Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Πρωτομαγιά. Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης, που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !

Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης,
που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !

Πρωτομαγιά: Τα έθιμα, το μαγιάτικο στεφάνι και τα αρχέγονα λατρευτικά στοιχεία

Η Πρωτομαγιά ανοιξιάτικη γιορτή, πολύ πριν γίνει εργατική γιορτή, κοντά πάντοτε στο Πάσχα, συνδυάζει αρχέγονα λατρευτικά στοιχεία που σχετίζονται με τη λατρεία των νεκρών (Λεμούρια, Ροζάρια) και την αναγέννηση της φύσης. Θεωρείται παρετυμολογικά ευνοϊκή για τα μάγια, όπως και ολόκληρος ο μήνας Μάιος.
Το μαγιάτικο στεφάνι
Το στεφάνι που πλέκεται την παραμονή της Πρωτομαγιάς είναι το μοναδικό σχεδόν έθιμο, που εξακολουθεί να μας δένει με την παραδοσιακή πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλιότερες εποχές. Το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κρανιάς ή κλήματος και στολιζόταν με λουλούδια και θαλερά κλαδιά από καρποφόρα δέντρα (αμυγδαλιά με αμύγδαλο, συκιά με τα σύκα, ροδιά με ρόδι ) αλλά και στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, κρεμμύδι και σκόρδο για το μάτι.
Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της θαλερότητας και της γονιμότητάς τους στον άνθρωπο είναι το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό μάλιστα χώρο δεν ήταν απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών αλλά η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού δέσμης από χλωρά κλαδιά  ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς κ.ά.  μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν η ύπαρξη μεταξύ των λουλουδιών και χλωρών κλαδιών φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως  τσουκνίδα, σκόρδο, δαιμοναριά, αγκάθια. Σε ορισμένες περιοχές οι μαγικές ενέργειες για υγεία συνοδεύονται από ομαδικές εκδηλώσεις, όπως αγερμούς (παιδιά στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας κλαδιά καρποφόρων δένδρων έλεγαν τραγούδια του Μάη:
Μάη, Μάη χρυσομάη,
τι μας άργησες;
να μας φέρεις τα λουλούδια
και την άνοιξη;
ή
Μάη, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε (με τα ρόδα)  κ.ά.
Στην Κέρκυρα για παράδειγμα περιέφεραν κορμό τρυφερού κυπαρισσιού στολισμένου με λουλούδια, μαντήλια, κορδέλες και φρούτα της εποχής (μούσμουλα) και χορταρικά. Αυτό ήταν το μαγιόξυλο .
Η Πρωτομαγιά είναι εθιμικά μια από τις δημοφιλέστερες γιορτές του ελληνικού λαού ιδιαίτερα στο βορειοελλαδικό χώρο. Ο βαρύς χειμώνας, ο οποίος συνήθως επικρατεί στη Μακεδονία και κυρίως στην κατ’ εξοχήν ορεινή περιοχή της, με τις πολλές βροχές, τα χιόνια, τον παγετό, το δυνατό κρύο και τις ομίχλες, κάνει εντονότερη την προσδοκία της άνοιξης και του καλοκαιριού. Έτσι την Πρωτομαγιά γιορτάζεται χαρακτηριστικά και πανηγυρικά η βελτίωση του καιρού, η επικράτηση της άνοιξης και η επικείμενη έλευση του καλοκαιριού, η αναγέννηση προπαντός της φύσης.
Η Πρωτομαγιά στη Δυτική Μακεδονία συνδέεται με ποικίλα έθιμα γονιμικού  κυρίως χαρακτήρα, και τραγούδια. Έτσι, στη Βλάστη Κοζάνης πρωΐ πρωΐ αδειάζουν  τα αγγεία και φέρνουν φρέσκο νερό από τη βρύση. Τα παιδιά κόβουν κλάδους οξυάς και τους φέρνουν στους γύρω από το χωριό λόφους, όπου κυρίως τα κορίτσια  στήνουν χορούς, « πιάνοντας το Μάη». Στολίζουν τις μέσες τους με λυγαριές, για να μην τους πονάει  τον Ιούνιο στον θερισμό. Στο Τσακνοχώρι Βοϊου στολίζουν τις πόρτες των σπιτιών με πρασινάδες, ενώ στη Γαλατινή κρεμούν στη βρύση ένα πράσινο κλαδί και τρώνε κάτι πρωΐ - πρωΐ, για να « μην τους τσακίσ΄ ο κούκος».
Στην πόλη της Φλώρινας πρωϊ ανεβαίνουν στον  λόφο του Αγίου Παντελεήμονα και συναγωνίζονται ποιος θα μαζέψει πρώτος λουλούδια, να φτιάξουν στεφάνια που στεφανώνονται οι ίδιοι και φροντίζουν και να τα κρεμάσουν πρώτοι στην εξώπορτα του σπιτιού τους και να πιάσουν πρώτοι τον Μάη, για το καλό, για γούρι. Εκεί στον λόφο οι Φλωρινιώτες παραδοσιακά μέχρι σήμερα χαίρονται τη φύση, χορεύουν και τραγουδούν. Επικαλούνται επίσης τον άγιο Ιερεμία, που γιορτάζει τη Πρωτομαγιά, για να φύγουν από τα σπίτια τους ποντίκια, φίδια κλπ. με την έλευση του Μάη. Έτσι χτυπώντας τον μασά, ένα μέλος της οικογένειας, γυρίζει την παραμονή όλο το σπίτι και τους βοηθητικούς χώρους του φωνάζει μεταξύ άλλων: «Γιερεμία, συντελεία στα ποντίκια ( ή στα φίδια κλπ. )», ή «φύγετε γάτες, φίδια, ποντίκια, γιατί έρχεται ο Μάης ».
Και στα τραγούδια της Πρωτομαγιάς οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίαςθεωρούν τον Μάη ως τον κατ’ εξοχήν μήνα της άνοιξης και τον προπομπό του καλοκαιριού. Έτσι το παρακάτω πολύ γνωστό και ευρύτατα διαδεδομένο τραγούδι το τραγουδούν την Πρωτομαγιά στην Κοζάνη και αλλού, όταν οι οικογένειες γυρίζουν στολισμένες με πρασινολούλουδα από την εξοχή. Είναι η εποχή που με τη βελτίωση του καιρού είναι πλέον εφικτά τα μακρινά ταξίδια και η επιστροφή των ξενιτεμένων στο γενέθλιο τόπο τους:

Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι,
Τώρα φουντώνουν τα κλαριά και βγάζ΄ η γη χορτάρι,
τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάγει στα δικά του.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.
Βάζει τα πέταλα αργυρά, καρφιά μαλαματένια.
Βάζει τα φτερνιστήρια του, ζώνει κι του σπαθί του
Κι η κόρη που τον αγαπά κρατεί κερί και φέγγει.
Με το ‘να χέρι το κερί, με τ’ άλλο το ποτήρι
κι όσα ποτήρια τον κερνά, τόσες βουλές του λέει:
- Πάρε μ΄, αφέντη μ΄, πάρε με κι εμένανε κοντά σου,
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου.
Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.
- Κει που πηγαίνω, κόρη μου, γυναίκες δεν διαβαίνουν,
Κει ’ναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα ντερβένια
κι εσένα παίρνουν, κόρη μου, κι εμένα με σκλαβώνουν.
Σε χορευτικό τραγούδι ακολουθεί παραλλαγή του από τον Πελεκάνο Βοϊου, ο λαός εκδηλώνει την προσμονή του για τον Μάη και την άνοιξη που φέρνει:
Μάη, Μάη , χρυσομάη, τι μας άργησες και δεν φάνηκες,
να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη;
Λούσου κι άλλαξε, μπεΐνα, κοντά μου πλάγιασε.
Για ’τος, για ’τος από πέρα, με τριαντάφυλλα, με καρόφυλλα.
Σε άλλο τραγούδι, πολύ διαδεδομένο επίσης στον δυτικομακεδονικό χώρο, ο Μάης θεωρείται  ο μήνας, που παράλληλα με το ξύπνημα της φύσης μετά τη βαρυχειμωνιά, προκαλεί διέγερση ερωτικών αισθημάτων, γι’ αυτό και διατυπώνονται σχετικές συμβουλές. Άλλωστε γενικότερα ο Μάης, καθώς έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη μαγεία, είναι  μήνας συνδεδεμένος με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης,
που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !
Το Μάη κρασί μην πίνετε, όξω μην κοιμηθείτε.
Τρία παιδιά παλάβωσαν και πήραν τα σοκάκια.
Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά και κρέας για τ’ αγρίμια,
σέρνουν κι αγαποβότανο γι΄ αυτές τις μαυρομάτες.
Στο παρακάτω τραγούδι από τα πολλά σχετικά της επαρχίας Βοϊου Κοζάνης, διατυπώνονται οι προσδοκίες όχι  μόνο του ανθρώπου, αλλά και των άλλων ζωντανών οργανισμών, από τον όμορφο μήνα της άνοιξης, που στ΄ όνομά του εξυμνούνται οι ομορφιές της φύσης και της ζωής:
Απρίλη, Απρίλη δροσερέ, Μάη καμαρωμένε,
σε μήνυσαν, Μάη μου, τα πρόβατα ν΄ αξιώνεις ( = αυξάνεις ) τα χορτάρια,
Σε μήνυσαν οι όμορφες ν΄ αξιώνεις τα λουλούδια,
σε μήνυσαν και τα πουλιά της άνοιξης τ΄ αηδόνια
ν΄ αξιώνεις τα κοντά κλαδιά και τα ψιλά δενδράκια.
Την ίδια μέρα οι γυναίκες συνηθίζουν να συγκεντρώνουν τα χόρτα που χρησιμοποιούν για τα φάρμακα (βότανα) και να βγάζουν το ασπρόχωμα ή ασημόχωμα που προορίζεται για λούσιμο όλο το χρόνο. Πιστεύουν ότι έτσι η ψώρα και οι λειχήνες εξαλείφονται. Μάλιστα η εξαγωγή του χώματος  αυτού από συγκεκριμένο σημείο γινόταν με συμμετοχή πολλών γυναικών μαζί και με τραγούδια.
Ο σεβασμός προς τους νεκρούς, οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη πάνω στη γη και ετοιμάζονται να ξαναμπούν στους τάφους οδηγεί τις γυναίκες στα νεκροταφεία προκειμένου να καθαρίσουν τους τάφους από τα χόρτα, να τους ασβεστώσουν και να τους περιποιηθούν, να ανάψουν κεριά και όταν γυρίσουν στα σπίτια να φτιάσουν πίττα που μοιράζουν στη γειτονιά και στους φτωχούς για συχώριο.
Στον καταραμένο τόπο το Μάη χαλαζώνει......
Το χαλάζι, όπως είναι γνωστό, προκαλεί μεγάλες καταστροφές στη γεωργική  παραγωγή, όταν μάλιστα πέφτει την εποχή που  ανθίζουν τα φυτά (αμπέλια, δέντρα) ή ωριμάζουν οι καρποί τους. Αυτός είναι και  ο λόγος που ο γεωργός το θεωρεί κατάρα και θεομηνία, όπως εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς από σχετικές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις π.χ. «στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα χαλάζι ρίχνει», «αντά ’πρεπε δεν έβρεχε κι ο  Μάης χαλαζώνει».
Ειδικότερα  ο λαός πιστεύει ότι με το χαλάζι εκδηλώνεται η οργή του θεού για κάποιο ηθικό παράπτωμα των ανθρώπων. Τέτοια παραπτώματα που μπορούν, σύμφωνα πάντοτε με τη λαϊκή αντίληψη, να προκαλέσουν χαλαζοθύελλα είναι πολλά. Αναφέρω ενδεικτικά την παραβίαση της αργίας ορισμένων εορτών, την εγκατάλειψη νόθου παιδιού, δοξασία  με πλατειά διάδοση σε χαλαζόπληκτες ελληνικές περιοχές αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο,  τον ανόσιο έρωτα μεταξύ συγγενών εξ αίματος, όπως συχνά  αναφέρεται στα δημοτικά μας τραγούδια, την εξωμοσία χριστιανού, τη φθορά εκκλησιαστικής – μοναστηριακής περιουσίας.
Ο  γεωργός για να αποφύγει την καταστροφή του μόχθου του ο γεωργός καταφεύγει στη μαγεία, στη θρησκεία  αλλά συνήθως και στα δύο  μαζί. Με τη βοήθεια της μαγείας επιχειρεί «να καταδέσει το χαλάζι», να το  «καρφώσει» και να το «γυρίσει πίσω» χρησιμοποιώντας μέσα και τους τρόπους, όπως πυροστιά, μαυρομάνικο μαχαίρι, κεριά και άνθη του Επιταφίου, κόκκινο αβγό του Πάσχα, επωδές, που χρησιμοποιεί, όπως είναι γνωστό, και σε άλλες περιστάσεις.
Άγιοι προστάτες  από το χαλάζι
Τη βοήθεια της θρησκείας εξασφαλίζει με την αυστηρή τήρηση  της αργίας ορι-σμένων εορτών ή μνήμης αγίου, που θεωρείται προστάτης από το χαλάζι και θεωρεί την  παραβίασή της από  τις πιό σοβαρές αιτίες για τη χαλαζόπτωση. Έτσι π.χ. τηρούνται αυστηρά σαν αργίες από τους αμπελουργούς και τους κηπουρούς σ’όλες σχεδόν τις χαλαζόπληκτες περιοχές η Μεγάλη Πέμπτη, η Πέμπτη της Διακαινησίμου, η ημέρα της Αναλήψεως, της Πεντηκοστής. Αυτές τις ημέρες δεν πλένουν, δεν απλώνουν ρούχα, δεν λούζονται, δεν γνέθουν και δεν πηγαίνουν στο αμπέλι.
Άη Γιάννης ο Χαλαζιάς
Στην Κεντρική Ελλάδα «κρατούν την αργία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαίου), που τον λένε μάλιστα «χαλαζιά», γιατί πιστεύουν ότι  ο άγιος «στέλνει το χαλάζι και καταστρέφει τα σπαρτά». Στη Μακεδονία την αργία του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας  Ελένης που «φυλάει από το χαλάζι. Το σηκώνει στο μανίκι της», ενώ στην περιοχή της Γορτυνίας τη γιορτή της Αγίας Τριάδας  και του Αγίου Αντωνίου.
Σε διάφορες άλλες περιοχές  καταφεύγουν σε αγίους που θεωρούνται γενκότερα προστάτες της βλαστήσεως από ασθένειες ή δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως ο άγιος Τρύφων και ο Προφήτης Ηλίας ή τοπικούς αγίου, όπως ο άγιος  Αχίλλειος (Κόνιτσα),  ο Κοσμάς ο Αιτωλός (Ήπειρος), ο άγιος  Αρσένιος (Παραμυθιά Θεσπρωτίας). Ενώ όμως η λατρεία των αγίων που προαναφέρθηκαν είναι περιορισμένη τοπικά, η λατρεία του αγίου Χριστοφόρου, ως προστάτη από το χαλάζι, καλύπτει όλο το βορειοελληνικό χώρο, από την Ήπειρο μέχρι την Ανατολική Θράκη.
Ειδικότερα στην Ήπειρο πιστεύεται ότι ο άγιος Χριστόφορος «γυρίζ’ με το χαλάζ’ στον κόρφο», για αυτό και τηρούν την αργία της γιορτής του (9 του Μάη) με μεγάλη αυστηρό-τητα. «Έχ’ νι σκόλ’ όλοι, γιατί πεισμών’ ου άγιους». «...Επειδή πολλοί ζητούσι με εις πόλιν έχειν ή χώραν ή αγρόν, ή εν οιωδήποτε τόπω μη επέλθη αυτοίς εκεί, Δέσποτα, χάλαζα, μηδέ θυμός μηδέ αφορία αμπέλου, αλλ’ ει και ποτε ηδικούντο, απελθόντος μου εκείσε, φύλαξον τους τόπους αυτών, όπως ούτοι αφθόνως λαμβάνουσι τας αιτήσεις αυτών...» Του Αγίου Χριστοφόρου δε μπαίνουν στους κήπους και στα χωράφια, γιατί, αν δουλέψουν, «θα πέση χαλάζι και θα τους χαλάσει τη σοδειά» «Ο Αη Χριστόφορος, λένε, στέκεται με το χαλάζι στο χέρι» και αλλού πως το έχει στην ποδιά του το χαλάζι κι ίσια το ρίχνει, άμα εργαστείς στη γιορτή του».
Από την ίδια περιοχή προέρχεται μια παράδοση που αιτιολογεί την καθιέρωση της αργίας στις 9 Μαϊου: Όταν ακόμη η ημέρα δεν είχε καθιερωθεί ως αργία, θέλησε ο άγιος Χριστόφορος να παρουσιαστεί στο θεό και να παραπονεθεί, αλλά ο φύλακας άγγελος της Πύλης τον ρώτησε τί θέλει και μαθαίνοντας την αιτία τον συμβούλεψε: - Αφού δε σου κρατούν την ημέρα, χτύπα τους με λιθάρια από δω ψηλά. - Πού να βρω τα λιθάρια, εδώ δεν έχουμε, είπε ο άγιος. - Έχουμε το χαλάζι. Έτσι και έγινε. Επήρε το μεγαλύτερο χαλάζι χτύπησε τους γεωργούς και κατάστρεφε τους αγρούς και τους κήπους τους. Από τότε κρατούν την ημέρα αυτή» .
Στη Μακεδονία (περιοχή Πέλλης) «για να μη πέφτει χαλάζι και καταστρέφει τα σπαρτά, τα δέντρα - ακόμη και τα ζώα σκοτώνει - φυλάνε την ημέρα του αγίου Χριστοφόρου». Και στη Χαλκιδική «εκείνη την ημέρα οι γεωργοί δεν οργώνουν». Στο χωριό Καρπερό των Γρεβενών στις 9 Μαϊου η λειτουργία συνοδεύεται από δημοτελή θυσία και «εγκατόρυξη» (ταφή) των υπολειμμάτων από την από κοινού κατανάλωση του σφαγίου. «Συγκεντρώνονται οι κάτοικοι της περιοχής στο εξωκλήσι του Αγίου Χριστοφόρου και μετά τη λειτουργία θυσιάζουν ένα μαύρο αρνί. Η θυσία γίνεται σ’ ένα λάκκο κοντά στο άγιο βήμα, σκεπασμένο με μια πέτρα. Στο λάκκο αυτό χύνεται το αίμα, το δέρμα και τα κόκκαλα του αρνιού μετά από το κοινό τραπέζι».
Όταν υπάρχει κίνδυνος να πέσει χαλάζι μαζεύεται ο κόσμος στον άγιο Χριστόφορο. Έρχεται και ο παπάς. «Ανοίγουν και βγάζουν μερικά κόκκαλα από μέσα. Ο παπάς φέρνει την εικόνα του αγίου Χριστοφόρου. Την ακουμπάει πάνω στην πέτρα, ανάβει και μια λαμπάδα, διαβάζει την ευχή και το σύννεφο δια-λύεται». Η τελετή της εκταφής των οστών του θυσιασθέντος ζώου συνηθίζεται και σε περιπτώσεις ανομβρίας στην ίδια περιοχή. Τη γιορτή τηρούσαν και οι Τούρκοι... Στη Θράκη για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια αυστηρότητα τηρούν την αργία του αγίου.
Στο Φανάρι Κομοτηνής «κάθε χρόνο στη γιορτή τ’ αποβραδύ έκαμναν αγρυπνία και την ώρα που έβγαινε τ’ άστρο, ο αυγερινός, ανέβαιναν έξω στα χωράφια κι έκαμναν δέησι να μη ρίχνει χαλάζι. Κείν’ τη μέρα δεν δούλευαν κι οι Τούρκοι του Γιαπατζή. Ρωτούσανε πότε ήτανε η γιορτή τ’ για να μη δουλέψουν».
Στην Κομοτηνή, τέλος, όπως αναφέρει ο Στίλπων Κυριακίδης, «του Χριστοφόρου δε δ’ λεύουν». Είνι για του χαλάζ’». Ο άγιος Χριστόφορος (250 περ. π.Χ.) ανήκει στους λαϊκούς μάρτυρες τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Εκκλησίας και θεωρείται από το ελληνικό λαό καθώς και τους ευρωπαϊκούς λαούς προστάτης από διάφορες συμφορές, όπως είναι οι επιδημίες, η κακοκαιρία, τα ατυχήματα κ.ά. Η εικονογραφική παράδοση είναι διττή. Η μία τον θέλει Κυνοκέφαλο, επειδή ήταν πολύ όμορφος και παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει άσχημο.
Η σύνδεσή του με τα απότομα καιρικά φαινόμενα, όπως είναι η χαλαζόπτωση, αποτελεί ενδεχομένως ένα στοιχείο για την συσχέτισή του με τους αιγυπτιακούς Κυνοκεφάλους δαίμονες. Στην απόδοση της ιδιότητας του προστάτη από το χαλάζι στον άγιο Χριστόφορο συνετέλεσε προφανώς η εποχή που γιορτάζει (9 Μαϊου) που θεωρείται η πιο κρίσιμη για τις επιπτώσεις της χαλαζόπτωσης στη γεωργική παραγωγή. Η άλλη παράδοση τον παριστάνει με κανονικά χαρακτηριστικά να κουβαλάει στον ώμο το Χριστό, τον οποίο περνάει από ένα ποτάμι (Χρι-στοφόρος).
Ως Χριστοφόρος είναι σήμερα ο προστάτης των αυτοκινητιστών. Στο εύλογο ερώτημα, γιατί η λατρεία του αγίου αυτού εντοπίζεται ειδικά στο Βόρειο Ελληνικό χώρο, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τη σχετική έρευνα τόσο σε έντυπα όσο και στο χειρόγραφο υλικό του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, και γιατί έχει τέτοια διάδοση σε σύγκριση με την περιορισμένη τοπικά λατρεία άλλων αγίων, την απάντηση δίνει η διάδοση της λατρείας του αγίου Χριστοφόρου στον βορειοελληνικό χώρο οφείλεται στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν την εποχή της εορτής του αγίου ή σε τοπική λατρεία του αγίου, προερχομένη από τη Μ. Ασία (Καππαδοκία), που απλώθηκε στο χώρο αυτό, όπου επικρατούν οι ίδιες δυσμενείς συνθήκες κλίματος. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η παρουσία εικόνων του αγίου Χριστοφόρου σε ναούς των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν.
Στο ερώτημα εξ άλλου, γιατί αποδίδεται στον άγιο η ιδιότητα του προστάτη από το χαλάζι, η απάντηση θεωρούμε ότι δίδεται από τη διήγηση που υπάρχει στο συναξάριο του αγίου - που σώζεται σε κώδικα του ΙΑ΄ αιώνα - και απηχεί ασφαλώς παλαιότερη παράδοση, όπου αναφέρεται ότι ο άγιος σε προσευχή του προς τον θεό, όταν τον οδηγούσαν στο μαρτύριο είπε: «Κύριε, δος χάριν τω σώματί μου, ίνα πας ο έχων λείψανόν μου φανερώς δύναται δι αυτού απελαύνειν τους δαίμονας. Αλλά και επειδή πολλοί ζητούσι με εις πόλιν έχειν ή χώραν ή αγρόν, ή εν οιωδήποτε τόπω μη επέλθη αυτοίς εκεί, Δέσποτα, χάλαζα, μηδέ θυμός μηδέ αφορία αμπέλου, αλλ’ ει καί ποτε ηδικούντο, απελθόντος μου εκείσε, φύλαξον τους τόπους αυτών, όπως ούτοι αφθόνως λαμβάνουσι τας αιτήσεις αυτών... Και ήλθεν αυτώ φωνή εκ του ουρανού. Κατά το αίτημά σου έσται σοι, και ου μη λυπήσω σε έως του αιώνος. Και εν τούτω θαυμασθήσει..»
Οι Μάηδες στο Πήλιο...
Στο Πήλιο ο ερχομός του Μάη γιορταζόταν παλιότερα– και αναβίωσε κάποιες φορές από το 1957 και εξής στη Μακρινίτσα - με ιδιαίτερες εκδηλώσεις. Κατά μία περιγραφή, την παλαιότερη, του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη το 1892 «Τη α΄ Μαϊου άγουσι τινές νουμηνίαν μετημφιεσμένοι και προσωπιδοφορημένοι όντες εν συνεταιρισμώ και συνοδεία δέκα έως δώδεκα, ων έκαστος φέρει ίδιον όνομα, ως ιατρός, γενίτσαρος, αράπης κτλ. Έχοντες μεθ’ εαυτών και νεανίαν τινά όλον κεκαλυμμένον δι’ ανθέων, όν ονομάζουσι « μαγιόπουλον» και περιερχόμενοι ανά τας οδούς και ρύμας του χωρίου άδουσι και χορεύουσιν επί προαιρετική αμοιβή.
Τα αδόμενα δε ιδιόρρυθμα άσματα εισί τάδε:
Μάη μου, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε,
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κι Απρίλ’ς με τα λουλούδια,
Όλον τον κόσμο γέμουσι τ’ άθη και το λουλούδι,
Το νιόνε περικύκλουσες μες της κυράς την πόρτα.
Άνοιξε, πόρτα της κυράς, πόρτα της μαυρομάτας,
Να μπω να διώ τη λιγυρή, πώς στρώνει, πώς κοιμάται,
Πώς στρώνει στα τριαντάφυλλα, κοιμάται στα λουλούδια.
Πώς να την πω να σηκωθεί, πώς να την πω να κάτσει.
Να την ειπώ αγιόκλημα, το κλήμα κόμπους έχει,
Να την ειπώ τριαντάφυλλο κι από τ’ αγκάθι βγαίνει,
Να την ειπώ βασιλικό κι από τη μυρουδιά του.
Ακόμη: Αφέντη κι αφεντούτσικε, πέντε φορές αφέντη,
Λύσε τ(ο), αφέντη μ’, λύσε το, το χρυσομάντηλό σου,
Κι αν έχεις γρόσια δός μας τα, φλουργιά μη τα λυπάσαι,
Κι αν τα λυπάσαι τα φλουριά, δός μας δεκαπεντάρια.
Δός μας τα, αφέντη, δός μας τα, να πούμε για την υγειά σου,
Για την υγειά σ’, αφέντη μου, για την καλή χρονιά σου,
Να ζήσης χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσεις,
Κι απ’ τους διακόσιους κι εμπροστά, ν’ ασπρίσεις, να γεράσεις,
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι. Και του χρόνου.
Το έθιμο έχει ζωγραφίσει στις αρχές του 20ού αιώνα ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ενώ ο Γεώργιος Αδρακτάς κάνοντας λόγο για την σηροτροφία (καματερός) στο Πήλιο αναφέρεται στη συνήθεια των γυναικών για προληπτικούς λόγους «κατά την πρωτομαγιάν αποσπώσιν εκ του μάη ήτοι του παιδός, όστις εστολισμένος δι’ ανθέων χορεύει κατά την πρώτην του Μαϊου προ των οικιών υπό τον ήχον τυμπάνου, τεμάχιον ορμαθιάς από μαϊολούλουδα, ταύτα δε μετά χαράς κρεμώσιν εις την πρώτην σταντοσιάν, επειδή τούτο θεωρείται ως συντελεστικόν καλής εσοδείας».
Περιγραφή των Μάηδων στο Πήλιο μας δίνει το 1931 στη Νέα Εστία ο Γιάνης Κορδάτος. Μετά την αναβίωσή τους (1957) οι περιγραφές είναι πολλές (Κ. Λιάπης, Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη. Δ. Λαμπαδάρης, Κ. Καρυδάκης κ.ά.) και αφορούν σε όλα τα χωριά του Πηλίου.
Σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες πληροφορίες ομάδες ανδρών ντυμένων με διάφορα ρούχα και προσωπίδες παράσταιναν τον αράπη, το γιατρό, το γέρο και τη γριά, τον φουστανελά, τον γενίτσαρο, τη χανούμισσα και στη μέση πάντοτε έναν νέο στολισμένο με λουλούδια, που κρατούσε ένα ξύλο στολισμένο επίσης με λουλούδια, το μαγιόξυλο. Η ομάδα συνοδευόταν από οργανοπαίχτες με ζουρνά, νταούλι, βιολί και περιερχόταν τα σπίτια και τα μαγαζιά και παρίστανε πως ο νέος πέθαινε και ο γιατρός με τη βοήθεια και της γριάς τον ξανάφερναν στη ζωή. Τραγουδούσαν και τα παραπάνω τραγούδια.
Ως προς τις λεπτομέρειες οι περιγραφές που διαθέτουμε διαφέρουν μεταξύ τους. Ωστόσο κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μαγικοθρησκευτικό δρώμενο του Πηλίου και το συνδέει με ανάλογα ανοιξιάτικα δρώμενα του ελληνικού χώρου (Ζαφείρης, Φουσκοδέντρι, «Πεθαμένος») είναι η συμβολική μιμική αναπαράσταση θανάτου και ανάστασης στο αποκορύφωμα της άνοιξης και στην αρχή της καρποφορίας. Όπως έχει γράψει για την παλιά « Αθηναϊκή Πρωτομαγιά » ο Δημ. Καμπούρογλους, η « η πρώτη Μαϊου συνεκέντρωσε την ελπίδα της βλαστήσεως, την χαράν της ανθίσεως και την αθανασίαν της καρπώσεως, εκπροσωπήσασα συμβολικώς και την άνοιξιν ολόκληρον».
*Η Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, είναι τ. Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Πηγή: kathimerini.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό