Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Τά Ονόματα τής Παναγίας

Θεοτοκονύμια στην Ορθόδοξη παράδοση αποκαλούμε, τα τιμητικά προσωνύμια που αποδίδει η εκκλησιαστική και λαογραφική παράδοση στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στην σελίδα αυτή, μπορείτε να διαβάσετε τα θεοτοκονύμια της Παναγίας μας, σε ποιες περιοχές βρίσκονται και πότε εορτάζουν.

 


Έναν πλήρη κατάλογο (όσο αυτό είναι δυνατόν) με τις Συνάξεις της Θεοτόκου στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μπορείτε να βρείτε  από την αλφαβητική αναζήτηση 

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Γιατί ευλογούνται τα σταφύλια την Εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος; (6 Αυγούστου)



Γ. Σκαλτσή, Καθηγητου Α.Π.Θ - Απόσπασμα
…Η ΕΥΛΟΓΙΑ τῶν σταφυλιῶν κατὰ τὴ Μεταμόρφωση κατανοεῖται μέσα ἀπὸ τὶς θεολογικές, ἀνθρωπολογικὲς καὶ κοσμολογικὲς διαστάσεις τῆς ἑορτῆς αὐτῆς.
῾Ο Κύριος «ἡμέρας ἓξ» ἢ «ὡσεὶ ἡμέρας ὀκτώ», μετὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Πάθους Του, «εἰς ὄρος ὑψηλόν… μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν (Πέτρου, ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου), καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἢλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς».
Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου,ἀλλὰ καὶ ὁ κυρίαρχος τῶν ἐσχάτων. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἄμπελος «ἐν οὐρανοῖς μὲν ἔχουσα τὴν ρίζαν, ἐπὶ γῆς δὲ τὰ κλήματα·ἄμπελος κλαδευομένη τὸ σῶμα, ἀλλ᾿ οὐ τὴν ρίζαν· ἄμπελος μετὰ τρίτην ἡμέραν τοῦ κλαδευθῆναι βλαστάνουσα τὸν βότρυντῆς ἀναστάσεως».
Εἶναι φυσικό, λοιπόν, μὲ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου νὰ φωτίζεται καὶ νὰδοξάζεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
σταφύλια Η μεταμόρφωση του Σωτήρος῾Η κτίση φαιδρύνεται καὶ ἀποκτᾶ τὴ λαμπρότητα ποὺ εἶχε κατὰ τὸ χρόνο τῆς δημιουργίας. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο καὶ ἡ κτίση, ἀνταποκρινόμενη δοξολογικὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ τὴν ἐλπίδα, ἀναφέρεται πρὸς τὸ Δημιουργό της καὶ τὸν εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία στὴν πιὸ κατάλληλη ἑορτή, τῆς Δημιουργίας καὶ τῶν ᾿Εσχάτωντῆς ἀνανέωσης καὶ τῆς ἐλπίδας, συνηθίζει νὰ εὐλογεῖ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀπαρχές του, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι ἡ ἀνανέωση ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Θεό, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴ φύση καὶ καταλήγει στὴσωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
῾Η εὐλογία τῶν σταφυλιῶν, τῶν ἀντιπροσωπευτικῶν αὐτῶν ἀπαρχῶν τοῦ κόσμου, εἶναι μία λειτουργικὴ πράξη ποὺ τονίζει ἰδιαίτερα τὴ δοξολογικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ τῆς ὕλης καὶ τῶν καρπῶν τῆς γῆς στὸ Δημιουργὸ Θεὸ καὶ κτίστη τῶν ἁπάντων. Πολὺ περισσότερο μάλιστα, ὅταν ὁ καρπὸς αὐτὸς τῆς ἀμπέλου μᾶς δίδει τὸ κρασί, ποὺ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε στὴν Κανᾶ, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου,ἀλλὰ καὶ μᾶς τὸ παρέδωσε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ὡς τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ ψωμί, τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἀφθαρτοποιοῦνται χαρισματικά, μεταποιούμενα σὲ Κυριακὸ «σῶμα καὶ αἷμα», θεία Εὐχαριστία.
᾿Εκτὸς τούτων, ἡ εὐλογία τῶν σταφυλιῶν τονίζει καὶ τὴν ἀνάγκη συνεχοῦς πνευματικῆς καρποφορίας καὶ μεταμορφωτικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, καθόσον «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες, καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»

Περιοδ. «᾿Εφημέριος», Σεπτέμβριος 2000, σελ. 11-14



πηγη

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Τα δέντρα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων

Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.». 
 H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.
H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των εμψύχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Hταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Yμνο στη θεά Δήμητρα: «Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; Hταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα· και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.
Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.
Δέντρα στοιχειωμένα
Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».
O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Hτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).
«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).
Yπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος φυτέψει στοιχειωμένο δέντρο θα πεθάνει: «Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Oποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.».
Tέτοιο δέντρο είναι η καρυδιά, που με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες της κάνει -όπως και η συκιά κι η ακακία- ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό. Tη βαραίνει, λέει, κατάρα, γιατί «… μαθές, σαν κρεμάσανε τον Χριστό ο Ιούδας ένιωσε τι πράμα είχε καμωμένο και δεν τ’ άντεξε η καρδιά του. Είδε και απόειδε, λέει, και πήε να κρεμαστεί. Δω-κει, δω-κει βρίσκει μια γερή καρυδιά και δένει το σκοινί και κρεμιέται. Κι’ από τότενες, λένε, η καρυδιά έχει ήσκιον βαρύ.» αλλά και τη συκιά «…τηνε καταράστηκε κι ο Χριστός ο ίδιος… Μια βουλά ο Χριστός πάγαινε στη στράτα με τους μαθητές του. Δεν είχανε κουμάντο (φαγητό μαζί τους). Πείναε ο Χριστός και ζύγωσε σε μια συκιά να φάει κάνα σύκο. Τηράει δω, τηράει κει ολόυρα το δέντρο, μα δε βρίσκει σύκο πουθενά. Και τότενες, λέει, την καταράστη, κι η συκιά ξεράθηκε. Κι από τότενες, λέει, ο ήσκιος της συκιάς είναι βαρύς κι άμα πας να γύρεις ‘πο κάτου σε πιάνει το κεφάλι.».
H δύναμη του «στοιχειού»
Κλαδιά δέντρων, διαφορετικά κατά περίσταση, χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. H ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής (γέννηση και θάνατο) αλλά και του κύκλου του χρόνου: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πρωτομαγιά κ.λπ. Αλλά και το πουρνάρι, η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται επίσης στον ετήσιο κύκλο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, αρχή του Δωδεκαήμερου, στα σπίτια άναβαν και κρατούσαν συνεχώς αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο, τη φωτιά στην εστία για να διώχνει τους καλλικάντζαρους. Διάλεγαν ξύλα που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». O αριθμός τους συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού ή το αντρόγυνο κ.λπ. Στα Άγραφα «… βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη…»· στη Λευκάδα, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και κρασί ψάλλοντας… «Ευλογητός ει, Κύριε», (ο νοικοκύρης) ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.
Tην Πρωτοχρονιά, στην Ήπειρο ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας: «… Όσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά.», ενώ στη Μάδυτο «θέτουν κλάδον ελαίας ως σημείον υγείας, φλουριά ως σημείον ευτυχίας…». Στην Κίο το βράδυ της παραμονής «… ο νοικοκύρης (έπαιρνε) το κλωνί το ελαιόδεντρο… και το κάρφωνε στον άγιο Βασίλη (την ψημένη πίττα) επάνω κ’ έλεγε: «Χρόνια πολλά. Με το καλό να μπη άη Βασίλης…»».
Kατά τη διάρκεια των πρωτοχρονιάτικων αγερμών, στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκι) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντας: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί…». Στη Σινώπη «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά… ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι… Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές»…».
Tην ημέρα των Βαΐων, για να στολίσουν τις εκκλησίες και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζόμενους, χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου, «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βάγιας, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα… Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα -όχι παντρεμένα, να ‘χουν και μάννα και πατέρα- και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια… και τα πηγαίνουν (τραγουδώντας) στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες…».
Tο μαγιόξυλο
Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω στη χλόη, η περίζωση της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων. Στη Μεσημβρία «οι γυναίκες τη πρωτομαγιά γέντασ’ παρέες – παρέες… και χορεύανε, τραβουδούσανε κ’ ένα: Καλόγερε τ’ αδράχτια σου και άλλα τραβούδια, που ελέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλόν) καμωμένη με ξύλο, τη στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και τη σερβίριζε η μια στην άλληνα και την λέγανε Μάιο».
Στην Κοζάνη «κόπτουν λυγαριάν και την τυλίσσουν περί την οσφύν, διά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, διά να παχύνουν και ζήσουν, ως εκείνα, πολλά έτη». Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιάγουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη. Στην Πάργα «… γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη…».
Tης Πεντηκοστής στη Θράκη «καθανίνας παγαίν’ στην εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ’, για να το βάν’ να γονατίσ’ απάν’. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψυχές τση Τρίχας το ιοφύρ’ κι όσες είναι καθαρές μπαίν’ νε στο bαράδεισο, ειδεμή πέφτ’νε μέσ’ στ’ gόλασ’».
 [Αικ. Πολυμερου-Kαμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Καθημερινή.24grammata.com]
/ellas2.wordpress.com

Ο σακοποιός


icon_sakopoiosΟ σακοποιός, κατά κανόνα δεν έχει μόνιμο ούτε σκεπαστό εργαστήρι. Εργάζεται στο ύπαιθρο. Μια αυλή μακρόστενη, κάτω απ τον ίσκιο κληματαριάς ή μια πεζούλα χωραφιού, που δεν τη θωρεί ο ήλιος, είναι τόπος κατάλληλος να φιλοξενήσει το φτωχό αυτό τεχνίτη, τον αργαλειό του και τη σβύγα του.
Για τούτο και δεν εργάζεται όλο το έτος. Το μισό φθινόπωρο και το χειμώνα ολόκληρο, αργεί. Εκτός, φυσικά, και έχει τόπο σκεπαστό, που να χωράει μέσα εκεί η σβύγα του. Τον αργαλειό μπορεί ευκολότερα να τον τοποθετήσει, ακόμα και μόνιμα, μέσα σε κανένα χαμόσπιτο ή κατώγι. Ο σακοποιός φτιάχνει μια σειρά απο προίοντα, χρήσιμα για πολλές καθημερινές εργασίες.
Τα «σακιά», χρειάζονται για τη μεταφορά διαφόρων γεωργικών προϊόντων.
Τα «χαράρια», για τη μεταφορά των άχυρων απ’ το αλώνι στον αχυρώνα (μεγάλα σακιά).
Οι «τρουβάδες», σε τρία μεγέθη: το συνηθισμένο, το «ταγάρ’», για να τοποθετεί μέσα εκεί διάφορα εφόδια και εργαλεία. Το «σαμάν-τρουβά», όπου βάζουν άχυρα και τρων τα ζώα. Το «μουστούχ’», πολύ μικρό τροβαδάκι, όπου βάζουν κτηνοτροφή για τα ζώα. Τον κοινό τρουβά τον κρεμούν απ’ τον ώμο. Μερικοί όμως προτιμούν να τον φορτώνονται πίσω τους, σαν τον γυλιό.
Τα «δισάκια».
Το δισάκι το φορτώνουν στο άλογο περνώντας το απ’ τη σκισμάδα στο πίσω άκρο του σαμαριού, οταν περιέχει βαριά πράγματα ή απ’ το λαιμό του ανθρώπου, όταν το περιεχόμενο είναι ελαφρό και δεν χρειάζεται άλογο.
«Σακούλια» λιοτριβιών, όπου τυλίγουν τις αλεσμένες ελιές για να τις στίψουν.
Οι ζώνες, με τις οποίες στερεώνουν τα σαμάρια πάνω στα ζώα. Μερικοί σακοποιοί έφκιαχναν και τις φασκές των παιδιών τους με λινό μίτο, σε διάφορα χρώματα. 
[culture.samos.gr]
από

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Οί Εύζωνες


Οι Εύζωνες ('ευ'+'ζώνες'=οι καλά ζωσμένοι) είναι επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, ευρύτερα γνωστοί ως τσολιάδες, μετά τον αναγραμματισμό που σημειώθηκε του ονόματος "στολιάδες" από τη "στολή" που καθιερώθηκε επίσημα από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδας που έφερε και ο ίδιος σε επίσημες εμφανίσεις.

Αλλαγή φρουράς Ευζώνων
πρό του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη
Μέσα από την ιστορική δράση των ευζωνικών ταγμάτων, οι εύζωνες έχουν αναχθεί σε σύμβολα γενναιότητας για τον ελληνικό λαό. Στις μέρες μας, 'εύζωνες' καλούνται οι στρατιώτες της Προεδρικής Φρουράς, οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα, με κεντρική τη φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη.

Ιστορία

Η ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκινά το 1867, με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανωτική δύναμη τεσσάρων λόχων. Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Το 1868 προστέθηκε σε κάθε τάγμα ευζώνων και πέμπτος λόχος. Η αρχική σύνθεση αυτών των ταγμάτων αποτελούνταν από εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, οι οποίοι συνήθως κατάγονταν από ορεινές περιοχές.
Η ένδοξη δράση των ευζωνικών ταγμάτων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε καταλυτική με αποτέλεσμα οι εύζωνες να λάβουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού την εικόνα ηρώων. Έντονη δράση είχαν τα ευζωνικά τάγματα και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων ένοπλων συγκρούσεων του 20ου αιώνα στις οποίες είχε εμπλακεί ο ελληνικός στρατός (Μικρασιατική Εκστρατεία, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος).
Από το 1914, ως ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων συγκροτείται η Ανακτορική Φρουρά. Ο τίτλος της έχει μετατραπεί αρκετές φορές από τότε (Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη, Βασιλική Φρουρά, Προεδρική Φρουρά). Η σημερινή της ονομασία είναι 'Προεδρική Φρουρά', η οποία της αποδόθηκε το 1974, μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας Παπαδόπουλου.
Ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στην ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατέχει το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κυρίως λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πέρα από την αποτελεσματικότητα του κατά τη διάρκεια των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Σύνταγμα αυτό απέκτησε φήμη για τη δράση του μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1922. Πιο συγκεκριμένα, κάτω από την καθοδήγηση του διοικητή του Νικόλαου Πλαστήρα, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έφτασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, από όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου.
Ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός οργάνωσε το 5/42 Σύνταγμα το 1942 για να εναντιωθεί στον φασίστα κατακτητή. Έδωσε πολλές ηρωικές μάχες στα βουνά της Στερεάς Ελλάδος εναντίον του κατακτητή και το Σύνταγμα για ακόμη μια φορά έγινε το «Ασκέρι του Διαβόλου».

Οι εύζωνες σήμερα

Οι σημερινοί εύζωνες εκτελούν μόνο αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Η πλέον γνωστή είναι η συμβολική φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην Βουλή των Ελλήνων. Σκοπιές όμως ευζώνων υπάρχουν και στο Προεδρικό Μέγαρο και στην πύλη του στρατοπέδου της Προεδρικής Φρουράς, πρώην στρατόπεδο Βασιλέως Γεωργίου Β΄, που βρίσκεται στο ΒΑ. άκρο του Εθνικού Κήπου με είσοδο από την οδό Ηρώδου του Αττικού. 
Άλλες υποχρεώσεις των ευζώνων είναι:
Η επίσημη έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Πραγματοποιείται κάθε Κυριακή.
Η απόδοση εθιμοτυπικών τιμών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε αρχηγούς ξένων κρατών.
Η απόδοση τιμών ομοίως στους πρεσβευτές ξένων κρατών κατά τη διάρκεια επίδοσης διαπιστευτηρίων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Εύζωνες επίσης συνοδεύουν κάθε χρόνο το Άγιο Φως, στη μεταφορά του από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Η συμμετοχή στη συνοδεία του Αγίου Φωτός θεωρείται η ύψιστη τιμή για έναν εύζωνα. Την 25η Μαρτίου κάθε έτους, τμήμα ευζώνων συμμετέχει εκτός της παρέλασης στην Αθήνα και στις εορταστικές εκδηλώσεις της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ, πραγματοποιώντας παρέλαση στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχουν στην επέτειο για την έξοδο του Μεσσολογίου συνοδεύοντας την εικόνα και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων κάνοντας παρέλαση στην κεντρική λεωφόρο της πόλης.

Η ευζωνική ενδυμασία

Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η φουστανέλα σχεδιάστηκε ως στολή για την Ανακτορική παλιότερα και σήμερα Προεδρική Φρουρά.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400. Παρόλ' αυτά, οι φουστανέλες που φέρουν στις μέρες μας οι Εύζωνες, σπάνια έχουν ακριβώς 400 δίπλες.
Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή είναι:
Το 'φάριο' (ή 'φάρεο'). Είναι το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση. Παρομοιάζεται με το τουρκικό φέσι, αν και για ευνόητους λόγους η ελληνική πλευρά αποφεύγει το συσχετισμό.
Το πουκάμισο. Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.
Η 'φέρμελη'. Είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά 'Χ' και'Ο', τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις 'χριστιανός' και 'ορθόδοξος'.
Οι κάλτσες. Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονομάζεται 'ανάσπαστος'.
Οι καλτσοδέτες. Είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.
Τα τσαρούχια. Είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία 'σώμα με σώμα' μάχη. Άλλη άποψη είναι ότι οι φούντες προστάτευαν τα δάχτυλα των ποδιών από το χιόνι και τα κρυοπαγήματα.
Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες.
Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή. Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στόλη μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά, τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες. (Πηγή: εδώ)

Θα είναι χρήσιμο να φρεσκάρουμε στη μνήμη μας ορισμένες λέξεις που έχουν συνδυαστεί με τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά δεν είναι ελληνικές...
Μια από αυτές είναι και η λέξη ''Τσολιάς''
Προέρχεται από το τουρκικό çul (< αραβικό cull) και σημαίνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη: φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος. Η λέξη τσολιάς είναι ομόρριζη με τη λέξη τσόλι και τσούλι.
Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία “καθώς πρέπει” ονομασία γι' αυτό κατά το 1868 ανασύρθηκε η ομηρική λέξη Εύζωνος”. Στην αρχαιότητα η λέξη αυτή προσδιόριζε είτε την κομψή γυναίκα (με λεπτή μέση), είτε τον ελαφριά οπλισμένο στρατιώτη. Το 1868 ιδρύθηκε για πρώτη φορά η προεδρική φρουρά και τότε πρωτοπαρουσιαστηκαν τα τάγματα των ευζώνων με την παραδοσιακή στολή. Την τιμημένη αυτή στολή φορούσαν και τα ένδοξα Τάγματα των Ευζώνων μας σε όλους του πολέμους του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (δυστυχώς τη φορούσαν και οι προδότες γερμανοτσολιάδες, κατά την Γερμανική κατοχή). Σήμερα μόνον οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς, φέρουν υπερήφανα την ίδια στολή.

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Αύγουστε καλέ μου μήνα, να' σουν δυο φορές το χρόνο.

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό