Από το μαλί μέχρι το πλέξιμο.
Η απασχόληση της γυναίκας με τη φροντίδα να μετατρέψει το μαλί σε κλωστή
είναι πανάρχαια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει το εξής περιστατικό: Ηρόδοτος Τερψιχόρη
οἳ μὲν δὴ
ὄπισθε εἵποντο• ἣ δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐπὶ τὸν ποταμόν, ἦρσε τὸν ἵππον,
ἄρσασα δὲ καὶ τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλησαμένη τὴν αὐτὴν ὁδὸν παρεξήιε,
φέρουσα τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον
καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον.
Το γνέσιμο
Η ρόκα και το αδράχτι
Το αδράχτι με τη σφοντίλα
Το τσικρίκι
Ανέμη
Το άντιασμα
Μια άλλη ασχολία των γυναικών ήταν το Άντιασμα. Έμπήγαν στο έδαφος μικρά
παλούκια και περνούσαν το νήμα από το ένα στο άλλο για να το
ξεμπερδέψουν. Για τα παιδιά, που έβρισκαν τη χαρά τους να βλέπουν τις
γυναίκες μαζεμένες να αντιάζουν το νήμα, απαγορεύονταν να περάσουν από
πάνω. Έλεγαν πως αν περάσεις πάνω από το αντί θα συμβεί κάτι κακό. το
πίστευαν και κείνες μάλλον γιατί όσες φορές το κάναμε μας έβαζαν να
κάνουμε την αντίστροφη πορεία και έτσι εμείς ξαναπερνούσαμε πάνω από το
Αντί.
http://www.delino.gr/
ΤΟ ΓΝΕΣΙΜΟ
του Γιάννη Σαντάρμη
-Πάρε, βαβά, τη ρόκα σου τη βαριοξομπλιασμένη
κι αρμάτωσε την με μαλλί και γνέσε την τουλούπα
και στρίψε γνέμα ολόψιλο, γνέμα χοντράδι φκιάσε.
Άλλοι αρματώνουν πρόβατα και γίδια με κουδούνια,
άλλοι αρματώνουν με σκουτιά πανώρια το κορμί τους,
αλλά η μανιά τη ρόκα της την ξύλινη αρματώνει
με μια τουλούπα κάτασπρη, παχιά-παχιά κι αφράτη.
Κάθεται η γριά στο πρόσπιτο, στο πετροπέζουλο όξω,
όξω στη μέρα τη λαμπρή και στη χρυσή λιακάδα,
κι έχει τη ρόκα στο πλευρό με τα πολλά πλουμίδια,
που στην κορφή τη σταυρωτή, στα γυρισμέν' αυτιά της
στέκεται η αρμάτα το μαλλί, στέκεται η τουλούπα,
καλόπλυτη στη ρεματιά, ξασμένη στο λανάρι.
Αρμέει της τούφας τη νουρά, τραβάει τη σκαμαγγέλα
κι όλο τ' αδράχτι στρίβοντας με το χοντρό σφοντύλι
γνέθει το πρόβιο το μαλλί και κλώθει τ' αρνοπόκι
κι είναι μακρόινο το μαλλί, λαγάρα αφρόχιονη είναι.
Μήτε βολεί την το σκαμνί, μήτε και το πεζούλι.
-Παράτα το προσκάμνι, γριά, το πετροπέζουλο άσε,
κάτσε ψηλά στο κούτσουρο, για να γυρνάς τ' αδράχτι,
να ‘ναι οι απλωσιές σου ξέμακρες, τρανές οι οργιές σου να 'ναι
και κάθε σου γνεσιά σαν το δικό σου μπόγι.
Απ' την τουλούπα του μαλλιού κι από τη ρόκα απάνω,
κρουστό-κρουστό κι ολόστριφτο το γνέμα κατεβαίνει,
άλλο λιανό, άλλο ψιλό, ψιλότερο άλλο ακόμα,
σαν της αράχνης την κλωνά που χύνεται ολόισια,
κι άλλο αφράτο κι ανάπαλο κι άλλο χοντρομπουλίδι,
όμοιο θαρρείς σαν άντερο, λες σχοινολίταρο ίδιο.
Κι όταν μακραίνει η απλωσιά κι όταν και το σφοντύλι
βαρεί και χάμου ακουμπά, βαρεί και χάμου κρούει,
το γνέμα ολοτυλίγεται στο ξύλινο τ' αδράχτι
και του χοντραίνει την κοιλιά και το κορμί του γύρα.
-Βαβά, πώς γνέθεις το μαλλί, πώς το γυρνάς τ' αδράχτι
και το σφοντύλι πώς σβαρνάς μέχρι το χώμα κάτου,
το γνέμα μιαν οργιά το πας, μια οργιά το κατεβάζεις,
χοντρό το φκιάνεις κάποτε, ψιλό πότε το στρίβεις.
-Χοντρό για υφάδι φκιάνω το, ψιλό για το στημόνι.
Για τήρα οι δρούγες στιβανιά, τήρα σωρό τ' αδράχτια,
μπέλες δρούγες και καψάλες, λάγια αδράχτια και σίβα.
Πάει η γιαγιούλα κι έρχεται και κουβαλάει ποκάρια,
πάνε οι τουλούπες στη σειρά, τ' αδράχτια στην αράδα
και το τραγούδι πάει κι αυτό το 'να ξοπίσω απ' τ' άλλο,
τραγούδι για το γνέσιμο, τραγούδι για τη ρόκα.
-Ρόκα μου, βάστα το μαλλί, σφοντύλι, στριφογύρνα
και γνέστε, χεροδάχτυλα, πολλές τις δρούγες κάντε,
να πάρω το μακρίδι τους, το γνέμα τους να πάρω,
να κάτσω στη φωτιά κοντά, πιο εκεί με τα νυχτέρια,
να πλέξω μπόλκα πλουμιστή να χύνεται στην πλάτη,
να φκιάσω κορμοφάνελες και μάλλινα τσουράπια,
να κάτσω και στον αργαλειό το βαριοσκαλισμένο
να υφάνω στρώσια του σπιτιού, του κρεβατιού χεράμια,
στο νοικοκύρη σάρικα, να 'χει πυκνό το φλόκο,
φέρμελες στους λεβέντες μου, στις κόρες μου σεγκούνες,
καμίσια για τις νύφες μου, για τους γαμπρούς σελάχια
και σπαργανήθρες μαλακές για τα παιδιά της νάκας.
Τέτοια η βαβούλα τραγουδά, τέτοια η βαβούλα λέει
κι όλο κρατεί τη ρόκα της κι όλο γυρνά τ' αδράχτι
κι όλο γνέθει τ' άσπρο μαλλί και στρίβει τ' ώριο γνέμα.
Γλωσσάρι
ανάπαλο, το = νήμα
αφράτο, όπως το μαλλί της απάλας (τούφας), όχι πολύ στριμμένο, ίσια που
να σμίξει η κλωστή κατά το γνέσιμο, γνεσμένη με αδράχτι - δρούγα προς
τα πάνω, όχι με το αδράχτι προς τα κάτω, δημιουργείται δε χοντρό νήμα
για βελέντζα ή κουβέρτα, συμπαμπαλο.
απλωσιά, η = μήκος νήματος τόσο, όσο φθάνει το χέρι της γνέστρας απλωμένο απ' την τουλούπα της ρόκας ή της δρούγας ως τ' αδράχτι, όταν ακουμπά χάμω.
άρματα, η = εφοδιασμός της ρόκας με μαλλί, εξοπλισμός, πλήρης στολή.
αρματώνω = τοποθετώ μαλλί στη ρόκα με σκοπό να γνεσθεί, εξοπλίζω, ντύνω.
αρνοπόκι, το = το σύνολο του μαλλιού από το κούρεμα του αρνιού, που μοιάζει σαν ρολό.
βολεί = ευκολύνει, προσφέρεται, έχει διάθεση χρόνου.
γνέθω = μεταβάλλω το μαλλί ή το βαμπάκι σε νήμα με το χέρι ή με μηχανή, κλώθω.
δρούγα (νήματος), η = το περιτυλιγμένο νήμα στ' αδράχτι, αδράχτια, άρπαγμα.
κλώθω = φτιάχνω νήμα, περιστρέφοντας μαλλί.
κλωνά, η = κλωστή, νήμα, κλωνιά.
κορμοφάνελα (ανδρική), η = φανέλα μάλλινη ή βαμπακερή, που φοριέται μέσ' από το πουκάμισο και έρχεται σε επαφή με τη σάρκα, φθάνοντας πιο κάτω απ' τη μέση, σαρκοφανέλα, μεσοφανέλα, κατασάρκι.
λαγάρα, η = άριστης ποιότητας πρόβιο μαλλί με μεγάλη και μακριά τρίχα, που κάνει δυνατό νήμα, μαΐσιο, σούμα, μακρίδι, μακρυμαλλίδι, σκλίδα.
λανάρι, το = όργανο από 4 σανίδες, σε σχήμα παραλληλόγραμμο, που η επάνω σανίδα έχει σειρές από μεταλλικά δόντια για το ξάσιμο του μαλλιού.
μανιά, η = γιαγιά, βαβά.
μπέλα, η = άσπρη.
μπόλκα, η = γυναικεία ζακέτα, είδος ελαφρού επενδύτη, με μανίκια και γιακά που φθάνει ως τους γοφούς.
νάκα, η = ελαφριά βρεφική κούνια, με πέτσινη βάση, μήκους ενός μέτρου και πλάτους 80 εκατοστών, κατά μήκος δε των μεγαλύτερων πλευρών της είναι προσαρμοσμένοι 2 ξύλινοι άξονες, ισομεγέθεις μ' αυτές, στις άκρες των οποίων προσδένονται 2 μακριά σχοινιά ή λουριά, που χρησιμεύουν για φόρτωση ή κρέμασμα της κούνιας στην πλάτη ή στο ζώο, ανεμόκουνα.
ξασμένη, η = λαναρισμένη.
ποκάρι, το = το σύνολο του μαλλιού από το κούρεμα του προβάτου, που μοιάζει σαν ρολό.
σάρικα, η = μακριά φλοκοτή κάπα, φλοκάτα.
σεγκούνα, η = γυναικείος επενδύτης (επανωφόρι), με ή χωρίς μανίκια, που φθάνει κάτω από τις γάμπες, σάρκα.
σελάχι, το = ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3-5 φύλλα για την τοποθέτηση αντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.
σίβο, το = αυτό που έχει σταχτοκαφέ σκούρο χρώμα.
σκαμαγγέλα, η = τουλούπα μαλλιού ή βαμβακιού, σκαμάγγι, τούφα.
σπαργανήθρα, η = βρεφικό μικρό χεράμι ή μικρή μαντανία, σπάργανο.
στημόνι, το = νήμα από μακρόινο μαλλί, στριφτό, λεπτό και ισόπαχο, για να περνά στο χτένι και στα μιτάρια και να μην κόβεται, σαν τεντωθεί, τοποθετείται δε κατά μήκος του αργαλειού κι ανάμεσα του πλέκεται λοξά το υφάδι.
σφοντύλι, το = στρογγυλό, ημισφαιρικό, συμμετρικό βαρίδι, με μια τρύπα στη μέση και στο επάνω μέρος μ' ένα μικρό τσιγκέλι (τσινί) ή μια εγκοπή (κόκα ή γκάγκα ή δοντιά ή θηλιά), για το στερέωμα του νήματος, που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού, με σκοπό να επιταχαίνει την περιστροφή του, κατά το γνέσιμο.
σχοινολίταρο, το = σχοινί.
φέρμελη, η = ανδρικό πολυτελές γιλέκο από μάλλινο δίμιτο νήμα, έχει μανίκια ριγμένα στις πλάτες που φθάνουν παρακάτω από τη μέση, πισωγέλεκο.
χεράμι, το = υφαντό από πρόβιο μαλλί, ελαφριά κουβέρτα, που χρησιμοποιείται ως στρώμα και ως σκέπασμα, τσόλι.
χοντρομπουλίδι, το = χοντρό νήμα.
http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου