Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Θέλεις νά τρέφεις σωστά τό σώμα σου;...αφαίρεσε τό πε­ριττό!

 


Θέλεις να τρέφεις το σώμα.

Αφαίρεσε το πε­ριττό, δίνε του το απαραίτητο και όσο μπορεί να επεξεργαστεί και να αφομοιώσει. Μην το βαραίνεις, για να μην το καταποντίσεις.
Εκείνο που τρέφει το σώμα είναι η ολιγάρκεια, επειδή το λίγο μπορεί να το αφομοιώσει ο οργανισμός. Ενώ το επί πλέον, όχι μόνον δεν τρέφει το σώμα, αλλά και το καταστρέφει.
Αλλά κανείς δεν τα προσέχει αυτά, γιατί εξαπατάται από την άκαιρη ηδονή και τη συνηθισμένη αντίληψη.
Το ολιγαρ­κές φαγητό είναι και τροφή και η­δονή· γιατί τίποτε δεν φέρνει τόση ευχαρίστηση, όση η τροφή που επεξεργάστηκε καλά και αφομοιώθηκε.
Τίποτε άλλο δεν χαρίζει τόση υγεία, τίποτε τόση οξύτητα στις αισθήσεις, τίποτε δεν απομακρύνει τόσο πολύ την αρρώστια. Άρα το λιτό φαγητό είναι και τροφή και ηδονή και υγεία.
Άλλωστε, η ευχαρίστηση φθάνει μέχρι το φάρυγγα, μέ­χρι τη γλώσσα, γιατί μόλις τελειώσει το τραπέζι και καταπιείς την τροφή, θα είσαι όμοιος μ’ εκείνον που δεν έλαβε μέρος στο τραπέζι, μάλλον δε πολύ χειρότερος, γιατί το τραπέζι το ακολουθούν βάρη στομαχικά, και υπερένταση, και κεφαλαλγία και ύπνος που μοιάζει με θάνατο, πολ­λές δε φορές και αϋπνία από την πολυφαγία και δύσπνοια και ρέψιμο· και θα καταριέσαι άπειρες φορές την κοιλιά, ενώ πρέπει να καταριέ­σαι την κατάχρηση.
Το να τρώει κανείς όσο χρειάζεται και με μέτρο, παρέχει μεγάλη ωφέλεια και στην υγεία του σώματος και στην όλη κατάσταση της ψυχής, έτσι πάλι η κατάχρηση στο φαγητό διαφθείρει διπλά τον άνθρωπο, και σωματικά και ψυχικά.
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 


Γιά κουλούρια Θεσσαλονίκης.

300 γρ. αλεύρι.

170 γρ. νερό

1 καί 1/2 φακελάκι μαγιά.

30 γρ. ζάχαρη

10 γρ. αλάτι

50 γρ. λάδι

Τά ζυμώνεις καί αφήνεις τήν ζύμη νά διπλασιαστεί .

Τά πλάθεις σάν μακαρόνι μακρύ καί τά κλείνεις σέ κύκλο.

Τά εμβαπτίζεις σέ ζαχαρόνερο καί αμέσως μετά σέ μπόλ μέ σουσάμι.

Τά στρώνεις σέ λαμαρίνα μέ λαδόκολλα καί τά ψήνεις στούς 200ο γιά 15 λεπτά.

Εγώ τήν πρώτη φουρνιά στά 15 λεπτά τήν έβγαλα τραγανή. Έτσι τήν δεύτερη τήν έψησα 10 λεπτά καί ήταν λίγο πιό μαλακά .  

Καλή επιτυχία .

 Όλα είναι εύκολα καί πεντανόστιμα καί τήν άλλη ημέρα.

Μιά λεπτομέρεια>>> Νά μήν τά πλάσεις σέ αλευρωμένο πάγκο αλλά σέ λαδωμένο γιά νά μήν πάρουν επιπλέον αλεύρι καί χάσουν τήν γεύση τους.  

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ἡ ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

 


«Ὅσο ἔχει ὁ μάκρος το γυαλοῦ κι ὁ πλάτος τῆς θαλάσσης τόσο διασὶδ δὲν ὕφιαζε μιὰ κόρη στὴν αὐλή της κι ἐγὼ διαβάτης διάβαινα καὶ τὴν καλημεράω καλήμερά σου κόρη μου καλῶς τον τὸν διαβάτη αὐτοῦ ποὺ ὑφαίνεις κόρη μου καὶ μένα νὰ θυμᾶσαι κι ἐδῶ ποὺ ὑφαίνω ξένε μου καὶ ἰσένα σὲ θυμᾶμαι σ ἔχω γραμμένο στὸ χαρτὶ καὶ στὸ ξυλόχτενό μου καὶ στὴ σαΐτα τ ἀργαλειοῦ σ ἔχω ζωγραφισμένο.» 

Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι . Οἱ ὑφάντρες τὴν ὥρα ποὺ ὑφαίνουν κυρίως ὑφαντὰ μονόχρωμα, χωρὶς διάκοσμο ποὺ ἀπαιτεῖ προσήλωση καὶ μέτρημα, τραγουδοῦν δημοτικὰ τραγούδια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὑφαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἄλλα τραγούδια τῶν ἐποχῶν, τῆς φύσης, ἱστορικά, ἀκριτικά, κλέφτικα, ἐρωτικά, θρησκευτικά, τῆς ξενιτιᾶς, γνωμικά, τῆς ἐργασίας, ἀκόμη καὶ τοῦ θανάτου. Τὰ ὑφαντά, προϊόντα τῆς ὑφαντικῆς τέχνης ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς μιὰ μορφὴ τέχνης ἀποτελοῦν καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συναισθήματα, τὸν ψυχικὸ κόσμο, τὰ ἰδανικά, τὶς ἀξίες, τὶς αἰσθητικὲς προσλαμβάνουσες καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. 

Δημιουργήθηκαν καὶ συμπορεύτηκαν ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη των ὑφαντριὼν ἡ ὁποία ἐκφράστηκε ταυτόχρονα μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια στηρίζονται σὲ μιὰ παλιὰ ἑλληνικὴ παράδοση, ὄχι μόνο μὲ τὰ θέματα καὶ μὲ τὸν λόγο τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἐθιμικὲς ἀφορμὲς ποὺ τὰ διαιωνίζουν. Ἡ ἴδια ἡ προέλευση τοῦ νεοελληνικοῦ ὅρου «τραγούδι», ἀπὸ τὸ στιχουργικὸ καὶ θεματικὸ κόσμο τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, δείχνει τὴν παλαιότητα ὅσο καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς ποιότητας τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν. 



Ἡ πρώτη αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει κανείς, ὅταν ἀρχίσει νὰ μελετᾶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, εἶναι ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τοῦ θέματός του τὸ ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, πάντα ὅμως σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴ ζωὴ τῆς κοινότητας. Ἐκεῖνο ποὺ κατευθύνει τὸν ἀνώνυμο λαϊκὸ ποιητὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, ἡ πίστη στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς σὰν ἐνεργὸ μέλος τῆς συμβιωτικῆς κοινότητας, ἑρμηνεύει κάθε πράξη καὶ κάθε συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας πάντα τὸ ἄτομο ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὸν χαρακτῆρα εἴτε τῆς οἰκογένειας εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματος, εἴτε τῆς κοινότητας στὴν ὁποία ἀνήκει. 

Οἱ ὑφάντρες ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς τοπικῆς κοινωνίας καὶ φορεῖς τοῦ τοπικοῦ πολιτισμοῦ φέρουν τὶς ἀπαραίτητες καταβολάδες καὶ συμβάλουν ἀπὸ τὴν πλευρά τους στὴ δημιουργία, στὴν ἀνακατασκευὴ καὶ στὴ διαιώνιση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἡ ὑφαντικὴ τέχνη ὡς μιὰ μορφὴ χειροτεχνίας σχετίζεται μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὡς πνευματικὴ δημιουργία διότι ἔχουν καὶ τὰ δυὸ ὡς ἀφετηρία τους τὸ λαό. Οἱ ὑφάντρες εἶναι ἐκφραστὲς τῆς κοινωνικῆς δομῆς. 

Από ΕΔΩ

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

«Απόψε προβατάκια μου σάς δίνω τού Θεού μου».

 


"Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΚΥΡΙΑ"

Ένα θαύμα που συνέβη σε έναν κτηνοτρόφο την νύχτα της Αναστάσεως , εξιστόρησα στα παιδιά του νηπιαγωγείου και μου απάντησαν χωρίς να το σκεφτούν: "Ο Θεός το έκανε κυρία" !

Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, το 1970 κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την Εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο μεγαλοκτηνοτρόφος, με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.
Ο Γεωργακός έκαμε λίγο πιο πέρα και έβαλε αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα τι συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν και άλλοι χωριανοί.
– Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου, είπε. Απόψε διάλεξαν να το κάνουν. Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε για να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση, αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι…
Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:
«Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου».
Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τους είπε:
– Εγώ θα πάω στην Εκκλησιά να ακούσω το «Χριστός Ανέστη», που τόσο πολύ το περιμένω και το λαχταρώ. Θέλω να Λειτουργηθώ με την οικογένειά μου και να Κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη αυτή νύχτα, δεν τη χάνω με τίποτα!
– Τί είναι αυτά που λες Γεωργακέ; του είπαν οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του. Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου που με πολλούς και πολύχρονους κόπους έφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μη χασομεράς. Κάθε λεπτό που περνάει η ζημιά που σου κάνουν οι λύκοι γίνεται και πιο μεγάλη. Σκέψου, σε παρακαλούμε, την οικογένειά σου που ζει απ’ αυτά τα πρόβατα…
– Ένα να μην μείνει, τους αποκρίθηκε ο τσέλιγκας, εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει…
Αυτά είπε και κίνησε για το ναό, σκορπίζοντας σ’ όλους τους συγχωριανούς του τον θαυμασμό για τη μεγάλη του πίστη!
Στην Εκκλησιά, πρώτος και καλύτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, αγέρωχος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του.
Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν ο λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και άκουγε με προσοχή.
Στα λόγια του παπά: «Ο Άδης, φησίν, επικράνθη», επαναλάμβανε το «επικράνθη» με πείσμα και θυμό, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο, με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του, το δικό του «Ανέστη».
Παρότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, ο τρόπος που αντιδρούσε στο άκουσμα των ρημάτων «επικράνθη και Ανέστη», έδειχνε πως όχι μόνον τα καταλάβαινε, αλλά κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στην ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, να το ξέρει, θεολογούσε!…
Βγαίνοντας από την Εκκλησιά, αφού είπε το «Χριστός Ανέστη» με τη φαμελιά του και τους χωριανούς και άκουσε το «Αληθώς Ανέστη», κίνησε για το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση.
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι για να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό.
Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν για ύπνο, ο Γεωργακός, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι για να πάει στα μαντριά να δει τι ζημιά του έκαναν οι λύκοι και πόσα από τα πρόβατα του απόμειναν. Ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις στάνες του, με γρήγορο βηματισμό, έχοντας διαρκώς το νου του στα ζωντανά του.
Όταν έφτασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί.
«Άϊντε, είπε, πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Εκεί, έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης.
Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθεί όλα μαζί στην αριστερή πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα. Στην άλλη πλευρά, είδε να γυαλίζουν, μέσα στο σκοτάδι, τέσσερα μάτια.
Πάνω στα ξερά χορτάρια που στρώνουν οι βλάχοι για να ‘ναι τα ζωντανά τους στεγνά και ζεστά, κάθονταν, σαν τα ήμερα σκυλιά, δύο λύκοι και τον κοίταζαν!
Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και για να διώξει τους λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίστηκαν.
Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ω του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι, δηλαδή δεν τα είχαν ακουμπήσει! Ούτε καν μια σταλαγματιά αίματος δεν βρέθηκε πάνω στο μαλλί τους και στο δάπεδο!
Ο πολύπειρος βοσκός, που στα τόσα χρόνια που φρόντιζε τα πρόβατά του, γνώρισε και άλλες τέτοιες «επισκέψεις», που όλες είχαν το κόστος τους, άλλες μικρό και άλλες μεγάλο, κατάλαβε πως αυτό που του συνέβηκε την Αναστάσιμη αυτή νύχτα, ήταν Θεία παρέμβαση!
Χωρίς καμιά, γι’ αυτόν, αμφιβολία, ο Αναστάς Κύριος φίμωσε τα στόματα των λύκων και προστάτευσε τα πρόβατά του. Γι’ αυτό, πήγε και γονάτισε ανάμεσά τους και αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά: «Χριστός Ανέστη»! Και τότε, ω των θαυμασίων Σου Κύριε, όπως έλεγε στους χωριανούς του, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή:
«Αληθώς Ανέστη»!!!
«Τέτοιοι άνθρωποι, παιδί μου, ζούσαν στα χωριά μας εκείνα τα χρόνια!», είπε ο μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας την ιστορία του, «άνθρωποι, φτωχοί μεν, αλλά αληθινοί Χριστιανοί, με μεγάλη πίστη και ευσέβεια».
Διήγηση Μπάρμπα – Θανάσης Παπαντώνης

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ή Λαγάνα. Καλή Σαρακοστή!

 


Λίγα λόγια για την Λαγανά της Καθαράς Δευτέρας:

Η λαγάνα είναι ένας άζυμος άρτος, κάτι που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τις λαγάνες προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα ενώ το όνομα της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "λάγανον", μια πλακωτή, δηλαδή, ζύμη που παρασκευαζόταν από αλεύρι και νερό.
Η λαγάνα αναφέρεται, μάλιστα, ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της Αρχαιότητας, όπως είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση "λαγάνα πέττετται" δηλαδή λαγάνες γίνονται.
Γενικά ο άρτος όπως και η πρώτη σοδειά σε αρκετές γιορτές αφιερώνονταν στους Θεούς στην αρχαία Ελλάδα. Για παράδειγμα, στα Θαργήλια, την ανοιξιάτικη γιορτή της Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης, φτιάχνονταν τα πρώτα καρβέλια ψωμιού με την πρώτη ανοιξιάτικη σοδειά. Τα Θαργήλια ήταν γιορτή εξαγνισμού και καθαρμών αφού ένας πολίτης δεχόταν- συνήθως- όλα τα αμαρτήματα της πόλης και αφού τον περιέφεραν στην Αθήνα τον πετούσαν στη θάλασσα. Σε περιοχές, όμως, όπως η Κολοφώνα της Μ. Ασσίας τελούνταν κανονικές ανθρωποθυσίες όπου και θυσιάζονταν τα καθάρματα. Οι άνθρωποι που φορτώνονταν όλα τα αμαρτήματα προκειμένου να εξαγνιστεί η υπόλοιπη κοινωνία.

Ένα είδος ψωμιού το οποίο λανθασμένα αναφέρουν κάποιοι μελετητές ως "πρόγονο" της λαγάνας είναι ο άρτος που χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του Μωυσή.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και ο άζυμος άρτος καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.
Η ονομασία, δε, της "Καθαράς" προήλθε - σύμφωνα με αρκετούς λαογράφους - από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, από τα λίπη της αποκριάς πράξη που συμβόλιζε την κάθαρσης.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καλή Χρονιά μέ ήθη καί έθιμα τής πρωτοχρονιάς.


Η πίτα των διακονημάτων

Ο χρόνος αν και δεν είναι μια απτή πραγματικότητα, έχει μια σχεδόν υλική αξία για όλους μας. Τον υπολογίζουμε για να πορευτούμε πάνω στη γη. Τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι ιερό, αφού μας χαρίστηκε, προσδοκώντας να μετατραπεί σε αιωνιότητα. Τον γιορτάζουμε ικανοποιώντας την ανάγκη μας να τον καλοπιάσουμε, κι αυτή η πράξη κατά βάθος είναι μια προσευχή προς τον Θεό, να στέρξει να επιβιώσουμε και φέτος, να γίνουμε καλύτεροι και να θεωθούμε, όπως μας ζητήθηκε από την Εκκλησία. Η γιορτή λειτουργεί θεραπευτικά στη ζωή και γι’ αυτό ακολουθούμε τα τελετουργικά της από το παρελθόν. Οι άνθρωποι δεν παραβιάζουμε εύκολα την παράδοση.

Συναντήσαμε τον ιερέα και θεολόγο, πατέρα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο από το Διδυμότειχο, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα στον Λαγό, και καθώς στα χωριά ο παπάς είναι ένα πρόσωπο κύρους αλλά και οικείο, τον παραδεχτήκαμε και τον χαρήκαμε, ως αυθεντικό αφηγητή του κόσμου των εθίμων, που παίρνουν ζωή από πνευματικούς συμβολισμούς. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα όπως τονίζει ο πατήρ Χρυσόστομος είχαν την μορφή της επίκλησης στον Θεό, να φέρει αγαθά στο κάθε σπίτι:

«Στα χωριά μας του Διδυμοτείχου οι παραδοσιακές νοικοκυρές βγάζουν, μέσα από τα σεντούκια και τα κελάρια τους, διάφορους ξηρούς καρπούς για να τους προσφέρουν στα παιδιά και τους καλαντιστές, που θα έρθουν να πουν τα κάλαντα. Κάθε νοικοκυρά στολίζει το σπίτι της και κάθε σπίτι θα είναι πεντακάθαρο στις γιορτές. Την προπαραμονή βγαίνουν τα παιδιά και τελούν το έθιμο «σούρβα», που είναι το κάψιμο των κλαδιών της κρανιάς. Το δέντρο αυτό το καίνε στο τζάκι όλων των σπιτιών.

Την παραμονή των γιορτών βγαίνουν τα παλικάρια για να πουν τα κάλαντα, να καλαντίσουν. Αυτά τα τραγούδια τα λένε πρώτα στο χώρο της εκκλησίας και ύστερα στο σπίτι του παπά, του δασκάλου και μετά του προέδρου. Οι ντόπιοι γεμίζουν τα ταγάρια των παλικαριών με κρασί και με κρέας για να γλεντούν για ημέρες, χωρίς να φτιάχνουν φαγητό στο σπίτι τους. Νωρίς την ημέρα της πρωτοχρονιάς έρχονται τα παιδιά να πουν τα κάλαντα με τη σούρβα, μια μακριά ξύλινη βέργα, που την χτυπούν κάτω στη γη και λένε “τσι τσι, τόσα πουλιά, τόσα αρνιά, τόσα μύρια κριθάρια, καλαμπόκια”. Μπαίνουν μετά στο σπίτι βαστώντας τη βέργα από κρανιά, το δέντρο που συνδέεται με τη γεροσύνη, την υγεία και τη δύναμη που πρέπει να έχουμε για να βγάζουμε τα προς το ζην. Ανακατεύουν τη φωτιά με την ευχή να έρθει η δύναμη που χαρίζει τη ζεστασιά και να δώσει ο άγιος Θεός όλα τα προικιά στο σπίτι. Στη συνέχεια, ρίχνουν και θυμίαμα στη φωτιά για να μυρίσει ωραία το σπίτι.»

Αφού τακτοποιήσουν τα πνευματικά, σειρά έχει η συντήρηση του φαγητού, και συγκεκριμένα του κρέατος, μιας δυναμωτικής τροφής που θα κρατήσει για ένα χρόνο και θα θρέψει την οικογένεια:

«Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι καθιερωμένο το χοιροσφαγείο, όπου η οικογένεια θα σφάξει το γουρούνι, που στο μακρινό παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία, ήταν το μοναδικό κρέας του χρόνου. Στα σπίτια ανάβουν τους φούρνους, αφού έχουν σφάξει τον χοίρο, για να φτιάξουν τα λεγόμενα κιβέτσια: κρεατικό με σάλτσα και ντομάτα, μέσα στο πήλινο, σφραγισμένο με ζυμάρι. Το κιβέτσι στο παρελθόν ήταν η παραδοσιακή κονσέρβα. Κονσέρβα η οποία διατηρούνταν και μετά από 9 μήνες.»




Κι ενώ σήμερα η συνηθισμένη πρωτοχρονιάτικη πίτα παρέχει στον τυχερό τη δυνατότητα να κερδίσει ένα χρηματικό αντίτιμο, στα χωριά κοντά στο Διδυμότειχο, η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα παίρνει το ευφυές όνομα «πίτα των Διακονημάτων» και προσφέρει στον τυχερό, που θα κερδίσει το φλουρί, τη δυνατότητα να καλλιεργήσει τον εαυτό του με το εργόχειρο μίας από τις ευθύνες του νοικοκυριού. Ο εφημέριος θα αναλύσει:


«Την πρωτοχρονιά δεν λείπει από κανένα σπίτι η πίτα των διακονημάτων, η οποία γίνεται με 12 φύλλα, λάδι, 12 αυγά, μισό κιλό γάλα και μπόλικο τυρί. Παλιά αντί για φλουρί έβαζαν ένα κομμάτι από ξύλο κρανιάς ή βελανιδιάς μέσα στην πίτα. Σήμερα σε ένα κομμάτι χαρτί, βάζουν το φλουρί και το τοποθετούν στην πίτα. Ψήνουν ένα-ένα τα φύλλα, βάζουν τη γέμιση και το ξαναψήνουν μέχρι να ολοκληρωθεί. Όταν έρθουν οι νοικοκύρηδες από την Εκκλησία, και πριν φάνε τον πατσά, τοποθετούν στο κέντρο του τραπεζιού την πίτα των διακονημάτων. Τη θυμιάζουν, καλωσορίζουν τον άγιο Βασίλειο με το απολυτίκιό του και κόβουν την πίτα σε κομμάτια.




Ο νοικοκύρης του σπιτιού μοιράζει το κομμάτι του Χριστού, της Παναγίας, του μεγάλου Βασιλείου, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του πρώτου παιδιού, του δεύτερου παιδιού και ούτω καθεξής. Όποιος έβρισκε την κρανιά ή τη βελανιδιά ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να συμμαζέψει ξύλα και βέργες για ένα ολόκληρο χρόνο. Τον άλλο χρόνο μπορεί ο νικητής να οριζόταν να φροντίσει τις κότες, να τις αυγατίζει ή να έχει την ευθύνη των χωραφιών και του σιταριού. Η πίτα των διακονημάτων διδάσκει την ευθύνη και τη συνεργασία. Την πίτα των διακονημάτων την κόβουμε και σήμερα με την ίδια προοπτική. Επίσης, σε κάποια μοναστήρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί κόβουν την πίτα των διακονημάτων.» 

Το φαγητό για το τραπέζι της πρώτης μέρας του χρόνου προετοιμάζεται από την παραμονή και την τιμητική τους έχουν οι πίτες, που τα κομμάτια τους μοιράζονται στους αγίους και την Παναγία, ωστόσο το πρώτο κομμάτι θα δοθεί στο πρώτο πρόβατο. Αγαπούν και τιμούν τα ζώα τους, δώρα του Θεού που τους εξασφαλίζουν την τροφή τους. Η περιγραφή του πατρός Χρυσοστόμου δίνεται με λεπτομέρειες:





«Την πρωτοχρονιά εδώ φτιάχνουμε 2 πίτες, την πίτα του τσοπάνη και την πίτα του γεωργού (τσιφτσή). Η πρώτη είναι κρεατόπιτα με 2 φύλλα, που ζυμώνονται με βούτυρο σαν σφολιάτα και στη συνέχεια ψήνονται στην πλάκα του τζακιού, εφόσον μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καίει το τζάκι και η πέτρα κάτω καίγεται πάρα πολύ. Την σκουπίζουν, την καθαρίζουν και πάνω σε εκείνη την πέτρα βάζουν την πίτα και από πάνω βάζουν το καπάκι της γάστρας και τη σκεπάζουν με τα κάρβουνα και την ψήνουν 2 φορές. Η πίτα ψήνεται πριν ακόμα ξημερώσει και πριν χτυπήσει η καμπάνα. Στο τραπέζι κόβουν ένα κομμάτι, για τον άγιο Βασίλειο, άλλο ένα για τον Χριστό και την Παναγία. Ωστόσο το πρώτο κομμάτι το δίνουν στο πρώτο πρόβατό τους.»

Η πιο καίρια ανάγκη για τον άνθρωπο, μετά την τροφή, είναι η εξασφάλιση της ένδυσης. Γι’ αυτό και εύχονται οι άνθρωποι στον Δημιουργό να μπορούν να ντυθούν για να προφυλαχθούν από το κρύο: 

«Την παραμονή, φτιάχνουν τις βασιλίτσες, δηλαδή ψωμάκια που τα τρυπούν με το καλάμι της κλωστής από τον αργαλειό, με την ευχή να έχουν πάντα κλωστές να υφαίνουν για να ομορφύνουν και να ζεστάνουν το σπίτι τους με χαλιά και κιλίμια, καθώς και να μπορούν να φτιάχνουν πουκάμισα, φορέματα, παντελόνια, τα γαμπριάτικα και τα νυφιάτικά τους. Τα τρυπούν, έπειτα τα ψήνουν και ύστερα τα ρίχνουν μέσα στη ζάχαρη και στο σιρόπι και τα φέρνουν αρτοκλασία στον ναό, στη γιορτή του μεγάλου Βασιλείου, τα διαβάζουν και τα μοιράζουν. Όλοι οι τσοπάνηδες και οι αγρότες είχαν και έχουν αυτό το έθιμο στα χωριά. Στις πόλεις κοντά στο Διδυμότειχο ζυμώνουν άρτο με 5 σφραγίδες, πάνω και ενδιάμεσα φτιάχνουν μια φωλιά με αυγό και σουσάμι.»

Αξιοσημείωτο είναι πως οι ντόπιοι, έχοντας μια έμφυτη ευσέβεια, κρατούσαν έντιμη συνείδηση απέναντι στα Θεία, επιλέγοντας ακόμη και τον τόπο, που θα φυλάξουν τα κόκαλα ενός μαγειρεμένου ζώου, αφού θυμιάστηκε πριν ψηθεί. Ο πατήρ Χρυσόστομος προσθέτει :




«Υπάρχει μια συγκινητική λεπτομέρεια που οι παλιοί μας τη δίδαξαν κι εμείς την επαναλαμβάνουμε ευλαβικά μέχρι σήμερα και θα ήθελα να σας την ομολογήσω. Ο πατσάς της Πρωτοχρονιάς προσφέρεται μετά τη θεία λειτουργία, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μας. Από την προηγούμενη έχουμε βάλει στο τσουκάλι και βράζουμε το μισό κεφάλι του χοίρου για να μην πάει τίποτα χαμένο. Επειδή λοιπόν οι πρόγονοί μας έσφαζαν τον χοίρο και μετά θυμιάζανε το ζώο, δεν έριχναν ποτέ τα κόκαλα να τα φάνε τα σκυλιά. Τα έπαιρναν και τα έθαβαν σε μέρος που έχει μόνο δέντρα, κυρίως μέσα στο δάσος, έτσι ώστε αν ξεθαφτεί, αυτό να γίνει μόνο από θεριό και να είναι έξω από το χωριό για να μην πατηθεί, αφού έχει λιβανισθεί. Είχαν σεβασμό οι παππούδες μας.

Εύχομαι τέλος, ο καλός Θεός να φυλάει όλο τον κόσμο και στους αναγνώστες μας, Καλή Πρωτοχρονιά.»

* * *



Ο λαός μας της υπαίθρου δεν έζησε ποτέ με την οίηση της αυτάρκειας. Από τις παραδόσεις των εορτών και των τελετουργικών, και αυτό είναι ένας ισχυρός λόγος να τις προβάλλουμε, βλέπει κανείς καθαρά ότι οι άνθρωποι πορεύονταν χειρωνακτικά και προσευχητικά. Είχαν βαθιά γνώση της ανθρώπινης ανεπάρκειας. Μόνο ο Θεός ήταν παντοδύναμος κι Εκείνος θα τους φρόντιζε. Καλή Πρωτοχρονιά

Σοφία Χατζή

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα,

Ορθόδοξη Αλήθεια, 28.12.2022

Από ΕΔΩ

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Τα κοκολόγια της ελιάς…«Άσε και καμπόσες, του έλεγαν, να φάει και το πουλάκι»

 


Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι ανήκαν στους φτωχούς.

Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές ονομαζόταν μ π ο ρ μ π ο λ ό γ ι α.

Στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν κ ο κ ο λ ό γ ι α.

Η ελιά πάντα ήταν πρώτη στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και φιλαλληλίας, γι’ αυτό σε πολλά νησιά όπως τη Λέσβο, στις νηστείες, «τό χαν σε καλό» να γεμίζουν από ένα πιάτο ελιές και τις πήγαιναν στους πολύ φτωχούς.


Παρόμοια συνήθεια σε άλλα μέρη, η νοικοκυρά γέμιζε ένα πιάτο ελιές, μισές μαύρες μισές άσπρες, τον Δεκαπενταύγουστο, και τις πήγαινε στη γειτονιά, σε όσους δεν είχαν να φάνε.

Ασφαλώς, αυτές οι συνήθειες συμβαδίζουν απόλυτα με τη χριστιανική αρετή, και το κοκολόι κι αυτό, έχει να κάνει με την εκκλησιαστική διάσταση.

Όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά.

Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι «ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολοίσει».

Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει η ντέμπλα.


Πέφτουν όμως μόνες τους με τα δυνατά φυσήματα του αέρα Φεβρουάριο ή και Μάρτιο.

Αυτή η συνήθεια έφτασε και μέχρι τη γενιά μας, γύρω στο ’70 σταμάτησε το έθιμο στη Κρήτη.

Πολλοί φτωχοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες αλλά και παιδιά, μάζευαν ελιές από δω κι από κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.

Δεν εθεωρείτο κλεψιά, υπήρχε κατανόηση από όλους. Οι καλοί χριστιανοί δεν άφηναν τον ραβδιστή να ρίξει και τη τελευταία ελιά.


Ο καλός χριστιανός, πέρα από τον φτωχό συνάνθρωπο, σκεφτόταν και το έρημο το πουλί, που το χειμώνα η τροφή του είναι δυσεύρετη.

Μα, τι άλλο,παρά μόνο το μεγαλείο του λαού μας δηλώνει αυτό το πράγμα, ότι οι ελιές στα τελειώματα, ανήκουν δικαιωματικά στους φτωχούς και αδύναμους…

Κείμενο Γεώργιος Χουστουλάκης

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΝΙΚΟΛΟΒΑΡΒΑΡΑ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ.



Σύμφωνα με την ελληνική λαϊκή παράδοση η έναρξη του χειμώνα και οι καιρικές μεταβολές συσχετίζονται με το εορτολόγιο .Έτσι, το κρύο “αντρειώνει” την τελευταία μέρα του Νοέμβρη, στη γιορτή τ’ Άι Ανδρέα, δίνοντάς μας 4 μέρες για να προετοιμαστούμε, ώσπου η Αγιά Βαρβάρα να “βαρβαρώσει” το κρύο να δυσκολέψει η κατάσταση. Την επομένη έρχεται ο Άι Σάββας που “σαβανώνει”, προετοιμάζοντας τον επερχόμενο χιονιά, αφού από τις 6 Δεκεμβρίου ο Άι
Νικόλας, “παραχώνει” (στο χιόνι).Το εορταστικό αυτό “τρίγωνο”, η λαϊκή σοφία το ονόμασε “τα Νικολοβάρβαρα”, ενώ οι τρεις Άγιοι που το συγκροτούν, αποτελούν παράλληλα και τους προστάτες γενικευμένων, αλλά και συγκεκριμένων κατηγοριών του πληθυσμού.Έτσι η Αγ. Βαρβάρα ως γνωστόν αποτελεί την προστάτιδα του Πυροβολικού. Λιγότερο γνωστό είναι πως η Αγία, θεωρείται πως προστατεύει τους πυροτεχνουργούς, τις έγκυες γυναίκες, τους ασθενείς λοιμωδών νοσημάτων, και πως στη Δύση την επικαλούνται επίσης οι φυλακισμένοι, οι μάγειροι, και παλιότερα οι χαλκουργοί και οι κωδωνοποιοί.Ο Όσιος Σάββας ο ηγιασμένος, με καταγωγή απ’ την Καππαδοκία θεωρείται ο θαυματουργός προστάτης των φτωχών και των ασθενών, καθώς σε όλη τη ζωή του ασχολήθηκε με την ανακούφισή τους.Ο Άγιος Νικόλαος, αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, αποτελεί τον προστάτη ναυτικών και θαλασσοπόρων, που επεμβαίνει και σώζει θαυματουργικά όποιον τον επικαλεστεί σε στιγμή κινδύνου από θαλασσοταραχή. Οι αγιογράφοι τον παριστάνουν πολλές φορές σαν καραβοκύρη βουτηγμένο στην αλμύρα, ενώ τα αφιερώματα στους ναούς και τα εικονίσματά του, σε κάποιες περιοχές συναγωνίζονται, ακόμα κι αυτά της Μεγαλόχαρης.τον Πόντο, ο πρώτος μήνας του χειμώνα, και τελευταίος της χρονιάς, που έφερνε τον Χριστό στον κόσμο, λέγονταν “Χριστιαννάρτς”. Στις 4 του μήνα ένας ηλικιωμένος της οικογένειας έφτιαχνε μελόπιτα με σιτάρι και καρύδια και με το μέλι σχημάτιζε σταυρό, στην είσοδο του σπιτιού. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τη λεγόμενη βαρβάρα, με στάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τη μοίραζαν στη γειτονιά.



Στην Ιωνία τη μελόπιτα την έφτιαχναν οι ανύπαντρες κοπέλες, και μετά την μοίραζαν σε τρίστρατο στους περαστικούς για να έχουν καλό τυχερό.
Στη Δράμα η λίμνη της Αγ. Βαρβάρας κάθε χρόνο γεμίζει από αυτοσχέδια καραβάκια που από παλιά φτιάχνονταν για να μεταφέρουν τα κεράκια στο εκκλησάκι της, που βρίσκεται στον πυθμένα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Τούρκοι θέλησαν να γκρεμίσουν τον ναό και στη θέση του να χτίσουν ένα τζαμί, η Αγία ανήμερα στη γιορτή της πλημμύρισε την περιοχή με νερό, δημιουργώντας τη μεγάλη λίμνη της Δράμας.
Το έθιμο με τα καραβάκια:
Στις 3 Δεκεμβρίου παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, το απόγευμα, από κάθε γωνιά της πόλης θα ξεπροβάλλουν οι μικροί “καπετάνιοι”, για να ρίξουν τα καραβάκια που έφτιαξαν στη μεγάλη λίμνη (πηγές) της Αγίας Βαρβάρας. Στη λίμνη που στον πυθμένα της βρίσκονται τα θεμέλια από το παλιό εκκλησάκι της Αγίας.
Η Αγία Βαρβάρα σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν και η προστάτιδα των κοριτσιών που προσευχόταν για υγεία και βοηθούσε τα τυχερά του γάμου τους. Έριχναν στη λίμνη με ελπίδα και πίστη ένα κερί πάνω σε ένα ξύλο και εάν αυτό κατευθυνόταν προς τα θεμέλια από το παλιό εκκλησάκι εντός της λίμνης τότε η ευχή θα πραγματοποιούνταν γρήγορα.

Τα χρόνια πέρασαν και όμως το έθιμο με τα κεράκια στη λίμνη έμεινε. Μόνο που τα κεράκια τώρα ταξιδεύουν πάνω σε καράβια φτιαγμένα από παιδικά χεράκια, δημιουργώντας μια πανέμορφη και μοναδική ατμόσφαιρα. Ότι καιρό και να έχει, χιόνι, βροχή ή τσουχτερό κρύο πάντα στις 3 Δεκεμβρίου, μετά τον πανηγυρικό εσπερινό, οι μικροί καραβοκύρηδες βρίσκονται στις θέσεις τους και καμαρώνουν το καράβι τους μέχρι να καεί ή να πλεύσει μακριά μαζί με τα υπόλοιπα.
Το μεσημέρι της παραμονής γίνεται η περιφορά της εικόνας της Αγίας Βαρβάρας σε συνοικίες της πόλης, συνοδευόμενη και από την μπάντα της περιοχής.
Στη Θράκη που για όλες τις γιορτές συνήθιζαν να λένε :
“Όλ` οι άγιοι μας ήτανε βοηθοί, μόνε μεις τώρα που δεν τους ακολουθούμε και δεν κάμε τα χρέη μας και δεν τους γιορτάζμε, χαλάσαμε τη θρησκεία κι` ο Θεός μας έδωσε την οργή τ`”, ειδικώς τον μήνα Δεκέμβριο ήταν ιδιαιτέρως προσεκτικοί στην τήρηση των εθίμων των Νικολοβαρβάρων.
Η παράδοση λέει πως η Αγία Βαρβάρα, προσευχήθηκε να παραμορφωθεί από ευλογιά, ώστε να μην την παντρευτεί ο ειδωλολάτρης που όρισε ο πατέρας της. Έτσι στη γιορτή της, ειδικώς οι μητέρες, για να προστατέψουν τα παιδιά τους απ’ τη “βλογιά”, έφτιαχναν τη “βαρβάρα” με μεγάλη επιμέλεια (στάρι με ζάχαρη, ξηρούς καρπούς και μυρωδικά), αλλά και μελόπιτα που την πήγαιναν στον παπά να τη διαβάσει (κατάλοιπο λατρείας θεάς Εκάτης). Έπειτα μοίραζαν τα γλυκά σε γείτονες, συγγενείς και φίλους. Αν μάλιστα, η “βαρβάρα”, γινόταν πιο άσπρη από συνήθως, σήμαινε πως το χιόνι ήταν θέμα λίγων ημερών.
Λιγότερο γνωστό είναι, πως στον Άγιο Νικόλαο, αποδίδεται και ο ρόλος του γονιού για τα ορφανά παιδιά, και τους ανθρώπους που τους βασανίζει η μοναξιά, ενώ για τους δυτικούς αυτός φέρνει τα δώρα των Χριστουγέννων.

Στα βυζαντινά χρόνια της μετάβασης απ’ το δωδεκάθεο στον χριστιανισμό, έλεγαν πως η αγάπη του Αγίου Νικολάου για τους ανθρώπους υπέταξε τον Ποσειδώνα, που ως τότε κυρίευε τους ανέμους και τις τρικυμίες, χρησιμοποιώντας την δύναμή του ως παιχνίδι ή ως μέσον εκδίκησης.
Πολλές είναι οι παραδοσιακές λαϊκές παροιμίες για τα “Νικολοβάρβαρα” που η προφορική παράδοση έφερε στις μέρες μας:

Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απλοήθη (ή απεκρίθη): Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρτε και στο μύλο τι Άι Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωμένος!
Νικολίτσι, Βαρβαρίτσι, Σάββα τ’ ήθελες στη μέση;
Τ’ άη-Νικολοβάρβαρα κι οι τοίχοι αποξυλώσανε!
Τα Νικολοβάρβαρα σιμά στο σταύλο! (για ζεστασιά)
Η Αγιά-Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Άι Σάββας σαβανώνει, κι ο Άι Νικόλας παραχώνει
Νικολίτσα, Βαρβαρίτσα μπρος οπίσω ο χειμώνας.
Τ’ άη Νικολοβάρβαρα κάνει νερά και χιόνια!
Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα πέφτουνε χιόνια τάρταρα
Κρατεί της Αγιά-Βαρβάρας τα κλειδιά (τεμπελιάζει).
Τα Νικολοβάρβαρα κατεβασιές και χιόνια, μπουράσκες και τελώνια!
Η Αγιά-Βαρβάρα γέννησε κι Άη-Σάββας το εδέχθη κι ο Άη-Νικόλας έτρεξε, να πάει να το βαφτίσει (εννοώντας το χιόνι)
Από ΕΔΩ



Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Παλιά, ἐτσι ἦταν παντοῦ..

  Παλιά, ἐτσι ἦταν παντοῦ... ἁπλά καί ἀνθρώπινα>>>

 


«Παλιά οἱ ἄνθρωποι ἐπισκεπτόντουσαν συχνότερα ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Δέν νοιαζόντουσαν ἄν  τά σπίτια τους δέν ἦταν βαμμένα, δέν εἶχαν συμπλέγματα κατωτερότητας σέ σχέση μέ αὐτούς πού εἶχαν μεγαλύτερα καί πιό ὄμορφα διακοσμημένα σπίτια... » Δέν συγκρίνονταν πραγματικά μεταξύ τους, εἶχαν ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ καθένας εἶχε ὅσα περισσότερα μποροῦσε, ὅτι ὁ καθένας εἶχε τίς δικές του προτεραιότητες καί τή δική του πορεία. Ἦταν γνωστό τί θυσίες ἔκανε ὁ καθένας καί γιά τί. Τά προσωπικά πράγματα δέν ἦταν μέτρο τῆς ἀξίας ἑνός ἀνθρώπου.

Στούς ἀνθρώπους ἄρεσε νά ἐπισκέπτονται ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὅσοι εἶχαν μοντέρνα σπίτια δέν τοῦ πείραζε  ὅταν πήγαιναν στό μικρό καί στενό διαμέρισμα ἑνός φίλου, ἀντιθέτως, ἀπολάμβαναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον.

Ὁ ἄνθρωπος πήγαινε  στόν ἄνθρωπο.  Ὄχι ὁ ἄνθρωπος στό σπίτι.

Παλιά δέν καλούσαμε τούς φίλους μας μόνο ὅταν ἀλλάζαμε κάτι στό σπίτι καί θέλαμε νά τό δοῦν οἴ ἄλλοι.  Καί δέν περίμενα εἰδικές προσκλήσεις γιά νά ἐπισκεφτοῦμε ἕναν φίλο.

- Θά ἔχεις  τηγανίτες ρωτοῦσε;

- Δέν ἔχω αὐγά ἔλεγε...

- Ἔχω ἕνα αὐγό, θά τό φέρω.

Ἔτσι ἦταν... Καί, ἀπό τήν τηγανίτα, ἔλεγες ἱστορίες μέχρι τά μεσάνυχτα ἤ καί μέχρι τά ξημερώματα.  Ὁ καλεσμένος κοιμόταν στόν καναπέ τοῦ σαλονιοῦ καί ὁ οἰκοδεσπότης του πρόσφερε  πιτζάμες ἤ κάτι αὐτοσχέδιο... καί γελοῦσε μέχρι δακρύων μέ ὁρισμένους αὐτοσχεδιασμούς.  Καί τό πρωί ὁ καλεσμένος καί ὁ οἰκοδεσπότης ἔπιναν καφέ στό μπαλκόνι ἤ στήν κουζίνα καί ἔκαναν σχέδια γιά τίς ἑπόμενες συναντήσεις, γιά μιά ἔξοδο στή φύση ἤ ἴσως καί γιά διακοπές μαζί.

Καί ὅταν ἔφευγε ὁ καλεσμένος, ὁ οἰκοδεσπότης του ἔδινε πάντα κάτι καλό πού εἶχε στό σπίτι: μιά μαρμελάδα, ἕνα λουκάνικο, δύο μῆλα... ἤ ἴσως καί μισή σοκολάτα.

- Irina Binder

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό