Ο Μεγάλος Αγιασμός τελεῖται κάθε χρόνο τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου.
Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ρωτοῦν ἄν ὁ Ἁγιασμός αὐτός πίνεται,
χρησιμοποιεῖται γιά ραντισμό, φυλάσσεται στά σπίτια καί ἄν ἀντικαθιστᾶ
τή θεία Κοινωνία.
Τό
κείμενο πού ἀκολουθεῖ, μεταγλωττισμένο στή νεοελληνική, ἀποτελεῖ
«εἰδική γνωμοδότηση περί τοῦ θέματος τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, δηλ. πῶς
λαμβάνεται αὐτός παρά τῶν χριστιανῶν, ἐάν φυλάσσεται καί ἐάν ἀπ' αὐτόν
μεταλαμβάνουν» οἱ πιστοί, συνταχθέν ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου. Ἀρχικῶς αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ
ἔτους 1999 (σελ. οη΄-π΄), πρός ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί
πληροφόρηση τῶν πιστῶν.
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται
τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ
ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ
«μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις
τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.
Μικρός
Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό
ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν,
καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος
Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου)
στό Ναό.
2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ
Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ
λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» [=να
πίνουν λίγο] ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις.
Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο
τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά
ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί
παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο,
ἐφ' ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει».
Ἀπαραίτητα
ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε
ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά
ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν
τό ταχύτερο.
3.
Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ' αὐτόν
σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς
ἐνέργειας;
Ἡ
ἀπάντηση εἶναι θετική [=ναι]. Παρέχεται ἀπ' αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο
τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ
ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ...) πρός
ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον»,
καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον»
(πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν
διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν... καί
ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»).
Ἀναντίρρητα
χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους
(«ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει
στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά
καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς
ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων.
Προϋποτίθεται
βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι
θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς
οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία
πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
4 . Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ
ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς-
γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά
μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ
Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος-
οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό
μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό
χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες
ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον
φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).
Ἀργότερα
ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ
ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά
στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό
ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή
τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων,
γιά δύο λόγους: Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν
Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν
Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού
διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση
καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. Πρίν ἀπό κάθε
Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση
τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ
πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού
προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι' αὐτό ἡ
Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν
προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί
βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί
μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ
ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν
ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ
ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν.
Ἔτσι
λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς
νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη
ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου.
Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ'
αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.
Τέλος
ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι
τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν
ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός
τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ.
"Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός..."
Η
γιορτή των Θεοφανείων (τα Φώτα), με την οποία ουσιαστικά κλείνει το
άγιο Δωδεκαήμερο (ακολουθεί η τιμητική γιορτή της "Σύναξης του
Προδρόμου", επειδή ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος πρωταγωνιστεί στη βάφτιση
του Χριστού) είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του ορθόδοξου λαού
μας, με πλούσια λαογραφία, στην οποία βέβαια κυριαρχεί ο αγιασμός των
υδάτων, οι βουτηχτάδες που βγάζουν το Σταυρό από τη θάλασσα ή τις λίμνες
κ.τ.λ., το "φώτισμα" με αγιασμό από τον παπά στα σπίτια μας, στα
μαζαγιά, τα χωράφια, ακόμα και τα αυτοκίνητα, τα γεωργικά μηχανήματα
κ.τ.λ.
Κατά τις παλιές παραδόσεις του λαού μας, αυτή τη μέρα φεύγουν και οι καλικάντζαροι.
Η ιδέα ότι υπάρχουν καλικάντζαροι ανήκει στη λαϊκή θρησκευ-τικότητα του
λαού μας, έχει αρχαιοελληνική προέλευση και δεν είναι αποδεκτή από τους
αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας. Είναι ένας λαϊκός μύθος.
Αυτό όμως που θα ήθελα να υπενθυμίσω μ' αυτό το post, είναι ότι στις 5 Ιανουαρίου (παραμονή των Φώτων), οι ορθόδοξοι χριστιανοί νηστεύουμε.
Είναι μια αλάδωτη νηστεία, δηλαδή νηστεύουμε και το λάδι, όχι μόνο το
κρέας, το ψάρι, τ' αβγά και το γάλα. Τρώμε αλάδωτο φυτικό φαγητό.
Η αυστηρή αυτή νηστεία είναι μέρος της προετοιμασίας μας για να πιούμε Μεγάλο Αγιασμό στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Φώτων. Παρακαλώ, ας μην την ξεχάσουμε.
Στην Κρήτη, όταν η παράδοση ζούσε ακόμα, την παραμονή των Φώτων παρασκεύαζαν ένα αλάδωτο νηστίσιμο φαγητό που λεγόταν "φωτοκόλυβα"
ή "παπούδια". Ήταν βρασμένο στάρι (=κόλυβα), μαζί με φασόλια, φάβα
(ολόκληρη, δεν ήξεραν τότε την αλεσμένη), φακές, κουκιά και γενικώς ό,τι
όσπρια υπήρχαν στο σπίτι. Τα έβραζαν και τα έτρωγαν με αλατάκι,
συνοδευόμενα με ψωμί, κανένα κρεμύδι, ελιές κ.τ.λ. (όταν δεν τρώμε λάδι,
μπορούμε να φάμε ελιές, για να παίρνουμε τις βιταμίνες τους).
Φωτοκόλυβα
έδιναν και στα πουλιά (στις κότες και τα περιστέρια) αλλά και στα ζώα
του σπιτιού, ιδίως στα βόδια, επειδή με τα βόδια είχαν οργώσει το χωράφι
για να σπείρουν το στάρι και τα όσπρια. Έπρεπε λοιπόν να γευτούν κι
αυτά τους καρπούς των κόπων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου