Θέλεις να τρέφεις το σώμα.
Θέλεις να τρέφεις το σώμα.
Γιά κουλούρια Θεσσαλονίκης.
300 γρ. αλεύρι.
170 γρ. νερό
1 καί 1/2 φακελάκι μαγιά.
30 γρ. ζάχαρη
10 γρ. αλάτι
50 γρ. λάδι
Τά ζυμώνεις καί αφήνεις τήν ζύμη νά διπλασιαστεί .
Τά πλάθεις σάν μακαρόνι μακρύ καί τά κλείνεις σέ κύκλο.
Τά εμβαπτίζεις σέ ζαχαρόνερο καί αμέσως μετά σέ μπόλ μέ σουσάμι.
Τά στρώνεις σέ λαμαρίνα μέ λαδόκολλα καί τά ψήνεις στούς 200ο γιά 15 λεπτά.
Εγώ τήν πρώτη φουρνιά στά 15 λεπτά τήν έβγαλα τραγανή. Έτσι τήν δεύτερη τήν έψησα 10 λεπτά καί ήταν λίγο πιό μαλακά .
Καλή επιτυχία .
Όλα είναι εύκολα καί πεντανόστιμα καί τήν άλλη ημέρα.
Μιά λεπτομέρεια>>> Νά μήν τά πλάσεις σέ αλευρωμένο πάγκο αλλά σέ λαδωμένο γιά νά μήν πάρουν επιπλέον αλεύρι καί χάσουν τήν γεύση τους.
Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι . Οἱ ὑφάντρες τὴν ὥρα ποὺ ὑφαίνουν κυρίως ὑφαντὰ μονόχρωμα, χωρὶς διάκοσμο ποὺ ἀπαιτεῖ προσήλωση καὶ μέτρημα, τραγουδοῦν δημοτικὰ τραγούδια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὑφαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἄλλα τραγούδια τῶν ἐποχῶν, τῆς φύσης, ἱστορικά, ἀκριτικά, κλέφτικα, ἐρωτικά, θρησκευτικά, τῆς ξενιτιᾶς, γνωμικά, τῆς ἐργασίας, ἀκόμη καὶ τοῦ θανάτου. Τὰ ὑφαντά, προϊόντα τῆς ὑφαντικῆς τέχνης ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς μιὰ μορφὴ τέχνης ἀποτελοῦν καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συναισθήματα, τὸν ψυχικὸ κόσμο, τὰ ἰδανικά, τὶς ἀξίες, τὶς αἰσθητικὲς προσλαμβάνουσες καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων.
Δημιουργήθηκαν καὶ συμπορεύτηκαν ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη των ὑφαντριὼν ἡ ὁποία ἐκφράστηκε ταυτόχρονα μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια στηρίζονται σὲ μιὰ παλιὰ ἑλληνικὴ παράδοση, ὄχι μόνο μὲ τὰ θέματα καὶ μὲ τὸν λόγο τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἐθιμικὲς ἀφορμὲς ποὺ τὰ διαιωνίζουν. Ἡ ἴδια ἡ προέλευση τοῦ νεοελληνικοῦ ὅρου «τραγούδι», ἀπὸ τὸ στιχουργικὸ καὶ θεματικὸ κόσμο τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, δείχνει τὴν παλαιότητα ὅσο καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς ποιότητας τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν.
Ἡ πρώτη αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει κανείς, ὅταν ἀρχίσει νὰ μελετᾶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, εἶναι ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ θέματός του τὸ ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, πάντα ὅμως σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴ ζωὴ τῆς κοινότητας. Ἐκεῖνο ποὺ κατευθύνει τὸν ἀνώνυμο λαϊκὸ ποιητὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, ἡ πίστη στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς σὰν ἐνεργὸ μέλος τῆς συμβιωτικῆς κοινότητας, ἑρμηνεύει κάθε πράξη καὶ κάθε συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας πάντα τὸ ἄτομο ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὸν χαρακτῆρα εἴτε τῆς οἰκογένειας εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματος, εἴτε τῆς κοινότητας στὴν ὁποία ἀνήκει.
Οἱ ὑφάντρες ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς τοπικῆς κοινωνίας καὶ φορεῖς τοῦ τοπικοῦ πολιτισμοῦ φέρουν τὶς ἀπαραίτητες καταβολάδες καὶ συμβάλουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους στὴ δημιουργία, στὴν ἀνακατασκευὴ καὶ στὴ διαιώνιση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας σχετίζεται μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς πνευματικὴ δημιουργία διότι ἔχουν καὶ τὰ δυὸ ὡς ἀφετηρία τους τὸ λαό. Οἱ ὑφάντρες εἶναι ἐκφραστὲς τῆς κοινωνικῆς δομῆς.
"Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΚΥΡΙΑ"
Λίγα λόγια για την Λαγανά της Καθαράς Δευτέρας:
Η πίτα των διακονημάτων
Ο χρόνος αν και δεν είναι μια απτή πραγματικότητα, έχει μια σχεδόν υλική αξία για όλους μας. Τον υπολογίζουμε για να πορευτούμε πάνω στη γη. Τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι ιερό, αφού μας χαρίστηκε, προσδοκώντας να μετατραπεί σε αιωνιότητα. Τον γιορτάζουμε ικανοποιώντας την ανάγκη μας να τον καλοπιάσουμε, κι αυτή η πράξη κατά βάθος είναι μια προσευχή προς τον Θεό, να στέρξει να επιβιώσουμε και φέτος, να γίνουμε καλύτεροι και να θεωθούμε, όπως μας ζητήθηκε από την Εκκλησία. Η γιορτή λειτουργεί θεραπευτικά στη ζωή και γι’ αυτό ακολουθούμε τα τελετουργικά της από το παρελθόν. Οι άνθρωποι δεν παραβιάζουμε εύκολα την παράδοση.
Συναντήσαμε τον ιερέα και θεολόγο, πατέρα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο από το Διδυμότειχο, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα στον Λαγό, και καθώς στα χωριά ο παπάς είναι ένα πρόσωπο κύρους αλλά και οικείο, τον παραδεχτήκαμε και τον χαρήκαμε, ως αυθεντικό αφηγητή του κόσμου των εθίμων, που παίρνουν ζωή από πνευματικούς συμβολισμούς. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα όπως τονίζει ο πατήρ Χρυσόστομος είχαν την μορφή της επίκλησης στον Θεό, να φέρει αγαθά στο κάθε σπίτι:
«Στα χωριά μας του Διδυμοτείχου οι παραδοσιακές νοικοκυρές βγάζουν, μέσα από τα σεντούκια και τα κελάρια τους, διάφορους ξηρούς καρπούς για να τους προσφέρουν στα παιδιά και τους καλαντιστές, που θα έρθουν να πουν τα κάλαντα. Κάθε νοικοκυρά στολίζει το σπίτι της και κάθε σπίτι θα είναι πεντακάθαρο στις γιορτές. Την προπαραμονή βγαίνουν τα παιδιά και τελούν το έθιμο «σούρβα», που είναι το κάψιμο των κλαδιών της κρανιάς. Το δέντρο αυτό το καίνε στο τζάκι όλων των σπιτιών.
Την παραμονή των γιορτών βγαίνουν τα παλικάρια για να πουν τα κάλαντα, να καλαντίσουν. Αυτά τα τραγούδια τα λένε πρώτα στο χώρο της εκκλησίας και ύστερα στο σπίτι του παπά, του δασκάλου και μετά του προέδρου. Οι ντόπιοι γεμίζουν τα ταγάρια των παλικαριών με κρασί και με κρέας για να γλεντούν για ημέρες, χωρίς να φτιάχνουν φαγητό στο σπίτι τους. Νωρίς την ημέρα της πρωτοχρονιάς έρχονται τα παιδιά να πουν τα κάλαντα με τη σούρβα, μια μακριά ξύλινη βέργα, που την χτυπούν κάτω στη γη και λένε “τσι τσι, τόσα πουλιά, τόσα αρνιά, τόσα μύρια κριθάρια, καλαμπόκια”. Μπαίνουν μετά στο σπίτι βαστώντας τη βέργα από κρανιά, το δέντρο που συνδέεται με τη γεροσύνη, την υγεία και τη δύναμη που πρέπει να έχουμε για να βγάζουμε τα προς το ζην. Ανακατεύουν τη φωτιά με την ευχή να έρθει η δύναμη που χαρίζει τη ζεστασιά και να δώσει ο άγιος Θεός όλα τα προικιά στο σπίτι. Στη συνέχεια, ρίχνουν και θυμίαμα στη φωτιά για να μυρίσει ωραία το σπίτι.»
Αφού τακτοποιήσουν τα πνευματικά, σειρά έχει η συντήρηση του φαγητού, και συγκεκριμένα του κρέατος, μιας δυναμωτικής τροφής που θα κρατήσει για ένα χρόνο και θα θρέψει την οικογένεια:
«Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι καθιερωμένο το χοιροσφαγείο, όπου η οικογένεια θα σφάξει το γουρούνι, που στο μακρινό παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία, ήταν το μοναδικό κρέας του χρόνου. Στα σπίτια ανάβουν τους φούρνους, αφού έχουν σφάξει τον χοίρο, για να φτιάξουν τα λεγόμενα κιβέτσια: κρεατικό με σάλτσα και ντομάτα, μέσα στο πήλινο, σφραγισμένο με ζυμάρι. Το κιβέτσι στο παρελθόν ήταν η παραδοσιακή κονσέρβα. Κονσέρβα η οποία διατηρούνταν και μετά από 9 μήνες.»
Κι ενώ σήμερα η συνηθισμένη πρωτοχρονιάτικη πίτα παρέχει στον τυχερό τη δυνατότητα να κερδίσει ένα χρηματικό αντίτιμο, στα χωριά κοντά στο Διδυμότειχο, η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα παίρνει το ευφυές όνομα «πίτα των Διακονημάτων» και προσφέρει στον τυχερό, που θα κερδίσει το φλουρί, τη δυνατότητα να καλλιεργήσει τον εαυτό του με το εργόχειρο μίας από τις ευθύνες του νοικοκυριού. Ο εφημέριος θα αναλύσει:
«Την πρωτοχρονιά δεν λείπει από κανένα σπίτι η πίτα των διακονημάτων, η οποία γίνεται με 12 φύλλα, λάδι, 12 αυγά, μισό κιλό γάλα και μπόλικο τυρί. Παλιά αντί για φλουρί έβαζαν ένα κομμάτι από ξύλο κρανιάς ή βελανιδιάς μέσα στην πίτα. Σήμερα σε ένα κομμάτι χαρτί, βάζουν το φλουρί και το τοποθετούν στην πίτα. Ψήνουν ένα-ένα τα φύλλα, βάζουν τη γέμιση και το ξαναψήνουν μέχρι να ολοκληρωθεί. Όταν έρθουν οι νοικοκύρηδες από την Εκκλησία, και πριν φάνε τον πατσά, τοποθετούν στο κέντρο του τραπεζιού την πίτα των διακονημάτων. Τη θυμιάζουν, καλωσορίζουν τον άγιο Βασίλειο με το απολυτίκιό του και κόβουν την πίτα σε κομμάτια.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού μοιράζει το κομμάτι του Χριστού, της Παναγίας, του μεγάλου Βασιλείου, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του πρώτου παιδιού, του δεύτερου παιδιού και ούτω καθεξής. Όποιος έβρισκε την κρανιά ή τη βελανιδιά ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να συμμαζέψει ξύλα και βέργες για ένα ολόκληρο χρόνο. Τον άλλο χρόνο μπορεί ο νικητής να οριζόταν να φροντίσει τις κότες, να τις αυγατίζει ή να έχει την ευθύνη των χωραφιών και του σιταριού. Η πίτα των διακονημάτων διδάσκει την ευθύνη και τη συνεργασία. Την πίτα των διακονημάτων την κόβουμε και σήμερα με την ίδια προοπτική. Επίσης, σε κάποια μοναστήρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί κόβουν την πίτα των διακονημάτων.»
Το φαγητό για το τραπέζι της πρώτης μέρας του χρόνου προετοιμάζεται από την παραμονή και την τιμητική τους έχουν οι πίτες, που τα κομμάτια τους μοιράζονται στους αγίους και την Παναγία, ωστόσο το πρώτο κομμάτι θα δοθεί στο πρώτο πρόβατο. Αγαπούν και τιμούν τα ζώα τους, δώρα του Θεού που τους εξασφαλίζουν την τροφή τους. Η περιγραφή του πατρός Χρυσοστόμου δίνεται με λεπτομέρειες:
«Την πρωτοχρονιά εδώ φτιάχνουμε 2 πίτες, την πίτα του τσοπάνη και την πίτα του γεωργού (τσιφτσή). Η πρώτη είναι κρεατόπιτα με 2 φύλλα, που ζυμώνονται με βούτυρο σαν σφολιάτα και στη συνέχεια ψήνονται στην πλάκα του τζακιού, εφόσον μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καίει το τζάκι και η πέτρα κάτω καίγεται πάρα πολύ. Την σκουπίζουν, την καθαρίζουν και πάνω σε εκείνη την πέτρα βάζουν την πίτα και από πάνω βάζουν το καπάκι της γάστρας και τη σκεπάζουν με τα κάρβουνα και την ψήνουν 2 φορές. Η πίτα ψήνεται πριν ακόμα ξημερώσει και πριν χτυπήσει η καμπάνα. Στο τραπέζι κόβουν ένα κομμάτι, για τον άγιο Βασίλειο, άλλο ένα για τον Χριστό και την Παναγία. Ωστόσο το πρώτο κομμάτι το δίνουν στο πρώτο πρόβατό τους.»
Η πιο καίρια ανάγκη για τον άνθρωπο, μετά την τροφή, είναι η εξασφάλιση της ένδυσης. Γι’ αυτό και εύχονται οι άνθρωποι στον Δημιουργό να μπορούν να ντυθούν για να προφυλαχθούν από το κρύο:
«Την παραμονή, φτιάχνουν τις βασιλίτσες, δηλαδή ψωμάκια που τα τρυπούν με το καλάμι της κλωστής από τον αργαλειό, με την ευχή να έχουν πάντα κλωστές να υφαίνουν για να ομορφύνουν και να ζεστάνουν το σπίτι τους με χαλιά και κιλίμια, καθώς και να μπορούν να φτιάχνουν πουκάμισα, φορέματα, παντελόνια, τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικά τους. Τα τρυπούν, έπειτα τα ψήνουν και ύστερα τα ρίχνουν μέσα στη ζάχαρη και στο σιρόπι και τα φέρνουν αρτοκλασία στον ναό, στη γιορτή του μεγάλου Βασιλείου, τα διαβάζουν και τα μοιράζουν. Όλοι οι τσοπάνηδες και οι αγρότες είχαν και έχουν αυτό το έθιμο στα χωριά. Στις πόλεις κοντά στο Διδυμότειχο ζυμώνουν άρτο με 5 σφραγίδες, πάνω και ενδιάμεσα φτιάχνουν μια φωλιά με αυγό και σουσάμι.»
Αξιοσημείωτο είναι πως οι ντόπιοι, έχοντας μια έμφυτη ευσέβεια, κρατούσαν έντιμη συνείδηση απέναντι στα Θεία, επιλέγοντας ακόμη και τον τόπο, που θα φυλάξουν τα κόκαλα ενός μαγειρεμένου ζώου, αφού θυμιάστηκε πριν ψηθεί. Ο πατήρ Χρυσόστομος προσθέτει :
«Υπάρχει μια συγκινητική λεπτομέρεια που οι παλιοί μας τη δίδαξαν κι εμείς την επαναλαμβάνουμε ευλαβικά μέχρι σήμερα και θα ήθελα να σας την ομολογήσω. Ο πατσάς της Πρωτοχρονιάς προσφέρεται μετά τη θεία λειτουργία, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Από την προηγούμενη έχουμε βάλει στο τσουκάλι και βράζουμε το μισό κεφάλι του χοίρου για να μην πάει τίποτα χαμένο. Επειδή λοιπόν οι πρόγονοί μας έσφαζαν τον χοίρο και μετά θυμιάζανε το ζώο, δεν έριχναν ποτέ τα κόκαλα να τα φάνε τα σκυλιά. Τα έπαιρναν και τα έθαβαν σε μέρος που έχει μόνο δέντρα, κυρίως μέσα στο δάσος, έτσι ώστε αν ξεθαφτεί, αυτό να γίνει μόνο από θεριό και να είναι έξω από το χωριό για να μην πατηθεί, αφού έχει λιβανισθεί. Είχαν σεβασμό οι παππούδες μας.
Εύχομαι τέλος, ο καλός Θεός να φυλάει όλο τον κόσμο και στους αναγνώστες μας, Καλή Πρωτοχρονιά.»
* * *
Ο λαός μας της υπαίθρου δεν έζησε ποτέ με την οίηση της αυτάρκειας. Από τις παραδόσεις των εορτών και των τελετουργικών, και αυτό είναι ένας ισχυρός λόγος να τις προβάλλουμε, βλέπει κανείς καθαρά ότι οι άνθρωποι πορεύονταν χειρωνακτικά και προσευχητικά. Είχαν βαθιά γνώση της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Μόνο ο Θεός ήταν παντοδύναμος κι Εκείνος θα τους φρόντιζε. Καλή Πρωτοχρονιά
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα,
Ορθόδοξη Αλήθεια, 28.12.2022
Από ΕΔΩ
Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι ανήκαν στους φτωχούς.
Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές ονομαζόταν μ π ο ρ μ π ο λ ό γ ι α.
Στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν κ ο κ ο λ ό γ ι α.
Η ελιά πάντα ήταν πρώτη στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και φιλαλληλίας, γι’ αυτό σε πολλά νησιά όπως τη Λέσβο, στις νηστείες, «τό χαν σε καλό» να γεμίζουν από ένα πιάτο ελιές και τις πήγαιναν στους πολύ φτωχούς.
Ασφαλώς, αυτές οι συνήθειες συμβαδίζουν απόλυτα με τη χριστιανική αρετή, και το κοκολόι κι αυτό, έχει να κάνει με την εκκλησιαστική διάσταση.
Όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά.
Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι «ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολοίσει».
Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει η ντέμπλα.
Αυτή η συνήθεια έφτασε και μέχρι τη γενιά μας, γύρω στο ’70 σταμάτησε το έθιμο στη Κρήτη.
Πολλοί φτωχοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες αλλά και παιδιά, μάζευαν ελιές από δω κι από κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.
Δεν εθεωρείτο κλεψιά, υπήρχε κατανόηση από όλους. Οι καλοί χριστιανοί δεν άφηναν τον ραβδιστή να ρίξει και τη τελευταία ελιά.
Μα, τι άλλο,παρά μόνο το μεγαλείο του λαού μας δηλώνει αυτό το πράγμα, ότι οι ελιές στα τελειώματα, ανήκουν δικαιωματικά στους φτωχούς και αδύναμους…
Παλιά, ἐτσι ἦταν παντοῦ... ἁπλά καί ἀνθρώπινα>>>
Στούς ἀνθρώπους ἄρεσε νά ἐπισκέπτονται ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὅσοι εἶχαν μοντέρνα σπίτια δέν τοῦ πείραζε ὅταν πήγαιναν στό μικρό καί στενό διαμέρισμα ἑνός φίλου, ἀντιθέτως, ἀπολάμβαναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
Ὁ ἄνθρωπος πήγαινε στόν ἄνθρωπο. Ὄχι ὁ ἄνθρωπος στό σπίτι.
Παλιά δέν καλούσαμε τούς φίλους μας μόνο ὅταν ἀλλάζαμε κάτι στό σπίτι καί θέλαμε νά τό δοῦν οἴ ἄλλοι. Καί δέν περίμενα εἰδικές προσκλήσεις γιά νά ἐπισκεφτοῦμε ἕναν φίλο.
- Θά ἔχεις τηγανίτες ρωτοῦσε;
- Δέν ἔχω αὐγά ἔλεγε...
- Ἔχω ἕνα αὐγό, θά τό φέρω.
Ἔτσι ἦταν... Καί, ἀπό τήν τηγανίτα, ἔλεγες ἱστορίες μέχρι τά μεσάνυχτα ἤ καί μέχρι τά ξημερώματα. Ὁ καλεσμένος κοιμόταν στόν καναπέ τοῦ σαλονιοῦ καί ὁ οἰκοδεσπότης του πρόσφερε πιτζάμες ἤ κάτι αὐτοσχέδιο... καί γελοῦσε μέχρι δακρύων μέ ὁρισμένους αὐτοσχεδιασμούς. Καί τό πρωί ὁ καλεσμένος καί ὁ οἰκοδεσπότης ἔπιναν καφέ στό μπαλκόνι ἤ στήν κουζίνα καί ἔκαναν σχέδια γιά τίς ἑπόμενες συναντήσεις, γιά μιά ἔξοδο στή φύση ἤ ἴσως καί γιά διακοπές μαζί.
Καί ὅταν ἔφευγε ὁ καλεσμένος, ὁ οἰκοδεσπότης του ἔδινε πάντα κάτι καλό πού εἶχε στό σπίτι: μιά μαρμελάδα, ἕνα λουκάνικο, δύο μῆλα... ἤ ἴσως καί μισή σοκολάτα.
Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.
Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.
Ελληνικός καφές
Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ
Μπρίκι
Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.
Εστία ψησίματος
Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.
Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει
Φλιτζάνι.
Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα
Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ
Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος
Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.
Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)
Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.
Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,
Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή
Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και
Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη
Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.
Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,
Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο
Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.
Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.
Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού
Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο
Σκέτος (θεριακλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες
Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό
Ψήσιμο καφέ
Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.
Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.
Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.
Tips
Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο
Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ
Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.
Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.
Γενικά
Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού
Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.
Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:
1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.
2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.
3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.
4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.
Οικιστική μελέτη του σπιτιού
1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).
2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.
3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).
4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.
5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.
6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.
7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.
8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.
Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.
από Αθηναΐς