ή οι ανθρωποθυσίες στο βωμό της ατομικής καριέρας αν ο άνθρωπος είναι ένα όν με ημερομηνία λήξης;
Αυτό που ονομάζουμε ζωή πολύ συχνά δεν είναι παρά η δεσποτεία του θανάτου. Αντί ο θάνατος να βρίσκεται στο τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει και μεταλλάσσει τη ζωή. Όλα αυτά σημαίνουν επιβίωση δίχως νόημα, α-νόητη. Δε περιέχει κάτι εκρηκτικό, κάποιον που ν' αλλάξει τα πράγματα, δεν έχει ελπίδα.
Μέσα σ' αυτή τη μαυρίλα, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι ν' αφουγκραστούμε τις αντιστασιακές φωνές. Μια τέτοια φωνή που πρόκειται ν' ακουσθεί αυτές τις ημέρες στους δρόμους. Αν τη δούμε σαν έθιμο, θα τη χάσουμε. Αν συλλογιστούμε με φιλότιμο, θα βρούμε ένα μπαξέ.
 
Πρόκειται για τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Κάλαντα είναι νάχεις κάτι να πεις και να βρεις κάτι πολύτιμο για τη ζωή σου και να καίγεσαι να το μοιρασθείς. Κάλαντα είναι μια διάθεση συνάντησης σε μια ακοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα είναι ν' ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου για να ξεχυθείς στους δρόμους να αναζητήσεις τον άλλο, να του χτυπήσεις την πόρτα και ν' αποζητήσεις το πρόσωπο του. Κάλαντα είναι να μετατρέψεις τις πόρτες από ταφόπλακες σε ανοίγματα ζωής. Κάλαντα είναι η προσκόμιση μιας είδησης, ότι η ελπίδα έρχεται από αύριο από μια συνάντηση. Αύριο, 25 Δεκεμβρίου ο άνθρωπος παύει να προορίζεται για τη χωματερή, αλλά συναντιέται με το Θεό, γίνεται σάκα Θεού. Γίνεται κοινωνός ενός τρόπου ύπαρξης, τον οποίο τον προσφέρει ένας Θεός μεθυσμένος από αγάπη για τον άνθρωπο, σε τέτοιο σημείο που αφήνει τα μεγαλεία για να σαρκωθεί μέσα σε μια φάτνη!
« Να τα πούμε;»
 

Τα κάλαντα είναι η αποζήτηση μιας επικοινωνίας με τον άλλο. Έχουμε να του πούμε κάτι, αλλά δεν παραβιάζουμε τ' αυτιά του και την ελευθερία του. Είναι σαν να του λέμε: « αδελφέ, εμείς πιστεύουμε σε κάτι, που το θεωρούμε σπουδαίο και που νοιώθουμε πως δίνει σε μας νόημα σε κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε να σου το πούμε, κι' εσύ διαλέγεις και παίρνεις. «Να τα πούμε λοιπόν;»
« Καλήν ημέραν άρχοντες».
Το έχετε προσέξει; Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κάλαντα για άρχοντες και χωριστά για το λαό. Όλοι αποκαλούνται άρχοντες και το σπίτι τους αποκαλείται «αρχοντικό». Τα κάλαντα κομίζουν ένα όραμα, μια κοινωνία αρχοντάδων δίχως υποτελείς, δούλους και εξαθλιωμένους. Είναι ένα όραμα με εμπνευσμένο από το μεδούλι της Εκκλησίας, από ένα Θεό που προσφέρει τον ίδιο τον εαυτό Του σε όλους χωρίς να μονιμοποιεί την ταξική αδικία. Αυτή την προσφορά Του εμείς τη λέμε Θ. Ευχαριστία. Και όταν τραγουδάμε:
«Χριστός γεννάται σήμερον»
κυριολεκτούμε. Τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς η αναπόληση ενός μακρινού παρελθόντος. Είναι η δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να γίνει μέτοχος της Βηθλεέμ σήμερα, να μεταμορφωθούν οι πρώτες ύλες της ζωής μας, το ψωμί και το κρασί, σε Σώμα και Αίμα Αυτού που γεννήθηκε « εν Βηθλεέμ τη πόλει».
« Χαίρει η κτίσις όλη».
Τα κάλαντα αποτυπώνοντας την πίστη της Εκκλησίας, ότι η σάρκωση του Χριστού μπολιάζει με ζωή το σύμπαν. Κοιτάξτε τη Βυζαντινή εικόνα της Γέννησης: Τα βράχια είναι ζωγραφισμένα που να στρέφονται προς τον Χριστό, τα δένδρα χαμηλώνουν κ.λ.π. Τα πάντα συμμετέχουν. Τα κάλαντα μαρτυρούν ότι το περιβάλλον είναι αφάνταστα περισσότερο από αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης.
Όταν θα κτυπήσουν την πόρτα μας τα παιδιά των καλάντων, ας μην τα αποπάρουμε. Είναι θελητά ή αθέλητα τους, αληθινοί αντάρτες των πόλεων σήμερα. Μπορεί κίνητρο τους να είναι η παραξενιά κι η χαρά του εθίμου, μπορεί και το χαρτζιλίκι που αποκομίζουν. Το θέμα είναι ότι στα χέρια τους κρατιέται μια υπόθεση που μακάρι να βιωθεί κάποτε σε όλες της τις διαστάσεις. Διότι όσο ακόμη παίρνει τους δρόμους η αλήθεια των καλάντων κι' όσο αντηχεί το κάλεσμα τους σε ένα αλλιώτικο αγαπητικό τρόπο ζωής, οι άχαρες πόλεις μας δεν έχουν πάρει ακόμη διαζύγιο από την ελπίδα. Δεν έχουν θαφτεί ακόμα στο ανέραστο αμπαλάζ του καταναλωτισμού, των βιτρινών, των ρεβεγιόν δίχως προσδοκία του αύριο, των «Χριστουγέννων χωρίς Χριστό.

πηγη



Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ

Υλικα για τους κουραμπιεδες
600 γρ. βούτυρο γάλακτος 
ή 300 γρ. βούτυρο γάλακτος καί 300 βούτυρο φυτίνη
250 γρ. ζάχαρη άχνη
2 κρόκους αυγών
2 φακελάκια βανίλια
2 κουταλάκια μπέικιν - πάουντερ
3 κουταλιές κονιάκ
250 γρ. αμύγδαλα καβουρντισμένα και χοντροαλεσμένα
1 κιλό αλεύρι μαλακό
μισό κιλό ζάχαρη άχνη
ανθόνερο


Χτυπάτε το βούτυρο με τη ζάχαρη μέχρι ν' ασπρίσει και συνεχίζετε με τους κρόκους, τη βανίλια, το μπέικιν - πάουντερ διαλυμένο στο κονιάκ, τα αμύγδαλα και προσθέτετε σιγά - σιγά το αλεύρι.

Ζυμώνετε αρκετή ώρα ώστε η ζύμη για τους κουραμπιεδες να γίνει μαλακή για να πλάθεται εύκολα.

Πλάθετε τους κουραμπιέδες και τους βάζετε σε βουτυρωμένο ταψί. Τους ψήνετε σε μέτριο φούρνο για 20' περίπου.

Μόλις τους βγάλετε, τους πασπαλίζετε με το ανθόνερο και την άχνη ζάχαρη.

Όταν κρυώσουν, τοποθετείτε τους κουραμπιεδες στην πιατέλα και τους πασπαλίζετε ακόμα μία φορά με ζάχαρη άχνη.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Κάποτε ο κόσμος γιόρταζε Χριστούγεννα!

Κάποτε! Τότε που είχε η ζωή σκοπό, και νόημα ο αγώνας.
Τότε που οι Χριστιανοί λαχταρούσαν τα Χριστούγεννα, ετοιμάζονταν για τα Χριστούγεννα: Νήστευαν τη Σαρακοστή, προσεύχονταν, εξομολογούνταν, πρόσμεναν…
Τότε που η δασκάλα, ο δάσκαλος κρεμούσαν απ᾿ τα χείλη τους τα μάτια των παιδιών και στάλαζαν μες στην ψυχή το όνειρο: Να ᾿μουν κι εγώ εκεί· να ᾿μουν εκεί, στη Βηθλεέμ, στο στάβλο· «να ᾿μουν του στάβλου ενʼ άχυρο…»!
Τότε που τα παιδιά ήταν παιδιά και μελωδούσαν με τους βοσκούς τα κάλαντα μες στη νυχτιά και περπατούσαν δρόμους και στενά πάνω στων Μάγων τ᾿ άλογα.
Τότε που μάζευ᾿ η γιορτή τα πλοία στην Πατρίδα απ᾿ τους λωτούς της ξενιτιάς κι έφερνε σπίτι τον πατέρα, στη μαύρη μάνα το παιδί, τον άντρα στη γυναίκα.

Κάποτε… τότε… γιόρταζαν Χριστούγεννα.
Έπειτα ήρθε λίβας δυτικός, το εμπόριο, και τα ᾿καψε· έκανε στάχτη τη γιορτή, τα όνειρα κουρέλι. Έδιωξε από τη Φάτνη τον Χριστό κι έβαλε τον χρυσό στη θέση του. Τα δώρα, τα ψώνια, τα ταξίδια σε άλλους τόπους μακρινούς έγιναν της γιορτής ο μόνος κι άχαρος σκοπός. Έγινε η γιορτή απόδραση, λες σαν φυλακισμένων, προς τα βουνά, στα χιόνια, σ᾿ άλλους λαούς και τόπους. Στούς πέντε ανέμους σκόρπισε η Φάτνη της Βηθλεέμ, κι η φαμελιά κατάντησε «το σπίτι των ανέμων».
Τώρα η ιστορία αυτή φτάνει στο τέλος της. Μετά την ύπουλη υπονόμευσή της τόσων δεκαετιών, η εορτή δέχεται πιά το χτύπημα κατάστηθα: Η δυτική δαιμονολατρία, την ώρα που το αντίπαλο παρανοικό σύστημα αντικαθιστούσε τα Χριστούγεννα με τα Σταλινούγεννα, μετέτρεψε τη Γέννηση του Χριστού σε γέννηση του οποιουδήποτε· τα “Christmas” (=­Χριστούγεννα) σε “Χmas” (=γέννηση του «Χ»), ­τα­­χα χάριν συντομογραφίας.

Σήμερα δε η βρυκολακιασμένη Ευρώπη, δήθεν για να μην ενοχλούνται οι αλλόθρησκοι, απαγορεύει ήδη σε μια μετά την άλλη τις μεγάλες πόλεις της εορταστικό διάκοσμο που να υπενθυμίζει τη ­Γέννηση του Χριστού. Φώτα μόνο, χωρίς το Α­­­­­­στρο των Μάγων, χωρίς Φάτνη, αγ­­γέλους και βοσκούς.
Εορτάζει τα γενέ­θλια ο­­­λων και καταργεί σταδιακά τη Γέννηση του Σωτήρος. Καθιερώνει παγ­κόσμιες ημέρες για τα πιο γελοία πρα­γματα: υ­­­πνου, χορού, κέικ, ­μπύρας, γέλιου, ο­­­μοφυλοφοβίας, αριστερόχειρων κ.τ.λ., σβήνει δε τη μόνη άξια τιμής ημέρα του Χριστού.
Θαρρεί κανείς πως ακούει από τα βάθη των αιώνων τη μανιακή κραυγή των αφρόνων: «δεύτε και καταπαύσωμεν πάσας τας εορτάς του Θεού από της γης» (Ψαλ. ογ΄ [73] 8).
Εκ πρώτης όψεως αυτή η εξέλιξη φαν­τάζει αρνητική. Καί αναμφιβόλως είναι θλιβερή, αφού ο κόσμος μας χάνει και το ελάχιστο χριστουγεννιάτικο χρώμα που του είχε απομείνει. Γεγο­νος που δεν μπορεί παρά να προκαλεί πόνο και θλίψη.
Στην πραγματικότητα όμως η ­ραγδαί­­ως εξελισσόμενη αυτή ­αρνητική α­­­­τμο­­σφαιρα αποτελεί το ­καταλληλότερο περιβάλλον για να ανακαλύψουμε τα αληθινά Χριστούγεννα. Είναι ­πλεο­νε­κτημα και προνόμιο να ζεί ­κανείς σ’ αυ­τη τη δραματική καμπή της ιστο­ρι­ας.
Πλεονέκτημα και προνόμιο, διότι ­δυ­σ­­κολότερα σ᾿ αυτές τις συνθήκες θα 
α­­­ποπροσανατολισθούμε, και φυσικότερα θα κινηθούμε στο βάθος και την ουσία της Εορτής. Ευκολότερα πλέον θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τον επιδερμικό εορτασμό των φωταψιών και των εδεσμάτων, και θα αναζητήσουμε το αληθινό «φως το της γνώσεως» που ανατέλλει από το Σπήλαιο της Βηθλεέμ· θα ποθήσουμε την «τροφήν του παντός κόσμου», τον εν­ανθρωπήσαντα Θεό.
Η πρόκληση ειδικά εφέτος, μετά τις τόσες δραματικές εξελίξεις στην Πατρίδα μας με την ψήφιση αντιχριστιανικών νόμων, είναι μεγάλη. Πρόκληση να ζήσουμε αληθινά Χριστούγεννα. Το στάδιο είναι μπροστά μας ανοιχτό με την τεσσαρακονθήμερη νηστεία. πηγη
Σε πείσμα των αντίθεων δυνάμεων, να ζήσουμε ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Τα «Νικολοβάρβαρα» τού Δεκεμβρίου καί τών Χριστουγέννων.

Μεγάλες γιορτές του Δεκέμβρη, στο έμπα του χειμώνα. Και τρεις απ’ αυτές τις γιορτές, η μία μετά την άλλη, πού 'ρχονται με τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, ο λαός μας τις λέει μ' ένα όνομα: "Νικολοβάρβαρα".   Ν’κουλουβάρβαρα κατά το τοπικό μας.
Πλήθος οι δοξασίες, οι παροιμίες και τα έθιμα του λαού μας, που έχουν σχέση μ’ αυτές. Συνήθως τότε έπιαναν τα πρώτα δυνατά κρύα οι πρώτες παγωνιές και χιονοπτώσεις κι έτσι ήτανε σημαδιακές για τον άνθρωπο της υπαίθρου, τον άνθρωπο που πάλευε καθημερινά με τα στοιχεία της φύσης, που ζούσε στο πετσί του τις αλλαγές του κλίματος και τον εποχών. οι γιορτές αυτές είναι τόσο συνδεδεμένες με τον ερχομό της βαρυχειμωνιάς, που ο λαός μας έλεγε σαν παροιμία:
"Απ'τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει κι ο χειμώνας"
Η αγία Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου) θεωρείται προστάτης των παιδιών από την ευλογιά και τις άλλες εξανθηματικές αρρώστιες. Σε ορισμένα μέρη συνήθιζαν την ημέρα της γιορτής της, καθώς και σε περίοδο επιδημίας, να κάνουν μελόπιτες και να τις μοιράζουν στα σπίτια ή να τις αφήνουν σε σταυροδρόμια, ώστε αν έρθει η αρρώστια να είναι γλυκιά, ήπιας μορφής. Η συνήθεια αυτή θυμίζει ανάλογες αρχαίες προσφορές προς την Εκάτη.
5 Δεκεμβρίου, γιορτάζουμε τονΆγιο Σάββα, τον Άγιο Σάββα που "σαβανώνει" καθώς λέει το όνομά του: Η Αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Άη-Σάββας σαβανώνει κι ο Άη-Νικόλας παραχώνει. Η παροιμία βέβαια αναφέρεται στο χιονιά, κατά μία άλλη όμως εκδοχή ο Άη Σάββας σαβανώνει τους νεκρούς και τους ετοιμάζει για τον κάτω κόσμο, ενώ, από την άλλη, προσπαθεί να απομακρύνει το θάνατο από τους ζωντανούς, ως άγιος προστάτης και θεραπευτής. Αυτή τη μέρα σε μερικές περιοχές, συνηθίζουν να φτιάχνουν φάβα στη μνήμη του, κι όπως λέει μια λαϊκή παροιμία: Του Άη-Σάββα, τρώνε φάβα.
Ο άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου) είναι ο κύριος του υγρού στοιχείου και ο προστάτης των θαλασσινών, οι οποίοι με πολλούς τρόπους εκδηλώνουν την ευγνωμοσύνη τους σ' αυτόν. Στις λαϊκές παραδόσεις ο άγιος περιγράφεται με ρούχα βρεγμένα από αρμύρα, γένια που στάζουν θάλασσα και μέτωπο ιδρωμένο από την προσπάθεια του να τρέξει παντού, όπου κινδυνεύει πλεούμενο.
Κι αργότερα, ο άγιος Ελευθέριος (15 Δεκεμβρίου) τιμάται με αργία από τις έγκυες γυναίκες, για να τους χαρίζει «καλή λευτεριά». Για τον ίδιο λόγο τον τιμούσαν και οι μαμές, οι οποίες μάλιστα, πηγαίνοντας στις ετοιμόγεννες, κρατούσαν για βοήθεια ένα εικονισματάκι του αγίου. Ο άγιος Μόδεστος, τέλος, που τ' όνομά του θυμίζει το μόδι (μονάδα μέτρου για τα δημητριακά παλαιότερα), θεωρείται προστάτης των βοδιών και των άλλων ζώων και οι γεωργοί τον τιμούσαν εκείνα τα χρόνια με αργία και διάφορες εκδηλώσεις (λειτουργίες κτλ.) την ημέρα της γιορτής του (16 ή 18 Δεκεμβρίου δεν είμαι σίγουρος). Η αργία τους επέτρεπε να περιποιηθούν με μεγαλύτερη φροντίδα τα ζώα τους, που κουράστηκαν τον προηγούμενο καιρό της σποράς.
Με τις γιορτές αυτές και προπαντός με το Δωδεκάμερο που έρχεται κατόπιν, (Χριστούγεννα μέχρι Φώτα) χαλαρώνει ο έντονος ρυθμός της καθημερινής ζωής της υπαίθρου, παίρνοντας ένα χαρούμενο και αισιόδοξο τόνο. Παλαιότερα οι μέρες αυτές, με τις παραδοσιακές αργίες και την όλη εθιμοτυπία τους, έδιναν την ευκαιρία σ' όλους για διασκέδαση και κοινωνική επαφή.  Σήμερα οι γιορτές, με τις σύγχρονες πια συνήθειες - και τις επίσημες πια αργίες – έχουν κι ένα άλλο καλό. Δίνουν την ευκαιρία στους κατοίκους των πόλεων να ξεφύγουν λίγο απ’ τη ρουτίνα, και να βρεθούν πολλοί λόγω και της κρίσεως της οικονομικής στα χωριά τους, και στα πατρικά τους σπίτια κοντά στη φύση και να συνδεθούν νοσταλγικά με το παρελθόν.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικα έθιμα. Tο αναμμένο πουρνάρι. Οι κλαδαριές

Tο αναμμένο πουρνάρι

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.

Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους – είναι μεγάλη πολιτεία τα Γιάννενα – αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.


 


Οι κλαδαριές  
Οι κλαδαριές στην περιοχή του Βοΐου εντάσσονται στα έθιμα του δωδεκαημέρου, όπως αποκαλείται το διάστημα από τα Χριστούγεννα και μετά. Η προετοιμασία για το έθιμο όμως, ξεκινά ήδη από τον Οκτώβριο. Συγκεκριμένα, την επόμενη του Αγίου Δημητρίου, στις 27 Οκτωβρίου, τα παιδιά και οι έφηβοι τρέχουν στα χωράφια και τις βουνοπλαγιές και μαζεύουν κλαδιά και ξερά χόρτα για την κλαδαριά. Ψάχνουν κυρίως κλαδιά κέδρου που έχουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Τα κλαδιά αποθηκεύονται σε μέρος ξηρό και παραμένουν εκεί για να ξεραθούν εντελώς και να μην έχουν υγρασία.
  Στις 23 Δεκεμβρίου, η ετοιμασία ξεκινά ήδη από το μεσημέρι. Τα κλαδιά στοιβάζονται στον ανοιχτό χώρο όπου θα τελεστεί το έθιμο και δημιουργούν ένα τεράστιο σωρό. Τότε, οι κάτοικοι πιάνουν το χορό γύρω από την πυρά. Σε κάποια μέρη περιφέρονται γύρω από την πυρά και οι κωδωνοφόροι, άνδρες που κρεμούν κουδούνια και δίνουν στην όλη τελετή ένα χαρακτήρα αρχαιοελληνικού διονυσιακού δρώμενου.
 

Το άρωμα των κέδρων και η όλη ατμόσφαιρα δημιουργούν πράγματι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Σε κάποια μέρη του Βοΐου, η κλαδαριά ανάβει τις Απόκριες και συγκεκριμένα, την Κυριακή της Τυρινής



Στην Φλώρινα, οι κάτοικοι υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας μεγάλες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα, που συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Φωτιές ανάβουν επίσης και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.

πηγη 



 

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Το ζύμωμα του Χριστόψωμου

 
 Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αναφέρεται στο ζύμωμα του χριστόψωμου.
 Η συνήθεια αυτή είναι πολύ ριζωμένη στους αγρότες και τους τσοπάνηδες. Απλές και ταπεινές νοικοκυρές κάνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια. Θεωρείται το έργο αυτό θείο, είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό.
Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές το Χριστόψωμο κι έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: "το ψωμί του Χριστού", "Σταυροί", "βλάχες" κ.ά."
Την παραμονή των Χριστουγέννων "παντρεύουν", σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τη φωτιά. Παίρνουν ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, ας πούμε πλάτανος και ο νοικοκύρης λέγει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό της νοικοκυράς".
Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. "Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους".
Στη Λήμνο την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σφάζουν γουρουνόπουλα και το βράδυ της ίδιας μέρας χορεύουν.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Οι καλικάντζαροι - ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Τα καρκατζόλια στα χωριά της Έξω Μάνης
«Τις λιγοστές ώρες που μέναμε το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε για τα καρκατζόλια (καλλικαντζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα δαιμονικά. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους, γιορτές μέρες που έρχονταν, μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα μένει στη θέση της.»
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)

Τα Τσιλικρωτά (Δυτική Μάνη)
Και στη Μάνη ακούγονται δοξασίες για τα δαιμονικά και άλλα υπερφυσικά όντα, που βγαίνουν τα δωδεκαήμερα από του Χριστού ως τα Φώτα. Πρόκειται για τους Καλικάντζαρους. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι οι Καλικάντζαροι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα ή των Σατύρων, που πηδήσανε από την μυθολογία στη χριστιανική ζωή. Ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικ. Γ. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του αναφέρεται σε

Λυκοκατζαραίους, Σκαλικαντζέρια, Καρκαντζέλια, Κωλοβελώνηδες, Πλανηταρούδια, Κάηδες, Παγανά. Στην περιοχή της Αντρούβιτσας (Δ. Μάνη) ονομάζουν τους Καλικάντζαρους Τσιλικρωτά. Ο Πασαγιάννης στο ομώνυμο χριστουγεννιάτικο διήγημά του αναφέρεται με ένα χαριτωμένο τρόπο σε θρύλους για τα ξωτικά αυτά.

Τους Καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις τηγανίδες, ο λαός τους έχει πλάσει ψηλούς, μαυριδερούς, ισχνούς, άσχημους με κόκκινα άγρια μάτια και τριχωτό όλο το σώμα.
Θεωρούνται «μαγαρισμένοι» και σιχαμεροί, κάνουν ζημιές όπως: σβήνουν τη φωτιά, μαγαρίζουν τα εδέσματα, παρενοχλούν τους ανθρώπους, κυρίως τα παιδιά και τις γριές και χοροπηδάνε στους δρόμους. Τρώνε βατράχους, χελώνες, φίδια, σκουλήκια κ.ά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξολοθρεύσουν τις βλαπτικές τους ενέργειες με εξορκισμούς ή προσφορά γλυκισμάτων, τηγανίδων κ.τ.λ. Ο μεγάλος τους φόβος είναι ο αγιασμός.

Στη Μάνη ακούγονται και στην εποχή μας κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους Καλικάντζαρους:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Φοβούνται τον αγιασμό, γιατί, όποιος βραχεί με αγιασμένο νερό, αφανίζεται. Όταν βλέπουν τον παπά που αγιάζει, τρέχουν φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
τι έφτασε ο σκυλόπαπας
με την αγιαστούρα του
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)


Τα καρακατζόλια (Κρήτη)
Η κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα τω Χριστουγέννω (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σεβασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά –αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
(Από το περιοδικό του Ρεθύμνου «Πολιτεία»)

  πηγη


Γι' αυτό, άλλοι με πριόνια και τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, βάζουν όλη τους τη δύναμη, να κόψουν τους στύλους, που πάνω σ' αυτούς στηρίζεται η Γη, για να την κάνουνε να βουλιάξει. Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο. Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιατί οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά.. Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα". Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' έν τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας: - Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα. Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους "που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς" και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το "φυσερό" εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι. Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο. Πολλοί από σας θα 'χετε ακούσει το παραμύθι για 'κείνα τα μικρούτσικα πλάσματα, τα μαύρα σαν κατράμι, που τις μέρες του Δωδεκαήμερου κάνουν λογιώ λογιώ τρέλες. Μα ποια είναι αυτά τα πλάσματα που αναγκάζουν όσους βρουν έξω από τα σπίτια τους να χορέψουν μαζί του, εμποδίζουν τα ζώα να περπατήσουν, λερώνουν τα τρόφιμα των νοικοκύρηδων, κλέβουν γλυκά; Ποια είναι; Κι από που ξεφύτρωσαν; Ναι! Ναι! ξεφύτρωσαν... Γιατί βγήκαν από τα βάθη της γης... Είναι τα καλικαντζαράκια... Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα... Τότε αφήνουν κάτω τα πριόνια και τα τσεκούρια κι αποφασίζουν ν' ανέβουν στη γη να γλεντήσουν λιγάκι, πειράζοντας τους ανθρώπους... Βράδυ, 24 Δεκεμβρίου, και να τους... Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του 'Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν. Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροίσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά... Οι άνθρωποι φαντάζονταν τους καλικάντζαρους αλλού σαν σκυλιά, αλλού σαν γάτες, αλλού σαν ανθρώπους μαλλιαρούς, αλλού σαν στραβοπόδαρους ή στραβομούτσουνους με καμπούρες, όλους, βέβαια, μαύρους σαν κατράμι και με ουρά όμοια με τους διαβόλου

Make Money at : http://bit.ly/copy_win
Γι' αυτό, άλλοι με πριόνια και τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, βάζουν όλη τους τη δύναμη, να κόψουν τους στύλους, που πάνω σ' αυτούς στηρίζεται η Γη, για να την κάνουνε να βουλιάξει. Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο. Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιατί οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά.. Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα". Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' έν τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας: - Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα. Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους "που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς" και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το "φυσερό" εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι. Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο. Πολλοί από σας θα 'χετε ακούσει το παραμύθι για 'κείνα τα μικρούτσικα πλάσματα, τα μαύρα σαν κατράμι, που τις μέρες του Δωδεκαήμερου κάνουν λογιώ λογιώ τρέλες. Μα ποια είναι αυτά τα πλάσματα που αναγκάζουν όσους βρουν έξω από τα σπίτια τους να χορέψουν μαζί του, εμποδίζουν τα ζώα να περπατήσουν, λερώνουν τα τρόφιμα των νοικοκύρηδων, κλέβουν γλυκά; Ποια είναι; Κι από που ξεφύτρωσαν; Ναι! Ναι! ξεφύτρωσαν... Γιατί βγήκαν από τα βάθη της γης... Είναι τα καλικαντζαράκια... Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα... Τότε αφήνουν κάτω τα πριόνια και τα τσεκούρια κι αποφασίζουν ν' ανέβουν στη γη να γλεντήσουν λιγάκι, πειράζοντας τους ανθρώπους... Βράδυ, 24 Δεκεμβρίου, και να τους... Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του 'Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν. Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροίσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά... Οι άνθρωποι φαντάζονταν τους καλικάντζαρους αλλού σαν σκυλιά, αλλού σαν γάτες, αλλού σαν ανθρώπους μαλλιαρούς, αλλού σαν στραβοπόδαρους ή στραβομούτσουνους με καμπούρες, όλους, βέβαια, μαύρους σαν κατράμι και με ουρά όμοια με τους διαβόλου

Make Money at : http://bit.ly/copy_win

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

"Οι δώδεκα μήνες" Ένα διδακτικό παραμύθι.

 Το παραμύθι της γιαγιάς μου.."Οι δώδεκα μήνες"
Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο αδερφές. Η Βαγγελιώ και η Τασία. Δεν είχαν οικογένεια καμία από τις δύο ζώντας μόνες τους και τα 60 χρόνια της ζωής τους.

Μία μέρα η Βαγγελιώ πηγαίνει στο δάσος να μαζέψει ξύλα. Καθώς ήταν μέσα στο δάσος και μάζευε ξύλα, εμφανίστηκε ένα παλικάρι που της είπε:

-Γιαγιά έλα στο σπίτι μου  που μένω με τα έντεκα αδέρφια μου, να σου δώσουμε εμείς ξύλα.

-Εντάξει, είπε η Βαγγελιώ.

Τα δώδεκα αυτά αδέρφια ήταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου.

Μόλις φτάσανε στο σπίτι άρχισαν οι ερωτήσεις.

-Γιαγιά ποίος μήνας σου αρέσει πιο πολύ;

-Όλοι καλοί είναι παιδί μου.


-Και ο Δεκέμβριος που έχει παγωνιά;

-Ναι, γιατί παρόλο που μου πονάνε τα κόκαλα μου, σαν τότε γεννήθηκε ο Χριστούλης.

-Σ’ αρέσει και ο Σεπτέμβριος;

-Ναι, βέβαια γιατί μαζεύουμε τα σταφύλια και έχει δουλειά όλο το χωριό.

-Ο Μάιος σ’ αρέσει;

-Ναι, γιατί ανθίζουν όλα τα λουλούδια και ομορφαίνει όλος ο κόσμος.



Πάει ο ένα μήνας και γεμίζει με χρυσές λίρες το τσουβάλι και φεύγει από το σπίτι αφού χαιρετήθηκαν, νομίζοντας πως κουβαλάει ένα τσουβάλι με ξύλα.


Μόλις έφτασε στο σπίτι ανοίγοντας το τσουβάλι η αδερφή της η Τασία έσκασε από την ζήλια, ρώτησε που ήταν περίπου το σπίτι και ξεκίνησε για το δάσος.


Μόλις έφτασε κοντά στο σπίτι επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία. Την πλησίασε ο νεαρός μήνας και της είπε να την βοηθήσει με τα ξύλα.


Μόλις φτάσανε στο σπίτι ξανάρχισαν οι ερωτήσεις.

-Γιαγιά ποίος μήνας σου αρέσει πιο πολύ;

-Κανένας παιδί μου, όλοι κακοί και ανάποδοι είναι.

-Ο Μάιος δεν σ’ αρέσει γιαγιά;

-Όχι γιατί ανθίζουν τα λουλούδια και με πιάνουν οι αλλεργίες μου.

-Σ’ αρέσει ο Σεπτέμβριος;

-Να πω την αλήθεια μπορεί να βγάζουμε λεφτά από τον τρύγο αλλά σιχαίνομαι που μου κόβονται τα χέρια και να μου πονάει η μέση.

-Και ο Δεκέμβριος;

-Και βέβαια όχι, γιατί με το κρύο του, εκτός ότι μου πονούν τα κόκαλα καίει και όλα τα λαχανικά με την παγωνιά του.

Άντε παλικάρι μου, δώσε μου ότι είναι να μου δώσεις να πάω στην ευχή της Παναγίας.

Πάει λοιπόν ο μήνας και γεμίζει το τσουβάλι με φίδια και της λέει:

Θα πας στο σπίτι και θα ανοίξεις το τσουβάλι μόνο όταν σιγουρευτείς πως δεν είναι κανείς στο σπίτι, πως έχεις κλείσει όλα τα παράθυρα και οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Έτσι και έγινε πήγε στο σπίτι και ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες και μόλις άνοιξε το τσουβάλι βγήκαν τα φίδια και την έφαγαν ζωντανή!

Το παραμύθι αυπό ήταν από τα αγαπημένα μου και μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν 7 χρονών. Την έβαζα κάθε βράδυ να μου το λέει μαζί με κάποια άλλα, όταν πήγαινα στο χωριό μου τα καλοκαίρια. Το χωριό λέγεται Αγναντιά και βρίσκεται έξω από την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας.

Το νόημα και το μήνυμα αυτού του παραμυθιού είναι ξεκάθαρο και πρέπει να προσπαθούμε να το εφαρμόζουμε κάθε μέρα στην ζωή μας.

Πρέπει δηλαδή παρόλες τις δυσκολίες που συναντάμε να βλέπουμε το ποτήρι της ζωής πάντα μισογεμάτο.Εάν όμως συνέχεια γκρινιάζουμε και έχουμε αρνητική στάση απέναντι στη ζωή θα πρέπει να αναλάβουμε και την ευθύνη της δημιουργίας της ‘‘κόλασης’’ μας.

Το μόνο σίγουρο είναι πως O,TIΔΩΣΕΙΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ.

                                   
ΘΑΝΑΣΗΣ Δ. μέλος της Κοινότητας.
glitter-graphics.com

ΠΗΓΗ

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Η Σύναξις των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων



 Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.
 Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι - Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες - Αρχές, Αρχάγγελοι, Αγγελοι.
Γιατί οι άγγελοι γιορτάζουν 8 Νοεμβρίου;

Κατά τον άγιο Δημήριο του Ρωστώφ, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τοποθετήσει τη "σύναξη" των αγίων αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και όλων των "επουράνιων δυνάμεων" στις 8 Νοεμβρίου, για τον εξής λόγο:
Κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, πρώτος μήνας του χρόνου ήταν ο Μάρτιος και ο Νοέμβριος ήταν ένατος (το λέει και τ' όνομά του, "ένατος" στα λατινικά). Επειδή οι άγγελοι διακρίνονται σε εννέα "τάγματα", η γιορτή τους τοποθετήθηκε τον ένατο μήνα.
Επειδή εξάλλου οι άγγελοι (όπως φαίνεται π.χ. στο Ματθ. 25, 31, και σε όλη την έκταση της Αποκάλυψης) θα συνοδεύσουν τον Ιησού Χριστό κατά τη δευτέρα παρουσία Του και θα συνεργαστούν ποικιλότροπα στην υπόθεση της σωτηρίας των ανθρώπων κατά την ανατολή της αιώνιας ημέρας, της "Όγδοης Ημέρας της Δημιουργίας", η γιορτή τους τοποθετήθηκε την όγδοη ημέρα του ένατου μήνα.
Τέλος, την ίδια μέρα, 8 Νοεμβρίου, γιορτάζεται και το όνομα Σταμάτης (αν και υπάρχει άγιος Σταμάτιος), σε ανάμνηση της παρέμβασης του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που "σταμάτησε" την αποστασία των αγγέλων προς τον Εωσφόρο φωνάζοντας "στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού" (ας σταθούμε σωστά, με συστολή απέναντι στο Θεό), ερχόμενος "εν τω μέσω του ουρανού".
Η γιορτή των αγγέλων δεν είναι "μνήμη", αφού δεν υπάρχει ημέρα κοίμησης στους αγγέλους, αλλά μόνο "σύναξη", δηλ. συγκέντρωση των χριστιανών για να τους τιμήσουν. Άλλες γιορτές των αγγέλων είναι η Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στις 26 Μαρτίου (μια μέρα μετά τον Ευαγγελισμό, δηλ. την επίσκεψή του στην Παναγία), και το θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Κολοσσές της Φρυγίας (6 Σεπτεμβρίου). Επίσης η Δευτέρα κάθε εβδομάδας είναι αφιερωμένη στους αγγέλους (λόγω της δευτέρας παρουσίας;). (*)
(*) Κάθε μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή γεγονότα: η Δευτέρα στους αγγέλους, η Τρίτη στον άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο, η Τετάρτη στην Παναγία, η Πέμπτη στους Αποστόλους & στον άγ. Νικόλαο, η Παρασκευή στο Σταυρό του Χριστού, το Σάββατο στους νεκρούς και η Κυριακή, φυσικά, στην Ανάσταση του Χριστού. πηγή


Γιατί γιορτάζει ο Σταμάτης και η Σταματίνα των Αρχαγγέλων;
Ο Θεός, όταν δημιούργησε τους Αγγέλους, τους έδωσε να έχουν την απόλυτη ελευθέρα γνώμη. Έπρεπε όμως να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι της τιμής με την οποία τους κόσμησε. Γι’ αυτό δοκιμάστηκε η πίστη τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Εωσφόρος, που ήταν ο πρώτος όλων των αγγελικών Ταγμάτων, αυτός που ήταν ο ωραιότερος, δυνατότερος και λαμπρότερος, υπερηφανεύθηκε και πίστεψε ότι μπορεί να αντικαταστήσει τον Θεό και να στήσει τον θρόνου του υπεράνω του Θεού. Αυτό ήταν το αμάρτημά του. Υπερηφανεύθηκε! Επαναστάτησε εναντίον του Θεού και μαζί του παρέσυρε μεγάλο αριθμό αγγέλων, που με την πτώση τους μετατράπηκαν από φωτεινούς αγγέλους σε σκοτεινούς και από αγίους σε πονηρούς. Όταν έπεσαν οι πονηροί άγγελοι, που ονομάζονται δαίμονες, συγκεντρώθηκαν όλα τα επουράνια Τάγματα και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στάθηκε στο κέντρο και αναφώνησε: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού» και αμέσως οι άγιοι Άγγελοι στάθηκαν πιστοί προς τον Θεό και δεν ακολούθησαν την πονηρά σκέψη του Εωσφόρου. Έτσι επειδή με αυτή του την κραυγή, ο αρχάγγελος Μιχαήλ επανέφερε στην τάξη στα τάγματα των αγγέλων και σταμάτησε την κάθοδο και την πτώση τους, γι αυτό προς τιμήν αυτού του «σταματήματος» που επιτελέστηκε με τη φράση «στώμεν καλώς» προήλθε και το όνομα «Σταμάτης» και το όνομα «Σταματίνα».
Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, η φράση «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου» χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία ακριβώς πριν την Αγία Αναφορά ώστε να αφυπνίσει τους πιστούς χριστιανούς και να σταθούν μετά φόβου (δηλαδή με σεβασμό) και με καλή συμπεριφορά μέσα στη Θεία Λειτουργία.πηγή

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.
      

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα. 
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.

 Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
       Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.
      
κεραμικός μαστραπάς
Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
       Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ένα παραμύθι γιά μικρούς καί μεγάλους.

Το γιασεμί, η ροδιά και η χαρουπιά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του και είχαν ένα κοριτσάκι πολύ όμορφο και καλόκαρδο. Ζούσανε καλά μέχρι που ήρθε μια εποχή και η γυναίκα πέθανε. Ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα έκανε κι αυτή μια κόρη που ήταν όμως κακιά, ζηλιάρα, είχε χίλια δυο κουσούρια. Ζήλευε τη μεγάλη και ήθελε να τη διώξει από το σπίτι. Σκέφτηκε τότε η βασίλισσα και φωνάζει το καλό κορίτσι και του λέει:
— Θα πας στο δάσος, να φέρεις το σάτσι* της δρακόντισσας για να κάνουμε πίτες. Σκεφτόταν έτσι πως το κορίτσι δε θα έβρισκε το δρόμο να γυρίσει πίσω και θα το έτρωγαν τα άγρια θηρία.

Η κοπέλα όμως ήταν καλός άνθρωπος, έκαμε το σταυρό της και πήρε το δρόμο για το δάσος. Εκεί συναντά ένα γιασεμί.
— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω; της λέει το γιασεμί.
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν, αποκρίθηκε το κορίτσι.
Ρίχνει τρεις κουβάδες νερό στο γιασεμί κι εκείνο της ευχήθηκε:
— Όπως μοσχομυρίζουν τα γιασεμάκια μου, έτσι να μοσχομυρίζεις κι εσύ.
Πάει παραπέρα και συναντά μια ροδιά και της λέει η ροδιά:

— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω;
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν, είπε το κορίτσι.
Της ρίχνει λοιπόν τρεις κουβάδες νερό.
— Όπως είναι τα ρόδια μου κόκκινα, έτσι κόκκινα να γίνουν τα μαγουλάκια σου, της ευχήθηκε η ροδιά.
Πάει παραπέρα, βρίσκει μια χαρουπιά, της λέει η χαρουπιά:
— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω;
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν.
Ρίχνει νερό και στη χαρουπιά κι αυτή της λέει:
— Όπως είναι τα χαρουπάκια μου μαύρα, έτσι μαύρα να γίνουν και τα ματάκια σου, τα φρυδάκια σου και τα τσίνορά* σου.
Φεύγει η κοπέλα, φτάνει στο σπίτι της δρακόντισσας και χτυπάει την πόρτα. Βγαίνει η δρακόντισσα και τη ρωτάει:

— Τι θέλεις;
— Με έστειλε η βασίλισσα να μου δώσεις το σάτσι σου, να κάνουμε πίτες.
— Εντάξει, λέει η δρακόντισσα, αλλά πρώτα έχω κι εγώ μια απαίτηση, να μου σιάξεις το σπίτι, να το ασπρίσεις, να το συγυρίσεις και μετά να ζυμώσεις.
— Εντάξει, της λέει η κοπέλα.
Ζυμώνει, μαγειρεύει, φτιάχνει το σπίτι, το έκαμε να αστράφτει. Η δρακόντισσα ευχαριστήθηκε. Παίρνει λοιπόν την κοπέλα, την πάει σ' ένα ξεροπήγαδο και της λέει:
— Κατέβα κάτω.
Κατεβαίνει εκείνη και η δρακόντισσα λέει στο ξεροπήγαδο:
— Πηγάδι, πηγαδάκι μου, ό,τι χρυσό, ό,τι ωραίο έχεις μέσα, να της το φορέσεις.
Βγαίνει η βασιλοπούλα ντυμένη στα χρυσά, κούκλα. Έπειτα παίρνει το σάτσι, χαιρετά τη δρακόντισσα και φεύγει. Στο δρόμο δίψασε. Βρίσκει μια λιμνούλα, σκύβει να πιει και κατά λάθος τής φεύγει το ένα παντοφλάκι και πέφτει στη λιμνούλα. Προσπάθησε να το πιάσει, όμως δεν τα κατάφερε. Φεύγει λοιπόν και πάει στο σπίτι. Όταν έφτασε, η αδελφή της ζήλεψε πολύ και είπε:
— Κοίτα πώς ήρθε, στα χρυσά ντυμένη!
Της λέει η μάνα της:
— Μη στενοχωριέσαι, θα κάνω τις πίτες και θα σε στείλω στη δρακόντισσα, να της πας το σάτσι και να την ευχαριστήσεις.
Πράγματι την έντυσε, πήρε το σάτσι και πάει. Στο δρόμο συναντά κι αυτή το γιασεμί που της είπε:
— Κόρη μου, ρίξε μου έναν κουβά νερό που διψάω.
— Τι λες καλέ, υπηρέτριά σου είμαι; λέει εκείνη.
Τότε της λέει το γιασεμάκι:
— Καλά, όσο άσχημη είσαι, άλλο τόσο άσχημη να γίνεις.
Φεύγει από εκεί και πάει στη ροδιά.
— Κόρη μου, της λέει η ροδιά, ρίξε μου έναν κουβά νερό, που διψάω.
— Όχι, δεν είμαι υπηρέτριά σου, της απαντά εκείνη.
Τότε της λέει η ροδιά:
— Όπως είναι κόκκινα τα ροδάκια μου, εσύ να γίνεις κίτρινη.
Φεύγει από εκεί, πάει στη χαρουπιά:
— Κόρη μου, της λέει η χαρουπιά, θα μου ρίξεις λίγο νερό, που διψάω;
— Δεν είμαι υπηρέτριά σου, να σου ρίξω νερό.
Τότε η χαρουπιά τής λέει:
— Όπως είναι τα χαρουπάκια μου καμπούρικα, να γίνεις κι εσύ καμπούρα.
Πάει στη δρακόντισσα.
— Ορίστε, της λέει, μου είπε η μαμά μου να σας φέρω το σάτσι σας.
— Θα το πάρω, αλλά πρώτα θα μου συγυρίσεις το σπίτι.
— Όχι, λέει εκείνη, εγώ δεν έρχομαι να κάνω τέτοιες δουλειές.
— Ωραία, της λέει η δρακόντισσα, έλα τότε στο πηγαδάκι.
Και λέει στο πηγαδάκι:
— Πηγάδι, πηγαδάκι μου, ό,τι κοπριές έχεις, λούσε την. Και το πηγαδάκι την έλουσε με αυτά.
Βγαίνει αυτή έξω, φεύγει κακοκαρδισμένη, πάει στη μάνα της και της λέει:
Εικόνα— Κοίταξε να δεις πώς ήρθα. — Μη στενοχωριέσαι, της λέει εκείνη, εγώ θα σε λούσω και θα πάρουμε της αδελφής σου τα ρούχα και θα σ' τα βάλω.
Ας αφήσουμε τώρα τα δυο κορίτσια και ας πάμε στο βασιλόπουλο ενός γειτονικού μέρους. Αυτό είχε βάλει τελάλη ότι ήθελε να παντρευτεί. Μια μέρα πήγε στη λιμνούλα να ποτίσει το άλογό του και αυτό φοβόταν και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πιει νερό. Το βασιλόπουλο κατάλαβε πως κάτι θα 'βλεπε και φοβόταν. Σκύβει και καθώς κοίταξε μέσα, είδε στον πάτο ένα παπούτσι που άστραφτε τόσο πολύ, που η λάμψη του φόβιζε το άλογο. Το τραβάει έξω και βάζει τον τελάλη και λέει:
— Όποιας είναι το παπούτσι, θα της το δώσω και θα την πάρω γυναίκα μου.
Μόλις το άκουσε η μητριά έκλεισε το καλό κορίτσι στο κοφίνι*, πήρε τα χρυσά ρούχα και τα έβαλε στη δική της κόρη. Έφτασε και η σειρά τους να πάει το βασιλόπουλο στο σπίτι τους και του λέει η μητριά:
— Της κόρης μου είναι τα ρούχα και τα παπούτσια, αυτή θα πάρεις γυναίκα.
Δεν του πολυάρεσε του βασιλιά αλλά τι να κάνει; Εκεί που καθόταν πάνω στο κοφίνι, τον τσιμπούσανε. Γιατί το καλό κορίτσι, πριν το κρύψουν στο κοφίνι, είχε πάρει μια βελόνα και με αυτήν κένταγε το βασιλόπουλο.
— Μα, τι έχει εδώ κάτω και με τσιμπάει; ρώτησε το βασιλόπουλο.
— Κλώσα, βασιλόπουλό μου, είναι, του λένε.
Αυτός όμως δε χάνει καιρό και σηκώνει το κοφίνι και από κάτω βγαίνει μια ωραιότατη κοπέλα. Της βάζει το παντόφλι και της ήρθε ίσα ίσα.
— Αυτή είναι η γυναίκα που θα πάρω, λέει το βασιλόπουλο.
Και παντρεύτηκαν και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Λαϊκό παραμύθι των Μικρασιατών Ελλήνων
από την Ν. Αλικαρνασσό της Κρήτης





* μιντέρι: μικρός στενός καναπές
* σάτσι: ανοιχτό, χωρίς βάθος και επίπεδο σαν ταψί αντικείμενο, για ψήσιμο πίτας
* τσίνορα: βλεφαρίδες
* κοφίνι: πλεχτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς
πηγη

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό