Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι

Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι, σχεδόν, το μοναδικό έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις πόλεις.


Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών… του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.


Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».


Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση.
ΠΗΓΗ




Λουλούδια ας διαλέξουμε
και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε
στεφάνια με κείνα
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Τ'αηδόνια συμφώνησαν
της γης αγγελούδια
και βρήκαν και τόνισαν
καινούργια τραγούδια
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Η θάλασσα γίνεται
καθρέφτης και πάλι
το κύμα της χύνεται
κι ο Φλοίσβος τον ψάλλει
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
Χορεύει το πρόβατο
τ'αρνάκι βελάζει
κι απ'τον αγκαθόβατο
δροσούλα σταλάζει
στο Μάη που σήμερα
προβάλλει στη γη.
 

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Αγ. Γεώργιος: Ήθη και έθιμα απ’ όλη την Ελλάδα

Ο Άγιος Γεώργιος, αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία «Μεγαλομάρτυρας» και «Τροπαιοφόρος» είναι ένας από τους πιο αγαπημένους αγίους σε ολόκληρο των χριστιανικό κόσμο. Θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς και στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα μας.
Ως εκ τούτου, συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και θρύλους, από τους οποίους ο σπουδαιότερος είναι αυτός που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και τη σωτηρία της βασιλοπούλας. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας δράκοντας φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα της Λιβύης και το άφηνε να τρέχει μόνο όταν έβρισκε έναν άνθρωπο για να φάει. Το θύμα του οριζόταν με κλήρο από τους κατοίκους της περιοχής, προκειμένου να έχουν νερό και ολόκληροι στρατοί είχαν πολεμήσει με το τέρας, χωρίς αποτέλεσμα.
Ο κλήρος έφερε και τη σειρά μιας βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνοντας το δράκο. Τα ελληνικά έθιμα που αναβιώνουν στη χώρα μας στη μνήμη του Αγίου, συνδέονται συνήθως με αυτή την ιστορία, αλλά και τη σχέση του Αγίου με τον στρατό.
Λατρεύεται ιδιαίτερα από τους Σαρακατσάνους (νομάδες της ηπειρωτικής Ελλάδας) αλλά και από Πομάκους της Θράκης. Στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του, στην Πρίγκηπο, χιλιάδες Τούρκοι προσέρχονται κάθε χρόνο να προσκυνήσουν την εικόνα του. Πολλοί είναι οι προσκυνητές και στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι, όπου διασώζονται κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, όπως ο Πατριαρχικός Θρόνος και ο Άμβωνας.
Ο Αϊ-Γιώργης ο Τροπαιοφόρος και Δρακοκτόνος συνδέεται επίσης με τη γεωργία και τον πολλαπλασιασμό: Το όνομα Γεώργιος είναι ελληνικό, προέρχεται από το ουσιαστικό «γεώργιον» που σημαίνει καλλιεργήσιμο και την περίοδο της εορτής του (23 Απριλίου) οι αγρότες σπέρνουν, εξ ου και η επωνυμία του «σποριάρης».
Αλλά ο Άγιος είναι και προστάτης των κτηνοτρόφων, διότι η εορτή του συμπίπτει με την εποχή που θα αφήσουν τα χειμαδιά και θα ανέβουν στα βουνά.
Η εορτή του σηματοδοτεί την αρχή της άνοιξης.
Προσωνύμια και γνωμικά
Πλήθος τα προσωνύμια του Αγίου είτε από ευλάβεια είτε από κάποιο θαύμα ή και από άλλη αιτία:
-ο Αέρις στο Όφι του Πόντου, παλαιά, όπου οι Τούρκοι τον έλεγαν Αέρτς, ο Ζαντών, δηλαδή Άγιος Γεώργιος ο τρελός, γιατί τους τιμωρούσε αφαιρώντας τους τα μυαλά.
-ο Αράπης ή Αρακλειανός (Ηρακλειανός), στη Θράκη, επειδή θαυματουργή εικόνα του βρισκόταν στην Ηράκλεια της Προποντίδας. Αράπη μάλιστα γιατί ο Άγιος παρουσιάζεται μαύρος σε αυτή την εικόνα, ανάγλυφη από μαύρη πέτρα, ή από σκληρό ξύλο.
-ο Κουδουνάς στην Πρίγκηπο, γιατί η εικόνα του Αγίου βρέθηκε από έναν βοσκό, καθώς ήταν σκεπασμένη από μια αρμαθιά κουδούνια σύμβολα της παραφροσύνης, την οποίαν όλοι πιστεύουν ότι θεραπεύει.
-στο Θησείο, ο Ακαμάτης, επειδή οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν να τελείται στην εκκλησία του Θεία Λειτουργία παρά μόνον στην εορτή του, στις 23 Απριλίου.
-ο Αϊ-Γιώργης ο Γοργός στην Καστοριά, γιατί σπεύδει ταχέως σε βοήθεια όσων τον επικαλούνται.
-ο Αϊ-Γιώργης Καππαδόκης, από τον τόπο καταγωγής του και πατρίδα του πατέρα του και Παλαιστίνιος, από τον τόπο καταγωγής της μητέρας του.
-ο Αϊ-Καλλάρης, στην Κάσο και Αϊ-Καβαλάρης, επειδή είναι έφιππος.
-ο Βάρδας, ο Γεωργιανός, ο Επιτειδιώτης, ο Καστρενός, ο Κιουρτζής, ο Κλεφτογρασιάς, ο Διασορίτης, ο Ζούρος, ο Κρασάς, ο Μεθυστής, ο Πέρσης, ο Σκυριανός, πολιούχος του νησιού, ο Φουστανελάς, πολιούχος των Ιωαννίνων, ο Φτωχός, ο Χατζής, ο Αϊ-Στρατηγός, ο Ψαροπιάστης, ο Φανερωμένος, ο Πεταλωτής.
Η γιορτή του συνδυάζεται με έθιμα χαράς και ευφορίας.
Ο αγιασμός των χωραφιών, τα κλαδιά της καρυδιάς στο κατώφλι του σπιτιού είναι έθιμα της γιορτής του, στην Αρκαδία. Οι Σαρακατσάνοι, στο όνομά του, παίρνουν το μεγαλύτερο όρκο τους και την ημέρα της γιορτής του θυσιάζουν το καλύτερο μαύρο κριάρι της στάνης τους, ενώ τη Λαμπρή άσπρο. Στην Αίγινα, το μοσχομυριστό χαμομήλι είναι τ’ Αϊ-Γιωργιού το λουλουδάκι. Στη Μακεδονία, ο μήνας Απρίλιος λέγεται Αγιγεωργίτης, στον Πόντο Αεργίτας.
Πλήθος τα γνωμικά και οι παροιμίες που αναφέρονται στον Άγιο.
«Αϊ-Γιώργη, βοήθα μου, σείε κι εσύ τα πόδια σου», λένε στην Κρήτη.
«Από τ’ Αϊ-Γιωργιού και πέρα δώσ’ του φουστανιού σου αέρα» λένε στη Μεσσηνία.
«Αϊ-Γεώρις να βοηθά σε», είναι γνωστή ευχή των Ποντίων οι οποίοι θεωρούν τον Άγιο σύμβολο της λεβεντιάς και της ανδρείας και αναφέρουν για ένα νέο και όμορφο παλληκάρι: «Ένα παλικάρι ίσια μ΄εκεί απάν’, έμορφον σαν τον Αέρτς».
Το έθιμο των «πεχλιβανίδων»
Στην Ξάνθη, στο δημοτικό διαμέρισμα Ολβίου, η ημέρα του εορτασμού του Αγίου Γεωργίου είναι γεμάτη από πολιτιστικά δρώμενα. Από το μεσημέρι μια ομάδα ντόπιων, κρατώντας τα παραδοσιακά όργανα νταούλι και ζουρνά, γυρνούν στις γειτονιές του χωριού, προσκαλώντας τους κατοίκους να παρακολουθήσουν του αγώνες πάλης. Νεαροί παλαιστές από διάφορα μέρη της βόρειας Ελλάδας, οι λεγόμενοι «πεχλιβανήδες», συγκεντρώνονται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο και παλεύουν, χωρισμένοι σε ζευγάρια.
Φορώντας δερμάτινο παντελόνι, που το μαζεύουν μέχρι τα γόνατα και το δένουν σφιχτά στη μέση, παλεύουν μέχρι να ρίξουν κάτω τον αντίπαλο. Νικητής ανακηρύσσεται ο παλαιστής που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον, με τρόπο ώστε να ακουμπήσει την πλάτη του στο έδαφος ή αυτός που θα μπορέσει να κατεβάσει το παντελόνι του αντιπάλου του. Τα χρήματα που μαζεύονται από το κοινό, δίνονται «μπαξίσι» σε αυτόν που θα νικήσει. Το έθιμο λέγεται ότι αναπαριστά τη μάχη του Αγίου Γεωργίου με τον δράκο και ήρθε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης.
«Δρακοκτονία»
Κάθε χρόνο στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου, στο Νέο Σούλι Σερρών γίνεται αναπαράσταση της νίκης του Αγίου στην πάλη του με τον δράκο. Δυο μαυροφορεμένες κοπέλες οδηγούν τη βασιλοπούλα, που σύμφωνα με το μύθο είχε κληρωθεί για να θυσιαστεί από το θηρίο, στην πλατεία του χωριού. Σε μικρή απόσταση τοποθετείται ένα ομοίωμα του δράκου. Αμέσως μετά καταφθάνει ο Άγιος Γεώργιος πάνω σε ένα λευκό άλογο και με το κοντάρι του σκοτώνει τον δράκο και σώζει την βασιλοπούλα και το χωριό. Ακολουθεί γλέντι με χορό, κρασί και παραδοσιακό φαγητό.
Ιπποδρομίες
Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας αγαπημένος Άγιος των Λημνιών, για αυτό και τιμάται ιδιαίτερα στην Ανατολική Λήμνο. Πλήθος κόσμου συμμετέχει κάθε χρόνο στην αναβίωση του εθίμου των ιπποδρομιών, που γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο χωριό Καλλιόπη και έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία. Προς τιμήν του Αγίου, οι κάτοικοι του χωριού ετοιμάζουν τα άλογα τους για τον αγώνα, ενώ οι καβαλάρηδες φορούν τιμητικά ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό τους. Τη διοργάνωση αναλαμβάνει ο Αθλητικός Ιππικός Εξωραϊστικός Σύλλογος «Κέρος» Καλλιόπης, με τη συνδρομή του Δήμου Λήμνου.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στις ιπποδρομίες συμμετείχαν δυο ομάδες, μια Χριστιανών και μια μουσουλμάνων, οι οποίοι σεβάστηκαν το έθιμο. Μόνο στον πόλεμο του ΄40 είχε σταματήσει το έθιμο για δυο χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν νέοι στο χωριό για να αγωνιστούν. Στις μέρες μας, οι κάτοικοι της Καλλιόπης και άλλων γειτονικών χωριών, εκτρέφουν και προπονούν άλογα, αποκλειστικά και μόνο για να λάβουν μέρος στις Ιπποδρομίες του Αγίου Γεωργίου. Ο νικητής στεφανώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και βραβεύεται με ένα συμβολικό ποσό. Αμέσως μετά ανοίγει το χορό στο πανηγύρι που διοργανώνεται στην πλατεία του χωριού.
«Πανηγυράκι»
Η Αράχωβα κάθε χρόνο, επί τρεις μέρες, γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο με το ξακουστό «Πανηγυράκι». Οι κάτοικοι της πόλης, κάθε ηλικίας, γιορτάζουν ντυμένοι με τις παραδοσιακές του φορεσιές, οι άντρες φορώντας φουστανέλα και οι γυναίκες τοπικά φορέματα. Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και σε κλίμα βαθειάς συγκίνησης πραγματοποιείται η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Γεωργίου στους δρόμους της πόλης. Κωδωνοκρουσίες και κανονιοβολισμοί γεμίζουν την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας ένα κλίμα ευφορίας.
Κατά τη διάρκεια των τριήμερων εορταστικών εκδηλώσεων, αναβιώνουν παλιά έθιμα, όπως αθλητικοί αγώνες και πάλη. Τις εντυπώσεις κλέβουν οι γέροντες, οι οποίοι αγωνίζονται στην ανάβαση του ανηφορικού δρόμου πάνω από την εκκλησία. Στο τέλος της γιορτής στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι στην αυλή της εκκλησίας και το γλέντι «ανάβει» με τους παραδοσιακούς ρουμελιώτικους χορούς.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας αγαπημένος Άγιος των Λημνιών για αυτό και τιμάται ιδιαίτερα στην Ανατολική Λήμνο.
Στο χωριό Ρεπανίδι βρίσκεται ο αρχαιότερος ναός της Λήμνου, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Αϊ Γιώργη και στο χωριό Καλλιόπη ήδη από τα χρόνια της τουρκοκρατίας τελούνται ιπποδρομίες προς τιμή του Αγίου. Μάλιστα στις ιπποδρομίες συμμετείχαν και Τούρκοιοι οποίοι τιμούσαν κι αυτοί τον Άγιο.
Οι Τούρκοι κάποτε ενώ γιόρταζαν το ραμαζάνι τους κι είχαν πάει στο τζαμί στον Αϊ Υπάτη έχασαν τα άλογα τους. Καλλιοπίτες τους τα είχαν κλέψει. Επειδή όμως οι Καλλιοπίτες δεν είχαν που να τα κρύψουν, πήγαν  στην παραλία του Κέρους, εκεί όπου υπήρχε ένα ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί άφηναν τα άλογα να τρέχουν ανά ομάδες.
Πηγή: news.gr, ΑΠΕ

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ στὴ λαϊκὴ ποίηση

Ἀνδρέας Δρόσος
Ἡ λαϊκὴ ποίηση, καθὼς ξέρουμε συμπεριέλαβε στὸ μεγάλο κύκλο της καθετί, ποὺ τῆς κινοῦσε ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον, δηλαδὴ τὴ χαρά, τὴ λύπη, τὸν ξενητεμό, τὴν πατρίδα, τὴ Μάνα κλπ. Μ᾿ ἕνα λόγο, αὐτή, ἀπασχολήθηκε ἀνοιχτὰ μὲ κάθε ἀξιοπρόσεχτη ἐκδήλωση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ θάταν ὄχι μόνο ἄδικο κι᾿ ἀνίερο, ἀλλὰ καὶ σοβαρὸ μειονέχτημά της, ἂν δὲν πρόσεχε καὶ δὲν τραγούδαγε τόσο λυπητερὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀπ᾿ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἢ μᾶλλον τὰ μοιρολόγια γύρω ἀπ᾿ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, τὸ πιὸ μεγάλο κι᾿ ἀξιόλογο εἶν᾿ αὐτό, ποὺ θὰ δοῦμε παρακάτω καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι διαδωμένο σ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος μὲ μεγάλες ἢ μικρὲς παραλλαγές.
Μὰ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ποιητής του ἣ ἂν ἦταν πολλοὶ καὶ πάνω-κάτω σὲ ποιὰ ἐποχὴ ποιήθηκε, ὅλ᾿ αὐτά, παραμένουν βουτηγμένα στὸ σκοτάδι τῆς ἀβεβαιότητας. Πάντως, νομίζουμε, πὼς εἶναι προϊὸν εὐαίσθητης γυναικείας, μᾶλλον, ψυχῆς τοῦ παλιότερου καιροῦ. Καὶ τοῦτο εἶναι φυσικό. Ἡ γυναίκα, μὲ τὴ θρησκοληψία καὶ τὴν εὐπάθεια, ποὺ τὴ διακρίνουν, θἄνοιωσε ἀληθινὰ μέσ᾿ στὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς της μεγάλο πόνο καὶ φρίκη γιὰ τὴν ἀχαριστία τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴ Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι μπόρεσε κι᾿ ἔδωσε μία τέτοια λυρικότητα, δραματικότητα καὶ πάθος σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ δημιούργημά της.
Σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς Ἠλείας κάθε Μεγάλη Παρασκευὴ τὰ γυναικόπαιδα κάθονται σταυροχεριασμένα ὁλόγυρα στὸν «Ἐσταυρωμένον» καὶ μὲ πληγωμένη τὴν καρδιά τους ἀπ᾿ τὴ θλίψη λένε τὸ παρακάτω μοιρολόγι, σκορπώντας ὁλόγυρά τους μιὰ καταιγίδα πίκρας κι᾿ ἐσωτερικῆς συντριβῆς. Κι᾿ ὁ σπαραχτικὸς ἀντίλαλός του κάνει καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιὰ νὰ ραγίσει καί, γιομάτη δέος, νὰ μπεῖ βαθειὰ στὸ μεγάλο νόημα τῶν Παθῶν τοῦ Θεανθρώπου!
Καθὼς εἶναι γραμμένο πιὸ κάτω, ἔτσι εἶναι γνωστό, στὴν Ἤλιδα κι᾿ ἔχει, ἴσως, τοὺς περισσότερους στίχους ἀπὸ κάθε ἄλλη περιφέρεια:
Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται,
σήμερα ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι᾿ οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν Ἀφέντη Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβει δεῖπνον μυστικὸν γιὰ νὰ τὸν λάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τοὺς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιᾶ τὸν πάνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλὴ ἐκεῖ τὸν τὸν τυραγνᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτιάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τά ῾φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δυὸ στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δυὸ στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθει ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσει,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατί-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μέσ᾿ στοῦ ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅϊγιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστῆ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχεις χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἅγια Σοφία μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστεῖ Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο μὲς ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό