Τά ἔργα τῆς Σοφίας Βλάχου |
Τοῦ τελευταίου τὴν γνώμην ἠσπάζετο ἀπροκαλύπτως, μετέχων τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ὁ δημοδιδάσκαλος τοῦ χωρίου, ὅστις εἶχεν ἀνεγνωρισμένην εἰδικότητα εἰς τὴν ἐτυμολογίαν. «Τὸ ἄιντε εἶναι ἀπ᾽ τὸ ἄγε δή, τὸ ἀρή, κλητικὸν ἐπιφώνημα τῶν γυναικῶν τοῦ τόπου, εἶναι ἀπ᾽ τὸ ἀρίστη, τὸ βρὲ εἶναι ἀπ᾽ τὸ μῶρε - (μωρὲ - μ᾽ρὲ - μβρὲ - μπρὲ) βρέ». Κ᾽ ἐξετόξευε κεραυνοὺς ἀγανακτήσεως κατ᾽ ἐκείνων οἵτινες ζητοῦσι τουρκικὴν παραγωγὴν διὰ τὰς λέξεις, ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον, ἔλεγε, ν᾽ ἀνευρίσκωμεν παντοῦ ρίζαν ἑλληνικήν.
Ἰδοὺ πῶς συνέβη τὸ πρᾶγμα. Ὁ δήμαρχος τῆς πολίχνης, τὸ δεύτερον πρὸ ἔτους ἐκλεχθείς, εἶχε φιλοτιμηθῆ νὰ καλέσῃ εἰς ἑστίασιν, ἐπάνω, εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν, τοὺς τρεῖς ἀρχαιολόγους, μετ᾽ αὐτῶν δὲ καί τινας ἄλλους φίλους του. Ἡ συνοδία εἶχεν ἀνέλθει ἐπὶ ὀναρίων, ἀπὸ τῆς αὐγῆς, τὸν μέγαν ἀνήφορον, εἰς ἑκατοντάδων τινῶν μέτρων ὕψος, ὅστις ἐφαίνετο εἰς τοὺς ἀγαθοὺς νησιώτας τόσον ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Κίσσαβος. Ἔφθασαν εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλίαν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, καὶ ἀφοῦ ἐδροσίσθησαν ὑπὸ τὴν ἐξαίσιον φυλλάδα τῶν μεγαλοπρεπῶν πλατάνων, κ᾽ ἔπιον ὕδωρ ἐκ τῆς ἀμφιλαφοῦς κρήνης, τῆς προχεούσης εἰς ὅλην τὴν μαγευτικὴν κοιλάδα τὰ διαυγῆ της νάματα, οἱ μὲν ἄλλοι ἐστρώθησαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, καὶ παρηκολούθουν μὲ βλέμμα θωπευτικὸν τὸ ὁλονὲν ροδίζον ἀρνὶ εἰς τὴν σούβλαν, περιμένοντες ὅσον οὔπω ν᾽ ἀπολαύσωσιν ὡς «προφταστήρα»* τὸ ὀρεκτικὸν κοκορέτσι, οἱ δὲ πέντε ἐκ τῆς συνοδίας ἐπέβησαν ἐκ νέου εἰς τὰ ὀνάριά των καὶ διευθύνθησαν εἰς τὸ Πρυΐ. Ἀνέβησαν εἰς τὸ ψήλωμα τοῦ βουνοῦ, ἐκεῖθεν ἐκατηφόρισαν δεξιά, διέτρεξαν τὴν θέσιν τὴν καλουμένην «τ᾽ Μανώλ᾽ ἡ σουφριά*», καὶ μετὰ πορείαν μιᾶς ὥρας ἔφθασαν εἰς τὸ Πρυΐ. Ἐστράφησαν δυτικώτερον πρὸς τὰ ἀριστερά, ὁδεύοντες εἰς σύσκιον δρομίσκον ὑπὸ ἀδελφωμένας δρῦς καὶ πτελέας, καὶ τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ παλαιὸν ἐρείπιον.
Ὁ συνοδίτης τῶν τριῶν ἀρχαιολόγων καὶ τοῦ δημοδιδασκάλου, ὁ πέμπτος, νεανίας εἰκοσαέτης, εἶχε κατὰ τὸ φαινόμενον, τὸ ἀξιώτερον ὑποζύγιον ὑπὲρ πάντας τοὺς λοιπούς, ὑψηλὸν ὄνον, εὔρωστον, πλατυκόκκαλον, καὶ ὑποκοκκινίζοντα τὸ τεφρὸν τρίχωμα. Καὶ ὅμως, ἀντὶ νὰ τρέχῃ πρῶτος, ἤρχετο τελευταῖος πάντων τῶν συνοδοιπόρων. Ὁ ὄνος ἐφαίνετο ἀναίσθητος εἰς ὅλους τοὺς κτύπους ὅσους τοῦ ἔδιδεν εἰς τὰ νῶτα ὁ ἀναβάτης, μὲ τὴν ράβδον του πρῶτον, εἶτα μὲ αὐτὸ τὸ σχοινίον τοῦ καπιστρίου. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν εἶχε φάγει καλὰ τὸ χόρτον του ἢ τὸ ἄχυρόν του, ἢ ὅτι ἦτο ἀποφασισμένος νὰ πεισμώσῃ ἐκ παντὸς τρόπου τὸν ἀναβάτην. Ὅσον οὗτος ἐκτύπα, τόσον ὀκνότερος ἐγίνετο ἐκεῖνος. Ἐνίοτε ἐδοκίμαζε νὰ τὸν ἐρεθίσῃ ὑπὸ τὴν κοιλίαν διὰ τῶν ὑποδημάτων του. Ὅλα εἰς μάτην. Καὶ ἦτο θαῦμα πῶς κατώρθωσε νὰ μὴ χάνῃ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοὺς πολλὰ βήματα προπορευομένους αὐτοῦ τέσσαρας ἄνδρας, ὧν οἱ δύο εἶχον ἀκολουθοῦντας καὶ τοὺς ἀγωγιάτας των. Οὗτοι δ᾽ ἔβλεπον ἀδιάφοροι τὴν βάσανον τοῦ τελευταίου ἀναβάτου, ὅστις ἄλλως δὲν κατεδέχετο νὰ κράξῃ αὐτοὺς εἰς βοήθειαν. Τέλος ἔφθασε καὶ οὗτος εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἦτο τὸ σωζόμενον ἐρείπιον.
φωτό |
Οὐδὲν ἀπιθανώτερον τῆς ἁπλῆς ἀληθείας. Ὅλη ἡ συνοδία τότε δὲν ἤθελε νὰ πεισθῇ ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔκαμεν ἐπίτηδες, διὰ νὰ τοὺς ἐκπλήξῃ. Καὶ ὅμως ἰδοὺ τί εἶχε συμβῆ. Ὁ εὔρωστος ὄνος, ἐννοήσας, φαίνεται, τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀναβάτου, τὸ εἶχε παρακάμει τὴν φορὰν ταύτην, ἀφοῦ μάλιστα ἦτο καὶ ἀνήφορος εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Δὲν ἤθελεν ἀπολύτως νὰ βαδίσῃ. Ἐπήγαινε μὲ βραδύτητα χελώνης. Οἱ τέσσαρες λόγιοι εἶχαν προπορευθῆ τόσον, ὥστε ὁ πέμπτος συνοδίτης τοὺς ἔχασε, καὶ δὲν τοὺς ἔβλεπε πλέον οὔτε τοὺς ἤκουε. Πολὺ δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι εἶχε χάσει τὸν δρόμον, καὶ εἶχε στραφῆ, αὐτὸς ἢ ὁ ὄνος του, ἀνατολικώτερον, πρὸς βαθὺ ρεῦμα, ὑγρόν, σύνδενδρον, σκιερόν, ἀναμέσον δύο ὑψηλῶν κορυφῶν. Ἐκεῖ ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Ἦτο τὸ «Κρύο Πηγάδι». Βαρυνθεὶς νὰ κτυπᾷ ἀνωφελῶς τὸν ὄνον, μὲ τοὺς μηροὺς αἱμωδιῶντας, ἐπέζευσε, καὶ κρατῶν τὸ καπίστρι μὲ τὴν ἀριστεράν, τὸ ραβδίον μὲ τὴν δεξιάν, ἐδοκίμασεν ἂν θὰ ἠνάγκαζε τὸν ὄνον νὰ βαδίσῃ ἐλαύνων ὄπισθεν. Ἐκεῖ, μὲ τὸ λεπτὸν ραβδίον του, ρεμβός, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῇ, ἐκέντησε τὸ ζῷον ὑπὸ τὸ σάγμα ὄπισθεν, εἰς τὰ νεφρά. Τότε διὰ μιᾶς ὁ ὄνος ἔλαβε τοιοῦτον ἀπίστευτον δρόμον, ὥστε ὁ νέος ἐξαφνίσθη, καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ τοῦ φύγῃ τὸ καπίστρι ἀπὸ τὴν χεῖρα. Τότε λοιπὸν ηὗρε «τὸν σφυγμὸν» τοῦ ὀναρίου. Ἐπέβη ἐκ νέου, καὶ «ποῦ σὲ σφάζ᾽, ποῦ σ᾽ πονεῖ;» ἤρχισε νὰ κεντᾷ, ἀλύπητα· τὸ ὀνάριον ἔτρεχεν ὡς βαποράκι. Ἀναγνωρίσας δὲ τὸν δρόμον, ὁ ἀναβάτης ἐστράφη δεξιά, καὶ ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν, ἀπὸ τοῦ ἀνατολικοῦ μέρους, ἔφθασε καλπάζων εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν· ἔφθασε δὲ ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ Δημήτρης ὁ Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ἐλιάνιζε τὸ ψητό, κ᾽ ἐστρώνετο ὑπὸ τὰ πελώρια δένδρα ἡ ἀπὸ φτέρες καὶ φυλλάδες πλατάνου εὐώδης τράπεζα.
Ἀλλ᾽ ὁ Δημήτρης ὁ Μιχογιάννης δὲν ἤξευρε μόνον νὰ ψήνῃ εἰς τὴν σούβλαν καὶ νὰ λιανίζῃ τὸ σφαχτό· ἤξευρε νὰ διηγῆται καὶ χρονικά τινα ἐκ τοῦ βίου τῶν ποιμένων καὶ τῶν αἰπόλων κατὰ τὸ Πρυΐ, ὅπου ἐγγὺς εἶχεν ἀνατραφῆ καὶ αὐτός.
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, ὑψηλός, τεσσαρακοντούτης, ἄτριχος τὸ πρόσωπον, ἀρχίζων ἤδη νὰ ρυτιδοῦται, ὅμοιος μὲ γριάν, εἶχε συλλάβει τὸ ἔτος ἐκεῖνο (ἤτοι πρὸ δύο σχεδὸν μηνῶν), διὰ τὸ Πάσχα, τολμηρὸν σχέδιον. Οἱ ποιμένες τῶν Καλυβιῶν, ὁλόκληρον συνοικίαν ἀποτελοῦντες, ἐκκλησιάζοντο εἰς τὸν Ἁι-Γιώργη τῆς Κ᾽στοδουλίτσας, οἱ αἰπόλοι τῶν Καμπιῶν, τῆς Μυγδαλιᾶς καὶ τοῦ Κουρούπη, ἐλειτουργοῦντο εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον. Οἱ ἄμοιροι βοσκοὶ τῆς Κεχρεᾶς, τ᾽ Ἁι-Κωνσταντίνου, τ᾽ Ἁι-Θανασιοῦ, τῶν Μποστανιῶν καὶ ἄλλων μερῶν, ἦσαν σκόρπιοι «σὰν τοῦ λαγοῦ τὰ τέκνα». Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, ὅστις ἐπεκαλεῖτο καὶ «Γιάννης ἡ Γριά»1, ἐζήλευε πολὺ τὸν δεύτερον ἐξάδελφόν του, Γιάννην τὸν Λαδίκαν, ὅστις ἔκαμνε τὸν ἐπίτροπον εἰς τὸν Ἁι-Γιώργη τῆς Κ᾽στοδουλίτσας, καὶ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια ὅπου ἐτελοῦντο πανηγύρεις, ἁρπάζων ἀπὸ τὰ μανουάλια τὰ συνημμένα εἰς ὀγκώδεις δέσμας ἡμίκαυστα κηρία, πατῶν αὐτὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ, κάτω εἰς τὰς πλάκας τοῦ ἐδάφους τοῦ ναοῦ, προφασιζόμενος ὅτι ἦτο φόβος μὴ λαμπαδιάσουν, ἂν τὰ ἄφηνε ν᾽ ἀποκαῶσι. Ὁ ἴδιος προέτεινε κ᾽ ἔκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τὰς τάξεις τῶν πανηγυριστῶν, συλλέγων ἐράνους «γιὰ νὰ φτιαστοῦν οἱ ἐκκλησιές». «Ἦταν τάχα, Θεὸς νὰ μᾶς σχωρέσῃ, καὶ παστρικὰ τὰ χέρια του;» Ὅλα ταῦτα ἐκίνουν τὴν ἀντιζηλίαν τοῦ Γιάννη τοῦ Κούτρη. Ἀπὸ τὴν καθαρὰν ἑβδομάδα τοῦ εἶχεν ἔλθει ἡ ἰδέα, καὶ καθ᾽ ὅλην τὴν τεσσαρακοστὴν τὴν ἐπῴαζεν. Ἐμελέτα ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους τὸν Γιώργη τὸν Τρυγολόγο, μὲ τὴν φαμίλιαν του, τοὺς Μιχαλογιανναίους, πατέρα καὶ υἱόν, καὶ τοὺς Μαυροδημαίους, τέσσαρας ἀδελφοὺς μὲ τὰς γυναῖκας, καὶ τὰ τέκνα των, ὅπως τοὺς σύρῃ πρὸς τὸ Πρυΐ, εἰς τὸ κατάμερον* τὸ ἰδικόν του, κ᾽ ἐκεῖ μετὰ τῶν ὑπαρχόντων τριῶν ἢ τεσσάρων ἄλλων αἰπόλων, νὰ καλέσωσιν ἱερέα, ὅπως ἑορτάσωσι κατ᾽ ἰδίαν τὸ Πάσχα.
Ὅσον δυνατὸς καὶ ἂν ἦτο εἰς τὴν ἐτυμολογίαν ὁ διδάσκαλος, περὶ οὗ ἐμνήσθημεν ἐν ἀρχῇ, ἓν πρᾶγμα παραδόξως ἐλησμόνει, ὅτι τὸ ἐρείπιον ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ λαοῦ Ἁγία Ἀναστασιά. Ἀνατολικὸν ἦτο τὸ σωζόμενον τμῆμα τοῦ τοίχου, καμπύλον πρὸς τὰ ἔξω, καὶ φυσικὰ τὸ ἐξελάμβανέ τις ὡς χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος βυζαντινοῦ ναοῦ. Μόνον ὅτι ἦτο ἐκ λίθων μεγάλων, ὅγκων μαρμάρου ὀρθογωνίου σχήματος, λευκῶν, ὁμαλῶς εἰργασμένων, καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ὡμοίαζε μὲ τὰ λείψανα τῶν πελασγικῶν τειχῶν. Τὸ τειχίον τοῦτο, ὑψηλὸν ὡς ἀνάστημα ἀνδρός, ἵστατο ὄρθιον ἀκόμη. Ἄλλα λείψανα τοῦ κτιρίου δὲν ἐφαίνοντο, καὶ δυσκόλως ἠδύνατό τις νὰ εἰκάσῃ τὸ σχῆμα, τὸ μέγεθος καὶ τὸν προορισμὸν τῆς οἰκοδομῆς. Ἐν τοσούτῳ ἐκαλεῖτο Ἁγία Ἀναστασιά.
Ἔσωθεν τοῦ μικροῦ τείχους δὲν ἐφαίνετο θυσιαστήριον. Δὲν ὑπῆρχεν ἴχνος ἐπιχρίσματος ἢ τοιχογραφίας ἢ ἄλλο γνώρισμα. Ἀλλ᾽ ἐντεῦθεν, ἴσως, πρὸ ὀκτὼ ἢ δέκα αἰώνων, ν᾽ ἀνεπέμπετο εἰς τὸν θρόνον τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ ὁ καπνὸς τοῦ θυμιάματος, καὶ ἴσως νὰ προσεφέρετο ἐπὶ βωμοῦ μὴ σωζομένου, ἡ λογικὴ καὶ ἄχραντος θυσία, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ὅστις ἱερεὺς ὢν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου «ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον», ὡς λέγει ἡ Γραφή.
ἀπό ἐδῶ |
Ἀλλὰ μὴ βλέπων θυσιαστήριον οὔτε κανδήλας οὔτε εἰκόνας, καὶ μὴ γνωρίζων ὑπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ ἐφαίνετο ὡς ἁπλῆ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν ἐπάνοδος), ἐζήτησε δι᾽ ἀφελοῦς σοφίσματος νὰ πείσῃ τοὺς ἀξέστους αἰπόλους, ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἦτο νὰ ὑπάγουν νὰ λειτουργήσωσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν, μικρὸν ἀπέχουσαν. «Κ᾽ ἡ Ἁγία Ἄννα, εἶπεν, εἶναι μισὴ Ἁγία Ἀναστασιά». Ἀλλ᾽ ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, πονηρὸς σπανός, τοῦ ἀπήντησεν ὅτι αὐτοὶ «δὲν ἤθελαν νὰ κάμουν μισὴ Ἀνάσταση, ἀλλ᾽ Ἀνάσταση σωστή».
Οἱ αἰπόλοι ἐφρόνουν ὅτι ἡ Ἁγία Ἀναστασιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ Ἀνάστασις. Καὶ βεβαίως δὲν ἠδύναντο νὰ εἶναι εὐμαθέστεροι τοῦ γέροντος ἐκείνου ἱερέως, ὅστις, ἐρωτηθεὶς πρὸ χρόνων ἂν ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἢ ἡ Μεταμόρφωσις εἶναι μεγαλυτέρα, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὅτι «ἡ Ἁγία Κυριακὴ εἶναι μεγαλύτερη, διότι ἑορτάζεται καθ᾽ ἑβδομάδα, ἐνῷ ἡ Μεταμόρφωσις μόνον μιὰ φορὰ τὸν χρόνον εἶναι». Καὶ μήπως πλεῖστοι, ἀκόμη καὶ σήμερον, δὲν νομίζουν ὅτι ὁ περίκλυτος ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας εἶναι εἰς τιμὴν τῆς μεγαλομάρτυρος Ἁγίας τῆς ΙΖ´ Σεπτεμβρίου;
Ὁ Γιάννης ἡ Γριὰ δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν, εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ᾽ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῇ ἡ Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγία Ἀναστασά. Ἀφοῦ τὸ πάλαι ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐξώδευεν ὅλην τὴν ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του διὰ νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἐζήτει παράλογα. Ὁ αἰπόλος ἔμεινεν ἀμετάπειστος.
― Πῶς θὰ λειτουργήσω, βλοημένε, σὲ ξεσκέπαστο μέρος; τοῦ ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Εἶδες ποτέ σου λειτουργία ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἀστέρια;
― Καὶ μήγαρις ἡ Ἀνάσταση δὲν ψάλλεται παντοῦ στὸ ξεσκέπαστο; ἀντέλεγεν ὁ βοσκός. Ἔχουν, ἂς ποῦμε, ἐκκλησιὲς καλοχτισμένες, μὲ πλάκες καὶ μὲ κεραμίδια, καὶ βγαίνουν, κατάλαβες, ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιὰ ὄξου γιὰ νὰ κάμουν Ἀνάσταση· κ᾽ ἡμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμ᾽ ἐκκλησιά, ἂς ποῦμε, δὲν μποροῦμε, κατάλαβες, νὰ κάμουμ᾽ Ἀνάσταση σ᾽ ἕνα ξέσκεπο μέρος, ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρό, κατὰ πῶς λένε, ἐκκλησιά;
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξεν ἐν ἀμηχανίᾳ πρὸς στιγμήν, εἶτα τὸ βλέμμα του ἐφωτίσθη, ὡς νὰ τοῦ ἦλθεν ἰδέα, καὶ εἶπε:
― Κάμνουν Ἀνάσταση ὄξου ἀπ᾽ τὶς ἐκκλησιές, ναί· μὰ λειτουργία;… Πῶς θὰ λειτουργήσουμε;
― Ἀπάνου στὰ μάρμαρα, ποὺ ἦταν μιὰ τ᾽ ἁι-δῆμα, ἂς ποῦμε.
― Μὰ δὲν εἶναι Ἁγία Τράπεζα ἐγκαινιασμένη.
― Τὸν παλαιὸ καιρό, ποὺ τὴν εἶχαν κτίσει, κατάλαβες, δὲν ἦταν συνγκαινιασμένη;
― Τὸ Πηδάλιο λέει ὅταν βεβηλωθῇ μία ἐκκλησία, νὰ μὴ λειτουργιέται, ἂν δὲν ξανακτισθῇ κ᾽ ἐγκαινιασθῇ πάλι.
Ἐπὶ τέλους ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἴσως θὰ τὸν ἔπειθε νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν, ἥτις δὲν ἀπεῖχε πολύ, καὶ ἦτο κι αὐτή, κατὰ δεύτερον λόγον, γειτόνισσά του, ὅπως ἐκαυχᾶτο ὁ αἰπόλος λέγων ὅτι τὴν Ἁγία Ἀναστασιὰ «τὴν εἶχε γειτόνισσα». Ἀλλ᾽ ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς δὲν ἔπειθεν ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἠδύνατο ἀκατακρίτως νὰ λειτουργήσῃ καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν. Ὁ ναΐσκος εἶχε τὴν στέγην του, τὸ θυσιαστήριον εἰσέχον ἔγκτιστον εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἡ Πρόθεσις, ἐκαλύπτοντο ἀπὸ δύο σπιθαμὰς χώματος καὶ λίθων, πεσόντων ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς χιβάδος, τὸ εἰκονοστάσιον ἦτο ὀρθὸν ἀκόμη, ἀλλ᾽ αἱ θυρίδες του ἔχασκον ἔρημοι εἰκόνων, καὶ τὰ δύο παράθυρα τοῦ βορείου καὶ τοῦ νοτίου τοίχου ἔφεγγον καὶ αὐτὰ ἄφρακτα, καὶ ὁ ἄνεμος ἐβόιζεν εἰσπνέων δι᾿ αὐτῶν καὶ ἐκπνέων. Ὡμοίαζε μὲ γραῖαν νωδήν, μὲ τὰς κόγχας κενὰς ὀμμάτων, μὲ τὰ ὦτα βομβοῦντα ἀπὸ ἤχους φαιδρῶν φωνῶν παιδίων, χλευαζόντων σκληρῶς τὴν ἀδυναμίαν της. Δὲν ὑπῆρχεν οὔτε κανδήλιον εὐσεβῶς ἀναφθὲν ἐκ ταξίματος εὐλαβοῦς προσκυνητρίας οὔτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φῶς εἰς τὰς ἠμαυρωμένας μορφὰς τῶν ἠκρωτηριασμένων εἰς τοὺς τοίχους ὀλίγων ἁγίων. Τὸ παρεκκλήσιον ἦτο ἀφιερωμένον ποτὲ εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, κ᾽ ἐκαλεῖτο συνήθως Παναγίτσα, ὑπ᾽ ἄλλων δὲ Ἁγία Ἄννα. Ἀλλ᾽ ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐδίσταζεν ἄν, καὶ μὲ ἀλλαχόθεν δανειζομένας εἰκόνας, καὶ μὲ ἀναρτώμενα προχείρως κανδήλια, ἐπετρέπετο νὰ τελέσῃ λειτουργίαν ἐκεῖ.
Τέλος ὁ ἱερεὺς εὗρε μέσον τινὰ ὅρον, καὶ τὸν ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Γιάννην τὸν Κούτρην.
― Ἂς εἶναι, μποροῦμε νὰ κάμωμε Ἀνάσταση στὴν Ἁγία Ἀναστασιά, εἶπε, καὶ ἀμέσως παίρνετε ὅλοι τὰ πράγματά σας, καὶ τὶς λαμπάδες σας ἀναμμένες, καὶ πηγαίνομεν κάτου στὴν Παναγία 〈τὴν〉 Δομάν, καὶ σᾶς λειτουργῶ ἐκεῖ.
― Στὴν Παναγιὰ τὴν Δομά;… μὰ εἶναι μακριά.
―Ὣς πόσο;… Σὲ μισὴ ὥρα φθάνουμε.
― Εἶναι, νά ᾽χω τ᾽ν εὐκή σ᾽, παπά, παραπάν᾽ ἀπὸ μιὰ ὥρα.
― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τρία τέταρτα. Ὅλ᾽ ἡ νύχτα δική μας εἶναι. Ἔχουμε καιρὸ νὰ φθάσουμε.
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ὑπεχώρησε, μὴ ἔχων ἄλλως νὰ πράξῃ.
φωτό |
Καὶ ἀφοῦ ἤναψαν τὰς λαμπάδας ὅλοι, ἀναγνοὺς τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ δοξάσας τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἤρχισε μεγάλῃ καὶ βροντώδει τῇ φωνῇ νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἀντιψάλλοντος καὶ τοῦ υἱοῦ του, παιδίου δωδεκαετοῦς, ὅστις τὸν εἶχε συνοδεύσει ὡς συλλειτουργὸς εἰς τὴν ἐκδρομήν. Ὡραία δὲ καὶ γλυκεῖα ἦτο ἡ σκηνή, ἐντὸς τοῦ ἐρειπίου ἐκείνου, τοῦ μεγαλομαρμάρου καὶ ἐπιβλητικοῦ εἰς τὴν ὄψιν, ἀγλαϊζομένου ἀπὸ τὸ τρέμον, ὑπὸ τὴν πνοὴν τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, φῶς πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνὴ φωτεινὴ καὶ σκιερά, διαυγὴς καὶ μυστηριώδης, ἐν μέσῳ γιγαντιαίων δρυῶν ὑψουσῶν ὑπερηφάνους τοὺς εἰς διαδήματα κορυφουμένους κραταιοὺς κλῶνας, μὲ τὰ φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ὡς χρυσαῖ φολίδες, ὑπὸ τὴν λαμπηδόνα τῶν πυρσῶν, μὲ σκιὰς καὶ σκοτεινὰ κενὰ ἐν μέσῳ τῶν κλάδων, ὅπου ἐφαντάζετό τις ἐλλοχεύοντα ἀόρατα πνεύματα, ὑπάρξαντα πάλαι ποτέ, Δρυάδες εὔσωμοι καὶ Ὀρεστιάδες ραδιναί, ἐλευθέρως ἀνάσσουσαι ἀνὰ τοὺς πυκνοὺς δρυμῶνας, καὶ σήμερον μεταμορφωθεῖσαι εἰς νυκτερινὰ τελώνια, καὶ μὴ τολμῶσαι νὰ προβάλωσιν εἰς τὸ φῶς τῶν ἀναστασίμων λαμπάδων· ἀναθαρρήσασαι πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς φυγαδεύσεως τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ καλλιμαρμάρου ἱδρύματος, καὶ τώρα μετὰ θάμβους βλέπουσαι τὴν ἀναζωπύρησιν τῶν πασχαλίων πυρσῶν καὶ ὀσφραινόμεναι τὴν ὀσμὴν τοῦ χριστιανικοῦ μοσχολιβάνου εἰς τὰ βάθη τοῦ δρυμῶνος.
Ἐνῷ ὁ ἱερεὺς ἔλεγεν ὁμαλῇ τῇ φωνῇ τὰ εἰρηνικά, καὶ ηὔχετο ὑπὲρ τῆς εὐσταθείας τῶν ἐκκλησιῶν, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς, κτλ., ὄπισθεν τοῦ πρώτου πελωρίου κορμοῦ τῆς χιλιετοῦς δρυός, ὃν τρεῖς ἄνδρες συνάπτοντες τὰς ὀργυιάς, μόλις ἠδύναντο ν᾽ ἀγκαλιάσωσιν, ἠκούετο βραχὺς διάλογος, οἷος ὁ ἑξῆς, μεταξὺ τριῶν ἢ τεσσάρων αἰπόλων, ὧν ὁ πρῶτος, 〈ὁ〉 Γιάννης ὁ Κούτρης, ἔλυεν ἀπαντῶν τὰς ἀπορίας τῶν ἄλλων:
― Ντουγρού, ντουγρού*;
― Ταμάιμα*.
― Μονοκοπανιά;
― Τὰ ἴσα, ζέρ*.
― Σ᾽μ Παναϊὰ τ᾽ Ντομάν;
― Ντούρμα*, παπὰς ἔτσ᾽ εἶπε.
― Τοὺ ρέμα-ρέμα;
― Δὲθὲ-πᾶμι;
― Θὲ-πᾶμι, ζέρ!
Ἀλλ᾽ ὁ διάλογος οὗτος διεκόπη ὑπὸ τῆς φωνῆς τοῦ ἱερέως, ὅστις ἐν τῷ μεταξὺ ἀπεδύθη τὰ ἄμφια, κ᾽ ἔκραξεν εἰς τὸ ποίμνιόν του.
«Εἶστ᾽ ἕτοιμοι; Πᾶμε!» Δύο τῶν αἰπόλων ἔσπευσαν νὰ φορτώσωσι τὰ ἱερά, ὡς καὶ τὰ καλάθια τῶν ποιμενίδων τὰ περικλείοντα ἑορτάσιμά τινα ἐφόδια, εἰς πέντε ἢ ἓξ ὀνάρια, ὁ ἱερεὺς ἐπέβη εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ οἱ ἄλλοι πεζοί, οἱ μὲν κρατοῦντες τὰς λαμπάδας των ἀναμμένας, μὲ τὴν ἀριστεράν, προσπαθοῦντες, μὲ τὴν δεξιάν, νὰ σκεπάσωσι τὴν λαμπὴν ἀπὸ τῆς πνοῆς τῆς ἀπογείου αὔρας, οἱ δὲ ἀνάψαντες μικρὰ φαναράκια, χρήσιμα εἰς τοὺς αἰπόλους διὰ τοὺς νυκτερινοὺς ἐπαυλισμοὺς καὶ τοὺς ἀμολγοὺς τῶν αἰγῶν των, ἐξεκίνησαν κατερχόμενοι πρὸς βορρᾶν, εἶτα ἐστράφησαν ἀνατολικώτερον, βαίνοντες διὰ κακοτοπιᾶς ἐφ᾽ ἧς δὲν θ᾽ ἀντεῖχον ἄλλοι πόδες παρὰ τοὺς ἰδικούς των, ἐλαφρὰ πατοῦντες μὲ τὰ τσαρούχια τὰ περιβάλλοντα τοὺς εὐκινήτους πόδας των, βιάζοντες τὰ γαϊδουράκια νὰ τρέχωσι, σύροντες μᾶλλον αὐτὰ εἰς τὸν δρόμον, τοποθετούμενοι ἐξ ἀριστερῶν ὡς ἔμψυχα δίκρανα, πρὸς ὑποστήριξιν τῶν φορτωμένων ὑποζυγίων εἰς τὰ κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ἢ τρεῖς αὐτῶν, μὲ τὰς κάπας των, ἤρχοντο τελευταῖοι, μετὰ συριγμῶν καὶ ἀκατανοήτων μονοσυλλάβων, ἄγοντες τὰ αἰπόλιά των, μὲ τὰ μικρὰ ἐρίφια διὰ χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα παρὰ τὰς μητέρας των, βελάζοντα ἐρωτηματικῶς, εἰς ἃ αἱ αἶγες ἀπήντων ἀορίστως, μὴ ἔχουσαι πῶς νὰ ἐξηγήσωσι τὴν ἀσυνήθη νυκτοπορίαν.
Ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ὁ δίσκος της, ὑπέρυθρος ὀλίγον, 〈πότε〉 ἐφαίνετο ὄπισθεν τῶν κορυφῶν ὑψηλῶν δένδρων, πότε ἐκρύπτετο, κατὰ τοὺς ἑλιγμοὺς τῆς πορείας, ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ. Καὶ οἱ θάμνοι ἐσείοντο πανταχοῦ ὅθεν διέβαινεν ἡ πομπή, καὶ τὰ ἔντομα ἐξεγείροντο παράωρα ἐκ τοῦ ὕπνου των, καί τινα μυιγάρια ἐξορμῶντα ἐπέτων φαιδρῶς περὶ τὰς ἀνημμένας λαμπάδας, ὑποβοΐζοντα, καίοντα τὰς μικκύλας πτέρυγάς των ἢ καταστρέφοντα μετὰ τελευταίου βόμβου τὴν ἐφήμερον ὕπαρξίν των εἰς τὴν πρόσψαυσιν τῆς φλογός. Καὶ τὰ νυκτοπούλια ἔφευγον φοβισμένα ἀπὸ σχοῖνον εἰς κόμαρον, ἀπὸ αἱμασιὰν εἰς δένδρον, προσθέτοντα τὸν ἐλαφρὸν θροῦν τῶν πτερύγων των εἰς τὸ ἁβρὸν ἐναρμόνιον φύσημα τῆς αὔρας τῆς ὀρθρίας. Καὶ ἡ ἀγραμπελιὰ ἡ χιονανθής, ἡ λευκάζουσα καὶ μυροβολοῦσα εἰς τοὺς φράκτας, λευχείμων μυροφόρος ἑορτάζουσα τὴν Ἀνάστασιν, καὶ ὁ κισσὸς καὶ τὸ ἁγιόκλημα, πλόκαμοι τῆς Ἀνοίξεως ἐξαπλούσης τὴν μυροβόλον κόμην της ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν ἐν τῇ νυκτὶ τὴν εὐωδίαν των εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ ἡ ἀργυρᾶ ἀμμόκονις τῶν ἄστρων ὠλιγόστευεν ἐπάνω, καθ᾽ ὅσον ὑψοῦτο ἡ σελήνη, καὶ ἡ ἀηδὼν ἠκούετο μινυρίζουσα βαθιὰ εἰς τὸν μυχὸν τοῦ δάσους, καὶ ὁ γκιώνης μὴ δυνάμενος νὰ διαγωνισθῇ πρὸς τὴν λιγυρὰν ἀδελφήν του, ἔπαυσε πρὸς καιρὸν τὸ θρηνῶδες ᾆσμά του.
Εἶχαν κατέλθει ἤδη πολὺ βαθιά, κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀντικρύ των ἔβλεπον μακρὰν τὸ πέλαγος, κυανῆν ὀθόνην, ἀμυδρῶς ἐπαργυρουμένην ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας τῆς σελήνης. Ἠκούσθη δὲ μετ᾽ ὀλίγον βαθὺς παφλασμὸς ὡς χειμάρρου καταφερομένου μετὰ δούπου ἀπὸ τῶν βράχων, κρότος συνεχής, ἰσχυρός, μονότονος. Ἦτο τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομάν, ἀπὸ τῶν ὑδάτων τοῦ ὁποίου εἴκοσι νερόμυλοι ὑδρεύοντο τὸ πάλαι καὶ πολλαὶ ἑκατοντάδες στρέμματα κήπων μὲ κλιμακωτὰς αἱμασιὰς ἐπιαίνοντο ἀπὸ τὸ δροσερὸν νᾶμά του. Ἐκεῖ ἀντικρύ, προέκυπτεν ἐπ᾽ ἄκρας τῆς θαλάσσης τὸ παλαιὸν φρούριον, τὸ ὁποῖον ἦτό ποτε κατοικία ἀνθρώπων, πρὶν γίνῃ γλαυκῶν φωλεὰ καὶ λάρων ὁρμητήριον. Εἰς τὸ ἀκένωτον ρεῦμα τῆς Παναγίας τῆς Δομὰν ὠφείλετο ἡ εὐδοκίμησις πάσης φυτείας καὶ πάσης βλαστήσεως κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους.
Παναγιά Δομάν,ἀπό ἐδῶ |
Ἡ εὐσεβὴς τάσις τοῦ λαοῦ, ζητοῦντος, διὰ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἐξωκκλησίων ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς κοιλάδας, νὰ παρηγορηθῇ διὰ τὴν στέρησιν τῶν τόσων τὸ πάλαι ἱερῶν καὶ βωμῶν του, λησμονοῦντος τοὺς παλαιοὺς θεούς του χάριν τῶν νέων ἁγίων του, κατίσχυσε τῆς αὐστηροτέρας καὶ δογματικωτέρας θεωρίας, καθ᾽ ἣν ἀπηγορεύοντο εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ ἀγροτικοί ναοί. Ἀκριβέστεροι δέ τινες ἑρμηνεῖς τοῦ γράμματος, ἱερομόναχοι καὶ ἀσκητικοὶ ἄνδρες, ἠρνοῦντο καὶ νὰ λειτουργῶσιν εἰς ἐξωκκλήσια. Ἀλλὰ τὸ αἴσθημα εἶναι ἀνώτερον τῆς θεωρίας, καὶ ὁ λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, ἀγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατὰ κώμας καὶ χωρία, μὴ ἔχων πόρους νὰ κτίσῃ μεγάλας καὶ λαμπρὰς ἐκκλησίας, ἔκτισε πολλὰς καὶ πενιχράς. Ὁ δὲ Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος τῶν ἐπισήμων ἐπὶ γῆς διερμηνευτῶν του, «μνημονεύων τῶν ἐπὶ γῆς διατριβῶν», καθὼς εἶπεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνθυμούμενος τὴν πενιχρὰν προσφορὰν τῆς χήρας, ἐδέχετο καὶ τοῦ πένητος λαοῦ του τὸν εὐσεβῆ φόρον, καθὼς ἐδέχθη ἐκείνης τὰ δύο λεπτά.
Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐφωταγωγήθη τὸ παρεκκλήσιον, καὶ αἱ ποιμενίδες ἤναψαν πάμπολλα κηρία εἰς τὰ δύο μανουάλια, καὶ ἀνάψασαι πῦρ εἰς τὸ ὑπήνεμον, ἔξω τῆς θύρας, στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον τὴν σούπαν. Δύο ἐξ αὐτῶν νεόνυμφοι ἐφόρεσαν τὰ κόκκινα φουστάνια των, καὶ τὰ βαβουκλιά* των μὲ τὰ κεντητὰ προμάνικα* καὶ τὰ τ᾽λουπάνιά των τὰ λευκά. Καὶ ὁ ἱερεύς, λαβὼν καιρόν*, ἐφόρεσεν ὅλην τὴν ἱερατικήν του στολήν, καὶ ὁ υἱός του, ὁ συλλειτουργός, ἔψαλλε τὸν κανόνα. Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, πραγματοποιήσας τὸ ὄνειρόν του, τοῦ νὰ παρίσταται εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὡς ἐπίτροπος, ἐπρωτοστάτει εἰς τὸ ἄναμμα καὶ σβήσιμον τῶν κηρίων, πατῶν αὐτά, ἐνίοτε μὲ τὸ τσαρούχι του, μιμούμενος τὸν ἐξάδελφόν του τὸν Γιάννην τὸν Λαδίκαν, καὶ [ὅστις] ἵστατο δεξιόθεν εἰς τὸν χορὸν ὡς προεστὼς μὲ τόσην σοβαρότητα, ὥστε βλέπων τις αὐτὸν θὰ τὸν ἐνόμιζε ψάλτην, ἐξ ἰδιοτροπίας σιωπῶντα. Τὴν στιγμὴν δ᾽ ἐκείνην εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ναΐσκον ἡ δωδεκαέτις κόρη του, τὸ Κουμπώ, ἱσταμένη τέως ἔξω παρὰ τὸν παραστάτην, ἐπιστατοῦσα εἰς τὸ κάχλασμα τῆς χύτρας, τοῦ λέγει εἰς τὸ οὖς:
―Ἀφέντ᾽, ἔρχουντι κόσμους.
― Ποιοὶ καὶ ποιοί; εἶπεν ἐξαφνισθεὶς ὁ Κούτρης.
―Ἔρχουντι ὁ Δημητράκης τς Κώτσινας, μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκά τ᾽ Ἀσ᾽μηνιώ, καὶ ὁ Γιάννης τς Κ᾽στάλους κι ὁ μπαρμπα-Γιώργης…
― Ποιὸς μπάρμπας Γιώργης;
―Ὁ Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ᾽.
Ὡς κεραυνὸς ἔπεσε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὴν ἀκοὴν τοῦ Γιάννη τοῦ Κούτρη.
―Ὁ Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ᾽! ἐπανέλαβε μηχανικῶς, κ᾽ ἐξηκολούθησεν, ἐρωτῶν τὴν θυγατέρα του, ὡς ἐὰν ἤξευρεν αὕτη:
― Τί, δὲν κάμανε Ἀνάστασ᾽ στοὺν Ἁι-Χαράλαμπου;
Διότι ἠπόρει πῶς ἐξέπεσε πρὸς τὰ ἐδῶ, ὁ Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ᾽. Αὐτὸς ἔκαμνεν αὐτοδικαίως τὸν προεστὸν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, τί νὰ συνέβη τάχα, καὶ διατί δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου; Μήπως τοῦ ἀφῄρεσαν τὸ προεστ᾽λίκι ἀπ᾽ ἐκεῖ;
Αὐτός, ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, διατί ἴσα-ἴσα ἔβαλε τὰ δυνατά του, ἀποφασίσας νὰ κάμῃ ἐφέτος χωριστὴν Ἀνάστασιν μὲ τοὺς γείτονάς του, εἰς τὸ κατάμερον τὸ ἰδικόν του; Διὰ ν᾽ ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ τὸ φορτικὸν θέαμα τοῦ δευτέρου ἐξαδέλφου του, τοῦ Γιάννη Λαδίκα, εἰς τὸν Ἁι-Γιώργη τῆς Κ᾽στοδουλίτσας, ἢ αὐτοῦ τοῦ Γιώργη τ᾽ Παναγιώτ᾽, εἰς τὸν Ἁι-Χαράλαμπον, οἵτινες ἔκαμαν καὶ οἱ δύο τὸν προεστὸν καὶ τὸν ἐπίτροπον, ἑκάτερος εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀνάπτοντες καὶ σβήνοντες τὰ κηρία, ψιθυρίζοντες ἐπιδεικτικῶς εἰς τὸ οὖς τοῦ ἱερέως παρὰ τὴν βορείαν θύραν τοῦ ἱεροῦ βήματος, περιφέροντες ἐλευθέρως δίσκον, μὲ τὴν ἐπῳδὸν «Τὸ λάδι τῆς ἐκκλησίας, χριστιανοί!» καὶ κάμνοντες «κ᾽μάντο, σὲ οὗλα τὰ πάντα», ἐντὸς κ᾽ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ. Καὶ τώρα, ἀφοῦ κατώρθωσε νὰ ψαλῇ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὴν Ἁγία Ἀναστασά, εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἀφοῦ ἀπέσπασε τόσους βοσκοὺς ἀπὸ τὰ κατάμερα τὰ ἄλλα, ἀφοῦ τοὺς ἐκουβάλησε μεσάνυχτα, ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἀναστασὰ εἰς τὴν Παναγίαν Δομάν, μὲ τὰς γυναῖκάς των, μὲ τὰ παιδιά των, μὲ τὰ κοπάδια των, μὲ τὰ κατσικάκια, βελάζοντα σπαρακτικῶς περὶ τὰς αἶγας, ἔμελλε πάλιν νὰ καταδικασθῇ νὰ ὑποστῇ τὴν πρωτοκαθεδρίαν αὐτοῦ τοῦ Γιώργη τ᾽ Παναγιώτ᾽, ὡς γεροντοτέρου, ὡς ἔχοντος τάχα δικαιώματα. Ποῖα δικαιώματα;
Ἂς ἔβγαζε τὲς μπολέτες* του νὰ τὲς διαβάσουν! Κ᾽ οἱ δύο, τάχα, ἂς ποῦμε, γράμματα δὲν ἤξευραν, ἀλλ᾽ ἦτον ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐκεῖ, νά ᾽χουμε τὴν εὐχή του, ποὺ θὰ τὲς ἐδιάβαζε… Ἡ δουλειά του ἦτον νὰ διαβάζῃ… Ἀλλ᾽ ὄχι! δὲν παρεχώρει τὰ πρωτεῖα. Θὰ ἔκαμνε πὼς δὲν τὸν εἶδε, καὶ θὰ ἐκοίταζε, ντουγρού*, πρὸς τὸ ἅγιον βῆμα, χωρὶς νὰ στραφῇ ἐπὶ στιγμὴν πρὸς δυσμάς, ὡσὰν θεοφοβούμενος ποὺ ἦτον, ν᾽ ἀκούσῃ μετὰ προσοχῆς τὴν λειτουργίαν του. Ἦτον ἐν τῷ δικαίῳ του, εὑρίσκετο εἰς τὸ κατάμερόν του… Ἀλλ᾽ ἐνταῦθα ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ἐπάγωσεν, ὁ παλμὸς ἐσταμάτησε πρὸς στιγμήν. Δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸ κατάμερόν του! Τοὐναντίον, εἶχε πατήσει τὰ σύνορα, εἶχε μεταβῆ εἰς ξένον κατάμερον… Ἄ! κι αὐτὸς ὁ παπ᾽ Ἀγγελής, ποὺ ἐπέμενε μὴ θέλων νὰ λειτουργήσῃ εἰς τὴν Ἁγία Ἀναστασά… Ἐκεῖ, ἀδιαφιλονικήτως, ὁ Κούτρης θὰ ἦτο εἰς τὸ κατάμερόν του. Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Δομὰν εὑρίσκετο ἀκριβῶς, εἰς τὸ κατάμερον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τ᾽ Γιώργη τ᾽ Παναγιώτ᾽!
Τί νὰ κάμῃ; Καὶ αὐτὸς «ὁ Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ᾽», κατάλαβες, δὲν ἦτον κανεὶς τυχαῖος, ἐξήσκει ἰσχὺν καὶ γοητείαν ἐπὶ τὸ πλῆθος τῶν αἰγοβοσκῶν καὶ τῶν ποιμένων. Καὶ ἰδού, εἰσῆλθεν ἤδη εἰς τὸ παρεκκλήσιον. Ἦτο ὑψηλός, εὔσωμος, ὡραῖος ἀνήρ, μὲ εὔγραμμον τὸ πρόσωπον καὶ μὲ κανονικοὺς χαρακτῆρας. Ἦτο ὡς ἑξῆντα ἐτῶν, ἀλλὰ μόλις ἤρχιζαν, εἰς τὴν πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινὲς νὰ λευκάζωσιν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχε φθάσει τὴν πρώτην ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐξέγερσιν, τὴν τοῦ 1808. Εἶχεν ὁμιλήσει μὲ τὸν Σταθᾶν, εἶχε προσφέρει μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας κοκορέτσι εἰς τὸν Βλαχάβαν, εἶχε στρατευθῆ ὑπὸ τὸν Νικοτσάραν. Καὶ ὅλον τὸ ἦθός του, ἡ ὄψις του, οἱ τρόποι του, αἱ κινήσεις του, καὶ τώρα ἀκόμη μετὰ σαράντα ἔτη, καθ᾽ ἣν στιγμὴν εἰσήρχετο εἰς τὸν ναΐσκον ἐφαίνετο ὅτι ἦτο εἰς νεύματα καὶ χειρονομίας μετάφρασις ἢ μιμικὴ παράστασις τοῦ παλαιοῦ διστίχου:
Στὸ Σκιάθο καὶ στὸ Σκόπελο ποτὲ κατὴς δὲν κρένει,
γιατὶ εἶν᾽ λημέρι τοῦ Σταθᾶ, βίγλα τοῦ Νικοτσάρα.
Ὁ Κούτρης, αἰσθανθεὶς αὐτὸν ὅτι εἰσήρχετο, διιδὼν τὸν διακαμόν* του εἰσερχόμενον εἰς τὸν ναΐσκον, μὲ ὅλην τὴν ἀπόφασιν ἣν εἶχε νὰ μὴ στραφῇ νὰ τὸν ἴδῃ, ἔστρεψεν ἀκουσίως τὴν κεφαλήν, καὶ τὰ βλέμματά των συνηντήθησαν. Ὁ Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽, ἀφοῦ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας, ἦλθε κ᾽ ἐστάθη ὄπισθεν τοῦ Κούτρη, ὅστις δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ προσποιηθῇ ὅτι δὲν τὸν εἶδεν. Ἄλλως ὁ Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽ δὲν τοῦ ἔδωσε καιρὸν νὰ σκεφθῇ, διότι κύψας εἰς τὸ οὖς του ἤρχισε μὲ πονηρὸν μειδίαμα νὰ τοῦ λέγῃ:
― Μ᾽ πῆρις ἀπ᾽ τοὺ κατάμερου τοὺ Γιώργη τοὺν Τρυουλόου, μ᾽ πῆρις κὶ τς Μιχουγιανναῖοι, πατέρα κὶ γυιό, μ᾽ πῆρις κὶ τς τέσσιρις Μαυρουδ᾽μαῖοι, κὶ ἀπουμείναμι λιουστοὶ στοὺν ἁι-Χαράλαμπου. Ἱ παπὰς ἱ ἁιχαραλαμπίτ᾽ς λείπ᾽, ξέρ᾽ς, εἶναι στοὺν Κουτσκιᾶ μέσα, στὰ χουριά. Ἱ παπὰς ἀπ᾽ μ Παναϊά, κάτου στὴ χώρα, δὲ θέλησε νὰ ᾽ρθῇ, γιατ᾽ εἴμαστι λίοι, κὶ δὲ μαζουνώμαστι πουλλοί, γιὰ νὰ βγάλῃ τοὺν κόπου τ᾽, ἂς ποῦμε. Ἱ παπὰς ἀπ᾽ τοὺν Ἁι-Γιάννη τς Τρεῖς Ἱεράρχοι, ἱ ἄλλους, εἶναι φημέριους, γιατὶ τοὺν παπ᾽ Ἀγγιλή, πού ᾽ταν ἀπ᾽ ὄξου, μᾶς τούνε πῆρις. Κουντέψαμι ν᾽ ἀπουμείνουμι ἀλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατὶ δὲ ξέραμι σὲ ποιὰ ἐκκλησὰ θελὰ-πᾶτι ν᾽ ἀναστήσιτι. Τότις κ᾽ ἐγὼ εἶπα, ἂς σ᾽κουθῶ νὰ πάου πίσου, ζ᾽ Κιχριά, μπέλες* κὶ τς βρῶ π᾽θινά, σὶ κανένα ξουκκλήσ᾽, κὶ πιρνώντας ἀπ᾽ ν Δουμάν, σὰ ξαγναντήσου τοὺ Κάστρου, θὲ καταλάβου, μαθέ, σὰ διῶ π᾽θινὰ φέξου* ἀνισῶς κ᾽ εἶναι σὶ κανένα ρημουκκλήσ᾽ τ᾽ Καστριοῦ κι ἀνασταίνουνε. Μὰ δὲν τό ᾽λπιζα, ἀλήθεια, πὼς θελὰ-ρθῆτε σ᾽ Δουμάν, μὲς στοὺ κατάμερό* μ!
Ἐκ τῆς ἐξηγήσεως ταύτης ἐνόησεν, ὀλίγον ἀργά, ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, ὅτι μὲ ὅλα τὰ σχέδιά του καὶ τὰς ἐνεργείας του, ὅσον μακρύτερα ἔφευγε τὸν Γιώργη τ᾽ Παναγιώτ᾽ καὶ τὴν προεστοσύνην του, τόσον σιμότερα ἐπήγαινε καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸ κατάμερόν του. Διότι δὲν ἀρκεῖ νὰ φεύγῃ τις, πρέπει καὶ νὰ μὴ καταδιώκεται, ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἠξεύρῃ πρὸς ποῖον μέρος νὰ κατευθυνθῇ.
Δὲν εἶχεν ἢ νὰ τοῦ παραχωρήσῃ τὰ πρωτεῖα, κ᾽ ἐκεῖνος ἄλλως τοῦ τὰ ἐπῆρε, πρὶν οὗτος τοῦ τὰ παραχωρήσῃ.
Περὶ τὸ λυκαυγές, ἔληξεν ἡ λειτουργία, καὶ ὁ οὐρανὸς πορφυρίζων ἐκεῖ πρὸς ἀνατολὰς ἔσμιγε μὲ τὴν θάλασσαν κυανῆν ἁπλουμένην κάτω, ἡ δὲ σελήνη ὠχρίασε καὶ τὰ ὀλίγα ἄστρα ἀνὰ ἓν ἔσβηναν τρέμοντα εἰς τὸν αἰθέρα. Καὶ ἡ Ἠὼς ἀνέτειλε μὲ ὅλην τὴν πορφυρᾶν αἴγλην καλλωπίζουσα μὲ γλυκὺ ἐρύθημα βουνά, κοιλάδας καὶ δάση. Ἐφάνη δὲ τότε, ἀποβαλοῦσα τὴν μυστηριώδη τῆς νυκτὸς περιβολήν, ἐν ὅλῃ τῇ καλλονῇ της, ἡ μαγευτικὴ θέσις τῆς Παναγίας Δομάν. Δεξιὰ τὸ ὑψηλόν, βραχῶδες καὶ τεμνόμενον ἀπὸ εὐθαλεῖς χαράδρας βουνόν, τὸ ἀπολῆγον εἰς τὴν κρημνώδη ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη. Ἀριστερὰ λόφοι, κοιλάδες, καὶ δάση γραφικῶς ἐναλλάσσονται εἰς τὸ βλέμμα. Ἀντικρὺ ὁ γυμνὸς καὶ ἄγριον μεγαλεῖον ἀποπνέων βράχος τοῦ Κάστρου, μὲ τὰ δύο πρὸ αὐτοῦ πετρώδη νησίδια, καὶ πέραν πέλαγος ἀχανές, φωσφορίζον εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ὑποφώσκοντος ἡλίου· καὶ εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος, πρὸς βορρᾶν ἡ Χαλκιδικὴ μὲ τοὺς τρεῖς λαιμούς της, ὑπὲρ οὓς ἐξέχει ὡς βαθμὶς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος πρὸς ἀνάβασιν εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ λευκόφαιος κῶνος τοῦ Ἄθω μὲ τὴν κορυφὴν εἰς τὰ σύννεφα· πρὸς δυσμὰς τὸ Πήλιον μὲ τὰς ἀναριθμήτους κοιλάδας του καὶ μὲ τὴν θεσπεσίαν του βλάστην, καὶ πέραν αὐτοῦ ἡ κορυφὴ τοῦ Κισσάβου, ὡς κεφαλὴ ἐμπηγμένη ἐπὶ κορμοῦ ξένου. Καὶ τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας Δομὰν δὲν κατεφέρετο πλέον ὡς πρὶν μετὰ βαθέος παφλασμοῦ εἰς τὴν βραχώδη κοιλάδα, ἀλλ᾽ ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς ἡμέρας τὸ νερὸν ἔρρεε μορμυρίζον, μαλακῶς κυλιόμενον ἐπάνω εἰς τὰ βρύα καὶ εἰς τὰ ἀγριοσέλινα, διότι ἐξύπνησαν τῆς ἡμέρας οἱ πολλοὶ καὶ προσφιλεῖς κρότοι.
Τά ἔργα τῆς Σοφίας Βλάχου |
Τότε καὶ τὰ κατσικάκια, αἰσθανθέντα τὸ θάλπος τῆς ἡμέρας, ἤρχισαν τὰ σκιρτήματά των, εὐφραινόμενα εἰς τὴν ἐπαφὴν τοῦ χόρτου, προσπαίζοντα περὶ τὰς μητέρας των, ὑποβάλλοντα τὸ μικκύλον ρύγχος εἰς τὸν μαστόν ― καὶ δὲν ἤξευρον, ὅτι ἡ λεπὶς τοῦ σφαγέως ἔστιλβε καὶ αὐτὴ πρὸς τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιον…
Ἐκεῖ, ὑπὸ τὰ ὑψηλὰ δένδρα τῶν ὁποίων οἱ κλῶνοι, μὲ βόμβυκας καὶ μὲ θυσάνους τριχοειδῶν φύλλων κοσμούμενοι, ἐσείοντο ὑπὸ τῆς πρωινῆς αὔρας, ἄνω τοῦ ρεύματος, τοῦ κυλίοντος μετὰ ψιθύρου τὸ διαυγὲς νᾶμά του κάτω εἰς τὴν κοιλάδα, ἐκάθισαν ἡδονικῶς ὅλοι οἱ βοσκοὶ μὲ τὰς ποιμενίδας καὶ τὰς βοσκοπούλας των, στρώσαντες ἀφθόνους πτέρεις καὶ παχείας φυλλάδας, καὶ ἤρχισαν νὰ διαμελίζωσι τὰ εὐωδιάζοντα ἐπὶ τῆς σούβλας ἀρνία καὶ τὰ ἐρίφια. Ἔφαγον καὶ ηὐφράνθησαν ὅλοι καὶ ἀφοῦ ὁ 〈παπ᾽〉 Ἀγγελὴς εὐλόγησεν, ὡς ἔδει, τὴν φλάσκαν, τὴν μετεβίβασε, μεγάλην, ὑπόχλωρον ἀκόμη, δι᾽ ἐρυθρᾶς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν καὶ φυσῶσαν ἀκαταλήπτους ἤχους ἔνδοθεν, εἰς χεῖρας τοῦ ἐκ δεξιῶν του καθημένου προεστῶτος τῆς ὁμάδος, τοῦ Γιώργη τ᾽ Παναγιώτ᾽, ὅστις ἐγερθεὶς προσηγόρευσε διὰ μακρῶν τὴν ὁμήγυριν:
― Κ᾽στὸς ἀνέστ᾽, βρὲ παιδιά! Ἀληθ᾽νὸς οὑ Κύριους! Ζῇ κὶ βασιλεύει! ― Γειά μας! καλὴ γειά! διάφουρου*! καλὴ καρδιά! καλὴ γερουσύνη, ὅλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κὶ τ᾽ χρόν νά ᾽μαστι καλά. Καλὴ χρονιά σας! Πολλὰ τὰ ἔτ᾽! Παπά μ᾽! νὰ χαίρισι τὸ πετραχήλι σ᾽! Εἶτα, στραφεὶς πρὸς τὸν Κούτρην:― Γιάννη, πάντα καλῶς νὰ σᾶς βρίσκου.
Ἴσως ἡ φράσις αὕτη ἦτο ὑπαινιγμὸς πρὸς τὰ προηγούμενα συμβάντα. Ἀλλ᾽ ὁ Κούτρης ἀπήντησε μεθ᾽ ἑτοιμότητος:
― Κὶ πάντα καλῶς νά ᾽ρχισι, μπαρμπα-Γιώργη!
Ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν ἐμιμήθησαν. Ὁ Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽ μετεβίβασε τὴν φλάσκαν εἰς τὸν ἀντικρύ του καθήμενον, τὸν Κούτρην, καὶ οὗτος ἔπιε χαιρετίσας διὰ βραχέων. Μετὰ τὴν τρίτην δὲ περίοδον τῆς φλάσκας, οὐδεμίαν πλέον ᾐσθάνετο ἀντιπάθειαν πρὸς τὸν Γιώργην, ἀλλ᾽ ἠδελφώθησαν ὅλοι των. Καὶ ὁ Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽, εἰς ὃν αἱ πολεμικαὶ ἀναμνήσεις ἐπανήρχοντο ἐναργέστεραι μετὰ τὸ γεῦμα, ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὴν ὁμήγυριν τὸν ἡρωικὸν θάνατον τοῦ Νικοτσάρα.
«Τρία καράβια ἤτανε στὰ νερὰ τῆς Κασσάνδρας μὲ τὰ φουσᾶτα τοῦ Νικοτσάρα καὶ τοῦ Σταθᾶ. Τοῦ Σταθᾶ τὸ καράβι ἦτον ὁλόμαυρο, μαῦρες οἱ πάντες, μαῦρα τὰ ξάρτια, μαῦρα τὰ πανιά, τὸ εἶχε τάξιμο, νὰ μὴν τ᾽ ἀσπρίσῃ, πρὶν ἐμβῇ νικητὴς μέσα στὴ Σαλονίκη. Ὅλη μέρα ἦταν μπονάτσα καραντί*, τὰ τρία καράβια δὲν μποροῦσαν οὔτε μπρὸς νὰ πᾶν, οὔτε πίσου νὰ γυρίσουν γιὰ ν᾽ ἀράξουνε. Ἡ ἀρμάδα ἡ τούρκικη ηὗρε τὸ ρέμα τῆς θάλασσας, καὶ τὸ ρέμα-ρέμα, δῶ τοὺς εἶχε, κεῖ τοὺς εἶχε, τοὺς ἔφτασε ἀπ᾽ τὸ πλάι. Ὣς τόσο οἱ καπεταναῖοι οἱ δυό τους ἀντρειώθησαν. Ἦταν παλληκάρια, ποὺ δὲν πιστεύω νὰ ἐστάθησαν ἄλλοι, τοὺς ἐγνώρισα ἐγὼ πολὺ καλά. Ὁ καπετὰν Σταθᾶς μοῦ ἐχάρισε ἕνα μαμὲ* κεχριμπαρένιο νὰ φουμάρω τὸ τσιμπ᾽κάκι μου, γιὰ νὰ τὸν θυμῶμαι καμμιὰ φορά, κι ὁ καπετὰν Νικοτσάρας, μιὰ φορὰ ποὺ τοῦ ἔδωκα κοκορέτσι, μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια φτιασμένο, τοῦ ἄρεσε τόσο, ποὺ πολλοὺς μῆνες ὕστερα ὅπου μ᾽ εὕρισκε, μὄλεγε: “Τί ἔχουμε, ὠρὲ Γιώργη, δὲν ἔχεις τίποτε κοκορέτσι;” “Ὄρεξη νά ᾽χῃς, καπετάνε μου, τὄλεγα ἐγώ· θέλεις νὰ σοῦ φτιάσω;”
Τό ἄγαλμα τοῦ Καπετάν Νικοτσάρα στήν Ἐλασσόνα |
… Κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ φοβέριζε καὶ ὅλοι τὸν ἐτρέμαν,
ἐπῆγαν καὶ τὸν θάψανε στοῦ Λεχουνιοῦ τὸ ρέμα.»
Τοιαῦτα τινά, ἀλλὰ μὲ πολλὰς τροπὰς φωνηέντων καὶ συγκοπὰς συλλαβῶν διηγήθη, ὡς εἶχεν ἐξ ἀκοῆς, ὁ μπαρμπα-Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽ καὶ μετὰ βαθέος στεναγμοῦ κατέστρεψε τὸν λόγον. Καὶ οἱ αἰπόλοι τὸν ἤκουον μετὰ θαυμασμοῦ, καὶ ὁ παπ᾽ Ἀγγελής, ἀκούων μετὰ συντόνου προσοχῆς, ᾐσθάνθη δάκρυ ὑγραῖνον τὴν παρειάν του.
Ἀλλ᾽ ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης, ὡς διὰ νὰ παρηγορήσῃ τὸν μπαρμπα-Γιώργην, καθ᾽ οὗ δὲν ἐμνησικάκει πλέον, διότι τοῦ ἐπῆρε τὰ πρωτεῖα, ἠγέρθη καὶ λύσας τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον ἔβοσκεν ἡσύχως εἰς τὸ λιβάδιον, ἤρχισε νὰ κάμνῃ κάτι παιγνίδια ἰδικά του. Συγχρόνως δὲ ὁ υἱός του ὁ Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ὡς διὰ νὰ συνοδεύσῃ μὲ μουσικὴν τοὺς ἀγῶνας τοῦ πατρός του, ἔλαβε τὸ σουραύλι του, καὶ ἤρχισε νὰ συρίζῃ ἁπλοῦν καὶ μονότονον ἦχον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης εἶχεν ἀναβῆ ἐπὶ τοῦ ὄνου ὑποβαλὼν σάγισμα ἀντὶ σέλλας καὶ βαίνων ἀργά, δῆθεν μετὰ σοβαρότητος, ἐπέβαλλεν εἰς τὸ ζῷον νὰ κάμνῃ κάτι βηματισμούς, κατὰ μίμησιν καὶ παρῳδίαν τῶν πολεμικῶν ἵππων. Καὶ ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης πότε ἵστατο γονατιστὸς ἐπὶ τοῦ σαγίσματος, πότε ὑπτιάζετο ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ ζῴου, πότε ἐκρατεῖτο ἐκ τῆς χαίτης μὲ τὸν ἕνα πόδα ἐπάνω, μὲ τὸν ἄλλον κάτω εἰς τὴν γῆν, πότε ἐχάνετο ὑπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ ζῴου, πότε ἔπιπτε ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι γονάτων μεταξὺ τῶν τεσσάρων ποδῶν τοῦ ὄνου, κ᾽ ἐνῷ ἔλεγες ὅτι τώρα ἔπεσε, καὶ ὅτι ὁ ὄνος θὰ τὸν πατήσῃ, αἴφνης, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, εὑρίσκετο πάλιν ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ ζῴου. Τοιούτους τινὰς μιμικοὺς ἀγῶνας ἤξευρε νὰ ἐκτελῇ ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δὲν ἐχρειάζετο διὰ νὰ καγχάζῃ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐν εὐθυμίᾳ ἡ ὁμήγυρις ὅλη.
Τέλος ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ἀφῆκε τὸν ὄνον του ἥσυχον, καὶ ὁ μπαρμπα-Γιώργης τ᾽ Παναγιώτ᾽, ὡς διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν μιμικόν, ἐξέφερε πρὸς αὐτὸν ἰδίως ἀποτεινόμενος, πρὸς ἐπισφράγισιν τοῦ συμποσίου, τὴν τελευταίαν τῆς ἡμέρας πρόποσίν του, ἥτις ἤχησεν ὑπόκωφος, ὡς νὰ ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν πάτον τῆς φλάσκας, 〈ἥτις ἤρχισε〉 πλέον νὰ κλώζῃ καὶ νὰ φυσᾷ.
― Κὶ τ᾽ χρόν᾽ μὶ τοὺ καλὸ νὰ σᾶς βρῶ!
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ἀπήντησε:
― Καλῶς νὰ ᾽ρθῇς, μπαρμπα-Γιώργη μ᾽!
(1892) Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
1. Κούτρης (ἤτοι κέσφος = κεφαλάς), καλεῖται παρ᾽ ἡμῖν τὸ ἀβάπτιστον ἄρρεν, Κοσσοὺ δὲ τὸ θῆλυ. Δράκος καὶ Δρακούλα, καλοῦνται τὰ βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχεροῦς τινος ἢ ἐπιφόβου καὶ ἀντιπαθοῦς νόσου, οἷον σπασμῶν, ἐπιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα τὴν προσηγορίαν ταύτην ὡς ἀλεξητήριον καὶ φυλακτικὸν κατὰ πάσης βασκανίας. Ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Κούτρης = σπανός.
Ἀπό : papadiamantis.org
Κ Α Λ Η Α Ν Α Σ Τ Α Σ Η !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου