Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΣΟΥΡΕΚΙ ...ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ.
Λοιπόν , δέν είναι δύσκολη ή βασιλόπιτα τσουρέκι καί μέ τήν όλη διαδικασία καταλαβαίνουμε καί τίς γιορτές .
Υλικά
1 καί 1/2 αλεύρι δυνατό {αυτό γιά τσουρέκια}
4-5 φακελάκια ξερή μαγιά
1 κούπα χλιαρό νερό
2 καί 1/2 κούπες ζάχαρη
1/2 κουταλάκι γλυκού αλάτι
1 κουταλιά σούπας μαχλέπι
1/2 κουταλιά σούπας κακουλέ
{προτιμούμε τά ολόκληρα καί τά σπάμε στό χαβάνι...όχι τά αλεσμένα γιατί δέν έχουν επαρκές άρωμα καί γεύση}
1/2 κούπα καυτό γάλα
7 αβγά
1 καί 1/2 κούπας βούτυρο.
Εκτέλεση
Τό χλιαρό νερό τό προσθέτουμε στήν μαγιά καί βάζουμε καί αλεύρι νά γίνει μιά υδαρή ζύμη.
Αφήνουμε σκεπασμένη νά διπλασιασθεί.
Ετοιμάζουμε τά υπόλοιπα υλικά. Βάζουμε σέ λεκάνη τήν ζάχαρη τά αβγά ,αλάτι ,μαχλέπι , κακουλέ, ...ανακατεύουμε τά υλικά νά ενωθούν καί προσθέτουμε τό γάλα ενώ συνεχίζουμε νά ανακατεύουμε.
Ρίχνουμε καί τό μίγμα τής μαγιάς καί προσθέτουμε αλεύρι νά γίνει μιά μαλακή αφράτη ζύμη. Δέν χρειάζεται ιδιαίτερο ζύμωμα .
Τώρα ήρθε ή σειρά τού βούτυρου. Τό έχουμε θερμάνει σέ κατσαρολάκι καί παίρνουμε λίγο - λίγο μέ μιά κουτάλα καί ρίχνουμε στό ζυμάρι τό οποίο , εδώ προσοχή, δέν ζυμώνουμε αλλά...διπλώνουμε. Τραβάμε ελαφρά μέρη τής ζύμης τό ένα πάνω στό άλλο γιά νά απορροφήσει τό βούτυρο. Αυτό συνεχίζετε έως νά τελειώσει τό βούτυρο. Όσο περισσότερο τό διπλώνουμε τόσο καλύτερα γιατί τό αποτέλεσμα είναι αυτό τό χαρακτηριστικό πού έχουν τά τσουρέκια...γίνετε κορδονάτο.
Αφήνουμε σκεπασμένη τήν λεκάνη μέ τό ζυμάρι σέ ζεστό μέρος γιά 2 ώρες περίπου , νά διπλασιασθεί. Θερμαίνουμε τόν φούρνο στούς 180 βαθμούς . Τοποθετούμε τήν φουσκωμένη ζύμη σέ ταψί, βάζουμε καί τό φλουρί, καί αφού αφήνουμε γιά 30 λεπτά νά ξαναφουσκώσει λίγο , φουρνίζουμε γιά 40 λεπτά .
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΛΑΒΙΚΑ
και προσκυνούν γονατιστὰ στη φάτνη τους τ᾿ άδολα βόδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα, Χριστὸς γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν απὸ φωνὲς ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι᾿ ακούοντας τα Ωσαννὰ απ᾿ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιὰ λιοφώτιστα με τη φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη - ποιὸς δεν το ξέρει; -
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι᾿ όποιος το βρει μέσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει
σε μιὰ άλλη Βηθλεὲμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015
ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ : ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΔΙΠΛΕΣ ΜΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΜΕΛΙ ΚΑΙ ΚΑΡΥΔΙΑ.
1 ποτήρι του κρασιού πορτοκάλι
½ κουταλάκι σόδα
2 κουταλιές ζάχαρη
2 ποτήρια του κρασιού χλιαρό νερό
1 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις ή κόκκινη φαρίνα
Ζύμωσε το αλεύρι προσθέτοντας το λάδι, το πορτοκάλι με την σόδα, 2 κουταλιές ζάχαρη και το νερό όσο πάρει, να γίνει μια ζύμη όχι πολύ σκληρή . Άφησε μισή ώρα νά ηρεμίσει.
Κόψε το ζυμάρι σε κομμάτια, τόσο ώστε να είναι αρκετό για να ανοιχτεί ένα φύλλο και στην συνέχεια κόψε σε λωρίδες 2 δάκτυλα πλατιά και τύλιξέ το με ένα πιρούνι σαν σαλιγκάρι
Βάλε το λάδι να κάψει και ρίξε τις δίπλες να ψηθούν.
Βάλε τις δίπλες σε πιατέλα και πασπάλισέ τες με μέλι και καρύδια.
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015
Τά Χριστούγεννα τού κύρ Μανώλη
Τά Χριστούγεννα στην Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Καί ὅταν λέμε ταπεινά, ἐννοοῦμε τήν ἀφαίρεση τῆς ἐξωτερικῆς λαμπρότητας καί τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ κάλλους. Κάτι, τό μή χριστιανικό περιβάλλον, κάτι, ἡ βαριά κληρονομιά τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, ὁδηγοῦν σ᾽ αὐτό τό κατανυκτικό ἦθος.
Ἔτσι θά περνοῦσαν καί τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα γιά τόν κύρ Μανώλη τό λουστραδόρο. Μάστορας στή δουλειά του. Δούλευε μέ μεράκι τά ἔπιπλα, σάν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς νά βιάζεται καί χωρίς νά λογαριάζει τό κέρδος ἤ τη ζημιά. Ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του ἔπρεπε νά λάμπει «ἡλίου φαεινότερον», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί προσέθετε:
- Προπάντων, ὅμως, προσοχή στό βάθος τῆς λάμψης, μιᾶς καί εἶναι εὔκολο νά λάμπει ἡ ἐπιφάνεια, ἀλλά ἡ ἐπιτυχία βρίσκεται στό πῶς θά ᾽ρχεται τό φῶς.
- Τό μεροκάματο δέν βγαίνει μέ φιλοσοφίες, τοῦ ᾽λεγε. Αὐτό πού κάνεις οὔτε ὁ Θεός δέν τό θέλει. Ὁ Πανάγαθος ὅρισε νά κερδίζουμε τό ψωμί μας με τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας κι ὄχι με τόν ἱδρῶτα τριῶν προσώπων. Ἐκεῖνος θά τό ᾽θελε ἀλλιῶς γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό σένα.
Ὁ κύρ Μανώλης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἡ λάμψη. Ἀλλά τό παράπονο τῆς Πολυξένης τῆς «πολύπαθης», ὅπως ἔλεγε μόνη της γιά τόν ἑαυτό της, ἦταν κι ἄλλο. Ὁ ἄντρας της, ὁ προκομμένος, εἶχε τό ἐργαστήρι κάτω στό Γαλατά, κοντά στόν Ἅγιο Νικόλαο. Τό σπίτι του βρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, στό Σταυροδρόμι. Ἦταν μία ἀπόσταση πού δέν ἐπέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη νά ἐλέγχει τά συμβαίνοντα στό ἐργαστήρι.
Καθώς ἦταν ἀνοικτή καρδιά ὁ κύρ Μανώλης, εἶχε πολλές κοινωνικές σχέσεις μέ ἄλλους μαστόρους τῆς περιοχῆς τοῦ Γαλατᾶ. Τά κουτσόλεγαν στό ἐργαστήρι του, πού εἶχε γίνει χῶρος συζητήσεων, φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν. Ἦταν σάν ἕνα μικρό καφενεῖο, ὅπου οἱ συζητήσεις γιά τά τρέχοντα θέματα ἦταν στήν ἡμερησία διάταξη.
Ποιός ψάλτης εἶπε πιό κατανυκτικά τό δοξαστικό τῆς Κυριακῆς; Ποιός δεσπότης τηροῦσε τό περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποιά παράδοση ἔφερε νά ψάλλονται δύο καταβασίες τά Χριστούγεννα; Κι ἄλλα πολλά πού ἔβγαζαν πάντοτε τόν κύρ Μανώλη ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς δουλειᾶς του. Ἀναγκαζόνταν, τότε, νά δουλέψει ὡς τά μεσάνυχτα γιά νά προλάβει τό χαμένο χρόνο καί μερικές φορές κοιμόταν καί μέσα στο ἐργαστήρι, ἐπειδή ἦταν δύσκολο νά πάει στό σπίτι του, λόγω τοῦ προχωρημένου τῆς ὥρας. Τότε ἦταν πού ἡ Πολυξένη ἔχανε τ᾽ αὐγά καί τά καλάθια ἀπό τά νεῦρα της. Καί μεροκάμματο δέν ἔβγαινε καί ἄντρα δέν εἶχε. Ἔστηνε στήν πόρτα τόν ἄντρα της λέγοντας:
- Μά εἶναι καλά παιδιά καί γιά τό Χριστό μιλᾶμε. Καί μήν ξεχνᾶς πῶς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους φῶς, πολύ φῶς. Λίγο νά σταθεῖς μπροστά τους, λίγο νά τούς καλομιλήσεις καί θά βρεθεῖς κατάματα με τό Χριστό. Ἔχουν κι οἱ ἄνθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.
Ἡ Πολυξένη, ὅμως, δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Ἔβλεπε τά παιδιά της, καί τήν ἴδια, νά ζοῦνε φτωχικά. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν δεύτερα.
Ἦταν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Ἡ Πολυξένη εἶχε ἀπό τό πρωί δώσει τίς ὁδηγίες καί τά διαγγέλματά της στον ἄνδρα της.
- Τό ἀργότερο στίς ὀκτώ τό βράδυ θά εἶσαι στο σπίτι, οὔτε λεπτό καθυστέρηση. Ὅπως γυρνᾶς ἀπό τό Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια γιά τή γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, καί δύο κιασέδες γιαούρτι γιά νά νιώσουμε κι ἐμεῖς οἱ φτωχοί τή χρονιάρα μέρα.
Ὁ κύρ Μανώλης ἄκουγε τά διαγγέλματα. Δέν μποροῦσε νά κάνει καί κάτι ἄλλο.
- Κρίμα πού ἡ Πολυξένη δέν εἶχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θά εἶχε τήν πιό δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στή γυναίκα, πηγαίνει χαμένη μέ μένα τόν κακομοίρη.
Ἀπαντοῦσε ὅμως σταράτα:
- Ναί Πολυξένη μου, ὅλα θά γίνουν ὅπως θέλεις.
Καί πράγματι, ὅλα ἔγιναν ὅπως ἤθελε ἡ Πολυξένη. Στίς 8 ἡ ὥρα ὁ κύρ Μανώλης κατηφόριζε τή μεγάλη κατηφόρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Στό βάθος, στό τέλος τοῦ μεγάλου δρόμου, φαινόταν ἤδη τό σπίτι του. Τότε συνέβη τό ἔκτακτο. Ἐκεῖ, σε κάποιο ἀριστερό στενάκι ὑπῆρχε τό μικρό ταβερνάκι τοῦ Φώτη τοῦ Κάβουρα. Κάβουρα τόν ἔλεγαν λόγῳ τῶν ἀργῶν κινήσεων μέ τίς ὁποῖες περπατοῦσε. Καλή καί ἄδολη καρδιά ὁ Φώτης, διατηροῦσε αὐτό τό μικρό κατάστημα, ὅπου μαζεύονταν οἱ ἄντρες τῆς γειτονιᾶς καί τά κουτσόπιναν τά βραδάκια. Ἐκεῖνο τό βράδυ, λόγῳ τῆς παραμονῆς, πελατεία δέν ὑπῆρχε, μόνο ἕνας, κι ὁ Φώτης πού περιδιάβαινε μέ τή ματιά του τούς διαβάτες τῆς κατηφόρας. Τότε εἶδε τόν κύρ Μανώλη.
- Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σέ βλέπουμε πιά.
- Ναί, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης, οἱ δουλειές βλέπεις.
- Ἔλα νά τά ποῦμε γιά λίγο μέσα.
Ὁ κύρ Μανώλης κοντοστάθηκε. Ἡ Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, ἀλλά κι ἡ πρόσκληση ἦταν πρόκληση. Τό σκέφτηκε. Θά καθόταν δέκα λεπτά καί μετά θά συνέχιζε. Δέκα λεπτά δέν ἦταν τίποτε. Μπῆκαν μέσα καί κάθισαν σέ μία γωνιά, μιλώντας γιά τά Χριστούγεννα. Γιά τήν πρωινή λειτουργία. Γιά τά τροπάρια πού θά εἶχε τό τυπικό καί ἄλλα παρόμοια. Εἶχαν σχεδόν ξεχάσει πώς στό κατάστημα ὑπῆρχε κι ἕνας, ὁ μοναδικός, πελάτης. Τόν θυμήθηκαν ὅταν ξερόβηξε, λίγο, λέγοντας σέ σπασμένα Ἑλληνικά:
Θέλω ἕνα ποτήρι ἀπ᾽ τό γλυκό κρασί.
Καί σάν νά ἤθελε νά ἁρπάξει τήν εὐκαιρία εἶπε:
- Αὔριο ἐσεῖς οἱ ρωμηοί, ἔχετε μεγάλη γιορτή.
Οἱ δύο μας φίλοι στάθηκαν ἀμήχανοι, μ᾽ ἕναν τοῦρκο πάντα πρέπει νά εἶσαι κουμπωμένος. Ἐκεῖνος, σαν νά κατάλαβε, εἶπε:
Μέ λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σέ ρωμαίικο μαχαλά καί ξέρω κάτι λίγα ἑλληνικά. Εἶμαι μόνος, χωρίς οἰκογένεια, ξωμάχος τῆς ζωῆς. Σᾶς ρώτησα γιά τή γιορτή σας. Τί γιορτάζετε αὔριο;
Φαινόταν τίμιος καί εἶχε καθαρή ματιά. Ἔνιωθες ἐμπιστοσύνη. Ὁ κύρ Μανώλης πῆρε θάρρος.
- Νά, πῶς νά στο πῶ, αὔριο γεννήθηκε ἡ ἀγάπη. Ὁ Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.
- Πῶς γεννιέται ἡ ἀγάπη; Ἔχει πρόσωπο;
- Γι᾽ αὐτό γεννήθηκε ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχει πρόσωπο καί θέλει νά μᾶς δεῖ κατά πρόσωπο, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης. Καί συνέχισε:
- Ξέρεις; Ἡ ἀγάπη πού γεννήθηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Τζεμίλ ἀντέδρασε.
- Ὁ Θεός οὔτε γεννιέται, οὔτε ἔχει πρόσωπο.
- Φίλε μου Τζεμίλ, εἶπε ὁ κύρ Μανώλης, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἀγάπη, ἐπειδή καταδέχτηκε νά γεννηθεῖ καί νά μᾶς δεῖ στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει νά βρεῖ τη λάμψη πού ἔχουμε μέσα μας καί νά τήν κάνει φωτιά.
Ὁ Τζεμίλ σώπασε. Ἄκουγε μέ προσοχή τόν κύρ Μανώλη. Ὁ Μανώλης, ὁ λουστραδόρος, εἶχε γίνει ὁλόκληρος μια φωτιά πού ἔλαμπε. Σώπασαν καί οἱ δύο. Μετά ἀπό ὥρα ψιθύρισε ὁ Τζεμίλ:
Κι ἀφοῦ ὁ Θεός σας εἶναι ἀγάπη ἐσύ πῶς θά μοῦ τό ἀποδείξεις;
Ὁ Μανώλης μάζεψε τά φρύδια καί εἶπε, ψιθυρίζοντας:
- Νά τ᾽ ἀποδείξω δέν μπορῶ μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἄν χρειαστεῖ νά κάνω μιά θυσία γιά σένα, τότε θά τό καταλάβεις.
Ὁ Τζεμίλ εἶπε φωναχτά:
- Κάνε μια θυσία γιά μένα. Θέλω νά καταλάβω τήν ἀγάπη πού γίνεται ἄνθρωπος ἤ μάλλον νά καταλάβω πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει τήν ἀγάπη;
Ὁ κύρ Μανώλης δέν σκέφτηκε καί πολύ. Οἱ θυσίες δέν προγραμματίζονται, ἔρχονται ξαφνικά, ἀρκεῖ νά τίς ἀξιοποιήσεις. Κάθισε, ἐκεῖ, στό ταβερνάκι, ὅλη τή νύχτα μέ τόν Τζεμίλ. Δέν ἦταν δά καί τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτοῦσε γιά νά φτάσει στη «λάμψη τήν ἐσωτέρα», γιά νά βρεῖ τήν κοινωνία μέ τόν ἄλλο.
Ἔτσι πέρασε ὅλη τή νύχτα καί τό πρωί τράβηξε γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο γιά ν᾽ ἀκούσει: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἕνα ἦταν σίγουρο. Ἐκεῖνο τό βράδυ μέσα στό καπηλειό τοῦ Φώτη ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Πάντοτε ἔτσι γεννιέται, στά ταπεινά καί στά μοναχικά. Γεννιέται ἐκεῖ πού ἡ λάμψη δέν εἶναι ἐξωτερική. Ἔτσι γιόρτασαν τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα στην Πόλη. Ἔτσι πάντα τά γιορτάζουν. Μέ τή φωταυγή ἀχτίδα τοῦ ἐσωτέρου φωτός. Καί μετά ἔρχονται πάντα οἱ Ἡρῶδες. Καί στή διήγησή μας αὐτή, τό μαρτύριο γιά τόν κύρ Μανώλη ἦρθε ἀπό τήν Πολυξένη, τήν πολύπαθη καί κουρασμένη, πού ξεχνοῦσε ὅμως νά καταλάβει τή λάμψη πού εἶχε κοντά της, τόν κύρ Μανώλη, ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῆς φανέρωσης τοῦ Κυρίου πάνω στή γῆ.
† π.Κ.Σ.
Πηγή: Αὐτοτελές ἀπόσπασμα μέσα ἀπό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου», Σελίδα 85, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002.
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015
Ο σοφράς
Σοφράς
-
Ολοι οι παρακαθήμενοι εισαπεχουν απο το κεντρο και μπορουν να τσιμπισουν τα φαγητα που βρισκονται στο κεντρο. Ας μην ξεχαναμε οτι οι παλαιοί αφου καθονταν σταυροπόδι, (οκλαδόν) γυρω απο το σοφρα (στρογγυλοκαθόντουσαν δηλαδη) ετρωγaν με τα χερια, τσιμπουσαν ενα κοματι απο την κεντρικη πιατελα ή Πινάκιο και το ετρωγαν. Αν ηταν νοστιμο εγλυφαν και τα δακτυλά τους.
- Ειναι μικρο και ελαφρύ με χαμηλά ποδια και μπορει να κρεμαστει με ενα γερό γύφτικο καρφί στον τοίχο ελευθερωνωντας πολυτιμο χώρο. Το σοφρά εννοουνε σε πολλά μερη οταν λενε "σηκώστε να χορέψουμε" και οχι 'σηκωθήτε να χορέψουμε'.Του κρεμάσαμε τα κουτάλιαΟι σουπες βεβαια δεν τρωγωντουσαν με τα χερια αλλά με ξυλινα κουτάλια ατομικης χρησης. Ο καθενας ειχε το δικο του. Το χερουλι του ειχε μια τρυπα που περνουσε μια θηλεια απο σπαγκο. Τα κουταλια κρεμοντουσαν στον τοιχο για να μπορει ευκολα να βρει κανεις το δικο του. Αν αργουσε να προσέλθει του κρεμουσαν το κουταλι.
Εφαγε το καταπέτασμα
Ο σοφρας, σε πιο επισημες περιπτωσεις, εκαλυπτετο με ενα τραπεζομαντηλο η καταπετασμα. Οταν λεμε εφαγε το καταπετασμα εννοουμε εφαγε και και οσα (ψιχουλα ή κομματια φαγητου) ειχαν πεσει πανω σε αυτο.
πηγή
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015
ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ ΨΩΜΙ ΜΕ ΠΡΟΖΥΜΙ.
Άς δούμε λοιπόν τόν παραδοσιακό τρόπο ζυμώματος.
Μέ τήν φράση "πιάνω τό προζύμι" , εννοείτε πώς τό προζύμι πού έχουμε στήν άκρη από τό προηγούμενο ζύμωμα , τό αναζωγονοποιούμε. Αυτό γίνετε μέ τήν προσθήκη ολίγου θερμού ύδατος καί μέ αλεύρι . Δηλαδή ξαναζωντανεύουμε τό προζύμι καί αρχίζουν νά ενεργοποιούνται οί ζυμομύκητες.
Τί κάνουμε, παίρνουμε τό "στάσιμο" προζύμι, τού ρίχνουμε λίγο νεράκι ζεστό καί λίγο αλεύρι καί τό ανακατεύομε νά ενωθούν τά υλικά. Τό τελικό αποτέλεσμα είναι μιά ολίγον ρευστή μάζα καί όχι ζυμάρι. Μετά τό σκεπάζουμε μέ πετσέτα καί τό βάζουμε σέ θερμό μέρος νά αρχίσει νά γίνετε ή ζύμωση καί νά διογκωθεί καί νά δημιουργήσει φουσκάλες , πράγμα πού δηλώνει πώς έχει γίνει ό "βρασμός" από τούς ζυμομύκητες πού ξαναζωντάνεψαν.
Αυτό πού πρέπει νά ξέρουμε είναι πώς ό σημαντικότερος ρόλος δέν είναι τό πόσο θερμό είναι τό μέρος πού θά τό τοποθετήσουμε γιά νά γίνει , αλλά ό χρόνος πού θέλει από μόνο του νά ενεργοποιηθεί.
Έτσι, συχνά θά ήταν καλό νά ξέρετε πώς τό προζύμι τό "έπιαναν" από τό βράδυ γιά νά έχει τόν χρόνο του καί αυτό , αλλά καί ή νοικοκυρά πού θά πλάσει τήν άλλη ημέρα.
Τώρα. Έχοντας έτοιμο τό προζύμι , σέ μιά λεκάνη βάζουμε 7 κούπες αλεύρι σταρένιο γιά νά φτιάξουμε 2 καρβέλια ψωμί, ρίχνουμε δύο κουταλιές τής σούπας κοφτές αλάτι ,{τό πόσο αρμυρό θέλουμε τό ψωμί μας τό κανονίζουμε μέ τήν γεύση μας }, ανακατεύουμε καί προσθέτουμε στό κέντρο σέ λακκουβίτσα τό προζύμι πού είναι περίπου 2 μέ 2 μιση κούπες τού τσαγιού σέ ποσότητα.
Πλάθουμε τόν άρτο μας , όχι μέ τίς γροθιές μας αλλά, μέ τίς παλάμες μας. Ή διάρκεια τού ζυμώματος είναι όσο θά νιώσουμε καί θά δούμε πώς τό ζυμάρι είναι λείο καί ομοιόμορφο πού σημαίνει πώς έχουν ενωθεί τά υλικά.
Μετά σκεπάζουμε μέ πετσέτα καί μέ μιά κουβέρτα μαλακιά καί ζεστή τήν λεκάνη καί τήν αφήνουμε σέ ζεστό μέρος νά διπλασιασθεί.
Όπως είπαμε καί πιό πάνω, δέν είναι θέμα βίας μέ θερμάστρες ή μέσα σέ ζεστό φούρνο πού λένε πώς γίνεται πιό γρήγορα. Ό χρόνος τής ζύμωσης είναι σημαντικός νά γίνεται χωρίς βία.
Περίπου 4 ώρες σέ θερμό περιβάλλον θά χρειασθούν γιά νά διπλασιασθεί. Επίσης θά παρατηρήσετε πώς έχει ελαφρύνει καί αυτό δηλώνει πώς έχει γίνει ή σωστή ζύμωση.
Μήν αγχώνεστε. Όλα είναι εύκολα . Αιώνες τώρα.
Αφού φουσκώσει τό ζυμάρι, ξαναζυμώνουμε απαλά καί χωρίζουμε σέ δύο μέρη γιά δύο καρβέλια . Βάζουμε μιά λαδόκολλα στό ταψί καί τά τοποθετούμε. Τά αφήνουμε σκεπασμένα μέ τήν πετσέτα γιά μισή ώρα ή τρία τέταρτα νά φουσκώσουνε ξανά. {προσωπικά τοποθετώ τά δύο ζυμαράκια σέ δύο μακρόστενα πλαστικά μπόλ πού έχω στρώσει μέσα λαδόκολλα καί μετά τά μεταφέρω μέ τήν λαδόκολλα στό ταψί γιά φούρνισμα. }
Δέν ξεχνάμε βέβαια νά κρατήσουμε μέρος τού ζυμαριού γιά τό επόμενο προζύμι μας. Κρατάμε περίπου όσο ένα μεγάλο πορτοκάλι. Τό βάζουμε σέ ένα τάπερ καί τό σκεπάζουμε. Τώρα τόν χειμώνα μπορούμε νά τό έχουμε έξω από τό ψυγείο αφού υποτίθεται ότι σέ 4 ή 5 ημέρες θά ξαναζυμώσουμε. Άν τό βάλετε στό ψυγείο, καλό είναι νά τό βάλετε μετά από μιάμιση ημέρα , γιά νά έχει τόν χρόνο νά διπλασιασθεί.
Όταν θά τό ξαναχρησιμοποιήσετε θά πρέπει νά τό βγάλετε από τό ψυγείο τουλάχιστον 4 ώρες πρίν τό "αναπιάσετε".
Τώρα. Τόν φούρνο τόν θερμαίνετε στό μέγιστο στούς βαθμούς. Στό τέρμα όπως λέμε. Έτσι όπως συμβαίνει όταν "καίγανε" τόν φούρνο στά χωριά μέ τά ξύλα. Αφού πυρώνει ό φούρνος , καί είναι έτοιμος γιά νά βάλουνε τό ζυμάρι γιά ψήσιμο, ή θερμότητα πέφτει μετά σιγά- σιγά. Έτσι , όταν πιάσει τούς βαθμούς ό φούρνος μας , φουρνίζουμε καί μετά από 10΄λεπτά κατεβάζουμε τήν θερμοκρασία στούς 200 βαθμούς καί τό αφήνουμε γιά 35΄λεπτά.
Μετά κατεβάζουμε στούς 150 βαθμούς καί κοντά στήν ώρα ξεφουρνίζουμε.
Τό ωραίο σέ αυτό τό αυθεντικό ψωμί μέ προζύμι είναι, πώς τρώγεται καί μετά από 5 ημέρες καί είναι πολύ νόστιμο. Δοκιμάστε το με φέτα ή ελιές καί θά δείτε πόσο χορταστικό είναι. Όσο μπαγιατεύει τόσο γλυκαίνει. Καμμία σχέση μέ τά ψωμιά τού φούρνου πού μετά από μιά ημέρα δέν τρώγονται. Καί είναι σάν λαστιχένια.
Καλή επιτυχία.
Μήν απογοητεύεστε. Λίγη υπομονή καί μετά ή πείρα πού θά αποκτήσετε θά σάς οδηγεί από μόνη της.
Άν θέλετε νά φάτε ένα πραγματικό ψωμί όπως αυτό πού τρώγανε οί πρόγονοί μας εδώ καί αιώνες.
Καί όπως λέει μιά παροιμία τής Εύβοιας : "Όλα είναι υφάδι τής κοιλιάς καί τό ψωμί στημόνι"
Σοφία Βλάχου
ΠΡΟΖΥΜΙ
{ από εδώ}Στις 14 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού, παίρνουμε αγιασμό απο την εκκλησία. Ζεσταίνουμε τον αγιασμό και ρίχνουμε αλεύρι μέχρι να τον πιεί. Βάζουμε το προζύμι στον προζυμολόγο (σε πήλινο δοχείο σε μέγεθος μεγάλης κούπας με καπάκι) και τοποθετούμε από πάνω τον βασιλικό που επίσης έχουμε πάρει από την εκκλησία. Αυτό θα είναι μέχρι την μέση του προζυμολόγου. Την επομένη, ξαναζεσταίνουμε νερό και ξαναπλάθουμε το προζύμι. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία μέχρι να δούμε ότι έχει ''θυμώσει", δηλαδή έχει αρχίσει να φαίνεται ότι ανεβαίνει από μόνο του. Το αφήνουμε μέχρι την ημέρα που θέλουμε να ζυμώσουμε.
Καί μιά πιό επιστημονική ανάλυση γιά τό προζύμι ΕΔΩ
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015
ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ "ΕΥΛΟΓΕΙ" ΤΟΝ ΣΠΙΤΙΚΟ ΑΡΤΟ
Πολλοί φούρνοι, που διαφημίζουν ότι φτιάχνουν ψωμί με προζύμι, σε τεράστιο ποσοστό χρησιμοποιούν μαγιά και μια τεχνική που προσομοιάζει αυτή που χρησιμοποιείται στο προζύμι.
Σε πολλά σπιτικά ψωμιά το προζύμι πολλές φορές ενισχύεται με λίγη μαγιά, αχρηστεύοντας με αυτό τον τρόπο τις περισσότερες ιδιότητες που δίνει το προζύμι στο ψωμί.
Η μαγιά είναι ένα μόνο είδος μικροοργανισμού, ένας σακχαρομύκητας. Συγκεκριμένα, η επιστημονική ονομασία του είδους της μαγιάς είναι Saccharomyces cerevisiae. Είναι ακριβώς ο ίδιος μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται και στην παραγωγή των περισσοτέρων ειδών μπύρας.
Διαφορές
Οι βασικές διαφορές μεταξύ του προζυμιού και της μαγιάς είναι
- η μαγιά περιέχει έναν συγκεκριμένο μικροοργανισμό, ενώ το προζύμι περιέχει πολλά είδη μικροοργανισμών, μοναδικά για την περιοχή
- η μαγιά είναι εύκολη στην χρήση με πάντα προβλέψιμο αποτέλεσμα, ενώ το προζύμι χρειάζεται προετοιμασία και φροντίδα ώστε το αποτέλεσμα να είναι πάντα προβλέψιμο
- ο χρόνος που χρειάζεται το προζύμι για να ζυμώσει το ψωμί είναι συνήθως μεγαλύτερος από τον χρόνο που χρειάζεται η μαγιά
- το προζύμι δίνει ανώτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στο ψωμί από τη μαγιά, κυρίως λόγω των προϊόντων και υποπροϊόντων της ζύμωσης των βακτηρίων
- η μαγιά δίνει πάντα ομοιόμορφο γευστικά αποτέλεσμα, ενώ το προζύμι δίνει ψωμί με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ακόμη και ανάλογα με την περιοχή του κόσμου όπου χρησιμοποιείται
- το προζύμι αναπτύσσεται καλύτερα σε όξινα ζυμάρια, ενώ η μαγιά αναπτύσσεται σε ουδέτερα ή λίγο αλκαλικά ζυμάρια
- η διάρκεια ζωής ενός ψωμιού με προζύμι είναι πολύ μεγαλύτερη απο ένα ψωμί με μαγιά, κυρίως λόγω των οξέων τα οποία δυσκολεύουν τους ανεπιθύμητους οργανισμούς
- Ψωμί και υγεία
Η ζύμωση του ζυμαριού με προζύμι του δίνει, εκτός από φανταστική γεύση και μυρωδιά, κάποιες ιδιότητες που δεν έχει το ψωμί με μαγιά. Tα έξτρα χαρακτηριστικά τα δίνουν κυρίως τα υποπροϊόντα της ζύμωσης των βακτηρίων. Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στα ψωμιά με προζύμι, θα αναφερθούν μερικά που έχουν ενδιαφέρον και έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά.
Λόγω των πρωτεολυτικών ενζύμων που εκκρίνουν τα βακτήρια του προζυμιού, υδρολύεται ένα μεγάλο μέρος της γλουτένης που περιέχεται στο ψωμί, με αποτέλεσμα το ψωμί που ζυμώνεται με προζύμι μπορεί να καταναλώνεται άφοβα από τους περισσότερους ανθρώπους με δυσανεξία στην γλουτένη (κοιλιοκάκη).Κατά την κατανάλωση ψωμιού με προζύμι, το σάκχαρο στο αίμα ανεβαίνει πολύ πιο ομαλά και σε χαμηλότερα επίπεδα απ' ότι με το ψωμί με μαγιά, κυρίως λόγω των οξέων που παράγονται στην ζύμωση. Αυτή η επίδραση κρατάει για αρκετές ώρες μετά την κατανάλωση του ψωμιού, μικρορυθμίζοντας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αν και το θέμα είναι πολυπαραγοντικό, ο γλυκαιμικός δείκτης των ψωμιών με προζύμι είναι σε γενικές γραμμές πολύ χαμηλότερος αντίστοιχων ψωμιών που έχουν ζυμωθεί μόνο με μαγιά. Ένας άνθρωπος με διαβήτη μπορεί πολύ πιο εύκολα να ενσωματώσει στην διατροφή του ψωμί που έχει ζυμωθεί με προζύμι.Η απορρόφηση απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, όπως το ασβέστιο, ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος και το μαγνήσιο, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν η διατροφή περιλαμβάνει ψωμί που έχει ζυμωθεί με προζύμι, από ότι ψωμί που έχει ζυμωθεί με μαγιά. Αυτό συμβαίνει λόγω της διάσπασης του φυτικού οξέως (phytic acid) από τα ένζυμα φυτάσες (phytase) που παράγονται κατά την ζύμωση του ζυμαριού με προζύμι. Το φυτικό οξύ περιέχεται κυρίως στον φλοιό των δημητριακών, συναντάται δηλαδή σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες στα αλεύρια ολικής άλεσης, το οποίο μέσω της ικανότητάς του να δημιουργεί σύμπλοκα με ανόργανα στοιχεία, εμποδίζει τον ανθρώπινο οργανισμό να τα απορροφήσει. Επομένως, η βιοδιαθεσιμότητα των ανόργανων στοιχείων είναι υψηλότερη στο προζυμένιο ψωμί σε σύγκριση με το ψωμί που ζυμώνεται μόνο με μαγιά.Ας ξαναπώ αυτό που είπα στην αρχή, "με το προζύμι φτιάχνουμε με διαφορά το πιο νόστιμο, το πιο υγιεινό και με καλύτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, ψωμί απ' ότι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο".
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015
Νεροτριβές Κεφαλαρίου: Μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής
Οι νεροτριβές Κεφαλαρίου ήταν κάτι σαν τα πλυντήρια του παρελθόντος, των οποίων η συμβολή υπήρξε τεράστια στην καθημερινή ζωή του τόπου.
Κατασκευασμένες κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας από πέτρα, οι νεροτριβές Κεφαλαρίου, ανήκουν στην κατηγορία των γυριστών κι είναι όλες τους διπλές, ενώπαραμένουν επιβλητικές, προσφέροντας ένα μοναδικό θέαμα με το νερό, που έρχεται με ορμή από τον ποταμό του χωριού, τον Ερασίνο, και πέφτει με ορμή μέσα στον κάδο.
Έτσι, από τις αρχές Μαΐου οι νεροτριβές Κεφαλαρίου αρχίζουν να υποδέχονται τους πελάτες τους. Σήμερα, στο γραφικό οικισμό λειτουργούν τρεις υπαίθριες, καθώς επίσης και μία πιο σύγχρονη. Όλες τους, ανήκουν σε γόνους παλιών νεροτριβιάρηδων.
Μπορεί οι νεροτριβές να γεννήθηκαν και να έσβησαν οι περισσότερες στη σκιά των μύλων, μπορεί ακόμη και οι ερευνητές να τις «περιφρόνησαν», ωστόσο η συμβολή τους στην καθημερινή οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν κάποτε σημαντική. Χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για το πλύσιμο των ρούχων οι νεροτριβές, αποτελούσαν παράλληλα και τόπο συγκέντρωσης κυρίως των γυναικών, αλλά και χώρο συνεύρεσης των κατοίκων γειτονικών χωριών».
Για την Αργολίδα αυτό το τελευταίο αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, αφού το σύνολο σχεδόν των νεροτριβών του νομού ήταν - και είναι - εγκατεστημένο στο Κεφαλάρι, στο καταπράσινο αυτό χωριό, που είναι συνδεδεμένο τόσο βαθιά με το νερό. Ο λόγος βέβαια προφανής. Από τη γη αναβλύζουν τα νερά της Κεφαλαριώτισσας Ζωοδόχου Πηγής και οι κάτοικοι αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το θείο αυτό δώρο.
Με τις νεροτριβές - αλλά και τους μύλους που λειτουργούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια -μετέτρεψαν και εκμεταλλεύτηκαν τη φυσική κίνηση και ενέργεια των νερών και τη χρησιμοποίησαν παραγωγικά.
Για πάνω από διακόσια χρόνια, οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου παραμένουν αμετάβλητες σχεδόν, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους και στο σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι οι νεροτριβές - σε σύγκριση με άλλες παλιές υδραυλικές εγκαταστάσεις - δεν παρουσιάζουν «τεχνολογικό» μηχανισμό, συνεχίζουν να γοητεύουν με την απλοϊκότητά τους αυτή.
Η συνεχής ροή του νερού, η κίνηση και η ορμή, το κελάρυσμά του, σε συνδυασμό με τα ποταμάκια της περιοχής που συγκλίνουν στον Ερασίνο, η δροσιά και η πλούσια βλάστηση της ευρύτερης περιοχής, συνθέτουν ένα μαγευτικό τοπίο, που αποτελεί πόλο έλξης για όσους μεταφέρουν εκεί τα ρούχα τους, αλλά και για πλήθος επισκεπτών. Το σκηνικό πλαισιώνουν και τα διάσπαρτα ίχνη των μύλων της περιοχής (μυλόπετρες, φτερωτές κλπ.) που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.
Από τις αρχές του Μαΐου οι «νεροτριβιάρηόες» του Κεφαλαρίου αρχίζουν να υποδέχονται τους πελάτες τους, που καταφτάνουν απ' όλα τα σημεία της Αργολίδας, αλλά και από όμορους νομούς. Κουβαλούν φλοκάτες, βελέντζες, χαλιά, κουρελούδες, μοκέτες και τις παραδίνουν σε σίγουρα χέρια. Γνωρίζουν ότι τα ρούχα τους θα καθαρίσουν και θα ξαναπάρουν ζωή από την ορμή των πεντακάθαρων νερών της πηγής.
Κατασκευασμένες οι περισσότερες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι νεροτριβές αποτελούν αναμφίβολα μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πετρόκτιστες, επιβλητικές, μαγευτικές (αφού το νερό είναι συνδεδεμένο με θρύλους και μύθους) προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα με την περιδίνηση των νερών τους, που παρασύρουν τα ρούχα και τα στροβιλίζουν σ' έναν τρελό χορό...
Παραδοσιακές νεροτριβές, οι τρεις υπαίθριες και η μια ημιυπαίθρια, λειτουργούν σήμερα στο Κεφαλάρι. Λειτουργεί επίσης και μια σύγχρονη, του Γιώργου Παναγάκου. Οι παραδοσιακές νεροτριβές ανήκουν σε γόνους παλιών «νεροτριβιάρηδων» του Κεφαλαρίου. Είναι οι οικογένειες Κεφάλα, Μερκούρη, Χαμπέση και Καλόγηρου.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία νεροτριβάρης είναι ο 74χρονος Γιώργος Μερκούρης. Από το 1944 έως σήμερα ζει τη μαγεία, αλλά και τα βάσανα της νερότριβής. Παλιός μυλωνάς, «όργωνε» κάποτε όλη την Αργολίδα με το κάρο του, κουβαλώντας αλεύρια και ρούχα. Τη νεροτριβή την αγόρασαν οι δικοί του το 1911 από κάποιον Σωτηρόπουλο, Κυνουριάτη.
Όπως του έχουν πει οι παλιότεροι, οι νεροτριβές και οι μύλοι της περιοχής παραδόθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από τους Τούρκους, κατά την απελευθέρωση. Στη συνέχεια νοικιάστηκαν και πουλήθηκαν σε ιδιώτες και χέρι με χέρι σήμερα βρίσκεται μια απ' αυτές στην ιδιοκτησία του και του γιου του Ανδρέα.
Με φανερή νοσταλγία, ο Γιώργος Μερκούρης αναπολεί: «Ξέρεις τι γινόταν κάθε μέρα εδώ απέξω; Πανηγύρι, κόσμο να δεις. Ερχόντουσαν απ' όλα τα καμποχώρια και τα αρβανιτοχώρια της Αργολίδας, ακόμη και από τα Ίρια και ακόμη πιο μακριά. Μέχρι να πλυθούν οι βελέντζες, τα «σαίσματα», τα «ράσα» (σ.σ. μανικωτά πανωφόρια με κουκούλα), οι φλοκάτες που έπρεπε να αφρατέψουν, μέσα κι έξω γέμιζε μ' ανθρώπους και ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια. Κάποιες φορές έμεναν όλη τη νύχτα εδώ μέχρι να τελειώσουν και να φύγουν. Tα ίδια γινότανε και με το άλεσμα...».
Σήμερα ο μπάρμπα-Γιώργης έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ωστόσο όλη τη μέρα τριγυρνάει ανάμεσα στ' απλωμένα ρούχα, τα φροντίζει, τα διπλώνει και τα ξεδιπλώνει. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ζει μέσα στο νερό. «Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, σαν το νερό, τίποτ' άλλο στον κόσμο», λέει. Σ' αυτό συμφωνεί κι ο γιος του Ανδρέας, που συνεχίζει με ευλάβεια την οικογενειακή παράδοση. «Το νερό είναι σαν ένα όμορφο τραγούδι», λέει, καθώς προσπαθεί με τη «διχάλα» να βγάλει από τη γούρνα και το τελευταίο ρούχο.
Οι νεροτριβές του Κεφαλαρίου ανήκουν στην κατηγορία των «γυριστών» (σε άλλες περιοχές της χώρας υπάρχουν και οι «βουτηχτές»).
Όλες τους σχεδόν είναι διπλές, όπως αυτή των αδελφών Σπύρου και Δημήτρη Κεφάλα, την οποία χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Κεφάλας. «Αισθάνεσαι διαφορετικά όταν κάνεις μια δουλειά με τον τρόπο που την έκαναν οι δικοί σου πριν πολλά χρόνια», λέει. «Στη νεροτριβή έχεις την αίσθηση ότι ζεις σε άλλη εποχή, τότε που όλα ήταν απλά κι ανθρώπινα».
Το «ντεκόρ» γύρω μας πράγματι παραπέμπει στο παρελθόν: ρυάκια, μικροί καταρράκτες, πλούσια βλάστηση. «Δεν θυμίζει εδώ ο τόπος την εποχή του “Αγαπητικού της Βοσκοπούλας” ή του Τάσου με την Γκόλφω;», μας λέει γελώντας.
Κυριακή 16 Αυγούστου 2015
Τά ημερομήνια 2015-2016 γιά τήν Νοτιοανατολική Ελλάδα.
Ό Αύγουστος θά είναι ένας μήνας γενικά πολύ ζεστός αλλά καί άστατος μέ ξαφνικές μπόρες.
Ό Σεπτέμβριος θά διατηρήσει τίς ίδιες συνθήκες μέ τόν προηγούμενο αλλά λίγο πιό σταθερός.
Ό Νοέμβριος θά έχει αισθητή πτώση θερμοκρασίας καί μετά τίς 15 πολλές βροχές μέχρι τό τέλος τού μήνα.
Ό Δεκέμβριος θά είναι πολύ κρύος , μέ βροχές καί μετά τίς 20 χιονιάς.
Ό Ιανουάριος τού 2016 θά μπεί μέ καλό καιρό, μέ ήλιο καί καθαρό ουρανό γιά μιά εβδομάδα περίπου, καί μετά θά εξελιχθεί σέ πολύ άστατο μέ αέρηδες καί βροχές.
Προσοχή , είναι "πονηρός" αυτός ό μήνας περισσότερο πρός τό τέλος του.
Ό Φεβρουάριος θά ακολουθήσει τά βήματα τού Ιανουαρίου. Μεγάλη προσοχή μετά τίς 10 γιατί θά έχουμε έντονα φαινόμενα καί ίσως πάρα πολύ χιόνι.
Ό Μάρτιος θά είναι ένας μήνας χιονιάς. Κρύο καί κακοκαιρία.
Ό Απρίλιος θά έχει αρκετές βροχές , άστατος καί αυτός γενικά καί απρόβλεπτος.
Ό Μάϊος θά είναι δυστυχώς ένας βροχερός μήνας , καί λέω δυστυχώς διότι ή παροιμία λέει "στού καταραμένου τόν τόπο Μάη μήνα βρέχει" , σέ σχέση μέ αυτήν πού λέει
"Άν ρίξει ό Μάρτης δυό νερά καί ό Απρίλης άλλο ένα χαρά σέ αυτόν τόν γεωργό πού έχει πολλά σπαρμένα." καί αφορά βέβαια τά αγροτικά πράγματα.
'Ο Ιούνιος θά είναι ένας πολύ ήρεμος καί ηλιόλουστος μήνας μέ θερμοκρασίες σέ άνοδο.
Ό Ιούλιος θά είναι μέ πολύ ζέστη.
Αυτά μάς έδειξαν τά ημερομήνια τού Αυγούστου γιά τήν νοτιοανατολική Ελλάδα, τά καταγράψαμε καί σάς τά παρουσιάσαμε.
Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας
Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι
3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη
4 φλιτζάνια τσαγιού νερό
1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα
1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.
Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.
Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...
πηγή
Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια
ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.
Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.
Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.
Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.
Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.
ΠΗΓΗ
Ό Ελληνικός καφές
Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.
Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.
Ελληνικός καφές
Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ
Μπρίκι
Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.
Εστία ψησίματος
Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.
Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει
Φλιτζάνι.
Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα
Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ
Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος
Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.
Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)
Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.
Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,
Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή
Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και
Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη
Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,
Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο
Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.
Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.
Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού
Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο
Σκέτος (θεριακλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες
Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό
Ψήσιμο καφέ
Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.
Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.
Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.
Tips
Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο
Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ
Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.
Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.
Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.
Γενικά
Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού
Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.
Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:
1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.
2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.
3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.
4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.
Οικιστική μελέτη του σπιτιού
1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).
2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.
3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).
4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.
5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.
6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.
7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.
8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.
Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.
από Αθηναΐς
Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.
Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).
Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.
Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.
Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό