Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 - ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Στις 25 Μαρτίου 1821, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση ενάντια στην τουρκική σκλαβιά που κρατούσε την Ελλάδα δέσμια για 400 χρόνια. Ήταν η εποχή εκείνη που ωρίμασαν οι συνθήκες και οι καταστάσεις για το ξεσήκωμα του ελληνισμού. 

Η επανάσταση ξεκίνησε από τα νότια διαμερίσματα του ελλαδικού χώρου επειδή εκεί υπήρχαν πολλοί εμπειροπόλεμοι άνδρες και πλούσια ναυτική δύναμη ώστε να επιτευχθεί ένα δυναμικό χτύπημα από στεριά και θάλασσα.  Γύρω στα μέσα του Μαρτίου του 1821 σημειώθηκαν σποραδικά επεισόδια εναντίον των Τούρκων και το τρίτο δεκαήμερο του ίδιου μήνα εκδηλώθηκαν οι πρώτες συλλογικές επαναστατικές πράξεις: Στις 21 στα Καλάβρυτα, στις 22 στη Μάνη, στις 23 στην Καλαμάτα και στις 24/25 στην Πάτρα και σ’ όλες σχεδόν τις επαρχίες της Πελοποννήσου καθώς και σε άλλες περιοχές (Σάλωνα, Γαλαξίδι, Λειβαδιά, Αταλάντη). Τον Απρίλιο η επανάσταση απλώθηκε στις Σπέτσες, στα Ψαρά, στην Ύδρα, στην Κάσο, στη Μύκονο, στην Αττική και σε άλλες περιοχές. Στους επόμενους μήνες η επανάσταση απλώθηκε και στις υπόλοιπες περιοχές.
Ως ημέρα κήρυξης της Επαναστάσεως αναγνωρίζεται επίσημα η 25η Μαρτίου. Εκείνη τη μέρα συγκεντρώθηκε στην Αγία Λαύρα μεγάλο πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε και κήρυξε το ξεκίνημα του επαναστατικού αγώνα. Εκεί, παρουσία προκρίτων και οπλαρχηγών, υψώθηκε το λάβαρο του αγώνα και δόθηκε ο όρκος «Ελευθερία ή θάνατος», ενώ οι πολεμιστές κρατούσαν γυμνά τα σπαθιά τους και τα καριοφίλια βροντούσαν.
Έκτοτε, η 25 Μαρτίου γιορτάζεται από όλους τους Έλληνες και συνηθίζεται να παρουσιάζει η κάθε περιοχή τις δυνάμεις της, τους νέους και τμήμα του στρατού, που παρελαύνουν σε ανάμνηση της τότε συγκέντρωσης του στρατού και της λαμπρής εκείνης ημέρας που οι σκλαβωμένοι Έλληνες έπαψαν να είναι ραγιάδες.

Στις 25 Μαρτίου εορτάζουμε επίσης τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. 
Την χαρμόσυνη δηλαδή είδηση, που έφερε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παναγία, ότι μέσω αυτής θα ενσαρκωθεί ο Υιός του Θεού. «Ιδού νυν ευαγγελίζομαι χαράν μεγάλην» της είπε ο Αρχάγγελος.  Όταν η Παναγία ρώτησε πώς είναι δυνατόν να τεκνοποιήσει χωρίς άνδρα, ο Αρχάγγελος της απάντησε ότι το Άγιο Πνεύμα θα έρθει σε εσένα και με την δύναμη του Υψίστου θα συντελεστεί η ενσάρκωση του Υιού του.  
Έτσι η Μαρία συνέλαβε τον Υιό και λόγο του Θεού, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος με την εκούσια θυσία και τον μαρτυρικό «θάνατό» του, έσωσε το ανθρώπινο γένος από τον αιώνιο θάνατο, στον οποίο είχε οδηγηθεί μετά από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο.   
Το απολυτίκιο της γιορτής λέει:
«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και τού απ’ αιώνος μυστηρίου ή φανέρωσις ο Υιός τού Θεού Υιός τής Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν, Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.»
Δηλαδή:
«Σήμερα είναι η κυριότερη μέρα της σωτηρίας μας και η φανέρωση του Μυστηρίου, που ήταν από πολλά χρόνια κρυμμένο: Ο Υιός του Θεού θα γίνει άνθρωπος, Υιός τής Παρθένου Μαρίας και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα φέρνει. Γι’ αυτό κι εμείς μαζί μ αυτόν ας πούμε ζωηρά στην Παναγία: Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου.»
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Εκκλησίας μας. Είναι μέρα χαράς και αγαλλίασης. Η Εκκλησία επιτρέπει την βρώση ψαριών ακόμα και αν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου «πέσει» μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα. Η ημέρα αυτή είναι και ημέρα αργίας. Η παράδοση λέει ότι αυτήν την ημέρα ούτε τα χελιδόνια δεν χτίζουν τις φωλιές τους.
infokids.gr

Γιατί τρώμε μπακαλιάρο κάθε 25η Μαρτίου;

Ο βακαλάος, μπήκε στο τραπέζι μας τον 15ο αιώνα και...απέκτησε τη δική του θέση στο εθνικό μας εδεσματολόγιο.... Παρόλο που η περίοδος της Σαρακοστής αποτελεί παράλληλα και περίοδο νηστείας, η εκκλησία, επέτρεψε να υπάρχουν δυο ημέρες όπου θα επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού. Μία από αυτές τις γιορτές είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, όπου παραδοσιακά συνηθίζεται εκείνη την ημέρα να τρώμε μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Η δεύτερη ημέρα εξαίρεσης της νηστείας είναι η Κυριακή των Βαΐων.
 

Γιατί όμως καθιερώθηκε ο μπακαλιάρος και όχι κάποιο άλλο ψάρι; Παλιά, όσοι ζούσαν σε παραθαλάσσιες περιοχές, δεν είχαν πρόβλημα να τρώνε φρέσκα ψάρια σε καθημερινή βάση. Για τον ορεινό πληθυσμό όμως, η μεταφορά του ψαριού αντιμετώπιζε προβλήματα, μιας και δεν υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς του φρέσκου ψαριού πριν αυτό αλλοιωθεί. Όταν λοιπόν εισήχθηκε ο μπακαλιάρος τον 15ο αιώνα, ήταν ιδανικός, γιατί ήταν ένα φτηνό ψάρι το οποίο μπορεί να διατηρηθεί και εκτός ψυγείου με τη χρήση αλατιού.
 http://www.fimes.gr/

Χαλβάς Φαρσάλων



Χαλβάς Φαρσάλων
3 φλιτζάνια Νισεστέ
4 φλιτζάνια ζάχαρη
1 φλιτζάνι λάδι
1 φλιτζάνι αμύγδαλα
6 φλιτζάνια νερό


Σε κατσαρόλα βάζουμε το λάδι να κάψει και προσθέτουμε τ’ αμύγδαλα και την ζάχαρη . Την διαλύουμε να ενοποιηθεί με το λάδι και όταν πάρει ένα καστανό σκούρο χρώμα τραβάμε την κατσαρόλα από την φωτιά και ρίχνουμε μέσα το νισεστέ πού εντωμεταξύ το έχουμε διαλύσει  με 6 ποτήρια  νερό  .
Ανακατεύουμε καλά να  ενωθούν τά υλικά και απλώνουμε το μίγμα σε ταψάκι . Το πασπαλίζουμε με ζάχαρη και το βάζουμε στο φούρνο για 10-15 λεπτά στους 200΄ βαθμούς  στο γκρίλ  να λειώσει και να κρυσταλλώσει η ζάχαρη.  Μπορούμε να κρυσταλλώσουμε την ζάχαρη και με καμινέτο αν διαθέτουμε.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, ΟΙ ΚΟΥΝΙΕΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ...

15Με στόμα ανύπαρκτο -λόγω της νηστείας- με τα χέρια σταυρωμένα -λόγω της προσευχής- και με ποδαράκια επτά -να συμβολίζουν τις επτά βδομάδες απ'τις Απόκριες μέχρι την Ανάσταση- η κυρά Σαρακοστή υπήρξε, τρόπον τινά, η "βασίλισσα" του νηστίσιμου Σαραντάμερου (ουσιαστικά πενηνταήμερου όμως) που ξεκινά την Καθαρά Δευτέρα. Επικράτησε η συμβολική ονομασία Σαρακοστή, σε αναλογία με το σαρανταήμερο που νήστεψε ο Χριστός στην έρημο μετά τη βάφτισή του, όμως, καθώς συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν και η νηστεία της Μεγαλοβδομάδας, οι μέρες πλησιάζουν τις πενήντα. 
Ο λαογράφος μας Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει πως κάποτε "τις τρεις πρώτες μέρες η νηστεία ήταν απόλυτη. Ούτε ψωμί ούτε νερό! Συνήθως γυναίκες, νέες και γριές, τηρούν το "τριήμερο" και αυτές τις τιμούν με το να τους παραθέτουν την Καθαρά Δευτέρα τραπέζι με ειδικά φαγητά (καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι) και με την προσφορά δώρων (μαντίλια, μαξιλαρόπανα, κτλ)." Ο Φίλιππος Βρετάκος, όμως, ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των") παραθέτει και μια διευκρινιστική φράση του Δ.Καμπούρογλου ("Ιστορία των Αθηνών"), πως "μόνον σαν εβουτούσε ο ήλιος έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι με νερό, όσα για ζωή". 
Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας "άλλοτε, που έλειπαν τα ημερολόγια και ήθελαν να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οι άνθρωποι του λαού είχαν βρει ένα εύκολο μέσο' παρίσταναν τη Σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί κι εσχεδίαζαν με το ψαλίδι μια γυναίκα. Η κυρά Σαρακοστή δεν έχει στόμα, γιατί είναι όλο νηστεία' τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές. Έχει 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο κόβουμε κι ένα πόδι. Το τελευταίο πόδι το κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο, το βάζουμε μέσα σ'ένα ξερό σύκο ή καρύδι κι όποιος το βρει του φέρνει γούρι! (Χίος)

Στον Πόντο:
 
παίρνουν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, μπήγουν επάνω ακτινοειδώς 7 φτερά κότας, το δένουν από το ταβάνι και κρέμεται όλη τη Σαρακοστή. Μια μια βδομάδα που περνάει, βγάζουν από ένα φτερό. Λέγεται "κουκουράς" και είναι το φόβητρο των μικρών."
Άλλοτε, πάλι, κι αλλού, την κυρά Σαρακοστή την πλάθαν με ζυμάρι, γι'αυτό και μας έχει διασωθεί το τραγουδάκι:



Την Κυρά Σαρακοστή

που είναι έθιμο παλιό


οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν


με αλεύρι και νερό!


Για στολίδι της φορούσαν


στο κεφάλι της σταυρό


και το στόμα της ξεχνούσαν


γιατί νήστευε καιρό!


Και μετρούσαν τις ημέρες


με τα πόδια της τα εφτά


κόβαν ένα τη βδομάδα,


μέχρι να ρθει η Πασχαλιά!

Αναφέρει ακόμη ο Μέγας: "Τη Σαρακοστή επικρατούν και διάφορες συνήθειες κοινωνικής μάλλον μορφής, όπως η διανομή ειδικών φαγητών σε γείτονες και παιδιά, το τραγούδημα των ξένων, οι κούνιες, κτλ. Π.χ. στη Σινώπη συνηθίζεται το "ξινοφάι": ρεβίθια, φασόλια, κάστανα, σταφίδες, βράζονται πολύ, μαζί με πληγούρι ή κουρκούτι, ζάχαρη και πετιμέζι μελωμένο κι έπειτα τσιγαρίζονται με κρεμμύδι και λάδι. Το μοίραζαν τη Μεγάλη Σαρακοστή σ'όλη τη γειτονιά για ψυχκιό. Στην Αμοργό, μόλις μπει η Σαρακοστή ζυμώνουν και κάνουν ανθρωπάκια με μύτη, με στόμα, με μάτια και τα δίνουν στα παιδιά' αυτοί είναι οι Λάζαροι." 

Παρατηρούμε πως έθιμα, όπως τούτα τα λαζαράκια, αλλά και οι λαζαρίνες, που εξακολουθούν να επιζούν σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το Σάββατο του Λαζάρου, παλαιότερα λάμβαναν χώρα και καθ'όλη την περίοδο της Σαρακοστής. Ο Μέγας αναφέρει ακόμη: "Στα Βέντζια της Δ.Μακεδονίας από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι του Λαζάρου τα κορίτσια τραγουδούν το Λάζαρο. Μόλις εμφανιστεί ξένος στο χωριό, όλα τα κορίτσια, μικρά και μεγάλα, τον επισκέπτονται στο σπίτι όπου κόνεψε και τον τραγουδούν (τραγούδια της ξενιτιάς, εγκωμιαστικά, κλπ). Στην Κάρπαθο όλες τις Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής μέχρι των Βαϊων και τη γιορτή του Ευαγγελισμού οι κόρες κάνουν κούνια σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι και τραγουδούν τα "καλημεριστά", ήτοι δίστιχα εγκωμιαστικά των νέων, που ανεβαίνουν στην κούνια ή των ξενιτεμένων. Συγχρόνως οι προκαθήμενοι νέοι και νέαι παίζουν ένα παιγνίδι, το "στρόπο"' δηλαδή με μίαν χονδρήν μανδήλαν συνεστραμμένην ένας νέος κτυπά μίαν νέαν της αρεσκείας του όπου τύχη, έως ου αύτη στέρξη και ανοίξη το χέρι της και δεχθή εις την παλάμην τρία ισχυρά κτυπήματα. Η κόρη με την σειράν της κάμνει το ίδιον εις όποιον νέον θέλει, ιδία όποιον συμπαθεί. ("Σύμμεικτα Καρπάθου")  
Συχνές είναι τη Μεγάλη Σαρακοστή οι ολονυχτίες, οι αγρυπνίες στις εκκλησίες. Για τις αγρυπνίες αυτές τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι ξυπνούσαν από τον "Τουμπακάρη", που τριγύριζε στους δρόμους χτυπώντας τα τύμπανα. Ως ανταμοιβή έπαιρνε το Πάσχα κουλούρια, αυγά και τυρί. (Σκύρος)." 
Μας πληροφορεί ο Βρετάκος: "Εκάστην Τετάρτη και Παρακευή της Μεγάλης Σαρακοστής γίνεται λειτουργία, η οποία λέγεται των "Προηγιασμένων" ή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λέγεται δε ούτω διότι έχουν προηγιασθή τα δώρα από την λειτουργίαν του Σαββάτου ή της Κυριακής. Κατά τας ημέρας αυτάς των Προηγιασμένων, όσοι εκ των Χριστιανών επιθυμούν, δύναται να κοινωνήσουν." Σήμερα, σε μας τουλάχιστον τούτο γίνεται πλέον μια Τετάρτη ή Παρασκευή και όχι καθ'όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής. 
Όσο "ως προς το διατί επεβλήθη η νηστεία", ο Βρετάκος αναφέρει και την άποψη κάποιων που "υποστηρίζουν ότι επεβλήθη δια λόγους υγιεινής και όχι θρησκευτικούς προς αποτοξίνωσιν του ανθρωπίνου οργανισμού. Εις την επίρρωσιν της γνώμης των αυτής λέγουν: Η νηστεία ωρίσθη εις τοιούτον χρόνον εκάστης εποχής του έτους, ώστε τα φαγητά από τα οποία απέχει κατ'αυτήν ο άνθρωπος να δύναται να αντικαταστήση αυτά δι' άλλων τοιούτων της εποχής της νηστείας." 
Ακόμη καταγράφει πως: "Ο λαός όταν θέλη να χαρακτηρίση μίαν γυναίκα ως υψηλήν και αδύνατην, λέγει περί αυτής: "είναι σαν μακρυά Σαρακοστή ή Σαρακοστιανή" (κατ'αντίθεσιν προς την Πασχαλινήν, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της). Είς την Μεσσηνίαν έχουν την παροιμίαν "Από μπρος Σαρακοστή κι από πίσω Πασχαλιά" όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν μίαν γυναίκα ότι είναι άσχημη μεν, αλλά με πλούσια μαλλιά. Παρόμοιαν παροιμίαν είχον και οι Βυζαντινοί: "Από μπρος Τεσσαρακοστή και όπισθεν Πάσχα". "Φυσικά, εκτός όλων τούτων, κατά τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάλλονται οι "Χαιρετισμοί της Παναγιάς" (την τελευταία δε, ολόκληρος ο "Ακάθιστος Ύμνος"), ενώ το πρώτο Σάββατο, των Αγίων Θεοδώρων, θεωρείται κι αυτό "Ψυχοσάββατο".

Καλή Σαρακοστή!

firiki.pblogs.gr 
http://www.agioritikovima.gr/perizois/

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΜΑΡΤΗ;

«Μάρτης» ή «Μαρτιά»
Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Σε μερικές περιοχές ο Μάρτης φοριέται στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σαν δαχτυλίδι για να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του. Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους.
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία Μάρτινκα και στην Αλβανία ως Βερόρε. Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται Μαρτενίτσα. Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η Μαρτενίτσα λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία Μαρτιζόρ. Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός - Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι.
Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.
Βγαίνει ο κακός ο μήνας 
Μπαίνει ο καλός ο μήνας. 
Ο Φλεβάρης πάει φεύγει 
και το Μάρτη δε χωνεύει. 
Όξω ψύλλοι, ποντικοί. 
Μέσα Μάρτης και χαρά 
και καλή νοικοκυρά. 

Ο καημένος ο Φλεβάρης. Ο λαός τον έκαμε άσχημο και κουτσό γαϊδουροκαβαλάρη. Τα παιδιά τον συνοδεύουν, τον διαπομπεύουν στους δρόμους με τενεκέδες, φωνές και με τραγούδια σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Όξο βρε κουτσοφλέβαρε με τα πολλά τα χιόνια.
Να 'ρθει ο Μάρτης με χαρά και με τα χελιδόνια.

Ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της άνοιξης. Ο μήνας των χελιδονιών και των πελαργών. Ο μήνας της βλάστησης και των πρώτων λουλουδιών, μα και ο μήνας των μεγάλων αντιθέσεων και των απότομων μεταβολών. Για το λόγο αυτό δέχτηκε τα καταιγιστικά πυρά του λαού με απίθανα σκωπτικά κυρίως ονόματα. Βαφτίστηκε λοιπόν Κλαψομάρτης, Κλάψας, Πεντάγνωμος, Γδάρτης, Παλουκοκάφτης, Ανοιξιάτης και φυτευτής. Ονομάστηκε Κλαψομάρτης και Κλάψας, γιατί με τον συνήθως βροχερό του καιρό φαίνεται πως κλαίει. Ο Μάρτης στην αρχαιότητα ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου και η πρωτομαρτιά ήταν και πρωτοχρονιά. Σαν τέτοιος, αυτός ο μήνας έπρεπε να τιμηθεί ιδιαίτερα. Γι' αυτό και οι Ρωμαίοι τού δώσανε το όνομα Μάρτιους από το θεό Μαρς, δηλαδή Άρης, ο θεός του πολέμου και γενάρχης των Ρωμαίων. Ο Μάρτης δεν ήταν μόνο θεός του πολέμου, μα και των αέρηδων που φυσούσαν την άνοιξη και βοηθούσαν τη βλάστηση της γης και των χωραφιών. Οι αρχαίοι Έλληνες τον λέγανε Ελαφιβόλιονα, γιατί τότε γινόταν το κυνήγι των ελαφιών στην Ελλάδα. Οι κρητικοί τον λένε πεντάγνωμο για την αστάθεια και τις απότομες μεταβολές του. Η αστάθειά του είναι χαρακτηριστική. Μπορεί το πρωί να αρχίσει με ωραίες λιακάδες και ασυννέφιαστο ουρανό και ύστερα από λίγο να αρχίσει να θυμώνει, να κατσουφιάζει και να το γυρίζει στις βροχές και στα μπουμπουνητά. Γι' αυτό και οι άνθρωποι, ξέροντας αυτή την αδυναμία και την ιδιοτροπία, σου συμβουλεύουν: “Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα”. Στα παλιά χρόνια, υπήρχε ένα όμορφο γραφικό έθιμο που διατηρείται και σήμερα ακόμη. Το έθιμο της κλωστής του Μάρτη. Την παραμονή, συνήθως η γιαγιά του σπιτιού ετοιμάζει την κλωστή, κόκκινη και άσπρη. Τα παλιά χρόνια, μάλιστα, την στριφογύριζε και την περνούσε σε μια τρύπια δεκάρα, έκανε για όλους τους σπιτικούς, γυναίκες και μικρά παιδιά.

Η διαδικασία αυτή, το δέσιμο της κλωστής έχει βαθύτερο νόημα. Το άσπρο χρώμα συμβολίζει την αγνότητα και το δεσμό της οικογένειας, η δε κόκκινη συμβολίζει την αγάπη. Οι δυο μαζί κλωστές αποτελούν το δεσμό και την πίστη προς την θρησκεία. Οικογένεια και θρησκεία είναι δυο έννοιες στενά συνδεδεμένες. Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του απ' τη ρωμαϊκή εποχή, μετά πέρασε στους βυζαντινούς, όπου οι βυζαντινές πατρίκιες κρεμούσαν στο λαιμό τους σκόρδο κρεμμύδι και άλλα μικροπράγματα, καθώς και χρυσή αλυσίδα. Η κλωστή του Μάρτη δενόταν σε όλα τα μέλη της οικογένειας, στους μικρότερους φυσικά. Την κλωστή του Μάρτη την κρατούσαν εννιά μέρες. Την ενάτη την κρεμούσαν στα μπουμπουκιασμένα κλαδιά έξω απ' το σπίτι ή σε καμιά τριανταφυλλιά του κήπου. Πίστευαν ότι από εκεί θα την έπαιρνε ο πελαργός και τα χελιδόνια και θα την πήγαιναν στο Θεό και ο Θεός θα τους ανταπέδιδε αυτά που επιθυμούσαν. Έτσι τα μικρά παιδιά περίμεναν τα δώρα όλο το χρόνο. Άλλοι λένε ότι την κλωστή την κρατούσαν μέχρι τις 25 Μαρτίου, τη μεγάλη γιορτή, που έχει για τη Ρωμιοσύνη διπλό χαρακτήρα, διπλή σημασία, τη θρησκευτική και την εθνική. Την ημέρα αυτή βγάζουν την κλωστή απ' τα χέρια τους “τους μάρτηδες” και τους κρεμούν στα κλαριά για να τους πάρουν τα χελιδόνια. Ο λαός μας πιστεύει ακόμα απόλυτα πως με τον ερχομό της 25ης Μαρτίου μπαίνουμε πια επίσημα στην εποχή της άνοιξης και έρχονται και τα πρώτα χελιδόνια. Η κλωστή του Μάρτη είχε μεγάλη δύναμη και τους προφύλασσε απ' το μαύρισμα του ήλιου που καίει αυτό το μήνα παράξενα. Κι' αυτό είναι συνδεδεμένο με μια παλιά δοξασία των βυζαντινών, οι οποίοι πίστευαν ότι η άσπρη κλωστή συμβολίζει το πρωινό φως του ήλιου και η κόκκινη το μεσημεριάτικο ήλιο και οι δυο μαζί διώχνουν την καυτερή ηλιαχτίδα και έτσι προστατεύεται το πρόσωπο και ο λαιμός από το άρπαγμα του μαρτιάτικου ήλιου. Ακόμα, η κλωστή του Μάρτη είχε τη δύναμη να τους προστατεύει και από διάφορες αρρώστιες, ειδικά από τους πυρετούς. Γύρω από την όμορφη κλωστή αυτή του Μάρτη, υπάρχουν πολλοί ωραίοι θρύλοι. Μια παράδοση λέει ότι τους έφτιαχναν με τέχνη και τους κρεμούσαν σε κλώνους αμυγδαλιάς ή τριανταφυλλιάς, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν χαρμόσυνες στροφές. Άλλη παράδοση λέει ότι βγάζανε τον “Μάρτη” όταν αντίκρυζαν το πρώτο χελιδόνι και τραγουδούσαν.

Χελιδόνι μου γοργό,
που 'ρθες απ' την έρημο,
τι καλά μας έφερες;
Την υγειά και τη χαρά
και τα κόκκινα τ' αυγά.


Ο Μάρτης έχει και έναν ζεστό ήλιο, φοβερό, που καίει και τσουρουφλίζει. Η παράδοση λέγει πως ο ήλιος του Μαρτίου μαυρίζει το πρόσωπο και δημιουργεί στίγματα και λεκέδες. “Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει”. Οι κοπέλες, λοιπόν, έπρεπε να προφυλαχθούν, να μείνουν κρινόλευκες και γαλατένιες “Οπόχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δει”. Στις εννιά του Μάρτη είναι η γιορτή των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Στη συνείδηση του λαού μας ο αριθμός σαράντα λογαριάζεται σαν ιερός. Οι συνήθειες και οι προλήψεις την ημέρα αυτή, ανήμερα δηλαδή της γιορτής, παίρνουν και δίνουν όπως λένε. Έτσι ορισμένες νοικοκυρές θα φτιάξουν τις σαραντόπιτες. Πίτες με σαράντα φύλλα ή με σαράντα ειδών λάχανα Κι ακόμα σαράντα τηγανίτες, σαράντα είδη φαγητά με σαράντα ειδών χόρτα και όσπρια που μοιράζονται για την ψυχή των ζωντανών.

Σαράντα να φας, σαράντα να πιείς,
σαράντα να δωσ' για την ψυχή σ' “.

Η αιφνίδια αλλαγή του καιρού δηλώνεται εμφατικά με διάφορα ρητά:

Ο Μάρτης ως το γιόμα το ψόφησε κι ως το βράδυ το βρωμάει. Τον γάιδαρο τον σκουλικιάζει και τον ξεσκουλικιάζει. Ολ' οι μήνες τρώνε κρέας και ο Μάρτης κόκκαλα. Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης, λέγεται γιατί καίμε και τα παλούκια ακόμα, μιας και νομίζουμε πως τελείωσε ο χειμώνας και μαζί του τα ξύλα. Επειδή “ο Μάρτης δε λείπει απ' τη σαρακοστή” γι' αυτό για κάποιον ή κάτι που δεν το περιμένουμε αλλά έρχεται λέμε: “λείπει ο Μάρτης απ'τη σαρακοστή;”

Λέμε ακόμα για τον Μάρτη: Τον Μάρτη ξύλα φύλαξε, μην κάψεις τα παλούκια. Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει. Όλο το Μάρτη φύλαγε ως τις δέκα τ' Απρίλη. Από τις εννιά του Μάρτη, είν' η άδεια του φιδιού. Κάλλιο Μάρτης στις γωνίες παρά Μάρτης στις αυλές. Από Μάρτη καλοκαίρι κιαπό Αύγουστο χειμώνα. Όμως μηδ' ο Μάρτης καλοκαίρι, μηδ' ο Αύγουστος χειμώνας που, αν και φαινομενικά αντιφάσκουν, σημαίνουν ότι απ' τον Μάρτη αρχίζει να διαφαίνεται το καλοκαίρι και από τον Αύγουστο ο χειμώνας, πλην όμως ούτε Μάρτης είναι καλοκαίρι, ούτε ο Αύγουστος χειμώνας.
Τις καιρικές αλλαγές του Μάρτη, ο λαός της Μακεδονίας τις έκαμε παραμύθι:  

Ο Μάρτης είχε δυο γυναίκες. Η μια είναι όλο δροσιά, χαρά και ομορφιά και η άλλη φορτωμένη μ' όλη την ασκήμια του κόσμου. Όταν βλέπει την πρώτη του γυναίκα, χαμογελά και χαίρεται. Το γέλιο του το παίρνουν οι ηλιαχτίδες και το σκορπίζουν σ' όλο τον κόσμο. Όταν, όμως, κοιτάζει τη δεύτερη γυναίκα του, σκυθρωπιάζει και θυμώνει. Και την ανταριασμένη καρδιά του την παίρνουν τα σύννεφα και οι βοριάδες και την κάνουν χιόνια και βροχές. Σε κάποιο άλλο παραμύθι, ο Μάρτης έχει μία και μοναδική γυναίκα. Μια πεντάμορφη κόρη που το πρόσωπό της μοιάζει με το ολοφώτεινο πρόσωπο του ήλιου. Όποιος τη δει μαγεύεται. Όμως, η καημένη είναι κουτσή. Όταν ο Μάρτης την κοιτά καθιστή, χαίρεται και η καρδιά του γεμίζει ευτυχία. Όταν τη βλέπει όρθια να κουτσαίνει, γεμίζει λύπη και πόνο και συννεφιά.

Υπάρχουν και διάφορες άλλες παραδόσεις που τις αναφέρω παρακάτω.

Οι μήνες αποφάσισαν μια μέρα να βρουν ο καθένας και από μια γυναίκα για να μην είναι έτσι έρημοι και σκοτεινοί, χωρίς καμιά παρηγοριά στο σπιτικό τους. Όλοι έβαλαν προξενητάδες και ο καθένας βρήκε τη δικιά του. Ο Μάρτης, όμως, γελάστηκε και πήρε μια χανούμισα. Είχε μάθει πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες και γι 'αυτό παντρεύτηκε ανεξέταστα. Το τι έγινε, όμως, το βράδυ, δεν περιγράφεται. Η Τουρκάλα ήταν πάρα πολύ άσχημη και ο Μάρτης, μόλις εκείνη έβγαλε το γιασεμάκι, σηκώθηκε και έφυγε.

Άλλη παράδοση λέει τα εξής:

Κάποτε, οι 12 μήνες αγόρασαν ένα μεγάλο βαρέλι γεμάτο κρασί με 12 κάνουλες, μια για τον καθένα, κάθετα τοποθετημένες. Τότε, ο Μάρτης, επειδή ήταν γέρος και πονηρός, όπως φάνηκε στο τέλος, ζήτησε να του επιτρέψουν να χρησιμοποιεί την πρώτη από κάτω κάνουλα, πράγμα που έγινε. Ο Μάρτης κάθε μέρα πήγαινε σαν κύριος στο βαρέλι, άνοιγε την κάνουλά του και έπινε το κρασάκι του. Οι άλλοι μήνες καθυστέρησαν λίγο να αρχίσουν το κρασί. Όταν κάποτε πήγαν στο βαρέλι να πιουν και αυτοί, είδαν με έκπληξη ότι καμιά κάνουλα δεν έτρεχε κρασί. Σαν αίτιο θεώρησαν τον Μάρτη και τον ρωτούσαν: “Μάρτη, γιατί μας ήπιες το κρασί;” Δεν σας το ήπια εγώ, απαντούσε αυτός. Εγώ έπινα απ' τη δική μου κάνουλα. Οι δικές σας είναι σφραγισμένες”. Οι κουτοί μήνες, επί τέλους, κατάλαβαν την πονηριά του Μάρτη και αποφάσισαν να τον δικάσουν. Όταν του 'λεγαν πως θα τον δικάσουν και θα τον τιμωρήσουν, αυτός στενοχωριόταν και τότε ο καιρός γινόταν “λίαν νεφελώδης μετά βροχών και καταιγίδων...” όταν, όμως, οι άλλοι δεν του μιλούσαν σχετικά με το θέμα αυτό, αυτός χαμογελούσε ικανοποιημένος και τότε ο καιρός γινόταν “αίθριος” και ανέβαινε η θερμοκρασία.

Οι τελευταίες μέρες του Μάρτη λέγονται “τ'ς Μπάμπους οι μέρες” γιατί μια γριά τσομπάνισσα ξεγέννησε τις προβατίνες της μέχρι της 30 του μήνα με καλοκαιρία και νομίζοντας ότι ξεγέλασε τον Μάρτη, που είχε τότε 30 μέρες, αφού δεν έπαθαν τίποτα τα αρνάκια της, τον κορόιδευε.

Όμως, ο Μάρτης θύμωσε για την προσβολή της γριάς και έκλεψε μια μέρα απ' τον Φλεβάρη (που έμεινε κουτσός) για να την εκδικηθεί. Η 31η λοιπόν του Μάρτη ήταν σωστή θεομηνία. Χιονοθύελλες και παγωνιές σάρωσαν τη φτωχή γριά, την μπάμπω, και δεν έμεινε ούτε πρόβατο, ούτε προβατίνα.

Πέρα από τα ήθη και τα έθιμα, ο λαός έθεσε τον Μάρτη στα τραγούδια του, στους έρωτές του, στα κατορθώματά του, στη λεβεντιά του.

Π' ανάθεμά σε Παχνιστή Γενάρη και Φλεβάρη.
Και συ Μαρτούλη θλιβερέ που κάνεις το χειμώνα.
Δεν σκέφτεσαι την κλεφτουριά και τα παλικαράκια.
Τα γέλασες τα πλάνεψες με τον λαμπρό τον ήλιο,
και βγήκαν πάνω στα βουνά στους πάγους και στα χιόνια.
Το Μάρτη να μην χαίρεστε και βγάνετε τις κάπες,
πότε γελάει και ξαστερών και πότε ανταριάζει.


Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης
Σιάτιστας – Λαογράφος

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Το φίδι ο προστάτης του σπιτιού

Η γριά Διαμάντω, καμιά εξηνταπενταριά χρονώνε, χήρα τώρα κάπου δεκατρία χρόνια, σηκώθηκε αχάραγο, έριξε δυο τρεις χούφτες νερό στα μούτρα της, να ξετσιμπλιάσει τα μάτια της, και να ξυπνήσει. Αφού νίφτηκε και σκουπίστηκε με την μπροστοποδιά της, βούρλιασε και το μαντήλι της γύρω από το κεφάλι της, να κρύψει τα ξέπλεκα μαλλιά της και βάλθηκε βιαστικά να μάσει τ’ ανάχλια της, να τα φορτώσει στο βασταγούρι, για να κατηφορίσει στο εξοχικό κάτου στην Ποταμιά.
Αφού τα συγύρισε, έβαλε ανάρριχτα την μπόλκα της, τα φόρτωσε τον γαϊδουράκι της, έπιασε το καπίστρι στα χέρια της και κατηφόρισε για Ποταμιά. Μέχρι να ξημερώσει, είχε φθάσει όξω από το παλιόσπιτο που είχανε κάτου στην Ποταμιά. Το είχε κτίσει ο μακαρίτης ο πατέρας του πεθερού της. Βλέπεις τα παλιά χρόνια, ξωμάχοι τότε, μένανε χειμώνα καλοκαίρι, εκεί που είχανε τα ζωντανά και τις δουλειές τους και είχανε τα κονάκια κοντά στις στάνες τους. Το σπίτι ετούτο, ήτανε ένα δίπατο παλιό, έμοιαζε σαν αρχοντικό στη μέση στον λάζο. Αφού ξεφόρτωσε τον γάιδαρο τον ξεσαμάρωσε και τον έδεσε πιο πέρα για να φάει τα γαϊδουράγκαθα και να ρίξει κάτου τα ξερόχορτα.
Η γριά Διαμάντω, άνοιξε το σπίτι και τα δυο παραθύρια,  για να αεριστεί και να φύγει η μυρουδιά της μούχλας και κλεισούρας. Πήρε κι ένα ξινάρι και άρχισε να κόβει τα λιγοστά χορταράκια που ήσαντε φυτρωμένα γύρω- γύρω και στην αυλή που την ίσκιωνε μια μεγάλη γέρικη καρυδιά.

Έδωκε πήρε, μέχρι το απόγιομα το σπίτι ήτανε στην τρίχα, καθαρό ταχτοποιημένο, λες και μπήκανε μια ντουζίνα νοικοκυράδες να το συγυρίσουν.
Μόλις αποτέλειωσε τις δουλειές, της έστρωσε το  σοφρά της και έβγαλε λίγο ψωμάκι από το τράστο και τυράκι και κάνα δυο ντομάτες και ένα κρεμμύδι από το περιβόλι και έκατσε κάτου να κολατσίσει.
Το απόγιομα, έβγαλε λίγη γλίνα από ένα κόψιμο του λαγκαδιού και πασάλειψε λίγο τα χείλα ενός παλιόφουρνου, που είχαν αρχίσει και ξεφτίζανε, για να φουρνίζει κανένα καρβέλι ψωμί όσο καιρό θα μένανε στην Ποταμιά.
Αφού διανυχτέρεψε στο εξοχικό της, η γριά Διαμάντω την άλλη ημέρα πάλι μόλις ξύπνησε βάλθηκε να περιποιηθεί και το περιβόλι της, να σκαλίσει, να ποτίσει, να βοτανίσει κανένα παλιοχόρταρο και να ποτίσει το βασταγουράκι της.
Κάποια στιγμή, καθώς πάλευε με τις δουλειές, άκουσε από μακριά παιδικές φωνές χαρές και γέλια. Παράτησε το ξινάρι της και έσαξε κατά το σπίτι να ιδεί τι γίνεται. Να τα εγγόνια τη έρχονταν μαζί με τους γονιούς τους. Μπροστά αυτά τρέχοντας και παίζοντας και πίσω ο πατέρας τους με την μάνα τους και τ’ άλογο φορτωμένο με σκουτιά και κουβέρτες. Μόλις φθάσανε τα παιδιά στο σπίτι, πήγανε κατευθείαν στην κούνια, που είχε κρεμάσει η γριά Διαμάντω κάτω από την καρυδιά.
Ο Ζήσης ο γιος της και η Ξάκω η νύφη της, απολυθήκανε να κάνουνε διάφορες δουλειές και να ετοιμάσουνε τον χώρο όσο πιο καλύτερα γινότανε για να ξεκαλοκαιριάσουνε.
Το απόγιομα μετά το φαγητό, η γριά Διαμάντω, έστρωσε ένα στρωσίδι από κάτω από μια γέρικη μουριά και πλάγιασε να ξαποστάσει λίγο το κουρασμένο κορμί της. Ο Ζήσης με την Ξάκω πήρανε τα σκαλιστήρια και πήγανε να σκαλίσουνε λίγο αραποσίτι που είχανε σπείρει για τα ζωντανά τους.
Σε κάποια στιγμή μέσα στην ησυχία της ρεματιάς, ακουστήκανε παιδικές στριγκλιές από το σπίτι. Τα παιδιά φώναζαν φοβισμένα. Η γριά Διαμάντω αν και γερασμένη, πετάχτηκε σαν το ελατήριο, από το στρωσίδι της και ζύγωσε κοντά στα πιτσιρίκια, να ιδεί τι συμβαίνει.
Τα παιδιά καθώς κουνιαριζόσαντε είδανε ένα μεγάλο φίδι να μπαίνει μέσα στο σπίτι από την ανοικτή πόρτα. Η γριά Διαμάντω, τα ησύχασε και τα έδιωξε από την καρυδιά, λέγοντάς τους να πάνε πιο πέρα στην Μουριά και να παίξουνε. Αμέσως έφθασε και ο Ζήσης με την Ξάκω αλαφιασμένοι και οι δυο τους.
Η γριά τους είπε για το φίδι που μπήκε μέσα στο σπίτι. Αυτοί  αμέσως βαλθήκανε να βρούνε τρόπο να σκοτώσουνε το φίδι. Η γριά τους πρότεινε να βάλουν λίγη θειάφι και να κάψουν κανένα παλιοπάπουτσο για να βρωμίσει και να φύγει το φίδι από το σπίτι. Ο Ζήσης έκαμε ότι του είπε η γριά και αφού άναψε φωτιά, έβαλε κάμποσα κάρβουνα απάνου σε ένα τσίγκο μέσα στο σπίτι και έριξε λίγο θειάφι και έβαλε κι ένα παλιοπάπουτσο να καπνίζει μέχρι να βρωμίσει το φίδι.
Δεν πέρασε κάμποση ώρα, όταν ένα τεράστιο φίδι, έκανε την εμφάνισή του, μέσα από την πόρτα και σαν μισοζαλισμένο έσαξε κατά την γράνα, που ήταν γιομάτη βατουκλιές με καλάμια. Ο Ζήσης άρπαξε την αξάλη του και το κυνηγούσε να το σκοτώσει. Όμως δεν το πρόλαβε διότι η γριά τον εμπόδισε, ηθελημένα λέγοντας ότι είναι κακό να σκοτώσεις το σπιτόφιδο. Το είχε σε κακό να το σκοτώσει, σύμφωνα με τις παραδόσεις που γνώριζε, το φίδι θεωρούταν ένας καλός φύλακας για το σπίτι. Ο Ζήσης πέταξε μερικές πέτρες μέσα στην γράνα για να βγει το φίδι, αλλά άδικα, χάθηκε λες και άνοιξε η γης και το κατάπιε.
Περάσανε καμιά εικοσαριά ημέρες και η ζωή στην ποταμιά κυλούσε ήσυχα. Ένα μεσημέρι κατά τα τέλη του Αλωνάρη, τα παιδιά το καταμεσήμερο, παίζανε μέσα στο σπίτι σ’ ένα  παλιό ξύλινο κρεβάτι, η γριά Διαμάντω ήτανε ξαπλωμένη πιο πέρα στην μουριά, ενώ η Ξάκω σκούπιζε την αυλή, όταν ξαφνικά άκουσε φωνές μέσα από το σπίτι. Παράτησε το σάρωμα και μπήκε μέσα να ιδεί τι συμβαίνει και ξεφωνίζουν τα παιδιά.
Πάλι το «καταραμένο» όπως έλεγε το φίδι, έχει κρεμαστεί από το πατερό και απειλούσε τα παιδιά σφυρίζοντας. Έφθασε και η γριά Διαμάντω και χωρίς να  χάσουν καιρό, βουτήξανε τα παιδιά και τα βγάλανε έξω από το σπίτι. Ο Ζήσης εκείνη την ημέρα έλειπε, είχε πάει ν’ αλέσει στο μύλο κάμποσο γέννημα και δεν είχε γυρίσει ακόμη.
Η γριά Διαμάντω, άρπαξε ένα καλάμι να βαρέσει το φίδι να το μουδιάσει  και να το κατεβάσει από το πατερό. Εκείνο όμως ήτανε αγριεμένο και απειλούσε την γριά, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του και πραγματοποιούσε επιθέσεις εκτινάσσοντας   το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το μέρος της γριάς. Μια το φίδι, μια η γριά κανείς δεν έκανε πίσω. Η γριά από την μια δεν ήθελε να το σκοτώσει, αλλά όπως έδειχνε και το φίδι δεν είχε διαθέσεις άγριας επίθεσης. Μετά από λίγο το φίδι ξέφυγε από το πατερό έπεσ’ επάνω στο ξυλοκρέβατο και αγριεύοντας επιτέθηκε στην γριά. Αυτή από τον φόβο της, βγήκε έξω και τραβήχτηκε προς την καρυδιά. Το φίδι ήτανε έξω μπροστά στο πορτόξυλο λες και ήταν φύλακας πορτιέρης.
Τα παιδιά με την μάνα τους κουβαριασμένα, κοιτάγανε από  μακριά την μάχη που έδινε η γριά. Σε μια στιγμή άρχισε η γη να ταρακουνιέται. Τα παιδιά τα χάσανε, κιτρινίσανε και πέσανε στην αγκαλιά της μάνας τους. Η γριά Διαμάντω κι αυτή τα έχασε, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ούτε καν τι γινότανε όταν είδε το σπίτι να ταρακουνιέται και να πέφτει συθέμελα. Μέσα σε λίγα λεπτά, το σπίτι, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες και ξύλα και ο μπουχός κατάκλυσε γύρω- γύρω το σπίτι και έφθασε μέχρι και την μουριά, που βρισκόταν καμιά πενηνταριά οργιές παρέκει.
Μόλις κατάκατσε ο κουρνιαχτός, η Ξάκω με την γριά Διαμάντω, ζυγώσανε κοντά για να δούνε τι έχει απομείνει. Στο πορτόξυλο βρήκανε το φίδι κομμένο στα δύο να τανιέται να επιβιώσει, το είχε πλακώσει μια μεγάλη πέτρα από τα ερείπια του σπιτιού. Η γριά Διαμάντω, μόλις το είδε έκανε τον σταυρό της και ευχαρίστησε τον Θεό, αλλά και το φίδι που συνέβαλε με τον τρόπο του, να σωθούν τα εγγόνια τους.
Το φίδι είχε εκτελέσει την μοιραία αποστολή του, ο φύλακας του σπιτιού είχε πληρώσει με την ζωή του για να σώσει τα παιδιά.
Σε λίγο έφθασε και ο Ζήσης από τον μύλο κατάκοπος καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει. Μόλις η γριά με την Ξάκω του εξιστόρησαν τα γεγονότα o Ζήσης έβγαλε την σκούφια του, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του, κοίταξε προς τον ουρανό και έκανε τον σταυρό του, ευχαριστώντας τον Θεό που του έσωσε την οικογένειά του.
Ζύγωσε εκεί που βρισκόταν πλακωμένο το φίδι, σήκωσε την πέτρα που είχε πλακώσει και το τράβηξε να το ξεπαγιδεύσει. Εκείνο δεν κινούταν καθόλου, ήταν νεκρό ακίνητο στο χώμα, σαν ένα κομμάτι από σχοινί. Η γριά Διαμάντω πήρε ένα κλαδευτήρι και έκοψε την άκρη της ουράς του, στην συνέχεια την κέρωσε και την κρέμασε στο αχούρι, για φυλαχτάρι. Ο Ζήσης παρά την μεγάλη στεναχώρια που τον βρήκε για το πέσιμο του σπιτιού, άνοιξε μια γούβα με το ξινάρι του και έθαψε το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, κοντά στο γκρεμισμένο σπίτι.
Μετά από λίγο μαζέψανε τα πράγματά τους ότι ήτανε πρόχειρο, τα φορτώσανε στα ζά τους και φύγανε για το χωριό να ιδούνε και τι ζημιές που θα γίνανε από το σεισμό στο σπίτι και στο χωριό τους.
 Συντάχθηκε απο τον/την Ηλία Τουτούνη  
Ανάχλια, τα = τα εργαλεία κουζίνας, (κατσαρόλα, τηγάνι, πυροστιά, μαχαίρια πιρούνια κ.λπ.).
Αξάλη, η = γεωργικό εργαλείο με ξύστρα στην άκρη, με το οποίο ο γεωργός κέντριζε τα ζώα που όργωναν, να προχωρήσουν και με την ξύστρα έξυνε και απάλλασσε τ’ αλέτρι από τα βαριά λασπερά χώματα.
Αχούρι, το = ο στάβλος.
Βασταγούρι, το =  το γαϊδουράκι.
Βούρλιασε, = έφτιαξε αρμαθιά, (εδώ δίπλωσε το μαντήλι στο κεφάλι της).
Κουρνιαχτός, ο = η σκόνη.
Λάζος, ο = μικρή εκχερσωμένη έκταση στο μέσον δασώδους έκτασης.
Μπόλκα, η = χονδρή ζακέτα.
Πατερό, το = κεντρικό χονδρό ξύλο της σκεπής.
Ποταμιά, η = τοποθεσία.
Πορτόξυλο, το = το κάτω ξύλο του κασώματος που στηρίζεται η πόρτα. 

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό