Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ο τσάμικος χορός είναι γιά τούς λεβέντες.


Ο τσάμικος χορός

Αν το ευαγγέλιο είναι η βίβλος του Θεού, το δημοτικό τραγούδι και χορός είναι η βίβλος του λαού, και ιδιαίτερα της Ρούμελης. Ο Τσάμικος χορός, πατρίδα και μητρόπολή του έχει τη Ρούμελη. Το δημοτικό τραγούδι, το κλέφτικο τραγούδι και οι δημοτικοί χοροί θέρμαιναν την ψυχή του λαού, του Ρωμιού και του Ρουμελιώτη, και ήταν όχι μόνο χαρά του αλλά και εφαλτήριο της λευτεριάς. Με τα τραγούδια της λεβεντιάς και παλληκαριάς και τους χορούς τούς αρρενωπούς, τους Τσάμικους χορούς, διαπλάστηκε η αγνότητα της ρουμελιώτικης ψυχής, "Ενας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένια αλώνια". Το μεγαλύτερο δώρο που έκαμε ο Δημιουργός στη Ρούμελη είναι ο ψυχικός της κόσμος και η λεβεντιά που αποτυπώνεται με παντοίους τρόπους, αλλά και με τον Τσάμικο χορό. Είναι ο κατ' εξοχήν ανδρικός και γυναικείος χορός στη Ρούμελη, ο πατριάρχης των χορών.



 


Κατά μία δοξασία είναι χορός της ελληνικής Τσαμουργιάς. Οπως πολλά τραγούδια και χοροί δεν μένουν στάσιμα, έφθασε στη Ρούμελη κι εκεί καλλιεργήθηκε και τελειοποιήθηκε. Δεν είναι όμως έτσι κατά την ταπεινή μου γνώμη, γιατί ο ηπειρωτικός χορός και κατ' επέκταση ο βορειοηπειρώτικος χορός είναι μεν αργός, δεν είναι όμως όπως ο Τσάμικος χορός της Ρούμελης. Διαφέρουν τα ηπειρώτικα και βορειοηπειρώτικα τραγούδια από τα ρουμελιώτικα, όπως και οι χοροί. Ακόμα και το μωραϊτικο Τσάμικο διαφέρει από το ρουμελιώτικο, που είναι πολύ αργό. Το μωραϊτικο είναι πιο γρήγορο και πηδηχτό από το ρουμελιώτικο, που είναι ο αρχιερέας των χορών.
Ο χορός λέγεται ατόφια και ξεκάθαρα Τσάμικος και είναι από το τσάμης. Στη Ρούμελη κυκλοφορεί ευρέως η λέξη τσάμης, τα δε παιδιά του τσάμη αποκαλούνται τσαμόπουλα. Τσάμη λέγοντας στη Ρούμελη νοούμε τον λεβέντη με το λεβέντικο παράστημα, τον άψογο σε εμφάνιση και συμπεριφορά, τον τέλειο άντρα που χαίρεσαι να τον βλέπεις και να τον καμαρώνεις. Η λεβεντογέννα Ρούμελη τέτοιους γεννάει και εκτρέφει, τους λέμε τσάμηδες και καπεταναίους και τα παιδιά τους τσαμόπουλα και καπετανόπουλα για έμφαση.
Αυτούς τους τσάμηδες τους λεβέντες και τα τσαμόπουλα ο λαός μας τά 'καμε τραγούδι και το τραγούδι αυτό είναι ρουμελιώτκο και το τραγουδούν οι Ρουμελιώτες από τα κατάβαθα της ψυχής τους, το τραγουδούν και σαν καθιστικό τραγούδι, αλλά κυρίως σαν χοροτράγουδο γλυκόηχο και το χορεύουν διαλεχτοί χορευταράδες γιατί θέλει χορό στο τσακ όπως λέμε στη Ρούμελη, που σημαίνει στην τελειότητα, στην πέννα που λέμε.

 




Το τραγούδι αυτό χορεύεται στης νύφης το σπίτι από το συμπεθερικό που πηγαίνει με καβαλλαρία τους συμπεθέρους να πάρουν τη νύφη από κάποιο γειτονικό χωριό ή και από κάποια γειτονιά του ίδιου χωριού. Αλλά απαραίτητα τραγουδιέται το τραγούδι αυτό όταν ξεκινούν οι συμπεθέροι από το σπίτι του γαμπρού να παν να πάρουν τη νύφη. Θα ακουστεί απαραίτητα και πάλι σαν φθάσουν στο σπίτι της νύφης και θα χορευτεί. Είναι μια προειδοποίηση για το σκοπό που πήγαν στο σπίτι της νύφης, κάτι παρόμοιο με το τραγούδι του αποχωρισμού της νύφης: "Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ, μάνα μ' έδιωχνε...".
Και να ποιο είναι το τραγούδι για τα τσιαμόπουλα και τα καπετανόπουλα:
Κίνησαν τα τσαμόπουλα και τα καπετανόπουλα
και παν στην πέρα γειτονιά πούν' τα κορίτσια τα καλά.
Κι έπιασε μια ψιλή βροχή και μια μεγάλη ταραχή
μουσκέψαν τα τσαμόπουλα και τα καπετανόπουλα...".
Ο Τσάμικος χορός είναι ρουμελιώτικος χορός, χορεύεται με μεγαλοπρέπεια στη Ρούμελη, κατά κανόνα ως πρωτοχορός κι ύστερα θα ακολουθήσει άλλος χορός, Συρτός, Καλαματιανός, Συρτοκαλαματιανός, Περάτης, ή όποιος άλλος χορός. Γνώρισμα του Τσάμικου χορού είναι ο αργός ρυθμός, η τέχνη και η λεβεντιά του χορευτή που το χορεύει, και κατά κανόνα τον χορεύουν λεβέντες και τεχνίτες του χορού.
Ο Τσάμικος χορός χορεύεται σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας, σποραδικά όμως και όχι κατά κανόνα όπως στη Ρούμελη, όπου υπήρχε και παραδειγματική τάξη στο χορό. Πρώτα άνοιγαν το χορό οι παπάδες του χωριού και όσοι έρχονταν από άλλα χωριά, ακολουθούσαν οι γεροντότεροι, έποντο οι ξένοι, ενώ όλοι οι άλλοι άντρες και γυναίκες ακολουθούσαν. Κανείς δεν διενοείτο να παραβιάσει την αράδα, τη σειρά. Τα τραγούδια που θα χόρευαν ήταν γνωστά και στερεότυπα: ένα Τσάμικο και ένα Συρτό ή Καλαματιανό. Ολοι τότε ήξεραν χορό στο χωριό και χόρευαν όλους τους χορούς.

 




Εδώ σ' αυτόν τον περιβόητο Τσάμικο χορό συμβαίνει να περιπλέκεται στη λέξη τσάμης και τσαμόπουλα, όπως είδαμε παραπάνω, και το όνομα "Τσαμ Καλόγηρος". Το όνομα του κλεφταρματολού Τσαμ Καλόγηρου ήταν Χρήστος και το επώνυμο Καλόγηρος, δεν πρόκειται περί μοναχού, καλόγηρου. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Βελλιανοί της περιοχής Παραμυθιάς. Η περιοχή λεγόταν Τσαμουργιά, καθαρώς ελληνική. Ο Τσαμ Καλόγηρος αγωνίστηκε υπό τον Γ. Αντρούτσο στα Ορλοφικά το 1770 και ύστερα σχημάτισε δικό του νταϊφά με βάση τα Βαρδούσια, τη Γκιώνα και τα ρουμελιώτικα βουνά. Στη μάχη της Ζελίστας (Κράβαρα) τραυματίστηκε. Υπάρχει και τοποθεσία "Τα ταμπούρια του Τσαμ Καλόγηρου". Ο Τσαμ Καλόγηρος ήταν τρομερός τουρκομάχος και αλβανομάχος, καταπολέμησε και τους δυό αυτούς λαούς που επεβουλεύοντο τη χώρα μας.






Στη Ρούμελη θα βρεις τον Τσάμικο χορό ατόφιο και τελειοποιημένο, χωρίς καμιά παρεκτροπή. Θέλει τεχνίτη χορευτή, ρυθμό και βηματισμό στο μέτρο του χορού, ακόμα και στα τσιλιμάκια, τις φιγούρες, κι αυτά γίνονται με ρυθμό και μέτρο και δείχνουν τη λεβεντιά του άντρα χορευτή που πατάει και τρέμει η γη, τη λυγεράδα, τη σεμνότητα και την ευπρέπεια της γυναίκας όταν πρωτοχορεύτρια είναι γυναίκα.
Τον Τσάμικο χορό, είτε άντρας είτε γυναίκα τον χορεύει, τον διακρίνει μια ψυχική ευαισθησία, ένα απόσταγμα του παλμού της καρδιάς και γι' αυτό δεν σηκώνει ούτε παραποίηση ή παραμόρφωση καμία, είναι περίτεχνος χορός και έχει δικό του κώδικα. Ο χορευτής αργοπατάει ρυθμικά, το κάθε βήμα του είναι τόσο ρυθμισμένο χρονικά σαν να πέφτουν σταγόνες νερού στην κλεψύδρα.
Ο χορός είναι έκφραση των ψυχικών συναισθημάτων και τόσο αγάπησε ο λαός μας το χορό, αφού και θεά του χορού είχαμε, την Τερψιχόρη, θυγατέρα του Δία και της Μνημοσύνης. Μη λησμονούμε ακόμα ότι οι χοροί στα πανηγύρια γινόταν σε ανοιχτούς χώρους, στην πλατεία, όπου οι χορευτές τελούσαν υπό την αυστηρή κρίση των θεατών και ιδιαίτερα των γεροντοτέρων. Μη λησμονούμε ότι οι πολλοί χορευτές ήταν νέοι και απέβλεπαν σε γάμο, τούτο είναι πασίγνωστο, αφού και τραγούδι έγινε ο πόθος και η επιδίωξη αυτή: "Θα βγώ στη ρούγα για γαμπρός, στη γειτονιά για νύφη".


 




Στη Ρούμελη αυτοί οι λεβέντες, οι τσάμηδες και τα τσαμόπουλα, με την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους κατείχαν μια σπουδαία θέση, ήταν το καμάρι της Ρούμελης, τους καμαρώναμε όπως καμαρώνουμε και τους τσολιάδες σήμερα ακόμη στον Τσάμικο χορό.
Ξηροτύρης, Ζάχος: "Ο τσάμικος χορός", Παράδοση και Τέχνη 052, σελ. 11-12, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 2000. 

Ζάχος Ξηροτύρης

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Μεγάλη Παρασκευή: Μέρα πένθους, συγχώρεσης και «χαρμόσυνης λύπης»





Το πένθος χαρακτηρίζει την Μεγάλη Παρασκευή μετά και από τον θανάτου του Ιησού. Παρόλο που στο μυαλό των περισσότερων είναι μία μέρα που κυριαρχεί η λύπη, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται τελείως καθώς το βράδυ έρχονται οι πρώτες αναφορές για την Ανάσταση.
Τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής στολίζεται ο επιτάφιος σε όλες τις εκκλησίες της χώρας. Έπειτα γίνεται η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών, η περιφορά του επιταφίου και όλα τελειώνουν με τον Ορθρό του Μεγάλου Σαββάτου.

Λειτουργία των Μεγάλων Ωρών – Αποκαθήλωση

Αρχικά ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, που περιέχουν τροπάρια, ευχές, Ευαγγέλια, αναφορές σε Αποστόλους, και ψαλμούς.
Σε συνέχεια του Ορθρού της Μεγάλης Πέμπτης, αναφέρονται τα γεγονότα λίγο πριν την Σταύρωση με περισσότερες λεπτομέρειες και η λειτουργία ξεκινάει με τον Ιησού που πήγε στον Πόντιο Πιλάτο μόλις ξημέρωσε.
Παρόλο που η καταδίκη ήταν προαποφασισμένη από τους Αρχιερείς, έπρεπε να υπάρξει και η νόμιμη έγκριση της από τον Πιλάτο. Ενώ ο Ιησούς ήταν στο Πραιτόριο, ο όχλος που είχε μαζευτεί από κάτω ζητούσε επίμονα τον θάνατο του. Ο Πόντιος Πιλάτος παρόλο που προσπάθησε να τον σώσει θέτοντας το ερώτημα: «Βαραβάν ή Χριστόν» δεν τα κατάφερε. Τότε θέλησε να απαλλαχτεί λέγοντας: «Νίπτω τας χείρας μου» και τέλος αποφασίστηκε η καταδίκη με τον Πιλάτο να παραδίδει τον Χριστό: «ίνα σταυρωθή» (Λουκ.19,16).
Τότε ο Ιησούς φορτωμένος με τον σταυρό, πέρασε από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ για διαπόμπευση, οδηγούμενος στον λόφο του Γολγοθά όπου και θα τον σταύρωναν. Κουρασμένος από τα βασανιστήρια, δεν άντεξε και έπεσε στο δρόμο. Οι στρατιώτες ανέθεσαν στον Συμεών τον Κυρηναίο που περνούσε από το σημείο να τον βοηθήσει.
Φθάνοντας σταυρώθηκε από τους στρατιώτες και στη συνέχεια το ίδιο συνέβη και με δύο ληστές που τοποθετήθηκαν δίπλα του. Ο ένας εκ των δύο μετανοεί επάνω στον σταυρό και πήγε στον παράδεισο (Λουκ.23,40) – Σύμφωνα με την χριστιανική θρησκεία, ο ληστής ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πέρασε από τις πύλες του παραδείσου.
Ενώ ο Ιησούς ήταν επάνω στον σταυρό ζήτησε από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει διότι «ουκ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ.23,34). Τελικά «ην δεν ωσεί ώρα έκτη» (Λουκ.23,44) και ο Ιησούς «κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ.27,50).

Τα ευαγγέλια αναφέρουν ότι αμέσως συνέβησαν θαυμαστά φαινόμενα: «σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου εκλείποντος» (Λουκ.23,44), «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραιεσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, και εξήλθον εις την αγίανπόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθ.27,51-52).
Αντικρίζοντας τα όλα αυτά ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος «εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρτούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γινόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες΄ αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ.27,54). Το ίδιο «και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίανταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (Λουκ.23,48).
Η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών τελειώνει λίγο πριν τις 11 το πρωί και καθ’ όλη την διάρκεια της, πολλές γυναίκες σε μέρη της Ελλάδας μοιρολογούν και κλαίνε ενώ όσοι πάνε στην Εκκλησία προσκυνούνε τον Σταυρό.
Στη συνέχεια ψάλλετε ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής και γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Ακολούθως, τοποθετείται στον επιτάφιο ένα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Ιησούς νεκρός.

 Ο Ορθρός του Μεγάλου Σαββάτου: Ότε κατήλθες προς τον θάνατον
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλετε ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Ιησού από τον κρυφό του μαθητή, τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, όπως επίσης και στην κάθοδο της ψυχής του στον Άδη.
Τα ευαγγέλια που διαβάζονται εξιστορούν ότι ο Ιησούς δεν μπορούσε να ταφεί επειδή ήταν Σάββατο και απαγορεύονταν οι κηδείες. Έτσι, ο Ιωσήφ ζήτησε άδεια από τον Πόντιο Πιλάτο για να πάρει το σώμα του και να το ενταφιάσει. Τελικά η άδεια του δόθηκε και ο ίδιος τύλιξε το σώμα του Ιησού με ένα σεντόνι και στη συνέχεια περιφέρθηκε στους δρόμους-γι αυτό γίνεται η περιφορά του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή.
Τα σχετικά τροπάρια που ακούγονται στην εκκλησία είναι: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ…» και «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον…».
Ο ευσχήμων Ιωσήφ
Ο ευσχήμων Ιωσήφ
από του ξύλου καθελών
το άχραντόν σου σώμα,
σινδώνι καθαρά
ειλήσας και αρώμασιν,
εν μνήματι καινώ
κηδεύσας απέθετο.
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, 
η ζωή η αθάνατος,
τότε τον άδην ενέκρωσας
τη αστραπή της Θεότητας•
ότε δε και τους τεθνεώτας
εκ των καταχθονίων ανέστησας,
πάσαι αι δυνάμεις
των επουρανίων εκραύγαζον•
Ζωοδότα Χριστέ
ο Θεός ημών, δόξα σοι.
Κατά την διάρκεια του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής ακούγονται κάποια από τα πιο γνωστά και αγαπητά Εγκώμια-μικρά τροπάρια- αγνώστου ποιητή: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης…», «Άξιον εστί…», «Αι γένεαι πάσαι…» και «Ω γλυκύ μου έαρ…».

Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,

και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,

συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

Άξιον εστί μεγαλύνειν σε των πάντων κτίστην•

τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν

την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.

Αι γένεαι πάσαι

ύμνον τη ταφή σου

προσφέρουσι, Χριστέ μου.



Ω γλυκύ μου έαρ,

γλυκύτατον μου τέκνον,

που έδυ σου το κάλλος;
Έπειτα γίνεται η περιφορά του επιταφίου στους δρόμους και μετά την επάνοδο του διαβάζεται στη εκκλησία περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου.
Οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι διαμαρτυρήθηκαν στον Πόντιο Πιλάτο μετά από την άδεια που έδωσε για να ενταφιαστεί ο Χριστός και του ζητούν να σφραγιστεί ο τάφος επειδή φοβούνται μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα και πουν ψέματα πως ο Ιησούς αναστήθηκε:
«κέλευσονασφαλισθήναι τον τάφονεως τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών΄ και έσται η εσχάτη πκλάνηχείρων της πρώτης» (Ματθ.27,64).
πηγή

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Έθιμα και παραδόσεις του Πάσχα

 Μεγάλη έβδομάς

Μεγάλη Δευτέρα
1) Άγερμοί παιδιών πρός περισυλλογήν ωών.—Τί κρατούν (ράβδον μέ σταυρόν, έστεμμένην μέ μύρτα καί μεταξωτάς κλωστάς).—Πρόσδεσις ρακών είς τάς θύρας πρός αποτροπήν εντόμων.—Τί γίνονται τά συλλεγόμενα ώά.

Μεγάλη Τετάρτη

1) Έν τή εκκλησία τελετή του νιπτήρος.
2) Παρασκευή νέας ζύμης έν τη εκκλησία καί διανομή είς τάς οίκογενείας δι' όλον τό έτος.
3) Όνειρομαντεία διά περιζώσεως ζώνης άνδρός.

 


Μεγάλη Πέμπτη
 

1) Όνομα: Κόκκινη Πέφτη καί εί τι άλλο.
2) Βαφή καί ζωγράφισμα ωών καί τά σχετικά (σταύρωμα τών παιδιών, άπόθεσις είς είκονοστάσιον, χρήσις κατά τής χαλάζης ή πρός άλους σκοπούς, δοξασίαι περί αυτών καί παραδόσεις διά τήν προέλευσιν τοΰ έθίμου).
3) Άπλωμα ερυθρών υφασμάτων από τών οικιών.
4) Παρασκευή κουλλουριών διά τό Πάσχα καί τά κατ’ αύτά (όνομα, σχήμα κτλ.).
5) Περιφορά τών εικόνων εν επιδημία καί τοποθέτησις υψώματος έντός οπών δένδρων.
6) Παρασκευή πολύχρωμων νημάτων, πρός έξάρτησιν κωδώνων από τών ώτων τών ζώων πρός αποτροπήν ασθενειών.
7) Δεισιδαίμονες συνήθειαι κατά τήν άνάγνωσιν τών δώδεκα ευαγγελίων (κόμβοι πρός διαφόρους σκοπούς).
8) Απαγορεύσεις (δέν πλένουν, δέν σκουπίζουν κτλ.).

Μεγάλη Παραακευή
1) Παρασκευή τσουρεκιών διά τό Πάσχα’ ονόματα καί οχήματα αυτών (αυγοΰλα, κοφίνια, δοξάρια, παρμάκια, πούλοι, αύγοκουλλουραι κτλ.).
2) Επιτάφιος: Στολισμός δι’ άνθέων θεραπευτική ή άλλη αύτών χρήσις.—Δίοδος ΰπ’ αυτόν.—Περιαγωγή καί τά κατ’ αυτήν (τοποθέιησις πρό τών οικιών θυμιατηριού, λαμπάδων, πινακίων περιεχόντων χλόην κριθής κτλ.).
3) Θρήνος τής Μεγάλης Παρασκευής: Που καί πώς ψάλλεται.—Τό κείμενον.
4) Τό ξύλον τοΰ σταυροΰ καί αί περί αυτό παραδόσεις.

Μέγα Σάββατον

1) ’Ανάστα ό Θεός: Κρότοι έν τή εκκλησία. — Θραΰσις αγγείων είς τά οδούς.
2) Χρήσις τών υπό του Ιερέως διασκορπιζόμενων φύλλων δάφνης καί δενδρολιβάνου πρός αποτροπήν ασθενειών' παραδόσεις περί αυτών.
3) Σφαγή αμνών: Σταυροί διά τοΰ αίματος αύτών εις τάς θύρας καί έπί τών παρειών τών παιδίων.

Κυριακή τοΰ Πάοχα.
1) Όνομα: Λαμπρή, Καλός λόγος, Λαμπροφόρα κτλ.
2) Άρατε πύλας: Παράστασις νίκης τοΰ Χριστού κατά τοΰ διαβόλου.
3) Χριστός άνέστη: Πυροβολισμοί.—’Ασπασμοί παρισταμένων.—Βρώσις φών (ξεβούλιομα στόματος).—Εύλόγησις καί διανομή γιαουρτιοΰ υπό ποιμένων.
4) Λαμπάς τοΰ Πάσχα: Κομίζεται άνημμένη είς τήν οικίαν.—Χρήσις αυτής (καψάλισμα τριχώματος ζώων, απειλή άκαρπων δένδρων, εντόμων, χρήσις κατά τούς εξορκισμούς ασθενειών κτλ.).
5) Γεΰμα νυκτερινόν: Ειδικοί άρτοι καί φαγητά (μαγειρίτσα, τσουρέκι τοΰ Πάσχα κτλ.).—Τσούγκρισμα αυγών.—Ή τράπεζα παραμένει έστρωμένη επί τρεις ημέρας.—Χρήσις τών ψιχίων, κελυφών ωών, καί έν γένει τών απορριμμάτων (ρίπτονται είς τούς αγρούς καί τάς αμπέλους, τά κελύφη αποτρόπαια χαλάζης, καλλικαντζάρων κτλ.).
6) Πυραί καί τά κατ’ αύτάς κατά τά περί πυρών ερωτήματα.


7) Καΰσις Ίοΰδα.
8) Αίώραι (κούνιες) καί τά κατ’ αύτάς.—Δοξασίαι περί έπιδράσεως τής αΐωρήσεως έπί τής βλαστήσεως.
9) Μαντεία έκ τής ωμοπλάτης τοΰ σφαζομένου άμνοΰ.
10) Δοξασίαι περί εξόδου τών ψυχών έκ τοΰ Άδου είς τόν επάνω κόσμον διά τό μέχρι τής Πεντηκοστής διάστημα.—Έθιμα σχετικά (δέν απλώνουν ροΰχα τήν νύκτα κτλ.).
11) Δεισιδαίμονες συνήθειαι (πρέπει νά φορέσουν καινουργές ένδυμα, δέν κοιμώνται, δαγκάνουν σίδηρον, δέν αναφέρουν ψύλλους κτλ., οί ποιμένες δέν τρώγουν ωά).
Έβδομάς διακαινήσιμος
1) Όνομα: Άσπρο βδόμαδο, Λαμπροήμερα κτλ.
2) Απαγορεύσεις (αργία καθ’ όλην τήν εβδομάδα εκτός τοΰ Σαββάτου, δέν λούονται ούτε βρέχουν μαλλιά καί εί τι άλλο).


Δευτέρα τοΰ Πάσχα
Έξακολούθησις έθίμων Κυριακής, χοροί, αίώραι κτλ.

Τρίτη τοΰ Πάσχα
1) Έξοδος είς τήν εξοχήν καί γεΰμα έν αύτή (όνομα τοΰ γεύματος).
2) ’Αγερμοί τών χωρικών είς τάς πόλεις καί αξίωμα παιδίων.— Όνομα άγερμοΰ (Ρουσάλια;).

Πέμπτη

Δεισιδαιμονίαι (δέν εισέρχονται είς τάς αμπέλους, δέν κλώθουν διά τό χαλάζι κτλ.).

Παρασκευή τής Ζωοδόχου Πηγής
Πανηγύρεις παρά τά αγιάσματα καί τά κατ’ αύτάς.

Πηγή:Σύμμικτα-Ερωτήματα δια την λαικήν λατρείαν-Στίλπων Π. Κυριακίδης
πηγή

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Γιατί περνάμε κάτω από τον επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή;

Το να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο, είναι μια πολύ καλή και ευσεβής συνήθεια.
Το νόημα, είναι εμφανές.: «Εκφράζω τη βαθύτατη ευλάβειά μου και την πίστη μου στον θυσιασθέντα, παθόντα και ταφέντα Κύριο, και θέτω τον εαυτό μου εν ταπεινώσει κάτω από Αυτόν και κάτω από τη θαυμαστή και θεϊκή επίδραση και ευλογία Του».
Σύμφωνα με τον π. Θεολόγο το ίδιο γίνεται και με το Ι.Πετραχήλι, όπου σκύβω κάτω από αυτό, για να δεχθώ την ευλογία και την ευχή του Ιερέα, είτε στην Εξομολόγηση, είτε στο Ευχέλαιο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη Ευχή.
Όπως και όταν εορτάζει κάποιος Άγιος και λιτανεύεται η Ιερά Εικόνα του, ή το σκήνωμά του (πχ Αγ.Γεράσιμος) ή ένα θαυματουργό Εικόνισμα της Παναγίας (πχ στην Τήνο). Βλέπουμε εκατοντάδες ανθρώπων που στρώνονται στο έδαφος, γιά να περάσει από πάνω τους η «χάρη». Συχνά το ίδιο επαναλαμβάνεται και με τα Άγια Δώρα, στη Μ.Είσοδο.
Αλλά, παρόμοια συνήθεια περιγράφεται και στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου θαυμαστά σημεία λάμβαναν χώρα, όταν και μόνο η σκιά των Αποστόλων που περνούσε πάνω από ασθενείς, ήταν αρκετή για να τους θεραπεύσει: «Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς (τους Αποστόλους) δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση». (Πράξ. 5,15)
Το μόνο, που απαιτεί προσοχή και δηλώνει ασέβεια και ολιγοπιστία, είναι εκείνο το άγχος να τρέξουμε και να περάσουμε οπωσδήποτε από 3 ή από 7 Επιταφίους.. Πάντα η θρησκοληψία καιροφυλακτεί, για να θολώσει την θεοσέβεια...


To μεγάλο θαύμα με το προζύμι την Μεγάλη Παρασκευή αναλύει ο μοναχός Θωμάς Τσονάκας στο ηχητικό που ακολουθεί: 





 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Εορτή της Αναστάσεως του Αγίου Λαζάρου

Γιορτάζουμε σήμερα  τήν ημέρα της Αναστάσεως του Αγίου Λαζάρου.
Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί.
Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγές έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)
Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ

Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο: Ήχος α’.
Την κοινήν Ανάστασιν προ του σού πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός· όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός








Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Απρίλης - Πασχαλιά, χελιδόνια, φως, χαρά!

Καλό Μήνα.
Απρίλης - Πασχαλιά, χελιδόνια, φως, χαρά!
Ήρθ’ ο Απρίλης με χαρά, με τα κόκκινα τ’ αυγά.



Τόν Απρίλιο  οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. 
Οι βροχές του θεωρούνται ευεργετικές. 
Μερικά παρατσούκλια του είναι: Γρίλλης (=γκρινιάρης), Τιναχτοκοφινίδης (τίναζαν τα κοφίνια, δηλ. τέλειωναν οι προμήθειες), Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, Λαμπριάτης και Τριανταφυλλάς.
Στη Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: «Έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί» .
Στη Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς) .
Στη Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία, γιατί καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται» .Την ημέρα αυτή δεν κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει το λάκκο του».

«ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ». Τη Μ. Τετάρτη, οι νοικοκυρές ανάπιαναν (=ανανέωναν) το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
 «ΛΑΜΠΡΟΚΕΡΙΑ». Σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι έχουν έθιμο να πλάθουν μόνοι τους τα λαμπριάτικα κεριά, δηλ. τις λαμπάδες της Λαμπρής, από αγνό κερί. Τη λαμπάδα που ανάβουν το βράδυ της Ανάστασης, τη φέρνουν άσβηστη στο σπίτι τους, «για το καλό» και ανάβουν μ’ αυτήν το καντίλι, σχηματίζουν δε με τη κάπνα της ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού. 


Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό