Με τό Νταούλι και με τον Ζουρνά!!!


(σ.Βισ.:Μια μεγάλη μελέτη και..πρόταση,που αξίζει να διαβαστεί)


Γράφει και επιμελείται η Αρτάνη

(αφιερωμένο εξαιρετικά στους λάτρεις και εραστές της δημοτικής παράδοσης)

-Πήγαινε στά δημοτικά τραγούδια, στή δημοτική τέχνη, καί στή χωριάτικη καί τή λαϊκή ζωή, γιά νά βρής τή γλώσσα σου, καί τήν Ψυχή σου. Καί μέ αυτά τά εφόδια άν έχεις μέσα σου ορμή καί φύσημα, θά πλάσης ότι θέλεις, παράδοση καί πολιτισμό και αλήθεια καί φιλοσοφία.
Ίων Δραγούμης

-Υπάρχει το αξίωμα ότι η μουσική ενώνει τους ανθρώπους και ότι αποτελεί βασικό πολιτισμικό στοιχείο, έκδηλο σε κάθε άτομο, εθνική ομάδα και λαό και μάλιστα όταν υπάρχει και το στοιχείο της επιβολής και ανταγωνιστικότητας, η εγκατάσταση των εθνικών ομάδων, πού τον 6ο μ.Χ. προστέθηκαν στο γηγενές στοιχείο της Μακεδονίας μας, δημιούργησε ένα ζωηρότατο μουσικό ποιητικό, αλισβερίσι, (προς αλλήλους – φέρω), που είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομονωθεί κατά εθνική ομάδα και να μελετηθεί από τη νεοσύστατη στη χώρα μας επιστήμη της εθνομουσικολογίας. Η στατιστική και η δημογραφία δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα και να δώσουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα, που αφορούν στη στρωμάτωση και στη σύσταση των διαφόρων αυτών εθνικών ομάδων στο χώρο της Μακεδονίας κυρίως.


Όσες σκληρές αντιπαλότητες έχουμε ανάμεσα στα «βαλκανικά» κράτη στη Μακεδονία, αναφέρονται στην ιστορία και τη γλωσσολογία. Δεν υπάρχει όμως σχεδόν καμιά ολοκληρωμένη αναφορά στον τομέα της μουσικής και ο οποιοσδήποτε αυθαίρετος χαρακτηρισμός και η όποια διεκδίκηση πατρότητας της μουσικής που δημιούργησαν οι εθνικές ομάδες - ενότητες στο χώρο της Μακεδονίας, αποτελεί αυθαιρεσία και ίσως σωβινιστική αντιπαράθεση.


Ιστορικά, στην αρχή υπήρξε ο πυρήνας των γηγενών Ελλήνων Μακεδόνων. Στη συνέχεια

, ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες ανακατατάξεις (εδαφών – πληθυσμών) μετέτρεψαν τον πυρήνα αυτό σε αμφίμικτο, πολυεθνικό, με δεσμούς φιλίας, παράδοσης, μίσους και αίματος.
Στη μέθεξη των μεγάλων κοινωνικών εκδηλώσεων και εορτών της ορθοδοξίας, όλα άρχισαν να μπερδεύονται γλυκά. Ο πολυεθνισμός λειτουργούσε πλέον ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της.

Η έλλειψη ακόμη και η όψιμη απόκτηση παιδείας των άλλων εθνοτήτων που ενέσκηψαν στο χώρο της Μα­κεδονίας, τράβηξε το ενδιαφέρον τους κυρίως στις παλιές ελληνικές θυμελικές μουσικοχορευτικές επιβιώ­σεις. Λόγω της καταγωγής τους, τις εμπλούτισαν με πλοκή, δράση, ρυθμό και κυρίως συμβολισμούς και περιεχόμενο μέχρι πλήρους αφομοίωσης, ώστε να μην είναι και τόσο εύκολη πλέον η πιστοποίηση της αρχαιοελληνικής τους καταγωγής.


Στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου από τον 4ο μ.Χ. μέχρι και τον 15ο μ.Χ αιώνα, τόσο οι δημιουργοί των μουσικών έργων, όσο και οι αποδέκτες, ήταν κοινωνοί μιας μεγάλης μουσικής παιδείας και πουθενά στον κόσμο δεν απαντάται μουσική ανάλογης έμπνευσης και κατασκευαστικής τελειότητας.


Πώς είναι δυνατόν τα χιλιάδες αυτά πολυεθνικά μουσικά δημιουργήματα να μην έφτασαν και στη βυζαντινή επαρχία της Μακεδονίας;


Ποιοί όμως, μετέφεραν στη βυζαντινή επαρχία της Μακεδονίας τα μουσικοχορευτικά αυτά πρότυπα; Ίσως οι Θυμελικοί θεράποντες της Διονυσιακής τέχνης!!! Όσο σαν θέαμα - ακρόαμα αναπτυσσόταν η τέχνη αυτή στο Βυζάντιο, αυτοί καταδιωγμένοι από θρησκευτικές προκαταλήψεις και κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες έβρισκαν ευκολότερα κοινό στην επαρχία και περνούσαν την τέχνη τους στο Λαό.


Έτσι, στις ελληνικές μουσικοποιητικές δημιουργίες προστίθενται και διάφορα βυζαντινά ή και άλλα πολυε­θνικά μουσικοχορευτικά δρώμενα, με αποτέλεσμα να προσαρμοστούν στο ύφος και το ήθος της κοινότητας, της εποχής και των κοινωνικών αναγκών.


Υπάρχουν άραγε μουσικοχορευτικά κατάλοιπα, από την εγκατάσταση κατά τον 6ο αιώνα μ. Χ. και αργότερα κατά το 10ο αιώνα, του Σλαβικού φύλου των Δρογουβιτών στις πεδιάδες της Μακεδονίας; (Γιαννιτσών - Ημαθίας – Σερρών (;) κλπ). Ειδικότερα, μάλιστα, στο χώρο μεταξύ Άξιού- Βέροιας και Θεσσαλονίκης, τέτοια που να αποδεικνύουν τη μουσική ομοιογένεια του πληθυσμού ή την πολιτιστική κυριαρχία της σλαβικής εθνότητας στους από αιώνες εγκατεστημένους εδώ Μακεδόνες;


Ποιοί όμως είναι αυτοί που ακόμα σώζουν μνήμες και μαρτυρίες μιας τόσο μεγάλης παράδοσης και τέχνης που λάμπρυνε την Οθωμανική αυτοκρατορία στη (χερσόνησο του Αίμου) Βαλκανική;


Ποιοί είναι αυτοί που μόλις τα τελευταία 50 - 60 περίπου χρόνια άλλαξαν ονόματα και ενδυμασία και από τυπικοί χαρακτηρισμένοι «Τουρκόγυφτοι»(ρόμ ;) αλλά γνωστοί με το επίθετο ζουρνατζήδες και νταουνλτζήδες ή με τον αυτάρεσκο αλλά προσδιοριστικό τίτλο «μαστόροι» έγιναν πλέον ένα μ’ εμάς, μετατρέ­ποντας το τούρκικο όνομα από Σουλεϊμάν σε Χαράλαμπο, από Γιασιάρ σε Γρηγόρη από Κιαζίμ σε Δημήτρη από Χασάν σε Χρήστο , εγκαταλείποντας ταυτόχρονα και το τούρκικο ψηλό φέσι - σαρίκι;


Μεμονωμένα κατάλοιπα ή σπαράγματα στην απέραντη Οθωμανική αυτοκρατορία, χάρη στα οποία η αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο, το Βυζάντιο στους Οθωμανούς και από τους Οθωμανούς στο νέο Ελληνικό κράτος.

Πολυσυλλεκτικοί εκφραστές μιας ελληνιστικής ευαισθησίας, που στη σημερινή της μορφή κατορθώνει ακόμη να συμπυκνώνει εύγλωττα και δυναμικά τον αρχαίο εκστασιακό διονυσιασμό με τη λάγνα, πολυποίκιλη, αλλά ταυτόχρονα πολυσήμαντη αμετροέπεια της Ανατολής.

Ποιές είναι όμως, οι περιοχές που με πάθος και επιμονή οι κάτοικοι ταυτίστηκαν με το ζουρνά και τα ντα­ούλια και που μέχρι σήμερα καλείται Ρουμλούκ’, δηλαδή Ρωμιότοπος;. Ρουμλούκι είναι η πεδινή περιοχή της Ημαθίας, ένα μέρος της Πιερίας μέχρι το Αιγίνιο, ορισμένα χωριά της Θεσσαλονίκης (Κύμινα, Χαλάστρα, Νεωχορούδα, Δρυμός, Πυλαία κλπ) της Γουμένισσας, και της περιοχής των Σερρών!( Ηράκλεια – Ποντισμένο – Νεοχώρι - Φλάμπουρο- Ανθή κλπ.).


Γλωσσικά, πρόκειται για αμιγείς ελληνικούς οικισμούς, οι οποίοι σπαράγματα και μικρά απομεινάρια μόνο τουρκικής και βουλγαρικής γλώσσας ή άλλων σλαβικών γλωσσών και κυρίως διαλέκτων (ρόμ;), χρησιμοποιούν. Και αυτά ακόμη τα ξένα γλωσσικά σπαράγματα δύσκολα ανιχνεύονται, ετυμολογούνται και επισημαίνεται η ρίζα τους, αφού οργανικά εδώ και αιώνες έχουν ενταχθεί στην τοπική διάλεκτο….


Όλη αυτή η ευρύτερη περιοχή δέχτηκε την εγκατάσταση ξένων φύλων, είτε ως κατακτητών είτε κατόπιν αδείας του βυζαντινού κράτους. Κατά πόσο, όμως, μπόρεσαν να επικρατήσουν πολιτιστικά; Η κοινή θρησκεία Ελλήνων και Σλάβων και ο καθοριστικός στόχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εκχριστιανίσει τους λαούς αποτέλεσαν βασικά στοιχεία που συμπίεσαν την ένταξη όλων των άλλων φύλων με ειρηνικό φυσικά τρόπο, αλλά πάντα με σθεναρό αγωνιστικό πνεύμα από πλευράς των Ελλήνων.


Ιστορικές και κοινωνικές συντέλειες εξανάγκασαν τα φύλα αυτά να υποχωρήσουν και να αφομοιωθούν εξελι­κτικά. Έτσι, πιθανόν να εξαφανίστηκαν οι Δρογουβίτες, διάφορα παλιά βουλγαρικά φύλα, οι Βαρδαριώτες Τούρκοι, οι Πατζινάκοι, οι Φράγγοι, οι Καταλάνοι και να αφομοιώθηκαν άλλοι, απ’ ότι φαίνεται αρκετοί, όπως Σέρβοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι…

Από το 10ο μ.Χ. αιώνα και μετά, κατά μήκος Δυτικά. του Αξιού εγκαταστάθηκαν οι Βαρδαριώτες Τούρκοι, οι οποίοι θεωρούνταν ουγγρικής καταγωγής και άλλα τουρκικά φύλα. Η πληθυσμιακή όμως αυτή εθνολογική σύνθεση του κάμπου της Θεσσαλονίκης, της Ημαθίας, των Σερρών, αποτελεί μικρογραφία της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Μακεδονίας. Επιπρόσθετο στοιχείο που συντέλεσε στη μετακίνηση των πληθυσμών της Μακεδονίας ήταν η χρησιμοποίηση ξένων ως δουλοπάροικων στα ζευγηλατεία, δηλαδή τα μεγάλα βυζαντινά αγροκτήματα.

Έτσι στο βαλκανικό τραγούδι που δημιουργήθηκε μέσα στην αμφίμικτη Μακεδονική κοινότητα του 7ουμ.Χ ή του 10ου μ.Χ. αιώνα, αλλά και αργότερα, τα πράγματα παίρνουν πλέον άλλη «πνοή». Δηλαδή, μπορούμε να βρούμε στο ίδιο τραγούδι σλαβικά λόγια, πάνω σε ελληνική μουσική που προϋπήρχε και η υπόθεση του τραγουδιού να αναφέρεται στα παθήματα κάποιου Βλάχου, Αρβανίτη, Έλληνα ή Σλάβου. Σε μια τέτοια εθνολογική κατάσταση θα πρέπει να δούμε (;) και τη μουσική από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι σήμερα, συνεκτιμώντας ακόμη και άλλες αφανισμένες ή πλήρως αφομοιωμένες εθνικές ομάδες. Οι οργανοπαίχτες γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον ότι η μουσική απαγκιστρωμένη από την ιστορική μνήμη, θα πρέπει να κυκλοφορεί ως αισθητικό επίτευγμα, αδιαφορώντας για την αλήθεια που περιγράφει.


Όλη την ανώνυμη αυτήν πολυεθνική δημιουργία θα’ρθει ο «Γύφτος» να την ενώσει καλλιτεχνικά και θα της δώσει μια πιο προχωρημένη μορφή, επιβεβαιώνοντας ότι φορέας του δημοτικού τραγουδιού μέσα στο Βαλκανικό χώρο (χερσόνησος του Αίμου) είναι ο ανώνυμος λαϊκός Γύφτος με τα χαρακτηριστικά όργανα ζουρνά και νταούλια, γυρνώντας από χωριό σε χωριό και από τόπο σε τόπο, δένοντας τις εθνικές σχολές του τραγουδιού σε μια βαλκανική μουσικοποιητική ενότητα, περισσότερο ανατολική και ελάχιστα δυτική.


Όλες σχεδόν οι πηγές που έχουμε μέχρι σήμερα αναφέρουν ως αποκλειστικό προνόμιο την εκτέλεση μουσι­κών λαϊκών οργάνων από «Γύφτους» και μάλιστα περιπλανώμενους σε χωριά και πόλεις. Όσο ειδικό και απο­κλειστικό κατά εθνότητα κι αν ήταν το μουσικό τους ρεπερτόριο, αποτελεί σχεδόν πλάνη να πιστεύουμε και να επιχειρηματολογούμε ότι δεν μετέφεραν μέρος ή ολόκληρες μελωδίες από εθνότητα σε εθνότητα, από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη, ικανοποιώντας το αμφίδρομο και πολυεθνικό συναίσθημα των κατοίκων αυτών και κυρίως επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση ότι “το τραγούδι ούτε χωριό, ούτε  νοικοκύρη έχει”.


Ποια είναι τα άτομα αυτά, εν δυνάμει καλλιτέχνες, τους οποίους ο λαός (ίσως απληροφόρητος και προκατειλημμένος;) για πολλούς και διαφορετικούς λόγους ο καθένας αποκαλεί «Γύφτους» και που οι ίδιοι από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και ως τις μέρες μας, προσπαθούν με εσωτερικές ή εξωτερικές μεταναστεύσεις, επιδιώκοντας επιγαμίες και κυρίως αλλαγές ονομάτων και επιθέτων, να μπολιαστούν στο σύγχρονο κοινωνικό σύνολο ως ένα και το αυτό, αποτελώντας μέλη της νεοελληνικής κοινωνίας, ομογενοποιημένης σε στόχους και οράματα, αντιλήψεις και εκσυγχρονιστικές θέσεις;


Ποιοί είναι αυτοί οι μουσικοί, ζουρνατζήδες και νταουλτζήδες, που για πολλούς από εμάς αποτελούν σημεία αναφοράς και πρωταγωνιστές σε κάθε γλέντι και σε όλες σχεδόν τις μορφές εκδηλώσεων του κοινωνικού μας βίου;

Ποιοί είναι αυτοί που με τη μουσική τους τέχνη έγιναν ταυτόσημοι με τη χωρογεωγραφία της περιοχής που κατοικούν και δημιουργούν και αντιστέκονται στον αόρατο μα υπαρκτό οδοστρωτήρα της ισοπέδοσης και βαρβαρότητας των ήμερών μας ! ;;.

Σε χειρόγραφο του ιστορικού Παχυμέρη, που βρίσκεται στη Βόνη, αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες για μια τάξη ανθρώπων που κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη κατά το 14ο αιώνα. Πρόκειται για τους Αγρονόμους. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, οι Αγρονόμοι κατοικούσαν στην ύπαιθρο και στον κάμπο της Θεσσαλονίκης, έξω από τα τείχη. Αλλά συχνά υπολογίζονταν μεταξύ των κατοίκων της, επειδή έμεναν συχνά στην πόλη και σ’ αυτήν κατέφευγαν κατά την περίοδο πολέμων και επιδρομών. Στις ομάδες των Αγρονόμων υπήρχαν και περίφημοι ζουρνατζήδες οι οποίοι, παράλληλα με τις γεωργικές τους ασχολίες και εφόσον είχαν αποφασίσει να μένουν μόνιμα σε έναν τόπο και απασχολούμενοι στα ζευγηλατεία, κτήματα γεωκτημόνων, Ελλήνων και Τούρκων, έπαιζαν και σκοπούς παλιούς, αλλά και της εποχής με στρατιωτικό ύφος (εμβατήρια).

  Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, το 1430, ο Σουλτάνος, οργανώνοντας ένα πετυχη­μένο σύστημα διοίκησης, συγκρότησε ομάδες μουσικών νταουλτζήδων και ζουρνατζήδων προστατευοντάς τους μάλιστα και με ειδικά φιρμάνια. Οι μουσικοί έπαιζαν σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις με αμοιβή, προ­σφέροντας τις υπηρεσίες τους στο Σουλτάνο. Η πρώτη, όταν επρόκειτο να στρατολογηθούν οι Έλληνες και να ενταχθούν στο νιζάμι, δηλαδή στον τουρκικό στρατό και να γίνουν νιζάμιδες, όπου οι ζουρνατζήδες πήγαιναν στο σπίτι του νέου και αυτός χόρευε έναν απ’ αυτούς τους χορούς στην αυλή του, ως αποχαιρετιστήριο. Οι νιζάμικοι χοροί είναι χοροί πηδηχτοί, ζωηροί, παλικαρίσιοι και αντιστοιχούν με τα τσάμικα.(Θύαμης > Τσάμης = Καλαμάς > ποταμός της Ήπείρου, πού εκβάλλει στο Ιόνιο.

Η δεύτερη περίπτωση ήταν, όταν ερχόταν ο απεσταλμένος του Σουλτάνου στο χωριό ή την περιοχή για να φέ­ρει τα σεφέρια, δηλαδή τις διαταγές, έγγραφα προστάγματα του σουλτάνου. Για να συγκεντρωθούν οι υπήκοοι στην πλατεία και να ακούσουν τις προσταγές του Σουλτάνου, οι ζουρνατζήδες με βασικό όργανο εδώ τους χαρακτηριστικούς, εκκωφαντικούς ήχους του νταουλιού, έπαιζαν σκοπούς που τους έλεγαν «Σεφερλί». Και σήμερα ακόμη συναντούμε κάνα δυο σκοπούς με το όνομα αυτό.


Η δεξιοτεχνία όμως των ζουρνατζήδων δεν περιοριζόταν στα «σουλτανικά» καθήκοντα. Ο Ζουρνάς, τα «Νταούλια», όπως λέγονται από παλιά, ήταν το κύριο και βασικό μουσικό σχήμα σε κάθε μορφή κοινοτικής ή ατομικής εκδήλωσης.

Η επέλαση του Αβδούλ- Χαμίτ Πασά στα 1822, με το πολυάριθμο ασκέρι του, που είχε ως στόχο την κατα­στροφή της Νάουσας και μετά το χαλασμό αυτής, εδραίωσε την παρουσία τούρκικων στοιχείων στην περιοχή, αλλά και των τουρκόγυφτων (;) μουσικών.
Με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τις προσωπικές και γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές συ­γκυρίες, οι ζουρνατζήδες αυτοί συγκεντρώθηκαν σε τέσσερις κυρίως τόπους και σε δικούς τους, ξεχωριστούς μαχαλάδες: Νάουσα, συνοικία «Αι-Γιώργη μαχαλά», Γουμένισσα «Μαχαλά», Ηράκλεια «Μαχαλά» και Αλεξάνδρεια (Γιδά) «Μαχαλά», αλλά και στα γύρω χωριά των παραπάνω περιοχών, λόγω επιμιξιών με άλλους δικούς τους πάντα!!!-

Ο Ζουρνάς

  -Ο νεοελληνικός ζουρνάς είναι μουσικό όργανο ανοιχτού χώρου, ανήκει στην οικογένεια των λαϊκών οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται απόλυτα με τον αρχαίο αυλό, πού μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, τον συναντούμε από την εποχή του Ομήρου!!!

Πριν από την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830 από προοδευτικούς ευρωπαϊζοντες πασάδες και εμπόρους τής τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ζουρνάς χαρακτηριζόταν ως Εθνική φλογέρα. Σε όλη την Ελλάδα, στεριανή και θαλασσινή, αλλά στη Μακεδονία περισσότερο, πολλές είναι οι τοιχογραφίες και οι αγιο­γραφικές παραστάσεις που ο ζουρνάς με το νταούλι κυριαρχούν σε μεγάλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές συνθέσεις. Κανένας σχεδόν από τους φιλέλληνες (;), αλλά και τους ξένους περιηγητές της σκλάβας τότε Πατρίδας, αλλά και ο Λόρδος Βύρων, δεν άκουσαν με καλό αφτί το ζουρνά. Ο ζουρνάς λένε είναι ένα «κραυγαλέο» και «σκοτεινό» όργανο. Όμως, όταν δεν θεμελιώσεις το Διονυσιασμό, τον Ορφισμό, τα Καβείρια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλέξανδρου και δε ζήσεις τον βυζαντινό ιππόδρομο, την παλαίστρα, τα πανηγύρια, τους αρραβώνες τους γάμους, τα γλέντια…πώς ο ζουρνάς και τα νταούλια να μην αποτελούν κραυγαλέα όργανα!!!

Ζουρνάς εκ του

σύριγξ βλέπετε. φυσάω, φυ- > σφυ- (σφυρίζω) > συ- (αποβολή του φ) + ρέγκος ( = ισχυρή αναπνοή ή εκπνοή, ε>ι). Η σύριγγα ή αυλός του Πανός απαιτεί, εξ όλων των πνευστών μουσικών οργάνων, την μεγαλύτερη ποσότητα αέρος κατά το φύσημα επ’ αυτής, επομένως και βαθύτερη εισπνοή (ρέγκος). Συρίζω = αποδοκιμάζω στο θέατρο υποκριτή (όπως και τώρα συμβαίνει δια σφυ-ριγμάτων) - αυλός, αυλός του Πανός, το στόμιο του αυλού, δορατοθήκη, μεταγ., οποιοσδήποτε σωλήνας, συριγμός ως αποδοκιμασία στο θέατρο, οπή στο κέντρο του τροχού, το κοίλο μέρος στρόφιγγας θύρας, οι πόροι ή τα τρήματα των πνευμόνων, συριγγοειδές απόστημα, υπόγεια δίοδος, υπόνομος, όρυγμα, υπόγειο, στεγασμένη στοά ή διάδρομος. σύριγγα, συρίγγιον, συριγγίς, συριγγόω, συρίγγωμα, συρίγγωσις, συριγκτής, συρικτής, συριστής, σύριγμα, συριγμός, σύριγξις, συρίζω, σύρισμα, συριστική, συρίσδω, συρίττω, σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρώ, σφυράω, σφυριξιά, σφυριχτός, σφυρίχτρα. - σβούρα >γυρίζω, γ>β, υ>ου>, σβουρίζω, σβούρισμα, ζουρλός (σβ>ζ), ζούρλα, ζούρλια, ζουρλαίνω, ζουρλο-, ζουρνάς (λ>ν, ξετρελαίνει τους χορευτές), ζουρνατζής.

Ο Ζουρνάς στην Πατρίδα μας και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, έχει δύο διαφορετικά μεγέθη. Ο πρώτος, είναι κοντός, μήκους 35 εκατ., και τον συναντούμε π.χ. στη Νάουσα, μα και στην υπόλοιπη χώρα (Θράκη - Αράχωβα – Ηλεία- Πόντο κλπ) με τις ονομασίες καραμούζα, πίπιζα, τσαμπούνα κλπ. και ο δεύτερος, μακρύς, μήκους μέχρι και 68 εκατ. περίπου. στην ανατολική Μακεδονία, περιοχή Ηράκλειας (Τζουμαγιάς) Σερρών και Αλεξάνδρειας (Γιδάς), μα και στην Θράκη Όσο μακρύτερος ο ζουρνάς, τόσο βαθύτερο ήχο βγάζει.


Ο κάθε ζουρνάς αποτελείται συνήθως από τρία βασικά μέρη:

α. Τον κυρίως ζουρνά, δηλαδή το σώμα, το οποίο καταλήγει σε σχήμα χωνιού που λέγεται τατάρα.
β. Τον κλέφτη που λέγεται και πιστόμιο, κεφαλάρι ή και μάνα.
γ. Το πιπ’νάρ’ ή κανέλι ή πίσκα με την τσαμπούνα ή το τζαμπνάρ’.

Το κυρίως σώμα κατασκευάζεται από πολλά και διαφορετικά ξύλα, ανάλογα με την άποψη του ζουρνατζή, πού είναι κατά κανόνα και κατασκευαστής του. Σφενδάμι, βερικοκιά, ελιά, καρυδιά, κερασιά συνήθως, κου­μαριά αλλά και οξιά, είναι τα ξύλα. Βασικό στοιχείο, πέρα απ’ ό,τι ξύλο και αν είναι, πρέπει να είναι στεγνό, χωρίς ρόζους, ισόπαχο και σταθερό, πράγμα που θα δώσει και την ποιότητα και ένταση του ήχου. Συνήθιζαν(-ουν), αφού επέλεγαν το ξύλο και προτού αρχίσει η επεξεργασία του, να το βράζουν μέσα σε νερό με αλάτι ή και στάχτη, σε χαμηλή φωτιά, για να μη ραγίσει κατά την επεξεργασία του. Σήμερα ο ζουρνάς κατασκευάζεται σε τόρνο, μηχανικά. Πριν από το 1970 περίπου η κατασκευή του αποτελούσε επίπονη και πολυήμερη εργασία, αφού έπρεπε να γίνει όλος στο χέρι με μαχαίρια, ξυράφια και τζάμια για το γυάλισμα του.


Στο εσωτερικό του, το ομοιόμορφο τρύπημα ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία, η οποία γινόταν με πυρακτωμένο σίδερο και έπαιρνε ώρες πολλές. Αφού κατασκευαστεί το κύριο σώμα του ζουρνά, θα κάνουν τις τρύπες. Επτά τρύπες στο κυλινδρικό επάνω μέρος του και μία στο κάτω μέρος, ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης τρύπας. Οι τρύπες αυτές γίνονται περίπου ανά 3,5 εκατοστά και στη συνέχεια, αφού αφήσουν μια απόσταση 8 περίπου εκατ. από την τελευταία τρύπα και από το σημείο που αρχίζει το χωνί, η τατάρα, θα κάνουν τρεις μικρότερες τρύπες επάνω, μια άλλη ακριβώς από κάτω μεταξύ πρώτης και δεύτερης, και τέσσερις τρύπες στα πλάγια, στο ύψος της πρώτης και της τρίτης, δύο από τη μια και δυο από την άλλη πλευρά.


Μόνον οι στρογγυλές 7+1 τρύπες του κυλινδρικού μέρους του ζουρνά χρησιμοποιούνται από τα δάχτυλα του οργανοπαίχτη. Οι άλλες τρύπες δεν πειράζονται και μένουν πάντα ανοιχτές, αλλά παίζουν βασικό ρόλο στην τονικότητα του και κυρίως στην ποιότητα του ήχου, γι’ αυτό όσο πιο επιμελημένα ανοιγμένες είναι, τόσο η ποιότητα του ήχου είναι καλύτερη. Αν κλείσουμε τις τρύπες αυτές, τότε χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που βγάζει ο ζουρνάς, παραμορφώνεται το ηχόχρωμά του και διασαλεύεται η ακρίβεια των διαστημάτων.


Οι τρύπες στο ζουρνά ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή. Όταν ολοκληρωθεί το κυρίως σώμα του ζουρνά, τότε θα προσαρμόσουν στο επάνω μέρος του και στη διευρυμένη τρύπα του, διαμέτρου 1 με 1,5 εκατ., το πιπ’νάρ.’ ή κανέλι ή πίσκα με την τσαμπούνα, ή με το τζαμπνάρ’. Πρόκειται για ένα λεπτό, συνήθως από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι, πάνω στο οποίο θα δέσουν με ράμμα το διπλό γλωσσίδι, δηλαδή το πιπ’νάρ’ με την τσαμπούνα, όπως λέγεται γενικότερα.

Μπορεί ο ζουρνατζής μετά την επεξεργασία και κατασκευή του κυρίως σώματος του ζουρνά να ξεμπερδεύει σχετικά εύκολα, αλλά με το γλωσσίδι δε θα ξεμπερδέψει ποτέ, αφού αποτελεί ζωντανό σώμα, προέκταση όχι μόνον οργανική, της γλώσσας, αλλά κυρίως των αισθήσεων και του βαθμού γνώσεων και ευαισθησίας του.

Το αγριοκάλαμο είναι ό,τι καλύτερο για τη δημιουργία αυτού του τμήματος του ζουρνά. Θα πρέπει να έχει διάμετρο 5-10 χιλιοστά και το κόβουν από τις όχθες και τα κανάλια του Αλιάκμονα, του Λουδία, του Αξιού και του Στρυμώνα, συνήθως τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη. Αφού το φέρουν στο σπίτι, το κόβουν σε κομμάτια μήκους 20 περίπου εκατοστών το καθένα, τα καθαρίζουν από τις διάφορες ξένες ύλες, όπως φύλλα και ψίχα, και τ’ αφήνουν στον ίσκιο ή στον ήλιο κατ’ άλλους “να τραβήξουν”, δηλαδή να στεγνώσουν. Όταν ο ζουρνατζής θέλει μαλακό το γλωσσίδι, θα τ’ αφήσει μια βδομάδα περίπου. Όταν όμως το θέλει σκληρό, τότε και δύο και τρεις. Τα γλωσσίδια αυτά καθ’ αυτά, έχουν μήκος από 1,5 - 3 περίπου εκατοστά το καθένα.


Στους κοντύτερους ζουρνάδες το γλωσσίδι είναι μικρότερο-κοντύτερο, ενώ στους μακριούς μακρύτερο. Αλλά το μήκος του γλωσσιδίου εξαρτάται και από το φύσημα του ζουρνατζή, δηλαδή πόσο βαθιά το παίρνει στο στόμα του. Στη συνέχεια περνούν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα λεπτό κυλινδρικό ξυλαράκι και με μια μικρή χαρακτηριστική παλινδρομική κίνηση καθαρίζουν το εσωτερικό του. Αφαιρούν, δηλαδή, την εντεριώνη. Στη συνέχεια μουσκεύουν τα καλαμάκια σε νερό με ξύδι ή σε διάλυμα λεμονόζουμου και τα δένουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια ακριβώς διάμετρο με το κανέλι στο οποίο και θα προσαρμοστεί το γλωσσίδι. Μετά, με το δείκτη και τον αντίχειρα, πιέζουν δυνατά το καλάμι και να το διπλό γλωσσίδι φτιάχτηκε.


Για να κρατηθεί έτσι πιεσμένο και σταθερό στη θέση αυτή, δηλαδή, διπλό, παίρνουν ένα μαχαίρι και αφού το κάψουν στη φωτιά, το σιδερώνουν, στη συνέχεια το στρογγυλεύουν λίγο για να μην τους χτυπάει στα χείλη και το καίνε στις άκρες για να μην κολλάει στο φύσημα. Αλλά και αν ακόμη παλιώσει, συχνά πυκνά οι ζουρνατζήδες με το τσιγάρο τους το καίνε, γιατί από την πολυχρησία κολλάει και τους προξενεί πρόβλημα στο παίξιμο. Όταν φυσάει ο ζουρνατζής, τα χείλια του γλωσσιδίου πάλλονται, χτυπώντας το ένα το άλλο με ένα γρήγορα χτύπημα, που το αποτέλεσμα σε ήχο πάντα είναι ιδιαίτερα οξύ και εντυπωσιακό.


Ένα ακόμη εξάρτημα του ζουρνά είναι και η πίνα, πένα ή φούρλα, ένας δίσκος διαμέτρου 3-4 εκατ. Είτε από κόκαλο είτε από μέταλλο, συνήθως κάποιο μεγάλο νόμισμα, (π.χ. η παλιά δεκάρα), πού το τρυπούν στο κέντρο το περνούν από το γλωσσίδι και το αφήνουν να πατήσει πάνω στον κλέφτη.


Η φούρλα βοηθάει ιδιαίτερα το ζουρνατζή, γιατί ακουμπάει πάνω τα χείλη του αποτελώντας ταυτόχρονα οδηγό για την σταθεροποίηση του ζουρνά ανάμεσα στα δόντια του και τον προφυλάσσει από τυχόν τραυματισμούς. Η πίνα, πένα ή φούρλα αποτελεί το κατ’ εξοχήν διακοσμητικό όργανο του ζουρνά. Κρεμούσαν (-ούν) απ’ αυτήν μια ασημένια αλυσίδα, πάνω στην οποία έδεναν (-ουν) μερικά κανέλια με γλωσσίδια, πού αποτελούσαν τα βασικά ανταλλακτικά του ζουρνά και χρησιμοποιούνται τάχιστα την ώρα του παιξίματος, αν με αυτό που έπαιζαν υπήρχε πρόβλημα, ράγισμα, σπάσιμο, κόλλημα, χτύπημα κ.ά. Το μειονέκτημα με τα γλωσσίδια αυτά που κρέμονται, είναι ότι στεγνώνουν γρήγορα.


Σήμερα, αντί να τα έχουν κρεμασμένα, τα βάζουν σε με­ταλλικό κουτί, μέσα στο οποίο τοποθετούν μια φλούδα δέντρου ή ένα μικρό κομμάτι πατάτας, για να διατηρούνται μαλακά. Το σημαντικότερο όμως για το άκουσμα ενός ήχου είναι αυτή καθ’ αυτή η τεχνική του ζουρνατζή. Να παίζει και κυρίως να φυσάει το εκπληκτικό αυτό μουσικό όργανο με τις απέραντες μουσικές δυνατότητες.


Πρόκειται για μια μοναδική τεχνική, η οποία βασίζεται σε γενικές γραμμές στην ταυτόχρονη εισπνοή και εκπνοή του αέρα. Δηλαδή ο ζουρνατζής, ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, πού τον αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα και πού τον ξοδεύει λίγο-λίγο, αντικαθιστώντας τον με νέο αέ­ρα, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να παίζει το ζουρνά που το παίξιμο του βασίζεται μόνο στο φύσημα. Η υγρασία του γλωσσιδίου είναι βασικό στοιχείο, το οποίο ποτίζει άλλοτε με ρακί, άλλοτε με νερό και άλλοτε με κρασί…

Ο ζουρνάς σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία είναι “αδικημένος” από τον κόσμο, αφού όταν γίνεται λόγος για τη συγκεκριμένη ζυγιά, ο λαός δεν λέει «θα φέρω ή ήρθαν οι ζουρνάδες!», αλλά «θα φέρω ! ή ήρθαν τα ντα­ούλια!!!». Κι ας είναι δύο οι ζουρνάδες και το νταούλι ένα, παρ’ όλα αυτά, το νταούλι χαρακτηρίζει τη ζυγιά και μάλιστα σε πληθυντικό «Τα νταούλια!!!».-

Το Νταούλι

-Το Νταούλι (εκ του δέφω = μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) με τη μορφή που το συναντούμε σήμερα, είναι γνωστό από τους βυζαντινούς χρόνους. Το πόσο μάλιστα διαδεδομένο τόσο σε κοσμικές, όσο και θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν, φαίνεται από τις πολλές και ποικίλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές απεικονίσεις του σε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες παραστάσεις τέμπλων και άλλων εκκλησιαστικών διακοσμητικών μοτίβων σε μοναστήρια κυρίως. Ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ήταν ένα από τα πολεμικά όργανα, το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό. Σε συνδυασμό μάλιστα με το ζουρνά δημιουργούσε παιάνες και θούριους, κάτι που έκανε τον εχθρό να το βάζει στα πόδια. Συχνά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματα του, κάνει λόγο για το νταούλι και την επίδραση του στον εχθρό, αλλά και στον ψυχισμό αυτών που το χρησιμοποιούσαν.

Παλιοί οργανοπαίχτες μιλούν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια, τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες. Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες, οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού…


Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού. Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. Αν ήταν (είναι) ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του έφτανε και τα 80 εκατ. Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο, αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθος του, μέχρι και 56 με 68 εκατ. περίπου.


Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά στην επεξεργασία του δέρματος, και σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού. Για την επίπονη και βρώμικη αυτή κατεργασία του δέρματος ακολουθούνται κυρίως δύο τρόποι: αφού γδάρουν το δέρμα με πολύ προσοχή ώστε να μην κοπεί και δημιουργηθούν τρύπες, τότε το αφήνουν τεντωμένο σε μια χιαστή να ξεραθεί στον ήλιο, να φύγουν τα νερά του αφού προηγουμένως το πασπαλίσουν με χοντρό αλάτι, προσθέτοντας και λίγη στύψη. Αφού τραβήξουν τα νερά του, τότε το ξεκρεμάνε και το βάζουν μέσα σε σβησμένο ασβέστη με νερό για 5 περίπου μέρες με σκοπό να πέσουν οι τρίχες του.


Μετά το καθαρίζουν με μια σπάτουλα ή και με ένα κομμάτι γυαλί και αφαιρούν λίπη και άλλα ανεπιθύμητα εξογκώματα. Αφού τελειώσει και η επεξεργασία αυτή, το αλείφουν με χοιρινό λίπος ή λάδι για να στέκει μαλακό και να μη σπάσει. Ακολουθεί το τέντωμά του στις διαστάσεις που θέλουν σε δυο ξύλινα στεφάνια. Τα στεφάνια αυτά προσαρμόζονται με περτσίνια (καβύλιες) στις δύο ξύλινες βάσεις. Στη συνέχεια ανοίγουν ανά δέκα περίπου εκατοστά τρύπες στο δέρμα περιμετρικά και περνούν από μέσα σχοινί και το σφίγγουν πάνω στο σκελετό. Το σφίξιμο και το δέσιμο του δέρματος πάνω στο σκελετό έχει διάφορες μεθόδους, οι οποίες για κάθε περιοχή είναι συγκεκριμένες “Κόντρα και σταυρωτά” κλπ.


Η κυλινδρική επιφάνεια του νταουλιού είναι ξύλινη και σήμερα γίνεται από κόντρα πλακέ. Παλιότερα, για να συμπληρωθούν οι διαστάσεις της που μπορεί να έφταναν τα 60 εκατοστά φάρδος και τα δύο περίπου μέτρα μήκος απαιτούσε τέχνη και επιμονή μεγάλη, γιατί με ειδικά τσιβιά, περτσίνια και κλειδιά έπρεπε να ενωθούν τα κομμάτια του ξύλου, έτσι ώστε να μην αφήνουν τον αέρα να περνάει παρά μόνο, από τις δυο, τρεις ή και τέσσερις τρύπες ή κάποτε και τη μία που άνοιγαν επίτηδες, για να ξεθυμαίνει ο αέρας που μαζευόταν από το παίξιμο και τις μεγάλες παλμικές κινήσεις την ώρα του παιξίματος. Παλιοί νταουλτζήδες λένε ότι το κάθε κατέβασμα του κόπανου- της τοπούζας- πάνω στο δέρμα έχει τόση δύναμη, που μπορεί να σκοτώσει και μοσχάρι “αν το πετύχεις στο σταυρό”.


Το νταούλι παίζεται με συγκεκριμένη τεχνική και η τέχνη του χτυπήματος είναι κυρίαρχη στη μελωδία. Παί­ζεται με δύο χαρακτηριστικά ξύλα. Το ένα μήκους 40-50 περίπου εκατοστών χοντρό, το λένε κόπανο ή τοπούζα, και το άλλο πού μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά, το λένε σαπ΄σί, βίτσα ή νταουλόβεργα και είναι λεπτό, ώστε να λυγίζει στο χτύπημα και στους κραδασμούς του δέρματος. Σπάνια νταουλτζής να μην κατα­σκευάζει και το νταούλι που παίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ζουρνατζήδες που είναι οι ίδιοι κατασκευαστές του ζουρνά. Συνήθιζαν η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της να είναι από τη ράχη του ζώου, ώστε να είναι παχύτερο, για να αντέχει τους χτύπους του κόπανου που είναι και οι ισχυροί χρόνοι του μέτρου και ο ήχος να βγαίνει βαθύς και υπόκωφος. Το δέρμα της άλλης μεριάς είναι πιο λεπτό και δέχεται από τη βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου που βγάζουν και οξύτερο ήχο. Ακόμη, το σφίξιμο, δηλαδή το κούρδισμα του νταουλιού, απαιτεί γνώση και δεξιοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ξεχωρίζει νταουλτζή από νταουλτζή, γιατί το κούρδισμα του πρέπει να γίνεται στην τονικότητα του ζουρνά όχι μόνο του πρίμου που πετυχαίνει ο μάστορας αλλά και του (μ)πασαδόρου.


Παρ’ όλα αυτά και τη μακραίωνη παράδοση «όσο και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων», είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. Σε ορισμένες ωστόσο ζυγιές, το νταούλι έχει μια κάποια τονική σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει. Αν και δυσδιάκριτη, η σχέση αυτή είναι άλλοτε ένα διάστημα ογδόης και άλλοτε ένα διάστημα τετάρτης ή πέμπτης καθαρής, μεταξύ τής τονικής της κλίμακας, στην οποία παίζει ο ζουρνάς, του φθόγγου που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού με το βαρύτερο ήχο. Την τονική αυτή σχέση τη συναντάμε στις ζυγιές εκείνες που τα μέλη τους παίζουν πολλά χρόνια μαζί. Τη συνηθίζει, δηλαδή, την ακούει!. από μέσα της η ζυγιά. Τόσο, ώστε όταν τεζάρεται και τεντώνεται το σχοινί του νταουλιού, όταν δηλαδή το κουρντίζεται, η δερμάτινη επιφάνεια που χτυπάει ο κόπανος να δίνει ένα ήχο που κολλάει, όπως λέει, με τη φωνή του ζουρνά: την τονική, την πέμπτη ή την τέταρτη της κλίμακας στην οποία παίζει ο ζουρνάς. Έτσι το νταούλι - όταν και σε όποια ζυγιά παρατηρείται αυτό το φαινόμενο- παράλληλα με την κύρια λειτουργία του, την αντιστικτική ρυθμική συνοδεία, λειτουργεί και σαν αρμονικό, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, όργανο. Συνοδεύει δηλαδή τη μελωδία τον ζουρνά με μια δυσδιά­κριτη, υποτυπώδη αρμονία, μ’ ένα ίσο, τόσο γνωστό στον Έλληνα μουσικό από το βυζαντινό μέλος, όπως και από το παίξιμο άλλων λαϊκών οργάνων, π.χ. της γκάιντας, της λύρας, κ.ά.


Συμπεράσματα – Προτάσεις

- Όσα λόγια όμως και να γραφούν για τούτα τα όργανα (ζουρνάδες – νταούλια) και τους οργανοπαίχτες - ζουρνατζήδες - τους θα είναι λίγα. Ας είναι όμως ένα τιμητικό αφιέρωμα, και ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ αυτήν την λαϊκή μακροχρόνια, διαχρονική, μουσικοποιητική παράδοση και στους θεράποντες μουσικούς του τόπου μας. Που, παρά την «περιφρόνηση», τον «χλευασμό» και την «απαξίωσή» τους, από μεγάλη μερίδα σημερινών μοντέρνων προοδευτικών και αλλότρια επιθυμούντων, τούτα τα όργανα εξακολουθούν και μετουσιώνουν το γίγνεσθαί μας σε όλες του τις εκφάνσεις και δράσεις του, σε χαρά- πόνο- λύπη- μεράκι- ευφροσύνη,(πανηγύρια- αρραβώνες- γάμοι- λαϊκά γλέντια, πάλη μέ κιουπ' σπέτια {γκιουρέσ¨χαβασί} κλπ).

Σ΄ αυτόν λοιπόν τον τόπο στην πολυθρεύτρα τραγουδομάνα γη μας, σ’ αυτό το σταυροδρόμι σμίξης πολιτισμών, στην μακραίωνη ιστορία του, λείπει (;) ίσως το ηχόχρωμα. Αφού σχεδόν ποτέ τους δεν ακούγονται και δεν προβάλλονται όσο θα έπρεπε!!!. Αβίαστα λοιπόν, γεννιούνται οι ανάγκες και είναι καιρός να αναζητηθούν αυτοί οι άνθρωποι, να τιμηθούν δεόντως, αυτοδίδακτοι κυρίως οργανοπαίχτες (ζουρνατζήδες), μουσικοδιδάσκαλοι, κατασκευαστές, χορευτές της ντόπιας «Σερραϊκής» μουσικής παράδοσης και κληρονομιάς από την αρμόδια (;) αρχή να καταγραφούν τα ακούσματα κατά ενότητα ή κατά περιοχή να ηχογραφηθούν, να βιντεοσκοπηθούν οι μοναδικοί αυτοί ήχοι, και να προβληθούν αναλόγως.

-Καιρός να οργανωθεί τριήμερο λαϊκό «πανηγύρι – γλέντι» στα πλαίσια των «Ελευθερίων» της πόλεως των Σερρών, με συμμετοχή και άλλων μουσικών παροδοσιακών σχημάτων, στον Οβά - Αθλητικό πάρκο Ομόνοιας - και ας είναι ο προπομπός, για ανάλογες δραστηριότητες στο εγγύς μέλλον…
- Καιρός να επισπευσθούν οι δέουσες διαδικασίες, και το πρώην στρατόπεδο «Εμμανοήλ. Παπά» να μετατραπεί, αν όχι στο σύνολο του, τμήματα του τουλάχιστον και κτίριά του, σε ΠΑΝΣΕΡΡΑΪΚΟ - ΗΘΟΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ. Ίσως είναι ο καταλληλότερος χώρος, για λειτουργία χοροδιδασκαλείων – μουσικών διδασκαλείων- παραστάσεων- προβολών- περιπτέρων εκθέσεως και πώλησης ειδών λαϊκής τέχνης, προϊόντων, παρασκευασμάτων, εδεσμάτων του τόπου μας και άλλων συναφών εκδηλώσεων πού θα ήθελαν προκύψει. Ακόμη να εξετασθεί η δυνατότητα πρόσκαιρης « φιλοξενίας» δράσεων, άλλων περιοχών της Πατρίδας μας, στον κύκλο του χρόνου.
Το στοίχημα πρέπει να κερδισθεί οπωσδήποτε !!!.

- Ενδεχομένως να τεθεί το ερώτημα: και δή δε χρημάτων; Μα χορηγοί (χορόν + άγω) και χορηγίες πάντοτε υπήρχαν, και θα υπάρχουν. Ας αναζητηθούν!!!. Εξ άλλου όταν επιχορηγούνται και επιδοτούνται δράσεις αμφιβόλου ποιότητας αξίας και εφήμερης διάρκειας, χωρίς ειρμό, συνέπεια και συνέχεια, γιατί να μη χρηματοδοτηθεί αυτή καθ’ αυτή η πολιτισμική μας κληρονομιά, που δικαιωματικά μας ανήκει;;;

- Ιδού, λοιπόν, οι Ζουρνάδες και τα Νταούλια (μας), ιδού και η πρόταση!.-
  άπό

πηγή: α. Προσωπικό αρχείο - Προσωπικές έρευνες – βιωματικές μνήμες καί καταγραφές, β. Γ. Μελίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό